Μαστίτιδα καλείται η φλεγμονή του μαστικού αδένα, που οφείλεται σε διάφορους αιτιολογικούς παράγοντες. Χαρακτηρίζεται από την αύξηση των λευκοκυττάρων στο γάλα και τα παθολογικά ευρήματα στο μαστικό ιστό. Η οικονομική σημασία της νόσου οφείλεται στην απώλεια της λειτουργίας του μαστικού αδένα και στην ανάγκη πρόωρης απομάκρυνσης των θηλυκών ζώων.
Οι οικονομικές απώλειες, όμως, δεν περιορίζονται εκεί, αλλά επιβαρύνονται από το θάνατο των ασθενών θηλυκών ζώων, τα έξοδα αντικατάστασης των ζώων που σφάζονται πρόωρα, τις κτηνιατρικές δαπάνες, τη μειωμένη γαλακτοπαραγωγή, την αυξημένη θνησιμότητα και τη μικρότερη από την κανονική αύξηση βάρους των αρνιών και εριφίων, την υποβάθμιση της ποιότητας του γάλατος λόγω μεταβολών στη σύνθεση του, την απόρριψη γάλακτος ακατάλληλου για ανθρώπινη κατανάλωση και τη μειωμένη γονιμότητα των προσβεβλημένων ζώων.
Αίτια
Τα βακτήρια Staphylococcus aureus subsp. aureus και Pasteurella haemolytica είναι οι σημαντικότεροι αιτιολογικοί παράγοντες στις μαστίτιδες. Έχει βρεθεί ότι ευθύνονται για το 80% περίπου των περιπτώσεων στις οποίες έχει προσδιοριστεί ο αιτιολογικός παράγοντας.
Το βακτήριο Staphylococcus aureus subsp. aureus είναι ο πιο σημαντικός αιτιολογικός παράγοντας κλινικής μαστίτιδας σε αρμεγόμενα αιγοπρόβατα, ωστόσο μπορεί να προκαλέσει από υποκλινική έως υπεροξεία κλινική μαστίτιδα, ενώ το βακτήριο Pasteurella haemolytica είναι ο πιο σημαντικός αιτιολογικός παράγοντας κλινικής μαστίτιδας σε θηλάζουσες προβατίνες και αίγες.
Περιστατικά μαστίτιδων από εντεροβακτηρίδια, όπως Escherichia coli ή Klebsiella pneumoniae subsp. Pneumoniae, έχουν αναφερθεί σε ενσταυλισμένα κοπάδια συνηθέστερα στην αμέσως μετά τον τοκετό περίοδο τους.
Το βακτήριο Arcanobacterium pyogenes θεωρείται ο πιο συχνός αιτιολογικός παράγοντας μαστίτιδας κατά την ξηρή περίοδο, ιδιαίτερα σε συνεργασία με Peptococcus indolicus.
Τα μυκοπλάσματα Mycoplasma agalactiae, Mycoplasma mycoides subsp. capri, Mycoplasma capricolum subsp capricolum και Mycoplasma putrefaciens προκαλούν λοιμώδη αγαλαξία, ενώ άλλα μυκοπλασματοειδή, που προκαλούν μαστίτιδα είτε εισβάλλοντας στο μαστικό αδένα από τη θηλή, είτε φτάνοντας εκεί προερχόμενα από το αίμα, είναι τα Acholeplasma oculi, Mycoplasma bovigenitalium, Mycoplasma bovis, Mycoplasma californicum και Mycoplasma canadese.
Ο ιός της προϊούσας πνευμονίας (αιτιολογικός παράγοντας είναι ο Lenti- ιός της οικογένειας Retroviridae) μπορεί να προκαλέσει σκληρυντική μαστίτιδα και υπογαλαξία στα αιγοπρόβατα, εναλλακτικά μπορεί να προκαλέσει ατροφία των μαστικών αδένων.
Τα βακτήρια Actinobacillus lignieresii, Actinobacilus seminis, Bacillus cereus, Brucella melitensis, Burkholderia cepacia, Chlamydophila abortus, Clostridium perfringens, Corynebacterium mastitidis, Corynebacterium bovis, Corynebacterium camporealensis, Corynebacterium pseudotuberculosis, Listeria monocytogenes, Nocardia asteroides, Pasterella thehalosi, Pseudomonas aeruginosa και Serratia macrescens έχουν ενοχοποιηθεί για περιπτώσεις μαστίτιδας.
Αναφέρονται περιπτώσεις μαστίτιδας από τους μύκητες Aspergillus fumigatus και Candida krusei.
Περιστατικά μαστίτιδας από στρεπτόκοκκους παρατηρούνται κυρίως σε εκτροφές με μηχανική άλμεξη, πάντως οι στρεπτόκοκκοι δε θεωρούνται συχνοί και σημαντικοί αιτιολογικοί παράγοντες της ασθένειας στα μικρά μηρυκαστικά.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες:
Διάφορα έντομα, ιδιαίτερα η μύγα Hydrotoea irritans, μπορούν να μεταδώσουν βακτήρια λόγω του διαδοχικού παρασιτισμού σε θηλές ασθενών και υγιών ζώων. Επίσης, η επιμόλυνση των θηλών ενσταυλισμένων ζώων με κόπρανα, οδηγεί σε μόλυνση μαστικών αδένων με εντεροβακτήρια.
Γενετικοί παράγοντες:
Η κληρονομησιμότητα της ανθεκτικότητας στη μαστίτιδα είναι πολύ μικρή, όμως ίσως υπάρχουν κάποιες φυλές προβάτων πιο ανθεκτικές στη μαστίτιδα από άλλες, όπως οι φυλές Merinos, Finnish Landrance, Rambouillet. Επιπλέον, οι γενετικοί παράγοντες ίσως επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των τοπικών μηχανισμών άμυνας στο μαστικό αδένα.
Μορφολογικοί παράγοντες:
Παράγοντες, όπως το μήκος ή η διάμετρος της θηλής, είναι πιθανό να επηρεάζουν την είσοδο βακτηρίων στο μαστικό αδένα. Ακόμα, μαστοί με θηλές, που δεν προπίπτουν, θεωρούνται λιγότερο ευπαθείς σε μαστίτιδα από “εκκρεμοειδείς” μαστούς. Η υπερπλήρωση του μαστικού αδένα με γάλα, το οποίο τρέχει από τη θηλή, μπορεί να προδιαθέσει σε μαστίτιδα, καθώς η ανοιχτή θηλή αποτελεί πύλη εισόδου βακτηρίων. Έτσι, προκύπτει ότι ζώα με υπερμεγέθεις θηλές, των οποίων είναι δύσκολος ο θηλασμός, είναι πιο ευπαθή στην εμφάνιση μαστίτιδας.
Ζωοτεχνικοί παράγοντες:
Γενικά, αναφέρεται ότι η μαστίτιδα παρουσιάζεται συχνότερα μετά από έντονους κρύους ανέμους. Η βόσκηση σε λασπώδη εδάφη έχει συσχετιστεί με μαστίτιδα λόγω μόλυνσης των μαστικών αδένων από το έδαφος, αλλά και η εκτροφή σε προβατοστάσια έχει συσχετιστεί με μαστίτιδα οφειλόμενη σε εντεροβακτηρίδια.
Η συχνότητα κλινικής μαστίτιδας είναι αυξημένη σε εκτροφές, όπου τα ζώα σταβλίζονται σε ζωοστάσια με σχαρωτό μεταλλικό έδαφος, από ό,τι σε ζωοστάσια με έδαφος καλυμμένο με στρωμνή. Ο ενσταβλισμός των ζώων σε μικρούς στάβλους, στους οποίους τα ζώα δεν έχουν τη δυνατότητα πολλών κινήσεων και η συγκέντρωση σωματιδίων σκόνης και μικροβίων είναι αυξημένη, προδιαθέτει σε μαστίτιδα.
Η αύξηση της συχνότητας άλμεξης από 2 σε 3 φορές καθημερινά, οι λανθασμένα ρυθμισμένες αρμεκτικές μηχανές και η κατάκλιση των ζώων αμέσως μετά την άλμεξη τους προδιαθέτουν σε μαστίτιδα. Η παράλειψη της απολύμανσης ή η ελλιπής απολύμανση των χεριών των αρμεκτών ή των αρμεκτικών συστημάτων προδιαθέτει σε μαστίτιδα.
Ηθολογικοί παράγοντες: Ο θηλασμός από κάθε αρνί περισσότερων από μιας προβατίνας, προδιαθέτει σε μετάδοση παθογόνων βακτηρίων από κάποιο ασθενές ζώο σε κάποια άλλα υγιή.
Διατροφικοί παράγοντες:
Σε κλινικές μελέτες βρέθηκε ότι η χορήγηση σεληνίου και βιταμίνης Ε σε γαλακτοπαραγωγά ζώα, σχετιζόταν με μείωση της συχνότητας κλινικής και υποκλινικής μαστίτιδας, του ποσοστού προσβολής, της κλινικής βαρύτητας και της διάρκειας των ενδομαστικών μολύνσεων σε γαλακτοπαραγωγά πρόβατα, έτσι σε Ελληνικές εκτροφές με χαμηλά επίπεδα σεληνίου και βιταμίνης Ε παρατηρήθηκαν αυξημένα κρούσματα κλινικής μαστίτιδας σε σύγκριση με εκτροφές που είχαν κανονικά επίπεδα αυτών των ουσιών. Επίσης, η ψευδαργυροπενία προδιαθέτει σε μαστίτιδα, καθώς ο ψευδάργυρος παίζει σημαντικό ρόλο στην ακεραιότητα και τη λειτουργία των κεράτινων σχηματισμών του σώματος.
Θεωρείται ότι προβατίνες, που βόσκουν σε λιβάδια τριφυλλιού με μεγάλη συγκέντρωση οιστρογόνων, είναι ευπαθείς σε μαστίτιδα. Η χορήγηση σιτηρεσίου με μεγάλη περιεκτικότητα σε βαμβακόπιτα οδηγεί σε μαστίτιδα, αντίθετα η χορήγηση σιτηρεσίων, που αποτελούνται από σταυρανθή ή ψυχανθή φυτά, ίσως προστατεύει από τη μαστίτιδα, καθώς αυξάνεται η περιεκτικότητα του γάλακτος σε θειοκυανικά οξέα.
Νοσολογικοί παράγοντες:
Τραυματισμοί της θηλής, οι οποίοι προκαλούνται από λοιμώδεις ασθένειες ή από την αρμεκτική μηχανή ή από τα δόντια των αμνοεριφίων ή κατά το κούρεμα προδιαθέτουν σε μαστίτιδα, λόγω μείωσης της τοπικής αμυντικής ικανότητας του ζώου.
Οι παραπάνω θεωρούνται προδιαθέτοντες παράγοντες της μαστίτιδας των αιγοπροβάτων χωρίς όμως να έχει καθοριστεί με βεβαιότητα η συμβολή ή το ποσοστό συμμετοχής καθενός στην αιτιολογία της ασθένειας.
Κλινική εικόνα
Στα αιγοπρόβατα παρουσιάζεται η κλινική μαστίτιδα, η οποία εμφανίζεται με ποικιλία κλινικών συμπτωμάτων και η υποκλινική μαστίτιδα, στην οποία η φλεγμονή του μαστικού αδένα δεν είναι κλινικά εμφανής.
Κλινική μαστίτιδα στη γαλακτική περίοδο: Ο Quinlivan (1968) και ο Clark (1980) διέκριναν, με γνώμονα τη διάρκεια και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, τρείς μορφές κλινικής μαστίτιδας: την υπεροξεία, την οξεία και τη χρόνια.
Στην υπεροξεία παρουσιάζονται εντοπισμένα συμπτώματα στο μαστό και γενικευμένα κλινικά συμπτώματα, όπως πυρετός (>42οC), ταχυκαρδία, απάθεια, μυϊκή αδυναμία, μυϊκός τρόμος, απώλεια της όρεξης και απουσία μηρυκασμού. Η νόσος εμφανίζεται απότομα και έχει ταχύτατη εξέλιξη. Συνήθως το ασθενές, ζώο καταλήγει στο θάνατο μέσα σε λίγες ώρες.
Η οξεία μαστίτιδα εκδηλώνεται με τοπικά συμπτώματα στο μαστικό αδένα και σπάνια με ελαφρά γενικευμένα συμπτώματα. Στην πλειονότητα των περιστατικών οι αλλοιώσεις εντοπίζονται σε έναν μαστικό αδένα. Το πρώτο κλινικό εύρημα είναι η αλλοίωση του μαστικού εκκρίματος, το οποίο αρχικά έχει αυξημένο ιξώδες ή περιέχει νιφάδες ή πήγματα και αργότερα γίνεται ορώδες, πυώδες, οροαιματηρό ή αιματηρό. Η χωλότητα και η άρνηση θηλασμού βοηθούν στην εντόπιση των ασθενών ζώων μέσα στο κοπάδι.
Ο προσβεβλημένος μαστός είναι θερμός, εξοιδημένος, σκληρός και επώδυνος, ενώ σε περίπτωση γαγγραινώδους μαστίτιδας γίνεται κυανωτικός. Τα μαστικά λεμφογάγγλια είναι συνήθως διογκωμένα. Η αλλαγή χρώματος του δέρματος του μαστού ξεκινά από το δέρμα της θηλής και προοδευτικά εξαπλώνεται στο δέρμα ολόκληρου του μαστικού αδένα και ορισμένες φορές και στο κοιλιακό ή έσω μηριαίο τοίχωμα του ζώου.
Εν συνεχεία η περιοχή γίνεται μαύρη με υποδόριο εμφύσημα, ενώ πιθανή είναι και η εμφάνιση μαστίτιδας και στον άλλο μαστικό αδένα. Η νόσος μπορεί να καταλήξει σε νέκρωση του μαστικού αδένα, η οποία συνήθως ξεκινά από την περιοχή γύρω από τη θηλή, και σε απόπτωση τμήματος μαστικού ιστού, που ακολουθείται από ουλοποίηση του.
Σε περιπτώσεις ουλοποίησης τα ζώα κερδίζουν ξανά βάρος και η αναπαραγωγή τους συνεχίζεται κανονικά. Άλλη πιθανή κατάληξη είναι ο σχηματισμός αποστημάτων στο μαστικό παρέγχυμα, που συχνά οδηγούν σε αναζωπύρωση της νόσου. Τέλος, μια τρίτη πιθανή κατάληξη είναι η μετάπτωση σε υποκλινική μαστίτιδα.
Κλινική μασίτιδα στην ξηρή περίοδο: Η μαστίτιδα της ξηρής περιόδου εμφανίζεται συνήθως με το σχηματισμό πυωδών ενδομαστικών αποστημάτων, με διάχυτη σκλήρυνση ή με την παρουσία οζιδίων στο μαστικό παρέγχυμα. Προχωρεί με αργό ρυθμό, δεν υπάρχουν έντονα κλινικά συμπτώματα και γίνεται αντιληπτή κατά την ενδελεχή κλινική εξέταση των αιγών και προβατίνων κατά τον απογαλακτισμό ή πριν το ζευγάρωμα. Ενδέχεται οι ανιχνευόμενες περιπτώσεις μαστίτιδας ξηρής περιόδου να είναι έλαφράς μορφής περιπτώσεις χρόνιας μαστίτιδας, που δεν ανιχνεύτηκαν στην οξεία τους φάση.
Υποκλινική μαστίδα: Στην υποκλινική μαστίτιδα δεν παρουσιάζεται κανένα κλινικό σύμπτωμα. Τα σημαντικότερα ευρήματα είναι η αύξηση των σωματικών κυττάρων στο γάλα και η μείωση της γαλακτοπαραγωγής. Ακόμα, παρατηρείται μείωση της περιεκτηκότητας του γάλακτος σε λίπος, καζεϊνες και λακτόζη, ενώ καθυστερεί και η ανάπτυξη των αμνοεριφίων λόγω της μειωμένης γαλακτοπαραγωγής. Συνήθως η διάγνωση της υποκλινικής μαστίτιδας δεν γίνεται έγκαιρα, ενώ είναι δυνατό η υποκλινική μαστίτιδα να μεταπέσει σε κλινική.
Θεραπεία
Η θεραπευτική αγωγή πρέπει να βασίζεται στην άμεση έναρξη της με τη διαπίστωση των πρώτων κλινικών συμπτωμάτων, την πραγματοποίηση ενδομαστικής έγχυσης αντιβιοτικών συνδιαζόμενη με υποδόρια ή ενδοφλέβια χορήγηση σε περιπτώσεις συνύπαρξης μαστικών και γενικευμένων συμπτωμάτων και τέλος στη χρήση αντιβιοτικών γνωστών για την αποτελεσματικότητα τους.
Η έγκαιρη διάγνωση της μαστίτιδας, ο άμεσος διαχωρισμός των ασθενών ζώων και η αποτελεσματική θεραπεία των κλινικών περιστατικών συμβάλουν αποτελεσματικά στην μείωση της βαρύτητας, αλλά και της διάρκειας της μόλυνσης των ήδη μολυσμένων μαστικών αδένων.
Ιδανικά η θεραπευτική αγωγή πρέπει να πραγματοποιείται με φάρμακα στενού φάσματος αποτελεσματικά για τον εκάστοτε αιτιολογικό παράγοντα της νόσου. Ωστόσο, λόγω της ανάγκης για έγκαιρη έναρξη της θεραπείας και του χρόνου που χρειάζεται για την απομόνωση και ταυτοποίηση του αιτιολογικού παράγοντα καθώς και για την πραγματοποίηση δοκιμής ευαισθησίας, η θεραπεία μπορεί να ξεκινήσει «τυφλά» με κάποιο ευρέος φάσματος αντιμικροβιακό παράγοντα.
Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, είναι αναγκαία η συλλογή δειγμάτων μαστικού εκκρίματος για την πραγματοποίηση πλήρους μικροβιολογικής εξέτασης. Αυτό βοηθά και στην τροποποίηση της θεραπευτικής αγωγής, εφόσον η τελευταία συνάγεται από τα αποτελέσματα των μικροβιολογικών εξετάσεων ότι δεν ήταν η ενδεδειγμένη.
Ενδομαστική χορήγηση αντιμικροβιακών φαρμάκων: Χρησιμοποιούνται διάφορα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για ενδομαστική έγχυση αντιμικροβιακών παραγόντων, τα οποία περιέχουν ευρέος φάσματος αντιβιοτικά ή συνδιασμό αντιβιοτικών στενού φάσματος (αμπικιλλίνη, ερυθρομυκίνη, κλοξακιλλίνη, λινκομυκίνη, νεομυκίνη, οξυτετρακυκλίνη, προκαϊνική πενικιλλίνη, ριφαμυκίνη, πρεδνιζολόνη).
Πριν την ενδομαστική χορήγηση αντιμικροβιακού παράγοντα, η περιοχή γύρω από το στόμιο της θηλής πρέπει να καθαρίζεται με επιμέλεια και να απολυμένεται. Εν συνεχεία η πλαστική σύριγγα εισάγεται στο θηλαίο πόρο με προσοχή, ώστε να μην υπάρξει τραυματισμός του επιθηλίου της θηλής , όπου και αδειάζεται όλο το περιεχόμενο της.
Υποστηρικτική θεραπευτική αγωγή: Η υποστηρικτική αγωγή περιλαμβάνει τη χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδων παραγόντων, με σκοπό τη μείωση της βαρύτητας των κλινικών συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ευζωίας του ζώου.
Συστηματική χορήγηση αντιμικροβιακών παραγόντων:
Η συστηματική χορήγηση αντιβιοτικών ενδείκνυται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Όταν η διαδρομή της νόσου είναι υπεροξεία και συνοδεύεται από γενικευμένα συμπτώματα, άρα υπάρχει ενδεχόμενο βακτηριαιμίας.
Σε χρονίζουσα, υποξεία μαστίτιδα, όπου υπάρχει πιθανότητα απόφραξης του εκφορητικού συστήματος του μαστικού αδένα από συσσωματώματα κυττάρων και βακτηρίων, παρεμποδίζοντας έτσι τη διάχυση του ενδοματικού αντιβιοτικού.
Για τη θεραπευτική αντιμετώπιση αποστημάτων στο μαστικό αδένα.
Η συχνή εξέταση του γάλακτος με σκοπό τον προσδιορισμό του αριθμού των σωματικών κυττάρων βοηθά στην γρήγορη διάγνωση και θεραπεία των υποκλινικών μαστίτιδων. Ένας έμμεσος τρόπος ανίχνευσης της αύξησης των σωματικών κυττάρων στο γάλα, που μπορεί να εφαρμαστεί επιτόπου σε κάποια εκτροφή, είναι η δοκιμή California Mastitis Test (CMT). Η δοκιμή αυτή αποτελείται από τη ανάμιξη περίπου 2ml γάλακτος με ίση ποσότητα αντιδραστηρίου (3% λαουρυθοθειικό νάτριο). Η ανάμιξη γίνεται με λήψη δείγματος γάλακτος σε κύπελλο διαμέτρου 7,5 εκατοστών και βάθους 2 εκατοστών ειδικής συσκευής, μετά την τοποθέτηση της κάτω από τους μαστικούς αδένες του ζώου, άμεση πρόσθεση του αντιδραστηρίου και ανάμιξη τους με κυκλικές κινήσεις της συσκευής. Το αποτελεσμα της δοκιμής βαθμολογείται με έναν από τους πέντε βαθμούς αντίδρασης: << αρνητικό >> όπου παρατηρείται απουσία αντίδρασης ή παρουσία μικρής αρχικής κοκκίωσης που διαλύεται γρήγορα, << ίχνη >> με παρουσία μικρής κολλώδους μάζας, πιό ευκρινούς στο άκρο του κυπέλλου, << 1 >> με παρουσία μεγάλης κολλώδους μάζας, που δεν συγκεντρώνεται κατά την ανακίνηση του μίγματος, << 2 >> με παρουσία μεγάλης κολλώδους μάζας ή ημιστερεού πήγματος, που συγκεντρώνεται στο κέντρο ή μετακινείται προς το άκρο κατά την ανακίνηση του μίγματος, << 3 >> με παρουσία στερεού και κολλώδους πήγματος, που σχηματίζει ομοιογενή μάζα προσκολλημένη στο βυθό του κυπέλλου. Βαθμολόγηση της αντίδρασης με τουλάχιστον << 1 >> θεωρείται ενδεικτική υποκλινικής μαστίτιδας.
Τέλος, πρέπει να αναφερθούμε και στο πρόβλημα της αγαλαξίας, αφού η μαστίτιδα αποτελεί βασικό αίτιο «αγαλαξίας» σε ένα ποίμνιο και συνεπάγεται σοβαρές οικονομικές απώλειες. Η αγαλαξία λοιπόν είναι η μείωση της ποσότητας του αρμεγόμενου γάλακτος ή ο μη φυσιολογικός πρώιμος τερματισμός της γαλακτοπαραγωγής μιας προβατίνας ή γίδας. Θα πρέπει να εξεταστεί η υγεία του μαστού των ζώων, όπου διαπιστώνεται το πρόβλημα.
Πρόληψη
Η πρόληψη της μαστίτιδας βασίζεται και επιτυγχάνεται κυρίως με διαχειριστικές μεθόδους (Jones 1991). To πρόγραμμα πρόληψης της μαστίτιδας των αιγών και των προβατίνων πρέπει να παρουσιάζει οικονομικό όφελος, να γίνεται κατανοητό από τους κτηνοτρόφους που θα το εφαρμόσουν, να μπορεί να ενσωματώνεται μέσα στο γενικό σύστημα διαχείρισης του κοπαδιού και να έχει προτεραιότητα την καταπολέμηση μικροβίων επικίνδυνων για την υγεία των καταναλωτών των ζωοκομικών προϊόντων.
Για την πρόληψη της νόσου σε αίγες ή προβατίνες, που θηλάζουν ερίφια ή αρνιά αντίστοιχα, συστήνονται τα ακόλουθα μέτρα:
Μείωση της πυκνότητας των ζώων στο σταυλο.
Βελτίωση της γενικής κατάστασης των ζώων και ορθολογική διατροφή τους, ώστε να διατηρούν ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα.
Χωρισμός των μεγάλων τοκετοομάδων και εφαρμογή τεχνητού θηλασμού σε αρνιά και ερίφια.
Διατήρηση υγιών θηλών και άμεση αντιμετώπιση οποιωνδήποτε αλλοιώσεων τους, καθώς η Pasteurella haemolytica μεταδίδεται από τα νεογέννητα στα θηλυκά ζώα και πρέπει να γίνει προσπάθεια μείωσης της μετάδοσης του μικροοργανισμού και διατήρησης της αμυντικής ικανότητας του ζώου. Πέραν της άμεσης θεραπείας τους, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο απομάκρυνσης των θηλάζοντων νεαρών ζώων από τη μητέρα τους για πρόληψη της μόλυνσης της θηλής.
Άμεση και κατά το δυνατόν αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε περιστατικού μαστίτιδας.
Για την πρόληψη της νόσου σε αίγες ή προβατίνες, που αρμέγονται, συστήνονται τα ακόλουθα μέτρα:
Η σωστή προετοιμασία των ζώων πριν από κάθε άρμεγμα, η οποία ελαττώνει τον αριθμό μικροβίων στη θηλή και το θηλαίο πόρο και μειώνει τον κίνδυνο εισόδου βακτηρίων στο μαστικό αδένα. Η προετοιμασία περιλαμβάνει το πλύσιμο του μαστού και την απόρριψη των πρώτων ριπών γάλακτος των μαστικών αδένων κάθε αίγας και προβατίνας.
Η εφαρμογή σωστής διαδικασίας άλμεξης, δηλαδή η τήρηση της ώρας και της συχνότητας άλμεξής, η έγκαιρη εντόπιση των περιστατικών μαστίτιδας και η χωριστή άλμεξη των ζώων με μαστίτιδα.
Το προσεκτικό χειρωνακτικό άρμεγμα με τη χρήση γαντιών από τους αλμεκτές ή έστω με σωστή καθαριότητα των χεριών τους πριν την άλμεξη.
Σε περίπτωση μηχανικής άλμεξης είναι σημαντική η τήρηση των προδιαγραφών λειτουργίας του συστήματος, η σωστή προσαρμογή και η απομάκρυνση της αρμεκτικής μονάδας και η τήρηση του προγράμματος καθαρισμού και συντήρησης των αρμεκτικών μηχανών προκειμένου να αποφευχθούν οι τραυματισμοί των θηλών και η πρόκληση μαστίτιδας.
Η απολύμανση των θηλών μετά από κάθε άρμεγμα συμβάλει σημαντικά στη πρόληψη της μαστίτιδας.
Σε πολλές μελέτες αποδείχθηκε ότι η απολύμανση των θηλών μετά από κάθε άρμεγμα ελαττώνει τη συχνότητα της μαστίτιδας έως και 50%. Η απολύμανση των θηλών πρέπει να γίνεται με αποτελεσματικά προϊόντα απολύμανσης και να αφορά και τις δύο θηλές του ζώου σε όλο το μήκος τους.
Η μείωση της περιβαλλοντικής μόλυνσης στην εκτροφή με την εφαρμογή συχνών αλλαγών της αχυροστρωμνής των στάβλων, με τον καθαρισμό και την απολύμανση του δαπέδου των σταυλικών εγκαταστάσεων, την καταπολέμηση των εντόμων και την συχνή αλλαγή των βοσκοτόπων συμβάλουν στη μείωση των περιστατικών μαστίτιδας.
Η διατήρηση της υγείας των θηλών και η άμεση αντιμετώπιση οποιωνδήποτε αλλοιώσεων τους.
Η αποτελεσματική θεραπεία όλων των περιστατικών κλινικής και υποκλινικής μαστίτιδας με σκοπό τη μείωση της απέκκρισης των μικροοργανισμών από τα ασθενή ζώα, τη μείωση της μόλυνσης στην εκτροφή και συνακόλουθα τον κίνδυνο μόλυνσης και των υπολοίπων ζώων.
Η χορήγηση αντιμικροβιακών παραγόντων στο τέλος της γαλακτικής περιόδου, που αποσκοπεί στην αποδομή των υφιστάμενων, συνήθως υποκλινικών, λοιμώξεων και στην πρόληψη νέων μολύνσεων κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου, όπου ο μαστικός αδένας είναι ιδιαίτερα ευπαθής.
Η απομάκρυνση από την εκτροφή ζώων με χρονίζουσα, με εμμένουσα ή με αναζωπυρούμενη μαστίτιδα. Γενικά, υπάρχουν δύο προσεγγίσεις σχετικά με την απομάκρυνση ζώων με μαστίτιδα. Η πρώτη αναφέρεται στη σφαγή οποιουδήποτε ζώου εμφανίζει τις παραπάνω καταστάσεις, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στη σφαγή μόνο των ζώων, που δε βελτιώνονται μετά τη χορήγηση αντιμικροβιακών παραγόντων στο τέλος της γαλακτικής περιόδου.
Ο εμβολιασμός προβατίνων ή αιγών με κλασσικές μεθόδους ανοσοπροφύλαξης δεν προστατεύει αποτελεσματικά από τη μαστίτιδα, αλλά απλώς συντελεί στην εκδήλωση πιο ελαφρών κλινικών συμπτωμάτων της. Η αδυναμία πλήρους προστασίας των ζώων οφείλεται στην πληθώρα αιτιολογικών παραγόντων της νόσου, καθώς η προφύλαξη εναντίον όλων είναι πρακτικά αδύνατη, στις ιδιαιτερότητες κάθε αιτιολογικού παράγοντα όσον αφορά την ανοσολογική ανταπόκριση του ζώου έναντι αυτού και στην ανεπαρκή ανταπόκριση του μαστικού αδένα μετά από εμβολιασμό με κλασσικές μεθόδους χορήγησης αντιγόνων. in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα