Σελίδες

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Ο κόσμος με τα μάτια του Βερολίνου....

Ο κόσμος με τα μάτια του Βερολίνου
Του HENRI MENUDIER* Μέσα σε είκοσι χρόνια η Γερμανία πραγματοποίησε μια αξιοσημείωτη επιστροφή στη διεθνή σκηνή. Για να καθησυχάσει τους γείτονές της ασκεί με σύνεση και σταθερότητα στην εξωτερική πολιτική της.
Η εκπληκτική επιμονή που επιδεικνύει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) δεν αποκλείει διάφορες προσαρμογές... Μέχρι το 1990 η εξωτερική πολιτική της χαρακτηρίστηκε από κάποια αυτοσυγκράτηση, εξαιτίας του χιτλερικού παρελθόντος και του κατακερματισμού της χώρας σε διάφορες ζώνες. Αλλωστε, από την ίδρυσή της με τη σύγχρονη μορφή της, το 1949, το διεθνές πλαίσιο καθόρισε την ανάδυση δύο πυλώνων άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Από τη μία πλευρά την πρόσδεση στη Δύση και τον επανεξοπλισμό, που προωθήθηκαν κατά τη θητεία του πρώτου καγκελάριου της ΟΔΓ, Κόνραντ Αντενάουερ, ηγέτη του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU)..
Από την άλλη, το άνοιγμα προς την Ανατολή -την Ostpolitik. Η πολιτική αυτή, που εγκαινιάστηκε από την πρώτη κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού μεταξύ του CDU, της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU) και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), από το 1966 έως το 1969, θα ακολουθηθεί συστηματικά από τους καγκελάριους Βίλι Μπραντ (1969-1974), Χέλμουτ Σμιτ (SPD, 1974-1982), καθώς και από τον διάδοχό τους Χέλμουτ Κολ (CDU), ο οποίος θα την υιοθετήσει εγκαταλείποντας τις προγενέστερες διαφωνίες του.

Πιστοί σε μια συλλογική και πολυμερή προσέγγιση, οι διάφοροι καγκελάριοι χειρίστηκαν διεθνείς κρίσεις προκρίνοντας πολιτικές λύσεις. Η καταφυγή σε στρατιωτικά μέσα υπόκειται σε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μετά από αίτημα διεθνών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, το ΝΑΤΟ ή ο ΟΗΕ, και κατόπιν έγκρισης του Κοινοβουλίου. Πραγματισμός και σύνεση που δεν εμπόδισαν τη νέα Γερμανία, η οποία αντιλαμβάνεται με διαύγεια τα συμφέροντά της, να αναλάβει με επιτυχία αυξημένες αρμοδιότητες.

Οι σχέσεις με τη Γαλλία

Ο καγκελάριος Κολ (1982-1998), θέλοντας να οικειοποιηθεί την πολιτική κληρονομιά του Αντενάουερ, ανέλαβε, κατ' αρχήν, να διαλύσει τις ανησυχίες γύρω από την εξωτερική πολιτική του, δηλώνοντας ευθαρσώς ότι η ενότητα της χώρας και η ενότητα της Ευρώπης αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Υπήρξε, έτσι, ένας από τους πρωτεργάτες της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφηκε το 1992, καθώς και της προώθησης της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ). Εχει, επίσης, στο ενεργητικό του την πολιτική διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ακόμη και με σκληρά παζάρια, ο Κολ δεν έπαψε να επιδιώκει τη συμφωνία με το Παρίσι, εκφραζόμενος πονηρά: «Μπροστά στη γαλλική σημαία πρέπει κανείς να υποκλίνεται πάντα δύο φορές (1)».

Εχοντας συνείδηση των ορίων και των περιορισμών που επιβάλλονταν στη χώρα του, ο Κολ αρνήθηκε, το 1989 και, στη συνέχεια, το 1994, την προσφορά των ΗΠΑ για προνομιακή συνεργασία. Βέβαια, λόγοι τόσο συνταγματικοί -απαγόρευση να επεμβαίνει η Bundeswehr, ο νέος γερμανικός στρατός που συγκροτήθηκε το 1955, εκτός των συνόρων του ΝΑΤΟ- όσο και πρακτικοί εμπόδισαν τη Γερμανία να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά του Ιράκ, μετά την εισβολή του Σαντάμ Χουσέιν στο Κουβέιτ, το 1990-1991, πόλεμο που υποστήριξε, πάντως, με ουσιαστική χρηματοδότηση, η οποία χαρακτηρίστηκε ως «πολιτική των επιταγών».

Μετά από αυτό το επεισόδιο, και αφού το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο είχε επιτρέψει, στο μεταξύ, το 1994, τις γερμανικές στρατιωτικές επεμβάσεις εκτός της γεωγραφικής ζώνης που κάλυπτε η Βορειοατλαντική Συμμαχία, ο Κολ επιχείρησε την αναδιάρθρωση της Bundeswehr, απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να συμμετέχει σε διεθνείς επεμβάσεις.

Οσο βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, SPD και Πράσινοι είχαν επικρίνει τη «στρατιωτικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής. Ομως, λίγους μόνο μήνες μετά την άνοδό τους στην εξουσία, από το Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 1999, η Bundeswehr συμμετείχε στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ εναντίον της Σερβίας, προκειμένου να αποτρέψει μια «γενοκτονία» στο Κοσσυφοπέδιο, όπως έλεγε η επίσημη ρητορική.

Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιόσκα Φίσερ (Πράσινοι), δικαιολόγησε τότε την επέμβαση, κάνοντας λόγο για Αουσβιτς που «δεν έπρεπε να ξανασυμβεί». Η ίδια κυβέρνηση υποστήριξε το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Αμυνας και απέστειλε στρατεύματα στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν και την Αφρική.

Εντούτοις, η εξέλιξη της γιουγκοσλαβικής κρίσης είχε θέσει τη Γερμανία στο στόχαστρο των επικρίσεων (2). Πραγματικά, το Δεκέμβριο του 1991, αφού παρότρυνε Σλοβενία και Κροατία να αποσχισθούν, τις αναγνώρισε βεβιασμένα ως ανεξάρτητα κράτη. Οι μονομερείς αυτές ενέργειες κόστισαν στη Γερμανία τον διετή παραγκωνισμό της από τις διαπραγματεύσεις για την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Κατά την επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο -η οποία πραγματοποιήθηκε χωρίς σαφή εξουσιοδότηση από τον ΟΗΕ- η Bundeswehr ακολούθησε τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους της προκειμένου, σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση, να τερματιστούν οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τους Σέρβους, να αποφευχθεί μια ανθρωπιστική καταστροφή και να σταθεροποιηθεί η περιοχή.

Ομως, η μονομέρεια της αμερικανικής πολιτικής, η παράκαμψη του διεθνούς δικαίου και η δηλωμένη περιφρόνηση του Λευκού Οίκου απέναντι στον ΟΗΕ προκαλούσαν όλο και μεγαλύτερη δυσφορία στο Βερολίνο.

Παρά την «απεριόριστη αλληλεγγύη» που υποσχέθηκε προς τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005) ήλθε σε θεαματική ρήξη με τον αμερικανό πρόεδρο όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει η Γερμανία στον πόλεμο κατά του Ιράκ. «Τα ουσιαστικά ζητήματα που αφορούν το γερμανικό έθνος εξετάζονται στο Βερολίνο και πουθενά αλλού», δήλωσε δυναμικά ο Σρέντερ ενώπιον του γερμανικού Κοινοβουλίου, στις 13 Σεπτεμβρίου 2002.

Και, οπωσδήποτε, δεν είναι η χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008, με την κατάρρευση της Lehman Brothers, που θα παροτρύνει τη σημερινή κυβέρνηση να αλλάξει γραμμή πλεύσης.

Εγκαταλείποντας κάθε σύμπλεγμα κατωτερότητας και προασπίζοντας με σθένος τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα, ο Σρέντερ ορισμένες φορές τάραξε τα νερά δηλώνοντας, για παράδειγμα, το Δεκέμβριο του 1998: «Περισσότερα από τα μισά χρήματα που ξοδεύει η Ευρώπη τα πληρώνουν οι Γερμανοί (3)».

Από τότε, οι διαφωνίες με το Παρίσι πολλαπλασιάστηκαν: Το 1999, στο ζήτημα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), την οποία ο Σρέντερ θεωρούσε πολύ δαπανηρή, το 2000, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη της Νίκαιας, με τη διαφωνία να εντοπίζεται στη νέα θεσμική αριθμητική των ψήφων στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Παρ' όλα αυτά, ο Σρέντερ προώθησε την προσέγγιση με το Παρίσι και τη Μόσχα, επαναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την επωδό περί «γερμανικού δρόμου» (der deutsche Weg), η οποία θύμιζε δυσάρεστα τις ιδιαιτερότητες του «άλλου δρόμου» (Sonderweg) του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.

Τότε, μετά την αποτυχία των εθνικών και φιλελεύθερων κινημάτων του 1848, η οικοδόμηση του κράτους και η διαδικασία ενοποίησης της Γερμανίας με φόντο τη γρήγορη εκβιομηχάνιση γέννησαν ένα αυταρχικό καθεστώς με παγερμανική ιδεολογία και επιθετικές διαθέσεις απέναντι στις υπόλοιπες δυτικές δυνάμεις.

Το ευρωπαϊκό Σύνταγμα

Οι φραστικές παρεκτροπές του Σρέντερ δεν τον εμπόδισαν, πάντως, να χειριστεί τα διεθνή θέματα με συνετή αποφασιστικότητα: Προώθησε τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και υιοθέτησε το σχέδιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο οι Γάλλοι, από την πλευρά τους, απέρριψαν στις 29 Μαΐου 2005. Την ίδια χρονιά, ωστόσο, δυσκολεύτηκε να δεχτεί την οριακή ήττα του από μία γυναίκα, την Ανγκελα Μέρκελ -η οποία, επιπλέον, υποστήριζε την πολιτική Μπους...

Η καγκελάριος Μέρκελ αποκατέστησε το διάλογο με τις ΗΠΑ, απομάκρυνε αισθητά τη γερμανική εξωτερική πολιτική από τη σκιά της Γαλλίας και πήρε τις αποστάσεις της από τη Ρωσία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος κατηγορείται για παραβιάσεις των ανθρωπίνων διακαιωμάτων. Χρησιμοποιώντας μετριοπαθείς τόνους, στρογγύλεψε ορισμένες φορές τις θέσεις της, χωρίς, όμως, να παραιτηθεί από το στόχο της: η Γερμανία πρέπει να αναλάβει περισσότερες ευθύνες. Στα μάτια των Γερμανών απέκτησε διεθνές κύρος προεδρεύοντας με επιτυχία στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στο G7, το 2007.

Μεταξύ των επιτυχιών της συγκαταλέγονται η υιοθέτηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, η επανέναρξη της συνεργασίας Ευρωπαϊκής Ενωσης - Ρωσίας και το Πρωτόκολλο του Κιότο για το κλίμα. Η Μέρκελ, έχοντας δεσμευτεί για την προώθηση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή, εγκαινίασε διάλογο με το Ισραήλ και τους Παλαιστίνιους. Τέλος, εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για την Αφρική (4) και επιτρέπει να συνεχίζονται οι επεμβάσεις της Bundeswehr στο εξωτερικό.

Η καγκελάριος ακούει πολύ προσεκτικά τους εταίρους της, αλλά δεν διστάζει να διαφωνήσει μαζί τους, ακόμη και να τους αντιταχθεί -έτσι, η διαχείριση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης προκάλεσε μεγάλες εντάσεις ανάμεσα σε Παρίσι και Βερολίνο (5). Επέκρινε τον πρόεδρο Μπους σχετικά με τις μυστικές φυλακές της CIA: «Ενας θεσμός σαν το Γκουαντάναμο δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει για πολύ», δήλωσε η Μέρκελ τον Ιανουάριο του 2006 (6).

Για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τη Ρωσία, κατάφερε να αναβάλει την ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Οι κινεζικές απειλές για αντίποινα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, δεν εμπόδισαν τη Μέρκελ να δεχθεί τον δαλάι λάμα, το 2007, καθώς και να μην παραστεί στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, το 2008: Από τη στιγμή που τα ουσιαστικά διακυβεύματα της εξωτερικής πολιτικής της βρίσκονται αλλού, η Μέρκελ μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της την πολυτέλεια ενός πρόσκαιρου καβγά με το Πεκίνο. Πολύ περισσότερο εφόσον γνώριζε ότι η Κίνα δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τη Γερμανία στο οικονομικό πεδίο.

Ωστόσο, η πρόσδεση στη Δύση παραμένει ο άξονας γύρω από τον οποίο αρθρώνονται οι σχέσεις της Γερμανίας με τον υπόλοιπο κόσμο: δεν κρατά ίσες αποστάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, ούτε και διεκδικεί για τον εαυτό της ρόλο κεντρικής δύναμης στην Ευρώπη. Επιπλέον, οι κρίσιμες προκλήσεις που αναδύονται στον 21ο αιώνα ενισχύουν την πολυμερή προσέγγιση.

Η ευρωατλαντική δέσμευση στηρίζεται στη γαλλο-γερμανική συνεργασία, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ατλαντική συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ -στοιχεία που είναι δύσκολο να αλλάξουν. Από την εποχή της διακήρυξης του Ρομπέρ Σουμάν (9 Μαΐου 1950) (7) και της συνθήκης των Ηλυσίων Πεδίων (1963) -συνθήκη φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Βόνης και Παρισιού-, ο γαλλο-γερμανικός άξονας διαδραματίζει το ρόλο της ατμομηχανής της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.

Η επιρροή, όμως, του γαλλο-γερμανικού άξονα τείνει να διαλυθεί μέσα στις διαδοχικές διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και, παρά τις δημόσιες χαιρετούρες, η βούληση συντονισμού δεν αποκλείει σοβαρές αντιπαραθέσεις για το περιεχόμενο της υπό εκκόλαψη Ευρώπης. Με την έννοια αυτή, μπορεί να διαπιστώσει κανείς μια φθορά, μια απογοήτευση, ακόμη και μια ανισορροπία στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις.

«Αταίριαστο ζευγάρι»

Πέρα από τις διαφορές στιλ και προσωπικότητας, είναι αλήθεια ότι Σαρκοζί και Μέρκελ έχουν εκφράσει τις διαφορετικές απόψεις τους σχετικά με τη Μεσογειακή Ενωση (από την οποία η Γερμανία είναι αποκλεισμένη), η οποία μετατράπηκε σε Ενωση για τη Μεσόγειο, αλλά και για την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς και την οικονομική διαχείριση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλες αποκλίσεις έχουν διαφανεί όσον αφορά τις λύσεις που προκρίνονται απέναντι στη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση ή σχετικά με την αναμόρφωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέλος, οι εντάσεις που προκάλεσε η ελληνική κρίση φέρνουν στο φως αντικρουόμενες προσεγγίσεις στο θέμα της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης».

Πραγματικά, το Μάρτιο, η Μέρκελ, για να μην ενθαρρύνει τη «χαλάρωση», η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενά της θα μπορούσε να επεκταθεί σε ολόκληρη την ευρωζώνη, εμφανίζεται αδιάλλακτη απέναντι στην Ελλάδα, που έχει μπει στο στόχαστρο των χρηματιστικών αγορών. Στις 23 Μαρτίου, μάλιστα, επιβάλλει τη δική της λύση: την καταφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και στα διμερή δάνεια. Για να καθησυχαστούν οι αγορές, χρειάζεται και νέα ευρωπαϊκή συμφωνία στις 11 Απριλίου.

Το ύψος των διμερών δανείων θα εξαρτηθεί από το μερίδιο του κάθε κράτους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, στο οποίο η Γερμανία έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά. Δύο προσεγγίσεις που αλληλοσυμπληρώνονται: η αυστηρή διαχείριση της ευρωζώνης (γερμανική άποψη) πρέπει να συνοδεύεται από την αλληλεγγύη και έναν πραγματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (γαλλική άποψη), χωρίς να θιγεί η ανεξαρτησία της ΕΚΤ.

Παρ' όλα αυτά, η γαλλο-γερμανική συνεννόηση δεν χάνει την κεφαλαιώδη σημασία της: μολονότι δεν είναι αρκετή για να προχωρήσει η Ευρώπη, η έλλειψή της θα την ακινητοποιούσε. Επιπλέον, οι διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των δύο χωρών, που συχνά προβάλλονται πολύ από τα μέσα ενημέρωσης, δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε το εύρος των συγκλίσεών τους -τις οποίες αναδεικνύει, σε μεγάλο βαθμό, η στενή καθημερινή συνεργασία των κυβερνήσεών τους.

Η Ευρώπη, τόσο στενά συνυφασμένη με την ιστορία της χώρας, παραμένει πρωταρχικής σημασίας για τη Γερμανία: Μετά το 1945, της προσέφερε ένα υποκατάστατο εθνικής ταυτότητας και διαμόρφωσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο κατόρθωσε, σταδιακά, να ανακτήσει την εθνική κυριαρχία που της είχαν στερήσει οι σύμμαχοι. Γι' αυτό και η Γερμανία δεν έπαψε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων. Βέβαια, μολονότι από τη δεκαετία του 1990 το Βερολίνο προέκρινε τη διεύρυνση έναντι της εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εμφανίζεται πλέον πιο επιφυλακτικό, προτιμά τη διακυβερνητική συνεργασία και δεν διστάζει να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του -όπως κάνουν και οι άλλες χώρες.

Το 2006 ο Γιόσκα Φίσερ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, καταγγέλλοντας «τη μοιραία μετατόπιση προοπτικής». Σύμφωνα με τον Φίσερ, «η Ευρώπη δεν αποτελεί πλέον το κεντρικό πολιτικό σχέδιο της Γερμανίας (8)» και η μετατόπιση γινόταν πλέον ιδιαίτερα αντιληπτή μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των εθνικών συμφερόντων. Οσο ο Σρέντερ υποστήριζε την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τόσο η Μέρκελ αντιτίθετο, προκρίνοντας τη λύση της προνομιακής συνεργασίας -με κίνδυνο να δυσαρεστήσει τους αμερικανούς συμμάχους.

Εντούτοις, η διαφωνία με την Ουάσιγκτον για το ζήτημα του πολέμου στο Ιράκ, το 2003, καθώς και η απογοήτευση που εξέφρασε η Μέρκελ για το περιορισμένο ενδιαφέρον του Μπαράκ Ομπάμα γύρω από την Ευρώπη, δεν αρκούν για να διαρρήξουν τον ομφάλιο λώρο που συνδέει τις δύο δυνάμεις από το 1949 και μετά.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γέννηση της ΟΔΓ. Διευκόλυναν την ανοικοδόμηση της χώρας μέσω του σχεδίου Μάρσαλ, εγγυήθηκαν την ασφάλεια της Δυτικής Γερμανίας και του Βερολίνου κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και οργάνωσαν τον ελεγχόμενο επανεξοπλισμό της στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Μολονότι οι συγκρούσεις μεταφέρθηκαν στην περιφέρεια ή και εκτός Ευρώπης, η Γερμανία εξακολουθεί να εξαρτάται από την αμερικανική στρατιωτική παρουσία τόσο εντός των εθνικών συνόρων της όσο και ευρύτερα, στο σύνολο του ευρωπαϊκού εδάφους.

Εξάλλου, χάρη στην κατάρρευση του σιδηρού παραπετάσματος το 1989-1990, η Γερμανία επανέκτησε πλήρως τους παραδοσιακούς δεσμούς της με τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Πάντως, παρά τη μεγάλη προσοχή που τους αποδίδεται, οι σχέσεις με την Πολωνία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας παραμένουν δύσκολες, εξαιτίας της εκδίωξης των Γερμανών από τις χώρες αυτές το 1945. Το Βερολίνο ανέπτυξε, επίσης, μια δυναμική πολιτική προσέγγισης με τα κράτη-γείτονες της Ρωσίας (Λευκορωσία, Ουκρανία και Μολδαβία), ενώ, στο όνομα της πρόληψης των συγκρούσεων, εκδηλώνει ενδιαφέρον για τα καθεστώτα του Καυκάσου (Γεωργία, Αρμενία και Αζερμπαϊτζάν) και της Κεντρικής Ασίας.

Η Γερμανία εκτιμά ότι η επίλυση των σοβαρών προβλημάτων χωρών όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν ή το Ιράν πρέπει να περάσει από τους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους έχει σημαντική οικονομική συνεισφορά. Η πολιτική της αποσκοπεί στον περιορισμό της χρήσης βίας προς όφελος πολυμερών λύσεων.

Το 1990 η υπόσχεση για οικονομική βοήθεια έπεισε την ΕΣΣΔ να αποδεχτεί την επανένωση της Γερμανίας. Για λόγους που συνδέονται με το παρελθόν (με την ιστορία της ρωσικής και της γερμανικής αυτοκρατορίας, με τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα), αλλά και για οικονομικούς (η ενεργειακή εξάρτηση) και στρατηγικούς (η ειρήνη στην Ευρώπη) λόγους, οι σχέσεις με τη Ρωσία είναι πρωταρχικής σημασίας για το Βερολίνο. Επομένως, οι γερμανοί ιθύνοντες φροντίζουν να καθησυχάζουν μια μεγάλη δύναμη, η οποία εξασθένησε πολύ τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ετσι, ανέπτυξαν ένα πυκνό δίκτυο διμερών, ευρωπαϊκών και διεθνών συνεργασιών με τη Ρωσία, φροντίζοντας, ταυτόχρονα, να μην ξυπνήσουν τους φόβους των χωρών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης που δεν έχουν ακόμη ξεχάσει την κηδεμονία του Κρεμλίνου.

Η σχέση με τη Ρωσία

Οι έντονες αντιδράσεις που προκάλεσε το σχέδιο κατασκευής του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου που θα συνδέει άμεσα τη Ρωσία με τη Βόρεια Γερμανία μέσω της Βαλτικής, αποτυπώνουν χαρακτηριστικά τις προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνουν οι γερμανοί ηγέτες. Οι επικρίσεις αυτές εισακούστηκαν, και στο σχέδιο συμμετέχουν πλέον και άλλες χώρες, όπως η Γαλλία. Ανεξάρτητα από τις πολιτικές κρίσεις (Τσετσενία και Γεωργία) και τις επίμονες διαφωνίες στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η διαρκής ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας και ο περιορισμός της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας θεωρούνται βασικές προτεραιότητες. Επιδιώκοντας τη σταθερότητα, το Βερολίνο θέλει να αναπτύξει με τη Ρωσία πλήρη εταιρική συνεργασία -στόχος εύκολος σε σύγκριση με την πολυπλοκότητα του ασιατικού ψηφιδωτού.

Η Ασία αποτελεί ένα τεράστιο σύνολο, υπερβολικά ετερόκλητο για να μπορεί κανείς να περιγράψει τις αδρές γραμμές της γερμανικής πολιτικής στην ήπειρο. Η προσέγγιση του Βερολίνου κάνει διάκριση ανάμεσα στην Απω Ανατολή (Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα), τη Νοτιοανατολική Ασία (κυρίως τις δέκα χώρες της Ενωσης Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας [ASEAN]) και την ευρύτερη ινδική χερσόνησο (κυρίως το Αφγανιστάν, την Ινδία και το Πακιστάν). Εκτός από τις εμπορικές σχέσεις, οι ανταλλαγές αφορούν σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά θέματα (εκπαίδευση, κατάρτιση, έρευνα, απασχόληση, περιβάλλον, ενέργεια, τεχνολογία).

Η Κίνα, η οποία το 2009 αναδείχθηκε πρώτη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο, υποσκελίζοντας τη Γερμανία, συγκεντρώνει πολύ έντονα την προσοχή, αλλά, εδώ και μερικά χρόνια, παρατηρείται αυξανόμενο γερμανικό ενδιαφέρον για τη μέχρι πρόσφατα ξεχασμένη Ινδία, καθώς και για τις αναδυόμενες χώρες, τους μελλοντικούς πρωταγωνιστές των διεθνών σχέσεων.

Στις προγραμματικές δηλώσεις του, στις 20 Σεπτεμβρίου 1949, ο καγκελάριος Αντενάουερ είχε θέσει τρεις στόχους για την ΟΔΓ, η οποία, εκείνη την εποχή, δεν διέθετε καν υπουργείο Εξωτερικών: την εθνική κυριαρχία και τα ίσα δικαιώματα με τα υπόλοιπα κράτη, την ευρωπαϊκή οικοδόμηση, την επανένωση της Γερμανίας. Χάρη σε μια πολιτική που κατόρθωσε να προσαρμοστεί στις εσωτερικές εξελίξεις και στις μεταβολές του διεθνούς περιβάλλοντος, οι στόχοι αυτοί επιτεύχθηκαν στις 3 Οκτωβρίου 1990. Απευθυνόμενη για πρώτη φορά στο γερμανικό Κοινοβούλιο, στις 30 Νοεμβρίου 2005, η καγκελάριος Μέρκελ διαπίστωνε: «Ποτέ η Γερμανία δεν ήταν τόσο ελεύθερη όσο σήμερα».

(1) Βλ. Maxime Lefebvre, «L'Allemagne et l'Europe», «Revue internationale et strategique», τ. 74, Armand Colin, Παρίσι, 2009.

(2) «Οι ευθύνες της Γερμανίας και του Βατικανού στην επιτάχυνση της κρίσης» υπήρξαν «πραγματικά συντριπτικές», θα δηλώσει, στις 16 Ιουνίου 1993, ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ρολάν Ντιμά. Βλ. Paul-Marie de la Gorce, «Les divergences franco-allemandes mises a nu», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 1993.

(3) Βλ. Jacques-Pierre Gougeon, «L'Allemagne du XXIeme siecle, une nouvelle nation», Armand Colin, Παρίσι, 2009.

(4) Βλ. Raf Custers, «Arriere-pensees europeennes», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2006.

(5) Με τη βοήθεια μιας αυστηρής πολιτικής συγκράτησης των μισθών, το γερμανικό εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει σημαντικά πλεονάσματα. Η ανισορροπία αυτή προκάλεσε πρόσφατα τις (διακριτικές) επικρίσεις της γαλλίδας υπουργού Οικονομίας, Κριστίν Λαγκάρντ. Πραγματικά, τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας αντιστοιχούν, αναγκαστικά, στο ύψος των... ελλειμμάτων των εμπορικών εταίρων της, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία.

(6) «Der Spiegel», Αμβούργο, 7 Ιανουαρίου 2006.

(7) Στη διακήρυξη αυτή το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωνε το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), το οποίο στηριζόταν σε γαλλο-γερμανική συμφωνία και υλοποιήθηκε το 1951.

(8) «Der Spiegel», 21 Δεκεμβρίου 2008.
πηγή: Ελευθεροτυπία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα