Σελίδες

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Δημογραφικό: Περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις πλέον σχεδόν σε όλη τη χώρα


Το φαινόμενο θα συνεχιστεί και θα ενταθεί τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, σύμφωνα με έρευνα του Παν. Θεσσαλίας
Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται περίπου 450.000 κάθε δεκαετία – Σε 30 χρόνια θα είμαστε 1,5 εκατομμύριο λιγότεροι
Η δημογραφική «ατονία» της χώρας μας χαρακτηρίζει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, το σύνολο πλέον του ελληνικού χώρου και όχι μόνον κάποια τμήματά του.
Ειδικότερα, την τελευταία δεκαετία, από τους 325 δήμους της χώρας μας οι 56 μόνον είχαν θετικά φυσικά Ισοζύγια (περισσότερες γεννήσεις από θανάτους), ενώ σε 1 στους 3 η υπεροχή αυτή ως ποσοστό του πληθυσμού τους το 2011 ήταν ασήμαντη (μικρότερη του 1%). Στον αντίποδα, από τους υπολοίπους 269 δήμους με περισσοτέρους θανάτους από γεννήσεις, σε 50 από αυτούς τα φυσικά τους Ισοζύγια υπερβαίνουν το 10%, και σε 139 το 5% του πληθυσμού τους.
Επομένως, με βάση πάντοτε τον δείκτη αυτό, αν τα μεταναστευτικά τους ισοζύγια (είσοδοι –έξοδοι) ήταν μηδενικά, τότε περισσότεροι από τους μισούς αυτούς «γερασμένους» δήμους (139 στους 269) θα έχαναν σε μια και μόνον δεκαετία το 5 έως 20% του απογραφόμενου το 2011 πληθυσμού τους. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αποτελέσματα έρευνας των καθηγητών Βύρωνα Κοτζαμάνη και Βασίλη Παππά και παρατίθενται στο τελευταίο ψηφιακό τεύχος της σειράς «FlashNews» που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ (και υλοποιούμενου από τον ΕΛΚΕ του Παν. Θεσσαλίας) Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα».
Τι προβλέπεται για τις επόμενες δεκαετίες
Οι δυο ερευνητές, στη δημοσίευση αυτή με θέμα «Τα Φυσικά Ισοζυγία σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο την δεκαετία 2011-20 και η συμβολή τους στη μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας», αναφερόμενοι και στις προοπτικές δεν είναι αισιόδοξοι καθώς εκτιμούν ότι οι θάνατοι θα συνεχίσουν να είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις και τις δυο επόμενες δεκαετίες, ενώ τα φυσικά ισοζύγια δεν αναμένεται να αλλάξουν πρόσημο παραμένοντας αρνητικά.



Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με τους Β. Κοτζαμάνη και Β.Παππά, σε δυο κυρίως λογούς: 1) οι θάνατοι, μετά από μια πρώτη μείωσή τους τα επόμενα της πανδημίας έτη, θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της δημογραφικής γήρανσης (της αύξησης δηλαδή του πλήθους και του ποσοστού των 65 ετών και άνω στον συνολικό πληθυσμό), και 2) οι γεννήσεις δεν αναμένεται να ανακάμψουν, ακόμη και αν οι νεότερες γενεές σταματήσουν να κάνουν λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία καθώς η μείωση των σε αναπαραγωγική ηλικία γυναικών – που έχει αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 στη χώρα μας–θα συνεχισθεί (οι 20-49 ετών από 2,35 εκατομμύρια το 2010, μειώθηκαν στα 1,95 το 2021 και δεν θα υπερβούν τα 1,7 εκατομμύρια το 2041).
Το 2021 είχαμε 84.767 γεννήσεις και 130.669 θανάτους. Μάλιστα οι συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, παρά τις αντίθετες προβλέψεις, δεν έφεραν αύξηση των γεννήσεων.
Ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα βρίσκεται στο 1,38, έναν από τους χαμηλότερους στην Ε.Ε., με τις νότιες χώρες να κρατούν τα σκήπτρα της υπογεννητικότητας. Ακόμα και αν μετά την πανδημία έχουμε «έξαρση γεννήσεων», η κατάσταση αναμένεται να βελτιωθεί ελάχιστα.
«Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται –εφόσον δεν υπάρχει μετανάστευση– περίπου 450.000 κάθε δεκαετία. Σε 30 χρόνια από σήμερα θα έχουμε 1,5 εκατομμύριο μικρότερο πληθυσμό σύμφωνα με τα δεδομένα»
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, με βάση τα αναφερόμενα στην ίδια δημοσίευση, οι θάνατοι της περιόδου 2021-40 σε εθνικό επίπεδο να είναι κατά περίπου 950.000 περισσότεροι από τις γεννήσεις, ενώ το σύνολο σχεδόν των Περιφερειακών Ενοτήτων και των Δήμων μας θα έχει τις δυο επόμενες δεκαετίες αρνητικά Φυσικά Ισοζύγια. Κατ’ επέκταση εν απουσία συνταρακτικών ανατροπών (νέου κύματος μαζικής μετανάστευσης αλλοδαπών και δευτερευόντως ανακοπής της φυγής των νέων μας),οι ρυθμοί μείωσης του πληθυσμού μας δεν πρόκειται να ανακοπούν.
Σύμφωνα με όσα τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοτζαμάνης, γήρανση και χαμηλή γονιμότητα θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην περαιτέρω μείωση του πληθυσμού μας που έχει ξεκινήσει εδώ και μια δεκαετία, ενώ η μετανάστευση δεν είναι δυνατόν να την αποτρέψει, απλώς θα την επιβραδύνει. Ταυτόχρονα, με δεδομένο ότι αφενός η γήρανση είναι μη αναστρέψιμη (και επομένως θα έχουμε αυξανόμενο αριθμό θανάτων) και αφετέρου το πλήθος των ατόμων που έρχονται σε ηλικία να κάνουν παιδιά είναι όλο και μικρότερο, το μόνον εφικτό είναι η λήψη μέτρων που θα κρατήσουν τους νέους στην χώρα μας δίδοντάς τους ταυτόχρονα την δυνατότητα να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν αλλά δεν μπορούν να κάνουν, ανακόπτοντας σε μια πρώτη περίοδο την περαιτέρω μείωση των γεννήσεων, και, σε μια δεύτερη δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την αύξησή τους.
Τι πρέπει να γίνει
Για να αυξηθούν οι γεννήσεις –πάντα στο πλαίσιο των περιορισμών που ορίζει το υπάρχον αναπαραγωγικό δυναμικό– χρειάζονται υποδομές και δραστικές αλλαγές. «Στην Ελλάδα χρειάζεται να αντιμετωπιστούν πολλά θέματα που έχουν να κάνουν με την ισότητα των δύο φύλων, την ασυμβατότητα οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής και το κράτος πρόνοιας. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η αβεβαιότητα για το μέλλον. Δεν αποφασίζεις να κάνεις παιδιά αν δεν μπορείς να σχεδιάσεις για τα επόμενα χρόνια και αν δεν υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας».
Την ίδια στιγμή υπάρχουν λύσεις που θα μπορούσαν να αποφέρουν αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια αλλά και στο μέλλον. «Η μείωση της ανεργίας, η αύξηση δηλαδή του ποσοστού των ανθρώπων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία και πραγματικά παράγουν. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα στα 100 άτομα (σε παραγωγική ηλικία) εργάζονται τα 65, ενώ στη Σουηδία τα 95», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης. Η αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων θα σήμαινε πολλά για την οικονομία και τη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας, αλλά παράλληλα θα παρείχε τις συνθήκες και για τη γέννηση παιδιών.
Το προσδόκιμο ζωής
Kάθε παιδί που γεννιέται σήμερα στην Ελλάδα μπορεί να ζήσει κατά μέσον όρο 79,2 έτη εάν είναι αγόρι και 84,2 εάν είναι κορίτσι. Το αντίστοιχο προσδόκιμο ζωής για ένα παιδί που γεννιόταν το 1951 ήταν 63,4 έτη για ένα αγόρι και 66,7 για ένα κορίτσι. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ωστόσο, καταγράφεται επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του προσδόκιμου ζωής – η οποία παρατηρείται και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά αφορά περισσότερο την Ελλάδα. Σύμφωνα με την έρευνα «Δημογραφικές εξελίξεις και προκλήσεις» του Βύρωνα Κοτζαμάνη, «η πιο αργή αύξηση των κερδών σε έτη ζωής την περίοδο 1995-2019 οφείλεται στη λιγότερο αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες και αποδίδεται στις αδυναμίες του δημόσιου συστήματος υγείας μας, ενός συστήματος που βασιζόταν –και βασίζεται ακόμη– κυρίως στη νοσοκομειακή και στην εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη εις βάρος μιας ολοκληρωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας».
ΑΠΕ – ΜΠΕ     ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα