Σελίδες

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Σαν σήμερα, ο φόνος του αρχιμανδρίτη από μια ταπεινωμένη γυναίκα προκαλεί αίσθηση στην Ελλάδα


Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 22 Ιουλίου του 1997, όταν η είδηση ενός εγκλήματος προκαλεί συζητήσεις, όχι τόσο για τον θύτη που ήταν μια γυναίκα, όσο για το θύμα: έναν αρχιμανδρίτη. 
Κι αν πεις για το κίνητρο του φόνου; Το ερωτικό πάθος! Όλα διαδραματίστηκαν σε μια γειτονιά της Νέας Σμύρνης.
Ο 59χρονος αρχιμανδρίτης Άνθιμος Ελευθεριάδης βγήκε έξω από το σπίτι του για να πάει στην εκκλησία, αλλά δεν έφθασε ποτέ! Κρυμμένη πίσω από ένα αυτοκίνητο, τον περίμενε ώρα πολλή, με ένα πιστόλι στο χέρι, η πρώην ερωμένη του, η 42χρονη Κάτια Γιαννακοπούλου. Κι όλα τέλειωσαν γρήγορα για τον άτυχο ιερέα που δέχτηκε επτά σφαίρες στο κορμί του.
Ο Πάνος Σόμπολος έμπειρος αστυνομικός ρεπόρτερ τότε, περιγράφει το συμβάν στο βιβλίο του «Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα»: «Η δολοφονία έγινε στις 10:30 το πρωί της 22ας Ιουλίου του 1997. Η δράστις έστησε καρτέρι έξω από το σπίτι του αρχιμανδρίτη στη Νέα Σμύρνη και μόλις εκείνος βγήκε για να πάει στην εκκλησία τον πυροβόλησε και τον σκότωσε, όπως είπε η ίδια τόσο στην απολογία της όσο και στην Ασφάλεια. Διατηρούσε ερωτικό δεσμό μαζί του και εκείνος από κάποια στιγμή και έπειτα δεν την ήθελε και την έδιωχνε από κοντά του, ζητώντας της να διακόψουν τις σχέσεις τους».
«Τον είχα πιστέψει σαν Θεό»
«Θόλωσε το μυαλό μου και έκανα ό,τι έκανα. Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ και μετανιώνω. Τον είχα πιστέψει σαν Θεό», είχε πει τότε. Η Κάτια Γιαννακοπούλου έχει ιδιαίτερη έφεση προς τη θρησκεία και την εκκλησία κι εκείνον τον καιρό ζητούσε πνευματικό καθοδηγητή. Σε διάφορες εκκλησιαστικές συναντήσεις στις οποίες συμμετείχε κατά περιόδους, γνωρίστηκε το 1989 με τον αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη, που ιερουργούσε στην εκκλησία της Παναγίτσας στο Παλαιό Φάληρο.
Όπως έλεγε η ίδια, ο άνθρωπος αυτός ήταν επιβλητικός, μορφωμένος γλυκομίλητος και προξενούσε δέος. Η Γιαννακοπούλου γοητευμένη από τον αρχιμανδρίτη πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και συχνά εξομολογούνταν. Δεν άργησε να αναπτυχθεί μεταξύ τους έντονη συμπάθεια και ιδιαίτερη αγάπη. Η ίδια η Κάτια στην απολογία της είπε ότι μετά την πάροδο σύντομου χρόνου και ύστερα από πρωτοβουλία του αρχιμανδρίτη συνήψαν ερωτικές σχέσεις.
«Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο. Μία μέρα με κάλεσε σπίτι του και μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Τότε με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολύ ώρα και ακολούθησε ό,τι ακολούθησε. Την άλλη μέρα πήγα και εξομολογήθηκα στον ίδιο και συζητήσαμε αυτά που κάναμε μαζί. Μου είπε πως είμαστε άνθρωποι και σαν άνθρωποι έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες». Αυτά έλεγε στους αστυνομικούς αλλά και αργότερα τα ίδια επανέλαβε στην πολύωρη απολογία της στο δικαστήριο.
Εκμεταλλεύτηκε το πάθος της
Αναμφισβήτητα επρόκειτο για φλογερό έρωτα - πάντα κατά την ίδια - που κράτησε για χρόνια. Ο αρχιμανδρίτης έλαβε από την ερωμένη του διάφορα χρηματικά ποσά είτε για αγαθοεργίες είτε για την ικανοποίηση προσωπικών του αναγκών. Αρχικά η Γιαννακοπούλου του είχε δώσει ένα ποσό 7 εκατομμυρίων δραχμών και στη συνέχεια διάφορα άλλα και ενώ τα πράγματα πήγαιναν καλά, το 1994 ο αρχιμανδρίτης πήρε μετάθεση για εκκλησία της Αγγλίας.
Από τότε η αγάπη και ο έρωτας του ζευγαριού άρχισαν να μετατρέπονται σε ψυχρότητα. Η Κάτια έλεγε ότι ο πατέρας Άνθιμος στη συμπεριφορά όταν απόμακρος και αδιάφορος. Η Γιαννακοπούλου άρχισε να καταλαμβάνεται από κατάθλιψη καθώς συνειδητοποιούσε ότι είχε καταστρέψει την οικογένειά της και τη ζωή της. Όσο για τα χρήματα που είχε δώσει, ο αρχιμανδρίτης της υποσχόταν ότι θα τα επέστρεψε μόλις πουλούσε ένα ακίνητο.
Όσο περνούσε ο καιρός η Γιαννακοπούλου δεν έβλεπε αλλαγή συμπεριφοράς και στεναχωρημένοι πίστεψε μέσα της ότι δεν επρόκειτο να γίνει τίποτα. Σε αυτή την κατάσταση πήρε την απόφαση να τον εκδικηθεί, καταστρώνοντας το σχέδιο της. Όπως είπε η ίδια πήγε στην Ομόνοια και αγόρασε ένα πιστόλι με σφαίρες από άγνωστο άνδρα.

Η Γιαννακοπούλου με τον ποινικολόγο Αλέξανδρο Κατσαντώνη. 

Στις 20 Ιουλίου ο πατέρας Άνθιμος επέστρεψε για λίγες μέρες στην Ελλάδα. Δεν τηλεφώνησε στην Κάτια. Εκείνη όμως πήρε τηλέφωνο στην εκκλησία, την Παναγίτσα, όπου ιερουργούσε παλαιότερα και πληροφορήθηκε ότι έχει έρθει στην Αθήνα. Την επόμενη μέρα πήγε στο σπίτι του στην οδό Φιλαδελφείας για να τον συναντήσει. Εκείνος της απάντησε από το θυροτηλέφωνο αλλά δεν της άνοιξε την πόρτα. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι την έβρισε, την πρόσβαλε και της είπε να φύγει και να τον αφήσει ήσυχο. Η Γιαννακοπούλου επέστρεψε στο σπίτι της στεναχωρημένη.
Είχε πάρει την απόφασή της
Το βράδυ πήρε την απόφαση της και την επομένη το πρωί έβαλε μπροστά το σχέδιο της. Πήρε το αυτοκίνητο του κουνιάδου της και με το πιστόλι γεμάτο στην τσάντα έφθασε στο σπίτι του αρχιμανδρίτη στη Νέα Σμύρνη. Στις 10:30 ο αρχιμανδρίτης ανυποψίαστος βγήκε από το σπίτι και τη στιγμή που άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του, εκείνη τον πρόλαβε και τον πυροβόλησε από πίσω σχεδόν εξ επαφής. Του έριξε επτά σφαίρες με αποτέλεσμα ο άτυχος ιερωμένος να σωριαστεί στην άσφαλτο νεκρός.
Από τη στιγμή εκείνη οι κινήσεις της Γιαννακόπουλου φανερώνουν απελπισία και απόγνωση: Μπήκε στο αυτοκίνητο της και άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους της Νέας Σμύρνης, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Πέταξε το πιστόλι, τον γεμιστήρα και τις σφαίρες ένα κάδο απορριμμάτων και στη συνέχεια άλλαξε ρούχα. Άφησε το αυτοκίνητο σε ερημικό δρόμο στο Κοιμητήριο Παλαιού Φαλήρου - Νέας Σμύρνης, πήρε ένα ταξί και πήγε στην περιοχή της Ομόνοιας όπου αγόρασε ένα ποδήλατο!
Με το ποδήλατο συνέχισε να κινείται άσκοπα στην περιοχή του Κολωνού. Πέταξε σε κάδο απορριμμάτων τα ρούχα που φορούσε όταν δολοφόνησε τον αρχιμανδρίτη και στη συνέχεια πήγε στην Καλλιθέα όπου διανυκτέρευσε σε οικοδομή. Το ξημέρωμα πήρε το ποδήλατο της και κινήθηκε προς το Αιγάλεω, το Χαϊδάρι και άλλες περιοχές και κατέληξε στην Ελευσίνα. Πέρασε τη νύχτα της σε ένα πάρκο κοντά στην πλατεία και το πρωί συνέχισε τις μετακινήσεις στις περιοχές της Ελευσίνας. Αργότερα κινήθηκε μέσω της Παλαιάς Εθνικής οδού Αθηνών-Θηβών φτάνοντας στη Μάνδρα. Το βράδυ έφτασε έξω από το μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, όπου την είδε μία μοναχή. Όταν είπε ποια ήταν και τι είχε κάνει ειδοποιήθηκε η αστυνομία.
Αποφυλακίστηκε το 2013
Η δίκη της έγινε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας. Το δικαστήριο καταδίκασε τη Γιαννακόπουλου σε ποινή κάθειρξης 20 ετών. Απέφυγε τα ισόβια επειδή της αναγνωρίστηκαν τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου, αλλά και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος απέναντί της. Η απόφαση προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Ο εισαγγελέας άσκησε έφεση και η δίκη επαναλήφθηκε. Στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο η Κάτια Γιαννακοπούλου καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη αφού δεν της αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό. Η απόφαση ήταν ομόφωνη. Η Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε τον Αύγουστο του 2013. Να σημειωθεί ότι από την πρώτη ημέρα της σύλληψης της μέχρι και την ημέρα που αποφυλακίστηκε ο γιος και ο σύζυγός της βρίσκονταν πλάι της και της συμπαραστάθηκαν με θέρμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα