Σελίδες

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Καταιγιστικός Χαριτόπουλος κάνει «φέτες» τον ΣΥΡΙΖΑ: Είναι μεγαλύτερη μούφα της μεταπολίτευσης

d-xaritopoulos-sto-toc-o-suriza-i-megaluteri-moufa-tis-metapoliteusisΟ Πειραιάς κυλά στο αίμα του. Σηκώνει ακόμα πυρετό με τον Ολυμπιακό, όπως το 1953 που πρωτομπήκε στο Καραϊσκάκι: «΄Αρρωστος ως το τέλος, Το μόνο μου οπαδιλίκι».  
Οχι σήμερα δεν το βρίσκεις στον Πειραιά. Έχοντας λύσει τους λογαριασμόυς του με την πόλη ζει στο βουνό «να πίνω τσίπουρα, να χαζολογάω με τους τσοπάνους και να συναγωνιζόμαστε σε τερατολογίες για γκόμενες, ποδόσφαιρο και πιοτά».
Από εκεί μας μιλά για τα γραψίματά του, ανασύρει μνήμες και κάνει τον προσωπικό του απολογισμό. Και καταθέτει τις σκέψεις του για τη χώρα μιλώντας με ωμότητα αλλά και αφοπλιστική ειλικρίνεια για τη σημερινή πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Για τα σημερινά «τυπάκια» με το «λιδγέ στυλ» που επέλασαν σκοτώνοντας και την τελευταία ελπίδα του κόσμου. Αλλά και για την ελπίδα του: Στην καλοτυχία των επόμενων γενεών.

Διαβάστε την συνέντευξη του στο TheToc:
– Κύριε Χαριτόπουλε, τι μνήμες έχετε από την πρόσφατη βραδιά προς τιμή σας στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά;
«Κατάμεστο το Θέατρο με απλούς ανθρώπους που προσήλθαν χωρίς την παραμικρή ιδιοτέλεια, απόλυτη ησυχία και σεβασμός στους ομιλητές, αγαπησιάρικη ατμόσφαιρα και συγκίνηση δική μου και δική τους. Μια μυσταγωγία που σπανίως επιτυγχάνεται»
– Τι ρόλο πιστεύετε ότι έχει παίξει ο Πειραιάς στη διαμόρφωσή σας (δεν θα πω ως λογοτέχνη διότι δεν σας αρέσει να σας αποκαλούν έτσι, αλλά) ως άνθρωπο; «Είναι ο Πειραιάς μέσα μου», έχετε πει. Κάτι περισσότερο;
«Ο Πειραιάς είναι πόλη με πολύ ισχυρή ταυτότητα. Έχει τη μοναδικότητα να συνδυάζει Λιμάνι και Βιομηχανία, σαν να λέμε Λίβερπουλ και Μάντσεστερ μαζί – χωρίς τη μαγκιά. Ο Πειραιάς σού μαθαίνει τη ζωή όπως ακριβώς είναι: αληθινή, ωμή, σπαρταριστή χωρίς φιοριτούρες. Αν έχεις μάτια και αυτιά ανοιχτά, σε εφοδιάζει με ντοκτορά ζωής. Θυμάμαι ως νεαρός ανθυπολοχαγός πέρασα μια έξτρα άγρια εκπαίδευση στο περίφημο Σχολείο Καταδρομών της Ρεντίνας, όπου το μότο ήταν περίπου, όποιος περάσει αποδώ δεν θα φοβάται τίποτα στη ζωή του. Αλλά εγώ ήδη είχα περάσει διά Πειραιώς και σιδήρου».
– Γιατί αποφασίσατε να γράψετε το τελευταίο σας βιβλίο «Πειραιώτες»; Υπάρχουν, ωστόσο, περιστατικά του μεγάλου λιμανιού που ζήσατε και δεν τα συμπεριλάβατε στην έκδοση; Για ποιο λόγο; 
«Για να με ρωτάτε το έχετε αντιληφθεί. Πάντα εννοώ περισσότερα από όσα γράφω και δεν είμαι καθόλου επιρρεπής  -στη χριστιανική εξομολόγηση. Ας μείνουν και κάποιες αμαρτίες θαμμένες».
– ΄Εχετε δουλέψει σε μηχανουργεία, σε χυτήρια, σε επισκευές-διαλύσεις πλοίων, με τον Σύλλογο Φορτοεκφορτωτών «Οι Αγιοι Ανάργυροι» αλλά και ως κειμενογράφος στη διαφήμιση. Ποια δουλειά σας δίδαξε τα περισσότερα και γιατί;
«Θα έλεγα όλα λειτούργησαν συμπληρωματικά. Η τραχύτητα τού λιμανιού, το ιλουστρασιόν της διαφήμισης και η λυσσαλέα μελέτη, δημιούργησαν το πολιτισμικό υβρίδιο που είμαι».
 – «Σηκώνετε ακόμα πυρετό» με τον Ολυμπιακό, από το 1953 που μπήκατε πρώτη φορά, 6 χρονών, στο Καραϊσκάκη
«Άρρωστος ως το τέλος. Το μόνο μου οπαδιλίκι»
  – Ζείτε, όμως, τον περισσότερο χρόνο σας στο βουνό; Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τρόπο ζωής; Πως περνάτε τη μέρα σας εκεί; Τι σας ευχαριστεί περισσότερο απ’ ότι κάνετε;
«Εκ γενετής άνθρωπος της μεγάλης πόλης, κάποια στιγμή έλυσα τους λογαριασμούς μου μαζί της, αλλιώς δεν θα μπορούσα να φύγω. Αναζήτησα λίγη ερημία και επέλεξα το βουνό να πίνω τσίπουρα, να χαζολογάω με τους τσοπάνους και να συναγωνιζόμαστε σε τερατολογίες για γκόμενες, ποδόσφαιρο και πιοτά.
– Πως γράφετε; «Στο χέρι», ή στον υπολογιστή; 
«Από το 1990 στον υπολογιστή».
 – Και μια μάλλον κλασσική ερώτηση: Ποια διαβάσματα σας έχουν επηρεάσει περισσότερο και γιατί;
«Σαν άνθρωπος που έμαθε νωρίς από τα πράγματα έπρεπε να συμπληρωθώ και από τα βιβλία. Διάβασα με πάθος τους μεγάλους συγγραφείς, με προτίμηση στους Αμερικάνους Ντος Πάσος, Φώκνερ, Στάινμπεκ, Κάλντγουελ, κ.ά. για τον πραγματισμό τους και μελέτησα συστηματικά και επί χρόνια Ιστορία, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία και λιγότερο Φιλοσοφία και Ποίηση»
– «Θα είμαστε η μοναδική χώρα με ανοιχτά σύνορα; Η Μητέρα Τερέζα του κόσμου;», έχετε αναρωτηθεί. Δηλαδή, πως θα λέγατε να αντιμετώπιζε η χώρα τους πρόσφυγες που καταφθάνουν σ’ αυτή;
«Ως πάσχοντες, αλλά οπωσδήποτε περαστικούς. Έχουμε δέκα εκατομμύρια ιθαγενείς να θρέψουμε, το σιτηρέσιον δεν φτάνει για όλους».
– «Εγκλώβισαν τον κόσμο στη θλίψη», έχετε πει για τους κυβερνώντες. Πως θα έπρεπε να αντιδράσει ο κόσμος, κατά τη γνώμη σας, για να βρεθεί διέξοδος από τη συλλογική κατάθλιψη;
«Η αλήθεια είναι πως την αρχή έκανε ο Γιωργάκης και μάλιστα με το ακατανόητο σόου από το Καστελόριζο. Οι τωρινοί κυβερνώντες επέλασαν υποσχόμενοι τα πάντα αλλά σκοτώνοντας και την τελευταία ελπίδα του κόσμου, αποδείχτηκαν η μεγαλύτερη μούφα της μεταπολίτευσης».
Πως μπορεί εσείς – που δεν έχετε βάλει γραβάτα στη ζωή σας – να προσβάλλεστε, όπως έχετε πει, από τον Πρωθυπουργό που δεν φοράει και λανσάρει ένα «λιγδέ στυλ»;
«Δεν ανέφερα ποτέ τη γραβάτα, αν και είναι αναπόσπαστο στοιχείο του ενδυματολογικού κώδικα, της «στολής εργασίας» του ελληνικού και ευρωπαϊκού κοινοβούλιου. Το «λιγδέ» στυλ που επισήμανα είναι η τσογλανιά, ο κουτσαβακισμός και η χυδαιότητα λόγων και πράξεων κάποιων μελών και βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, στοιχεία που η αντιαισθητική εμφάνιση, η δήθεν «αντισυστημική», τα υπογραμμίζει με τον χειρότερο τρόπο».
– «Εγώ είμαι μαρξιστής. Αυτοί που είναι στην εξουσία τώρα δεν είναι. Οι άνθρωποι είναι τυχοδιώκτες. Δεν έχουν ζήσει το ευλογημένο οκτάωρο της εργασίας. ΄Εχουν μορφωθεί στα κομματικά γραφεία», έχετε πει επίσης. Τι αντανάκλαση έχει αυτό, πιστεύετε, στη διακυβέρνηση της χώρας; 
«Κάποτε είχα πει στον εκλειπόντα φίλο μου σκηνοθέτη Νίκο Παναγιωτόπουλο μετά την ταινία του «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» να γυρίσει τους «τεμπέληδες των κομματικών γραφείων» έχοντας υπόψη μου τη συγκεκριμένη ροζ παράταξη στις διάφορες παρασιτικές εκδοχές της. Αυτά τα σημερινά τυπάκια είναι τυχερά γιατί αν ζούσαν στην πάλαι Σοβιετική Ένωση θα τους είχαν στείλει στα χωράφια και στα εργοστάσια για να αποκτήσουν «προλεταριακή συνείδηση».
– Θεωρείτε ότι η χώρα θα ξανασταθεί στα πόδια της (κι αν ναί, πότε;)
«Ό,τι κι αν μας κάνουν, η χώρα δεν χάνεται, έστω και δοκιμαζόμενη οικονομικά. Έχουμε τέτοιο πολιτισμικό πλούτο, ομορφιά και ιστορία που φτωχοί δεν θα είμαστε ποτέ. Απλώς τα φράγκα θα μας λείπουν, όπως ανέκαθεν μας έλειπαν. Ωστόσο ελπίζω στην καλοτυχία των επόμενων γενεών».
– Εχετε κάποιο project πάνω στο οποίο εργάζεστε;
«Δεν είμαι των εξαγγελιών».
Πηγή: TheToc.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα