Σελίδες

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Οι Έλληνες της Αλβανίας, μια κοινότητα σε χρόνια «ομηρία»


Η 31η Οκτωβρίου είναι η 304η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 305η σε δίσεκτα έτη. Στις 31 Οκτωβρίου 2017 ξεκινούν οι κατεδαφίσεις των σπιτιών της ελληνικής μειονότητας στη Χειμάρρα της Αλβανίας, αναζωπυρώνοντας την ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση της χώρας και την Εθνική Μειονότητα των Ελλήνων.
Το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας είναι μακρύ και παραμένει ανοικτό, αποτελώντας κατά καιρούς αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλώνων της Αλβανίας ζουν στο νότιο τμήμα της χώρας, στις περιοχές του βόρειου τμήματος της Ηπείρου, γι αυτό ονομάζονται και Βορειοηπειρώτες. Οι βασικές πόλεις της περιοχής είναι οι Άγιοι Σαράντα (Sarandë), το Αργυρόκαστρο (Gjirokastër) και η Χειμάρρα (Himarë).
Η μειονοτική ζώνη της Αλβανίας περιέχει 99 χωριά και οι Έλληνες που κατοικούν σε αυτήν αναγνωρίζονται επίσημα από την Αλβανία ως Ελληνική Εθνική Μειονότητα της Αλβανίας.
Το 1913 η περιοχή απελευθερώθηκε από την οθωμανική κυριαρχία και προσαρτήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. ον επόμενο χρόνο οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου επαναστάτησαν και διακήρυξαν την ανεξαρτησία. Ακολούθως, με το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, η περιοχή της Νότιας Αλβανίας - Βορείου Ηπείρου αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη περιοχή υπό αλβανική κυριαρχία. Η αυτονομία κράτησε για μόλις λίγους μήνες.
Λίγο μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914, το Βασίλειο της Ελλάδας ανακατέλαβε την περιοχή. Όμως, η διφορούμενη στάση των Κεντρικών Δυνάμεων στα ελληνικά ζητήματα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου (η οποία προέκυψε από τη διφορούμενη στάση της ίδιας της Ελλάδας) οδήγησε τη Γαλλία και την Ιταλία στην από κοινού κατάληψη της Βορείου Ηπείρου το Σεπτέμβριο του 1916.
Με το τέλος του Πολέμου, η συμφωνία Τιτόνι - Βενιζέλου προέβλεπε την προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα. Τελικά, η στρατιωτική εκστρατεία της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία λειτούργησαν προς το συμφέρον της Αλβανίας, η οποία προσάρτησε οριστικά την περιοχή, στις 9 Νοεμβρίου 1920.
Στα νεώτερα χρόνια ο ελληνικός πληθυσμός υπέφερε από την απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας εκτός της μειονοτικής ζώνης, η οποία είχε παραμείνει και κατά την κομμουνιστική περίοδο. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της ελληνικής μειονότητας, η ύπαρξη ελληνικού πληθυσμού πέρα από την μειονοτική ζώνη αμφισβητείται ακόμα από τις αρχές της γειτονικής χώρας.
Στις μέρες μας ο αριθμός των Ελλήνων που μένουν στην Αλβανία έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν κυρίως λόγω της μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Η Αλβανία και η Ελλάδα έχουν πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το μέγεθος του ελληνικού πληθυσμού τα τελευταία χρόνια.
Η Ελλάδα εκτιμά τον αριθμό των Ελλήνων της Αλβανίας γύρω στις 200.000 - 300.000 ενώ 190.000 από τους Αλβανούς που ζουν στην Ελλάδα (συνολικά περίπου 600.000 άνθρωποι) δηλώνουν ελληνικής καταγωγής.
Πόσοι είναι στην πραγματικότητα οι Έλληνες της Αλβανίας;
Η πρώτη απογραφή πληθυσμού στην Αλβανία έγινε 1923, δηλαδή 10 χρόνια μετά τη σύσταση του κράτους. Ο συνολικό πληθυσμός ήταν τότε 814.400, από αυτούς οι 37.000 ήταν ελληνόφωνοι (4.5%) και περίπου το 20% χριστιανοί ορθόδοξοι.
Το ελληνικό κράτος και οι εκπρόσωποι των Βορειοηπειρωτών, θεωρούσαν Έλληνες όλους τους ορθοδόξους της τότε Νότιας Αλβανίας, άσχετα με τη γλώσσα που μιλούσαν. Κυρίως επειδή οι ίδιοι θεωρούσαν πατρίδα τους την Ελλάδα, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ένοπλος αγώνας για την αυτονόμηση της Βορείου Ηπείρου το 1914, έγινε από το σύνολο των ορθοδόξων.
Στα χρόνια του κομμουνισμου το καθεστώς αναγνώρισε ως μειονότητα μόνο τα ελληνόφωνα χωριά των νομών Αργυροκάστρου, Δελβίνου και Αγίων Σαράντα, δίνοντας τους κάποια δικαιώματα με κυριότερο αυτό της εκπαίδευσης στη μητρικής τους γλώσσα, στις τέσσερεις τάξεις του δημοτικού.
Αφαίρεσε αυτό το δικαίωμα από τους ελληνόφωνους της Χειμμάρας, τους Έλληνες κατοίκους των πόλεων και τους βλαχόφωνους και τους αλβανόφωνους ή δίγλωσσους Έλληνες της Κορυτσάς και άλλων περιοχών.
Η πολιτική αφομοίωσης που εφάρμοσε το καθεστώς είχε πράγματι αποτελέσματα. Από τους αλβανόφωνους και τους βλαχόφωνους Έλληνες, ελάχιστοι διατήρησαν την ελληνική τους συνείδηση. Παρόλα αυτά, κάποιες κοινότητες ή μεμονωμένες οικογένειες αντιστάθηκαν στην αφομοίωση, με συνέπεια να υποστούν διώξεις.
Στην τελευταία και πιο γνωστή απογραφή του 1989, το αλβανικό κράτος, έκανε άλλη μία «διόρθωση» στον αριθμό των Ελλήνων, μειώνοντας τον στο 1,85%. Σε απόλυτους αριθμούς ήταν 58,758 άνθρωποι σε σύνολο 3,117,601.
Πάγιο αίτημα των εκπροσώπων των μειονοτήτων, ήταν και παραμένει η ελεύθερη δήλωση της εθνικής τους καταγωγής. Οι εκπρόσωποι των μειονοτήτων στην Αλβανία ισχυρίζονταν ότι ο αριθμός τους ήταν μέχρι και πενταπλάσιος από τον επίσημο του κράτους.
Στην πρώτη απογραφή που πραγματοποίησε η μετακομμουνιστική Αλβανία το 2001, το αίτημα των μειονοτήτων δεν έγινε δεκτό με αποτέλεσμα να μποϊκοτάρουν τη διαδικασία. Η αρμόδια στατιστική υπηρεσία της Αλβανίας (INSTAT) δεν εμφανίζει πουθενά τα στοιχεία αυτής της απογραφής.
Το 2011, μετά και από διεθνείς πιέσεις, η Αλβανία αποφάσισε να απογράψει τον πληθυσμό με αυτοπροσδιορισμό της εθνικής καταγωγής και του θρησκεύματος.
Υπήρξαν, φυσικά, πολλές αντιδράσεις εθνικιστικών κύκλων που ήταν ενάντιοι στην ελεύθερη δήλωση της εθνικότητας. Στους δρόμους, στα χωριά, ακόμη και σε αγώνες ποδοσφαίρου εμφανίζονταν πανό κατά του νόμο για την απογραφή.
Παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις, η κυβέρνηση Μπερίσα, δεν αφαίρεσε τα επίμαχα λήμματα της εθνικότητας και του θρησκεύματος αλλά σε μία κίνηση ελιγμού για να ικανοποιήσει τον κυβερνητικό σύμμαχο που ήταν το ανθελληνικό τσάμικο κόμμα PDIU (με 5 βουλευτές) τροποποίησε το «Νόμο περί Απογραφής», μόλις ένα μήνα πριν την έναρξη της.
Η τροποποίηση που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον, ήταν αυτή που προέβλεπε πρόστιμο 1.000 δολαρίων, σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης. Αυτό ερμηνεύθηκε ως προσπάθεια πίεσης για τη δήλωση εθνικής ταυτότητας και προκάλεσε περεταίρω αντιδράσεις και σύγχιση.
Η «Ομόνοια» – ΚΕΑΔ που ήλεγχε τότε δέκα δήμους, ζητάει από τους Έλληνες να απέχουν από την απογραφή, καταφέρνοντας τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ήθελε η μειονότητα: Με την αποχή, κατεγράφησαν λιγότεροι Έλληνες απ' όσους υπήρχαν στην πραγματικότητα.
Η INSTAT ανακοινώνει ότι στην Αλβανία υπάρχουν 24.243 Έλληνες και φέρνει το ποσοστό των χριστιανών ορθοδόξων στο 6.75%...
Τα αποτελέσματα της απογραφής αμφισβητούνται, κυρίως κατόπιν αντιδράσεων από την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, όμως η αλβανική κυβέρνηση τα χρησιμοποιεί για να χαράξει τη δική της πολιτική.
Το κτηματολόγιο και οι περιουσίες των Ελλήνων
Η πολιτική αστάθεια και η οικονομική κρίση που έχει χτυπήσει και την Αλβανία τα τελευταία χρόνια προκαλεί βαριές συνέπειες και στην ελληνική μειονότητα, η οποία συχνά αποτελεί εύκολο θύμα για εγκληματικές ομάδες, αλλά και στόχο εθνικιστικών επιθέσεων.
Κυρίως όμως, οι Έλληνες της Αλβανίας καταγγέλουν διαφθορά, αδιαφάνεια και τεράστια κενά στο νομό που αφορά στη διαδικασία εγγραφής των περιουσιών των πολιτών στο εθνικό κτηματολόγιο της χώρας.
Οι ίδιοι ετοιμάζονται για σειρά δικαστικών αγώνων μετά τη δημοσιευση των τελικών χαρτών του κτηματολογίου, κάνοντας λόγο για υφαρπαγή περιουσίων που ανήκουν σε Έλληνες μειονοτικούς και κυρίως παράλιας γης που πλέον, με την τουριστική ανάπτυξη της Χειμμάρας, έχει πάρει πολύ μεγάλη αξία.
Βασικό όπλο της Ελλάδας στην προσπάθειά της να βοηθήσει την εθνική μειονότητα στην Αλβανία, είναι η επιθυμία της χώρας να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι που είναι δύσκολο να συμβεί όσο παραμένουν ανοιχτά τέτοια ζητήματα.
Ανοιχτά παραμένουν κι άλλα ζητήματα, όπως η οριοθέτηση της ΑΟΖ και της Υφαλοκρηπίδας, τα οποία όπως όλα δείχνουν, θα διευθετηθούν στη Χάγη. Όπως και η κουβέντα της Αλβανίας για τους Τσάμηδες ως μειονότητα στην Ελλάδα, ένα θέμα που η χώρα μας αρνείται να αποδεχθεί.
Η διπλωματική προσέγγιση των δύο χωρών γίνεται με αργά και πολύ προσεκτικά βήματα εκατέρωθεν. Γι αυτό, εξάλλου και δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες για την άρση του εμπολέμου ανάμεσα στις δύο χώρες, το οποίο μπορεί να ακούγεται αστείο, όμως δεν είναι.
Η Ελλάδα και η Αλβανία είναι σε έναν σχετικά καλό διπλωματικό δρόμο, όμως πριν καταλήξουν σε συμφωνία επί βασικών ζητημάτων, πρέπει πρώτα να συμφωνήσουν ποια είναι αυτά τα βασικά ζητήματα για τα οποία κουβεντιάζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα