Οι Γερμανοί διαμαρτύρονται
Η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς κάνει μια προσπάθεια να διασκεδάσει τις εντυπώσεις λέγοντας ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη όσο το 1999, όποτε η επανένωση, η σκληρωτική αγορά εργασίας και η μείωση της ζήτησης για εξαγωγές βύθισαν την οικονομία της χώρας, ανεβάζοντας την ανεργία σε διψήφια νούμερα.
Σήμερα η γερμανική ανεργία βρίσκεται στο 3%, η χώρα είναι πιο πλούσια και περισσότερο ανοιχτή, επιχειρηματολογούν τα στελέχη της. Οι Γερμανοί, ωστόσο, διαμαρτύρονται ολοένα και περισσότερο ότι η χώρα τους δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε, ενώ 4 στους 5 λένε ότι δεν είναι πια ένα δίκαιο μέρος για να ζει κανείς.
Για πολλά χρόνια, η υπεραπόδοση της Γερμανίας στις παλιές βιομηχανίες εξισορροπούσε την έλλειψη επενδύσεων της σε νέες.
Ο εφησυχασμός και η εμμονή με τη δημοσιονομική σύνεση οδήγησαν σε πολύ λίγες δημόσιες επενδύσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι επενδύσεις της χώρας στην τεχνολογία των πληροφοριών, αν υπολογιστούν με το ποσοστό που αυτές αντιπροσωπεύουν στο γερμανικό ΑΕΠ, είναι περίπου οι μισές σε σχέση με όσες έγιναν στις ΗΠΑ και τη Γαλλία.
Η γεωπολιτική πρόκληση
Ο γραφειοκρατικός συντηρητισμός αποτελεί επίσης ένα σημαντικό εμπόδιο. Η απόκτηση άδειας λειτουργίας μιας επιχείρησης χρειάζεται 120 ημέρες, διάστημα διπλάσιο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Η επιδείνωση της γεωπολιτικής, η δυσκολία εξάλειψης των εκπομπών άνθρακα και οι συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, που αναφέρθηκαν παραπάνω δυσκολεύουν περισσότερο την κατάσταση στη Γερμανία.
Για την ακρίβεια, όσον αφορά τη γεωπολιτική, αυτό που συμβαίνει είναι ότι η βιομηχανική παραγωγή μπορεί να μην είναι πλέον η ανεξάντλητη πηγή μετρητών, που ήταν στο παρελθόν.
Από όλες τις μεγάλες δυτικές οικονομίες, η Γερμανία είναι αυτή που έχει την μεγαλύτερη έκθεση στην Κίνα. Μόνο πέρυσι το εμπόριο ανάμεσα στις δύο χώρες ανήλθε σε 314 δισ. δολάρια. Κάποτε αυτή η σχέση καθοριζόταν από το κίνητρο του κέρδους, σήμερα τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Για παράδειγμα, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες χάνουν ήδη τη μάχη στην τεράστια αυτή ασιατική αγορά έναντι των εγχώριων ανταγωνιστών.

Η δύσκολη ενεργειακή μετάβαση
Στον τομέα της ενεργειακής μετάβασης, η Γερμανία τα έχει βρει σκούρα, αφού ο βιομηχανικός τομέας χρησιμοποιεί σχεδόν τη διπλάσια ενέργεια από τον επόμενο μεγαλύτερο καταναλωτή στην Ευρώπη και το αποτύπωμα του σε άνθρακα είναι πολύ μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο της Γαλλίας ή της Ιταλίας.
Το φθηνό ρωσικό αέριο δεν αποτελεί πλέον επιλογή και η χώρα, σε ένα θεαματικό αυτογκόλ, απομακρύνθηκε από την πυρηνική ενέργεια. Η έλλειψη επενδύσεων στα σχετικά δίκτυα και το αργό σύστημα αδειοδότησης εμποδίζουν τη μετάβαση στη φθηνή ανανεώσιμη ενέργεια, απειλώντας να καταστήσουν τους κατασκευαστές λιγότερο ανταγωνιστικούς.
Μέσα σε όλα η Γερμανία στερείται ολοένα και περισσότερο τα ταλέντα που χρειάζεται για να πάρει και πάλι μπροστά. Το baby boom μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σημαίνει ότι περίπου 2 εκατομμύρια εργαζόμενοι θα συνταξιοδοτηθούν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Παρότι η χώρα έχει προσελκύσει σχεδόν 1,1 εκατομμύριο Ουκρανούς πρόσφυγες, πολλοί εξ αυτών είναι παιδιά και γυναίκες οι οποίες δεν εργάζονται, που ενδέχεται σύντομα να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Ήδη, τα δύο πέμπτα των εργοδοτών γκρινιάζουν ότι δυσκολεύονται να βρουν εξειδικευμένους εργάτες. Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αφού το Βερολίνου αδυνατεί να καλύψει έστω τις μισές θέσεις διδασκαλίας του με το κατάλληλο προσωπικό.
Το στοίχημα της μεταμόρφωσης
Για να ευδοκιμήσει η Γερμανία σε έναν κατακερματισμένο, πιο πράσινο και περισσότερο γερασμένο κόσμο, το οικονομικό της μοντέλο θα πρέπει να προσαρμοστεί.
Το πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικοί στην πρώτη γραμμή της εξουσίας της, ίσως επιλέξουν να συνεχίσουν τη δοκιμασμένη συνταγή, φοβούμενοι ότι οι μεταρρυθμίσεις που επιβάλλεται να γίνουν, δεν θα είναι δημοφιλείς στο λαό βγάζοντας τους εκτός παιχνιδιού, αφού πρώτα αποτελέσουν βούτυρο στο ψωμί της ακμάζουσας ακροδεξιάς στη χώρα.
Πριν δύο δεκαετίες η Γερμανία πέτυχε μια εκπληκτική μεταμόρφωση με τεράστιο κέρδος.
Ήρθε η ώρα να πληρώσει το όποιο τίμημα για να το πετύχει ξανά, καταλήγει άλλο άρθρο για το ίδιο θέμα του Economist.