Σελίδες

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Γιώργος Κιμούλης: Ο διανοούμενος να παίξει τον ρόλο του υπονομευτή

Για μένα ο διανοούμενος οφείλει πάντα να είναι δίπλα σ’ αυτούς που παλεύουν να πάρουν την εξουσία προς όφελος των μη προνομιούχων
Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη
Εκρηκτικό μείγμα προικισμένου καλλιτέχνη και εγγράμματου πολίτη, ο Γιώργος Κιμούλης ως φαίνεται δεν αρκείται στο φως που εμπέμπει η τέχνη του. Ανασκαφέας των πηγών και προσεκτικός αναγνώστης τους, διαπερνά με άνεση τα διαχωριστικά όρια ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον διανοούμενο και με λόγο τεκμηριωμένο τοποθετείται στα πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά ζητήματα που προβάλλει η εποχή μας. Αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας, ωστόσο παρεμβαίνει συχνά μέσω του διαδικτύου σε ζητήματα τέχνης και πολιτικής. Ο τρόπος που ασκεί την τέχνη του του παρέχει τη δυνατότητα να βρεθεί όποτε θελήσει μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας. Τουναντίον, περνά μεγάλα διαστήματα σιωπής. Η πρόσφατη αντιπαράθεσή του με τον συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλο τον έφερε ξανά στο προσκήνιο. Όσοι την παρακολούθησαν διαπίστωσαν αμέσως πως η αφορμή που την προκάλεσε έδωσε την ευκαιρία στον Γιώργο Κιμούλη να θίξει το ακανθώδες ζήτημα του ρόλου των διανοουμένων στην εποχή μας. Για τον ίδιο, άλλωστε, το ποτήρι έχει ξεχειλίσει εδώ και καιρό. Από τότε δηλαδή που "κάποιοι ηθικολόγοι διανοούμενοι" έκαναν την εμφάνισή τους "ως αυτόκλητοι μάρτυρες υπεράσπισης μιας πολιτικής κατάστασης που έχει φέρει αυτόν τον τόπο σε πλήρη εξαθλίωση".
Και η σημερινή μας κουβέντα από τους διανοούμενους ξεκινά. Ο Γιώργος Κιμούλης μιλά για τη στάση και τη θέση τους στη σημερινή κοινωνία, για την εμπλοκή τους με το πολιτικό σύστημα αλλά και για τις απαιτήσεις που προβάλλει η εποχή απ' αυτούς. Η στάση της κοινωνίας, η βία, οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί αλλά και η Αριστερά μπαίνουν επίσης στο μικροσκόπιο της σκέψης του.

* Πρόσφατα σας είδαμε να αντιπαρατίθεστε με τον συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλο. Ποια ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι;

Απαντώ επιθετικά αποκλειστικά και μόνον σε όσους λιβελλογραφούν εναντίον μου καθήμενοι σ’ έναν θώκο εξουσίας, που θεωρείται άβατος λόγω "δημοσιογραφικής ασυλίας". Ποτέ άλλοτε! Το ποτήρι δεν ξεχείλισε τώρα. Τελευταία εμφανίστηκαν κάποιοι ηθικολόγοι διανοούμενοι ως αυτόκλητοι μάρτυρες υπεράσπισης μιας πολιτικής κατάστασης που έχει φέρει αυτόν τον τόπο σε πλήρη εξαθλίωση. Χωρίς αίσθημα αισχύνης βγάζουν λογύδρια νουθεσίας, ενώ ούτε ένας απ’ αυτούς δεν ανήκει στους τρισήμισι εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν στα όρια της φτώχειας, δεν έχει χάσει τη δουλειά του, δεν κινδυνεύει να μείνει άστεγος.


* Ποιο είναι, κατά την άποψή σας, το χαρακτηριστικό της σημερινής διανόησης;

Η φουκωική και ντελεζιανή ανάλυση της αμηχανίας που διακατέχει τη διανόηση είναι σωστή. Ο διανοούμενος κατάλαβε πως ο κόσμος δεν τον χρειάζεται πια. Δεν μπορεί να παίξει πλέον τον ρόλο του εκφραστή μιας καταπιεσμένης συλλογικότητας, η οποία, είτε γιατί δεν δύναται να αναλύσει την πραγματικότητα είτε γιατί της απαγορεύεται να μιλήσει, τον έχει ανάγκη. Τώρα η συλλογικότητα μπορεί τουλάχιστον να αυτοεκφράζεται. Η απελπισία είναι εμφανής στη δήλωση του Λιοτάρ: “Εμείς οι διανοούμενοι δεν είμαστε πια ικανοί για οιοδήποτε είδος πραγματικής παρέμβασης”. Η όξυνση της αίσθησης του “άχρηστου”, που ένιωσαν κάποιοι απ' αυτούς, μέσα σ’ έναν κοινωνικό χώρο που καθοδηγείται από τον “δημοκρατικό” δεσποτισμό των μέσων ενημέρωσης, απεκατεστάθη με το κάλεσμα της πολιτικής εξουσίας για συγκατοίκηση στο “επιτελείο των αποφάσεων”. Η φαταλιστική παραίτησή τους δεν τους επέτρεψε να δουν στη μετακόμιση αυτή το στοιχείο της εκπόρνευσης. Έτσι άρχισε η εθελούσια δουλεία στην πολιτική καμαρίλα και η κατρακύλα στον κονφορμισμό. Υπάρχει βέβαια και μία άλλη ομάδα διανοουμένων, που, θεωρώντας πως είναι “άνευ ουσίας να μιλάς εκ μέρους άλλων”, κλείστηκε στην ενδοσκόπηση και στην αυτοανάλυση. Μία τρίτη ομάδα διανόησης παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της. Δυστυχώς, όμως, ήταν πολύ μικρή και η φωνή της, χωρίς την ενίσχυση της διαμεσολάβησης, ασθενής.

* Ο Γκράμσι έχει τοποθετηθεί και για τους “οργανικούς διανοούμενους του συστήματος”, αλλά και για τους “οργανικούς διανοούμενους της Αριστεράς”. Απέναντι σ' αυτό το δίπολο πού τοποθετείτε τον εαυτό σας;

Ανέκαθεν ανήκα στην Αριστερά. Κι όταν λέω Αριστερά, εννοώ το πολιτικό υποκείμενο που συγκεντρώνει όλες τις πρακτικές αντίστασης στον καπιταλισμό. Δεν θα ήθελα να σχολιάσω την γκραμσιανή σκέψη για το κογκνιταριάτο ή τον διαχωρισμό σε “ορθόδοξους” και “οργανικούς” διανοούμενους. Συνεχίζω να πιστεύω στην αστική προέλευση της διανόησης και προτιμώ να μιλώ γι’ αυτούς που συμβάλλουν στην αποδόμηση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Εκεί προσπαθώ να κατοικώ. Με τις αμηχανίες μου, τις αντιφάσεις μου, τη λανθασμένη αποκλειστική ενασχόλησή μου με το καλλιτεχνικό μου έργο, την ανόητη κατά καιρούς ιδιώτευσή μου και τη δειλία μου. Το χαρακτηριστικό μου όμως πάντα ήταν η εμμένεια στην εξαίρεση και στην ανομοίωσή μου, γνωρίζοντας τον κίνδυνο να εκληφθεί αυτό ακόμη και ως έπαρση.


* Τελικά οι διανοούμενοι αποτελούν μια κοινωνική ομάδα με κάποιου είδους «ταξική» συνείδηση ή απλά καθένας παίρνει απέναντι στην καθεστηκυία τάξη τη θέση που του υπαγορεύουν τα προσωπικά του συμφέροντα; Είναι φύσει ή θέσει αντίπαλοι της εξουσίας;

Ο ρόλος του διανοούμενου τώρα είναι πιο σύνθετος. Πρέπει να “συμμετέχει” καταργώντας την “ασφαλή απόσταση” που διατηρούσε και να παίξει “από μέσα” τον ρόλο του υπονομευτή. Να υπονομεύει κάθε μορφή εξουσίας, ακόμη και του ίδιου του εαυτού του, όταν καταλαβαίνει πως έχει γίνει φορέας συστήματος εξουσίας. Για μένα, κατ' αρχάς και άνευ οιασδήποτε άλλης συζήτησης, οφείλει πάντα να είναι δίπλα σ’ αυτούς που παλεύουν να πάρουν την εξουσία προς όφελος των μη προνομιούχων. Συνεχίζω να πιστεύω στην αλτουσεριανή θέση που υποστηρίζει πως αν η εργατική τάξη καταφέρει να πάρει στα χέρια της την κρατική εξουσία, θα έχει κάνει το πρώτο κρίσιμο βήμα προς την οικοδόμηση μιας κοινωνίας διαφορετικού τύπου. Παράλληλα, όμως, ο διανοούμενος πρέπει να προετοιμάζεται να σταθεί απέναντι στη νέα εξουσία αν αυτή ξεχάσει πως απώτερος στόχος είναι οι μαζικές μορφές της πολιτικής που θα οδηγούν τα πλατιά στρώματα της κοινωνίας στη δική τους χειραφέτηση, την ίδια στιγμή που θα αμφισβητεί διαρκώς, όπως σημειώνει ο Πουλαντζάς, την “αυθόρμητη ιδεολογία” της εργατικής τάξης. Με λίγα λόγια, ο διανοούμενος πρέπει να είναι συνεχώς δημιουργικά απέναντι.

* Η κοινωνία είναι σε θέση να λάβει το μήνυμα;

Υπάρχει πλήρης αλλοίωση στην κοινωνία. Οφείλουμε να σκεφτούμε απ’ την αρχή τι είναι ενότητα, ποια είναι η ταυτότητα μιας κοινωνίας και τι συνέχει μια κοινωνία. Εδώ και χρόνια, όλο αυτό το σύστημα δεν δίνει άλλη διέξοδο στον άνθρωπο εκτός απ’ την πίστη στη σημαντικότητα του Ενός! Ο καπιταλισμός ανέκαθεν βασιζόταν στην απομόνωση των ατόμων και στον μύθο της ατομικής ανάπτυξης. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους λειτουργούν στην εντέλεια. Από την οικογένεια και το σχολείο μέχρι τις κοινωνικές επαφές, οι σχέσεις των ανθρώπων, συγγενικές, φιλικές, ερωτικές και εργασιακές, είναι διαποτισμένες με την άποψη πως πάνω απ’ όλα υπάρχει ο εγωτικός κυνισμός ή, πιο ευγενικά, ο προστατευόμενος ατομικισμός. Μ' αυτόν τον τρόπο αρθρώθηκε στον σύγχρονο άνθρωπο ένας ναρκισσιστικός μηδενισμός, ο οποίος θεωρεί τον κοινωνικό χώρο σαν κάτι που δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ. Προτιμά λοιπόν την ακινησία της προσαρμογής απ’ την κίνηση της αλλαγής. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτός ο ναρκισσισμός συνθλίβεται καθημερινά από ένα σύστημα το οποίο ποτέ δεν του κάνει τη χάρη να τον αφομοιώσει πλήρως, εντατικοποιώντας έτσι το αίσθημα της αυτοαπαξίωσης. Πεπεισμένος πως η οποιαδήποτε φυγόκεντρος κίνηση θα είναι αυτοκαταστροφική, κλειδώνεται εξόριστος στην οικιακή τεχνολογία ενός υπολογιστή, δημιουργεί έναν φαντασιωσικό κόσμο και ζει τη δική του εικονική πραγματικότητα. Κι αν εμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης λόγω αυτού του μονήρους τρόπου επιβίωσης, έχει τη σύγχρονη ψυχοθεραπεία με το γνωστό της σύνθημα “αγαπάω τον εαυτό μου!” να τον επαναφέρει στην τάξη. Όταν δεν αφήνεις περιθώρια επιλογής στον σύγχρονο άνθρωπο, σήμερα, στην εποχή της προσομοίωσης, δεν τον οδηγείς στην εξέγερση, τον οδηγείς στην ατονία. Είναι εμφανής η αίσθηση ενός κενού.


* Η οικοδόμηση μιας κοινωνίας άλλου τύπου απαιτεί τη συμμετοχή της κοινωνίας. Πώς η κατακερματισμένη, αυτή τη στιγμή, ελληνική κοινωνία μπορεί να κάνει την υπέρβαση, ούσα αντιμέτωπη και με έναν ισχυρό προπαγανδιστικό μηχανισμό;

Αν οι πολίτες δεν συμμετέχουν στη δημόσια ζωή, δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Το πρόβλημα αρχίζει απ’ τη στιγμή που κανένας δεν τους ζητάει να συμμετέχουν κι έτσι οι περισσότεροι δεν πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι για κάτι τέτοιο. Παράλληλα με την ατονία, έχει διαμορφωθεί κι ένα τέλεια οργανωμένο τοπίο επένδυσης στις ενοχές του πολίτη. Η αποενοχοποίησή του αποτελεί βασικό μέλημα του καθενός μας, έστω και με κίνδυνο να κατηγορηθούμε ως λαϊκιστές. Αυτό που γίνεται σήμερα είναι ένας χυδαίος ψυχολογικός εκβιασμός. Προπαγανδίζουν με όλους τους τρόπους πως η αιτία της τραγικής οικονομικής κατάστασης της χώρας είναι τα αδηφάγα υπερκαταναλωτικά ένστικτα του πολίτη. Ενώ γνωρίζουν πολύ καλά πως οι συμμετέχοντες στις κυβερνήσεις ραδιούργησαν τον εξωφρενικό δανεισμό της χώρας για να εξυπηρετήσουν τον εαυτό τους, είτε αυξάνοντας τις προσωπικές τους περιουσίες είτε εξαγοράζοντας την εξουσία τους με τη γνωστή πελατειακή τους πολιτική. Μοίραζαν αφειδώς χρήματα στους στυλοβάτες τους, ενώ παράλληλα ανέπτυσσαν αυτή τη δανειολατρεία και την εύκολη επιδοτούμενη ζωή στους πολίτες, εξαγοράζοντας έτσι χιλιάδες συνειδήσεις. Δεν γίνεται να δημιουργείς ένα τέτοιο περιβάλλον, που για την επιβίωσή του σ’ αυτό ο μισθός του πολίτη δεν μπορεί να ανταποκριθεί, να τον δανείζεις για να τα καταφέρει και στη συνέχεια να έρχεσαι να τον κατηγορείς που δέχτηκε αυτό το δάνειο, ενώ ξέρεις πως μόνο με τον μισθό του δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει τη ζωή που ενορχήστρωναν άλλοι! Αυτό είναι μία προσπάθεια “κατασκευασμένης ενδοβολής”. Η ενδοβολή είναι η διεργασία κατά την οποία ένα εξωτερικό φαινόμενο παρερμηνεύεται από το άτομο, ως φαινόμενο εσωτερικής προέλευσης: "μόνον εγώ φταίω γι’ αυτό που συμβαίνει γύρω μου! Εγώ έχω δημιουργήσει αυτήν την καταστροφή”. Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει το παιχνίδι των ενοχών και η επένδυση που κάνουν σ’ αυτές οι πολιτικοί και οι διαμεσολαβητές τους. Είναι επείγουσα η αντιπροπαγανδιστική κίνηση αυτής της χυδαίας προπαγάνδας που οδηγεί σε πλήρη πολιτική παράλυση τον πολίτη.


* Η άνοδος της φασιστικής βίας σε συνάρτηση με την παραφιλολογία της βίας, που αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα από το πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο, σας ανησυχεί;

Είναι εμφανές πως η τρικομματική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της ν’ αναχαιτίσει τη δυναμική της Αριστεράς, χρησιμοποιεί το φαινόμενο της φασιστικής βίας και κατασκευάζει τη γνωστή θεωρία των άκρων. Η Νέα Δημοκρατία, στο πλαίσιο της προπαγάνδας περί εγγύησης της “δημοκρατικής νομιμότητας”, θα χρησιμοποιεί όλο και περισσότερα ακροδεξιά ρητορικά σχήματα μαζί με πράξεις προβοκάτσιας, όχι γιατί απλώς έχει επιδοθεί εις άγραν ψήφων απ’ τον χώρο της Χρυσής Αυγής, αλλά γιατί η ίδια η ηγεσία της έχει τα δεξιά χαρακτηριστικά της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου. Έχει ενδιαφέρον το πώς θ’ αντιδράσουν σ’ αυτήν την ακραία δεξιόστροφη πολιτική ρητορεία τα στελέχη της ΔΗΜ.ΑΡ. και του ΠΑΣΟΚ. Ο λόγος, πάντως, της Αριστεράς πρέπει να είναι επιθετικός και καθόλου αμυντικός. Απλώς σήμερα, στην εποχή του διαμεσολαβημένου τηλεοπτικού λόγου, η αλήθεια δεν είναι αυθυπόστατη, χρειάζεται μεγάλη προσοχή η διατύπωσή της. Η βία δεν είναι μεταφυσική οντότητα. Το πρόβλημα της βίας στη χώρα μας ξεκινά απ’ το κράτος. Η θέση της Άρεντ για τη σχέση δύναμης και βίας είναι γνωστή: “η πολιτική εξουσία επιστρατεύει τη βία όταν γίνεται αντιληπτή η μείωση της δύναμής της”. Η οποιαδήποτε συζήτηση περί βίας, αν δεν θέλει να εκπέσει στην πολιτικομιντιακή δεξιά κλαψούρα, που ζητά συνεχώς μία γενικόλογη και αόριστη καταδίκη της, οφείλει, αποφεύγοντας την παγίδα της εξίσωσης, να αναλύει τη συγκυρία και το πλαίσιο που λαμβάνει χώρα. Επίσης δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποια “λανθάνουσα εξέγερση”, όπως θα έλεγε και ο Μπαντιού, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία “λογική εξέγερση”. Βέβαια, ο άνθρωπος, έστω και σε ατονική κατάσταση, είναι εκ φύσεως απρόβλεπτος και η ζωή αντιπαθεί το κενό. Όποια κριτική στάση κι αν έχουμε στο αλτουσεριανό “απρόβλεπτο”, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον αστάθμητο παράγοντα.


* Η οικοδόμηση μιας κοινωνίας άλλου τύπου μήπως απαιτεί και μια υπέρβαση και από την ίδια την Αριστερά;

Είναι ακόμη μία ιστορική στιγμή για την Αριστερά. Μία Αριστερά όμως που θα μπορέσει να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο. Μία Αριστερά που θα αποφασίσει αν θα εκπροσωπήσει αποτελεσματικά τους μη προνομιούχους, βελτιώνοντας κατ' αρχάς τις συνθήκες διαβίωσής τους, ή αν θα συνεχίσει να ναρκισσεύεται στο όνομά τους, αφήνοντας τη ζωή τους να την ενορχηστρώνουν άλλοι. Ειδικά τώρα, που η ίδια η έννοια της “εκπροσώπησης” κινδυνεύει να απαξιωθεί πλήρως. Ελπίζω πως έστω και την τελευταία στιγμή η Αριστερά θα παραμερίσει τις μαξιμαλιστικές αντιλήψεις του “επανάσταση ή τίποτα” και τις νεομπλανκιστικές αντιρρήσεις του “δεν λερώνω τα χέρια μου με συμβιβασμούς και συμμαχίες”, σταματώντας τις σκιαμαχίες περί ιδεολογικών διαφορών ή περί τακτικής των συμμαχιών. Η πιθανότητα να συνεχίσει να κυβερνά αυτή η τριτοκομματική κυβέρνηση είναι καταστροφική. Ο πρώτος και βασικός αντικειμενικός στόχος είναι η ανατροπή της μνημονιακής πολιτικής! Κι αυτό δεν λέγεται οπορτουνισμός! Λέγεται “αντικειμενική πραγματικότητα”. Η εμμονή στις διαφορές δεν αποκλείει μόνο την ενωμένη δράση, ούτε συρρικνώνει απλώς τον εμμένοντα, αλλά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο "ιστορικό λάθος", το οποίο δεν αποκλείεται να αναγνωριστεί ως τέτοιο σε κάποιο μελλοντικό συνέδριο. Ας μη γίνει έτσι και τώρα. Άλλωστε, “η αλλαγή δημιουργείται από την πολιτική πείρα των μαζών και ποτέ μόνο με την προπαγάνδα”, αν δεν θέλουμε να διατηρήσουμε “ανήκεστη" την παιδική μας ασθένεια.

1 σχόλιο:

  1. ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΣΟΥ ΤΟΥΣ ΠΛΗΡΩΣΕΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΕ Η ΑΚΟΜΑ ΚΡΥΒΕΣΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα