Ό λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης στο βιβλίο του «Ελληνική Εποποιΐα 19401941» γράφει: «Η αναγγελία έγινε στη διοίκηση πεζικού της ΙΧ Μεραρχίας μ’ ένα λακωνικό κείμενο: “Αναφέρω ώραν 17:45 σήμερον το είπ’ εμέ απόσπασμα εισελθόν Κορυτσάν, απηλευθέρωσε ταύτην. Συνταγματάρχης Μπεγέτης”.
Ήταν η πρώτη πέρα από τα σύνορα μεγάλη πολιτεία, η μεγαλύτερη της Βόρειας Ηπείρου, που κυρίευε ο ελληνικός στρατός. Είχαν περάσει εικοσιπέντε μέρες από την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα. Η ελληνική προέλαση ξεπερνούσε σε βάθος τα εικοσιπέντε χιλιόμετρα.
Ξάφνου ακούστηκαν οι καμπάνες
»Στην Αθήνα είχε διαδοθεί από τη νύχτα πως η Κορυτσά πέφτει από στιγμή σε στιγμή ο πληθυσμός βρίσκονταν στο πόδι. Από νωρίς το πρωί είχαν αρχίσει να σημαιοστολίζουν, στους δρόμους τριγύριζαν άνθρωποι που είχαν παρατήσει τις δουλειές τους και περίμεναν νέα, έκαναν υποθέσεις, προεξοφλούσαν την είδηση. Καθώς το μεσημέρι ζύγωνε και αναγγελία επίσημη δεν γινόταν, άρχιζε κάτι σαν διάχυτος εκνευρισμός. Ξάφνου ακούστηκαν οι καμπάνες. Όλοι κατάλαβαν. Ήταν η ώρα μία μετά το μεσημέρι. Σε λίγα λεπτά κυκλοφόρησε και παράρτημα. Τότε, κύματα λαός, και μαζί ανάκατα Άγγλοι στρατιώτες, Αυστραλοί, Καναδοί, ξεχύθηκαν στους κεντρικούς δρόμους με σημαίες· οι διαβάτες αγκαλιάζονταν μεταξύ τους, έξω από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας τα πλήθη συγκεντρωμένα ζητούσαν να παρουσιαστεί ο πρωθυπουργός. Ο Μεταξάς βγήκε σε ένα παράθυρο, είπε συγκινημένος, γελαστός, πέντε λέξεις: «Αγαπητοί μου, η Κορυτσά κατελήφθη».
»Οι ζητωκραυγές ξέσπασαν, έγιναν κύματα, απλώθηκαν σ όλο το μάκρος της υπόλοιπης μέρας. Οι δρόμοι της Αθήνας αντιλαλούσαν από φιλαρμονικές και θούρια. Από το ραδιόφωνο ακούγονταν διαγγέλματα: του Γεωργίου Β’, του πρωθυπουργού. Και καθώς κανένας δεν ήξερε πού ακριβώς, σε ποιο σημείο του μετώπου, πολεμάνε οι δικοί του- γιος, αδελφός, πατέρας, σύζυγος- ο καθένας αναλογιζόταν με βουρκωμένα μάτια πως κάτι από αυτή τη νίκη, κάτι από τούτη την πράξη υψηλής δικαιοσύνης, χρωστιέται και στον άνθρωπο του, στα σπλάχνα που τον έθρεψαν, στην αγκαλιά που τον αποζητούσε, στο χέρι που τον είχε ευλογήσει την ώρα του αποχωρισμού.
»Στην Αθήνα είχε διαδοθεί από τη νύχτα πως η Κορυτσά πέφτει από στιγμή σε στιγμή ο πληθυσμός βρίσκονταν στο πόδι. Από νωρίς το πρωί είχαν αρχίσει να σημαιοστολίζουν, στους δρόμους τριγύριζαν άνθρωποι που είχαν παρατήσει τις δουλειές τους και περίμεναν νέα, έκαναν υποθέσεις, προεξοφλούσαν την είδηση. Καθώς το μεσημέρι ζύγωνε και αναγγελία επίσημη δεν γινόταν, άρχιζε κάτι σαν διάχυτος εκνευρισμός. Ξάφνου ακούστηκαν οι καμπάνες. Όλοι κατάλαβαν. Ήταν η ώρα μία μετά το μεσημέρι. Σε λίγα λεπτά κυκλοφόρησε και παράρτημα. Τότε, κύματα λαός, και μαζί ανάκατα Άγγλοι στρατιώτες, Αυστραλοί, Καναδοί, ξεχύθηκαν στους κεντρικούς δρόμους με σημαίες· οι διαβάτες αγκαλιάζονταν μεταξύ τους, έξω από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας τα πλήθη συγκεντρωμένα ζητούσαν να παρουσιαστεί ο πρωθυπουργός. Ο Μεταξάς βγήκε σε ένα παράθυρο, είπε συγκινημένος, γελαστός, πέντε λέξεις: «Αγαπητοί μου, η Κορυτσά κατελήφθη».
»Οι ζητωκραυγές ξέσπασαν, έγιναν κύματα, απλώθηκαν σ όλο το μάκρος της υπόλοιπης μέρας. Οι δρόμοι της Αθήνας αντιλαλούσαν από φιλαρμονικές και θούρια. Από το ραδιόφωνο ακούγονταν διαγγέλματα: του Γεωργίου Β’, του πρωθυπουργού. Και καθώς κανένας δεν ήξερε πού ακριβώς, σε ποιο σημείο του μετώπου, πολεμάνε οι δικοί του- γιος, αδελφός, πατέρας, σύζυγος- ο καθένας αναλογιζόταν με βουρκωμένα μάτια πως κάτι από αυτή τη νίκη, κάτι από τούτη την πράξη υψηλής δικαιοσύνης, χρωστιέται και στον άνθρωπο του, στα σπλάχνα που τον έθρεψαν, στην αγκαλιά που τον αποζητούσε, στο χέρι που τον είχε ευλογήσει την ώρα του αποχωρισμού.
Πολεμοφόδια στα χέρια του Ελληνικού Στρατού, στην Κορυτσά.
»Στη Βουλή των Λόρδων, ο υπουργός των Εξωτερικών, λόρδος Χάλιφαξ θα έλεγε: «Ποτέ άλλοτε κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας το όνομα της Ελλάδος δεν εστάθη τόσο υψηλά και το όνομα της Ιταλίας τόσο χαμηλά».
Την ίδια ημέρα που έπεφτε η Κορυτσά, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ρώμης μετέδιδε: «ο στρατηγός Σόντου εξακολουθεί να προετοιμάζει με ήρεμη αποφασιστικότητα την κατάληψη της Ελλάδος. Δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη πιθανότητα σωτηρίας για τους Έλληνας, όταν ο Σόντου βάλει σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Πίσω από την ιταλική δράση οπισθοφυλακών στέκεται ένας ολόκληρος στρατός που θα εκβιάσει κυριολεκτικά τον δρόμο προς την καρδιά της Ελλάδος, όταν μια φορά ξεκινήσει»... Πρέπει να υποθέσει κάποιος πως ο στρατός αυτός δεν ξεκίνησε ποτέ…».
Για την Ιστορία αναφέρουμε ότι η Κορυτσά παρέμεινε υπό ελληνική διοίκηση έως και τις 12 Απριλίου του 1941, όταν ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την ευρύτερη περιοχή, για να μην εγκλωβιστεί από τις ναζιστικές δυνάμεις που πλησίαζαν.
Την ίδια ημέρα που έπεφτε η Κορυτσά, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ρώμης μετέδιδε: «ο στρατηγός Σόντου εξακολουθεί να προετοιμάζει με ήρεμη αποφασιστικότητα την κατάληψη της Ελλάδος. Δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη πιθανότητα σωτηρίας για τους Έλληνας, όταν ο Σόντου βάλει σε εφαρμογή τα σχέδιά του. Πίσω από την ιταλική δράση οπισθοφυλακών στέκεται ένας ολόκληρος στρατός που θα εκβιάσει κυριολεκτικά τον δρόμο προς την καρδιά της Ελλάδος, όταν μια φορά ξεκινήσει»... Πρέπει να υποθέσει κάποιος πως ο στρατός αυτός δεν ξεκίνησε ποτέ…».
Για την Ιστορία αναφέρουμε ότι η Κορυτσά παρέμεινε υπό ελληνική διοίκηση έως και τις 12 Απριλίου του 1941, όταν ο ελληνικός στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την ευρύτερη περιοχή, για να μην εγκλωβιστεί από τις ναζιστικές δυνάμεις που πλησίαζαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα