Μια εκ των έσω κατάρριψη του δόγματος της λιτότητας
Ένα βιβλίο του Πολ Κρούγκμαν και μάλιστα με τίτλο «Τέλος στην ύφεση, τώρα!» (εκδόσεις Πόλις) είναι λογικό να προκαλεί το ενδιαφέρον. Οι ανορθόδοξες (με βάση την επίσημη, νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία) απόψεις του για τη φύση της κρίσης και για τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να βγει κανείς από το δόκανό της, συγκρούονται με την τρέχουσα κυρίαρχη οικονομική πολιτική και συχνά τροφοδοτούν με επιχειρήματα τους πολέμιους της αντιλαϊκής λιτότητας, που εφαρμόζεται επίμονα και στην Ευρώπη.
Οι απόψεις του Κρούγκμαν έχουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί, όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν προκύπτουν από μια ριζικά διαφορετική ιδεολογική συγκρότηση ή αφετηρία, αλλά από την ανάλυση της αντικειμενικής οικονομικής πραγματικότητας χωρίς τις ιδιοτελείς παρωπίδες του νεοφιλελευθερισμού.
Κλασικός κεϋνσιανός, ο Πολ Κρούγκμαν σε ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου του, από τα οποία επιλέγουμε τα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε σ’ αυτό το φύλλο της «Εποχής», περιγράφει τα «παράδοξα» της ορθόδοξης επίσημης οικονομικής πολιτικής, τα αδιέξοδά της και τον παραλογισμό της να επιμένει στη θεραπεία με φάρμακα που σκοτώνουν όχι τους παθογόνους οργανισμούς, αλλά το ίδιο το σώμα της οικονομίας.
Αν αφιερώσετε λίγο χρόνο για να ακούσετε τι λένε οι κατ’ επίφαση σοβαροί άνθρωποι για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας -πράγμα που μου επιβάλλει η δουλειά μου ως αναλυτή-, κάποια στιγμή θα αναγνωρίσετε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά τους: χρησιμοποιούν λάθος μεταφορές. Θεωρούν ότι η οικονομία των ΗΠΑ είναι μια οικογένεια που περνάει δύσκολα, που το εισόδημά της έχει μειωθεί εξαιτίας παραγόντων πέρα από τον έλεγχό της, που είναι επιβαρυμένη με ένα χρέος υπερβολικά μεγάλο για το εισόδημά της. Και για να διορθωθεί η κατάσταση, συνιστούν μια αγωγή αρετής και σωφροσύνης: πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι, να περιστείλουμε τις δαπάνες, να μειώσουμε τα χρέη, να περικόψουμε τα έξοδά μας (…)
Ο συνδυασμός της παγίδας ρευστότητας -ούτε καν τα μηδενικά επιτόκια δεν είναι αρκετά χαμηλά για να αποκαταστήσουν την πλήρη απασχόληση- και του υπερβολικού χρέους μάς έχει οδηγήσει σε έναν κόσμο γεμάτο παράδοξα, έναν κόσμο όπου η αρετή είναι διαστροφή και η σωφροσύνη τρέλα, και τα περισσότερα πράγματα που οι σοβαροί άνθρωποι απαιτούν να πράξουμε θα επιδείνωναν την κατάστασή μας.
Όταν η σωφροσύνη γίνεται τρέλα
Ποια είναι τα παράδοξα για τα οποία μιλώ; Ένα από αυτά, το «παράδοξο της φειδούς», αν και παλαιότερα διδασκόταν ευρέως στα εισαγωγικά μαθήματα των οικονομικών, έφευγε από τη μόδα όσο έσβηνε η ανάμνηση της Μεγάλης Ύφεσης. Η εν λόγω θεωρία έχει ως εξής: Ας υποθέσουμε ότι όλοι προσπαθούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους ταυτόχρονα. Θα περίμενε κανείς ότι η αυξημένη επιθυμία για αποταμίευση θα μεταφραζόταν σε αυξημένες επενδύσεις -περισσότερες δαπάνες για νέα εργοστάσια, κτίρια γραφείων, εμπορικά κέντρα, και ούτω καθεξής-, οι οποίες θα ενίσχυαν τον μελλοντικό πλούτο μας. Όταν, όμως, η οικονομία διέρχεται κρίση, το μόνο που συμβαίνει όταν όλοι προσπαθούν να αποταμιεύσουν περισσότερα (και κατά συνέπεια ξοδεύουν λιγότερα) είναι ότι το εισόδημα ελαττώνεται και η οικονομία συρρικνώνεται. Και, καθώς η οικονομία γίνεται ακόμη πιο υποτονική, οι επιχειρήσεις κάνουν λιγότερες επενδύσεις, όχι περισσότερες. Έτσι οι καταναλωτές, σε μια προσπάθεια να εξοικονομήσουν περισσότερα ως άτομα, καταλήγουν να εξοικονομούν λιγότερα ως σύνολο.
Το «παράδοξο της φειδούς», όπως αναφέρεται συνήθως, δεν είναι απαραιτήτως αποτέλεσμα του συνεχούς υπερδανεισμού κατά το παρελθόν, παρόλο που στην πράξη εκεί καταλήγουμε, όταν η οικονομία βρίσκεται σε επίμονη ύφεση. Το υπερβολικό χρέος όμως προκαλεί δύο επιπρόσθετα παράδοξα που σχετίζονται μεταξύ τους.
Το πρώτο είναι το «παράδοξο της απομόχλευσης», το οποίο έχουμε δει να συνοψίζονται στο ρητό του Φίσερ ότι όσο περισσότερο πληρώνουν οι οφειλέτες τόσο περισσότερο χρωστάνε. Ένας κόσμος, όπου μεγάλο ποσοστό των ιδιωτών και /ή των εταιρειών προσπαθούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους ταυτόχρονα, είναι ένας κόσμος όπου τα εισοδήματα και η αξία των περιουσιακών στοιχείων συρρικνώνονται, και όπου το πρόβλημα του χρέους επιδεινώνεται αντί να βελτιώνεται.
Φθηνότερη εργασία, μεγαλύτερη ανεργία
Το δεύτερο είναι το «παράδοξο της ευελιξίας». Είναι κάτι που κατά το μάλλον ή ήττον υπαινισσόταν και το Φίσερ, σε ένα παλιό άρθρο του· αλλά η σύγχρονη εκδοχή του, απ’ όσο ξέρω, προέρχεται από τον οικονομολόγο Γκάουτι Έγκερτον της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης. Να τι λέει: Κανονικά, όταν δυσκολευόμαστε να πουλήσουμε κάτι, η λύση είναι να μειώσουμε την τιμή. Μοιάζει φυσικό, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η λύση για τη μαζική ανεργία είναι να μειώσουμε τους μισθούς. Μάλιστα, οι συντηρητικοί οικονομολόγοι συχνά διατείνονται ότι ο Ρούσβελτ καθυστέρησε την ανάκαμψη κατά τη δεκαετία του 1930, επειδή στο πλαίσιο των πολιτικών New Deal υπέρ των εργαζομένων οι μισθοί αυξήθηκαν, ενώ κανονικά θα έπρεπε να μειωθούν. Και σήμερα ακούμε συχνά πως ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε είναι περισσότερη «ευελιξία» στην αγορά εργασίας, ουσιαστικά, δηλαδή, κι άλλες περικοπές μισθών.
Ενώ, όμως, ένα μεμονωμένος εργαζόμενος μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητές του να βρει δουλειά αποδεχόμενος χαμηλότερη αμοιβή, επειδή έτσι καθίσταται ελκυστικότερος συγκριτικά με άλλους εργαζόμενους, μια οριζόντια περικοπή μισθών ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτε άλλο πέρα από το εξής: όλα τα εισοδήματα μειώνονται, το επίπεδο του χρέους όμως παραμένει το ίδιο. Έτσι, η μεγαλύτερη ευελιξία σε μισθούς (και τιμές) απλώς επιδεινώνει την κατάσταση.
Να κάνουμε το αντίθετο!
Κάποιοι αναγνώστες ίσως έχουν ήδη κάνει την εξής σκέψη: αν μόλις εξήγησα γιατί, κάνοντας πράγματα που θα έπρεπε να θεωρούνται σώφρονα και συνετά, η τρέχουσα κατάσταση χειροτερεύει, το συμπέρασμα που συνάγεται δεν είναι ότι θα έπρεπε να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο; Και η απάντηση, εν ολίγοις, είναι ναι. Σε μια εποχή που πολλοί οφειλέτες προσπαθούν να κάνουν περισσότερη οικονομία και να μειώνουν τα χρέη τους, είναι σημαντικό κάποιος να κάνει το αντίθετο, δηλαδή να ξοδεύει περισσότερα και να δανείζεται -και αυτός ο προφανής κάποιος είναι το κράτος. Πρόκειται, λοιπόν, για άλλη μία συλλογιστική που καταλήγει στο κεϋνσιανό επιχείρημα για τις κρατικές δαπάνες ως αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του είδους της ύφεσης που μας πλήττει σήμερα.
Δηλαδή το επιχείρημα ότι η συρρίκνωση μισθών και τιμών επιδεινώνει την κατάσταση, συνεπάγεται ότι η αύξηση μισθών και τιμών θα έκανε τα πράγματα καλύτερα, ότι ο πληθωρισμός ουσιαστικά θα βοηθούσε; Ναι, επειδή ο πληθωρισμός θα μείωνε το βάρος του χρέους (ενώ θα είχε και άλλες ωφέλιμες επιπτώσεις, για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα). Σε ευρύτερη κλίμακα, οι πολιτικές μείωσης του βάρους του χρέους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όπως η διευκόλυνση εξυπηρέτησης των ενυπόθηκων δανείων, θα μπορούσαν και θα έπρεπε να εντάσσονται στην προσπάθεια για οριστική έξοδο από την ύφεση (…)
Για την Ευρώπη και την Ελλάδα
Τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρώπης, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, που δανείστηκαν πολλά χρήματα τις χρονιές της ευημερίας πριν από την κρίση (κυρίως για να αναχρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές και όχι τις κρατικές δαπάνες, αλλά προς το παρόν ας το αφήσουμε αυτό κατά μέρος), αντιμετωπίζουν στο σύνολό τους δημοσιονομική κρίση: είτε δεν μπορούν καθόλου να δανειστούν χρήματα, ή μπορούν μόνο με εξαιρετικά υψηλά επιτόκια. Ως τώρα έχουν καταφέρει να μην ξεμείνουν τελείως από μετρητά, επειδή με διάφορους τρόπους οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες -όπως η Γερμανία- και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις τροφοδοτούν με δάνεια. Αυτή η βοήθεια, όμως, προσφέρεται υπό όρους: οι κυβερνήσεις των υπερχρεωμένων χωρών είναι αναγκασμένες να επιβάλουν βάρβαρα προγράμματα λιτότητας, περικόπτοντας τις δαπάνες ακόμη και σε βασικούς τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη.
Ωστόσο, οι πιστώτριες χώρες δεν έχουν προβεί σε καμία αντισταθμιστική αύξηση των δαπανών. Μάλιστα, ανησυχώντας για τους κινδύνους του χρέους, εφαρμόζουν και εκείνες προγράμματα λιτότητας, αν και ηπιότερα από εκείνα των οφειλετών (…)
Η συνέπεια της πτώσης της συνολικής ζήτησης είναι, όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο, μια υφεσιακή οικονομία με υψηλή ανεργία.
Το «παράλογο» ως «λογικό»
Όταν φτάνει η στιγμή να εξηγήσει ο Πολ Κρούγκμαν πώς γίνεται να επιμένουν κάποιοι σε καταφανώς λάθος εκτιμήσεις, προβλέψεις και πολιτικές, δεν διστάζει να προσεγγίσει μεθόδους… ταξικής ανάλυσης:
Στην αρχή του βασικού έργου του, The General Theory fo Employment, Interest, and Money, o Τζον Μέιναρντ Κέυνς αναρωτιόταν γιατί επί τόσο καιρό κυριαρχούσε μεταξύ αξιοσέβαστων θεωρητικών η πεποίθηση ότι οι οικονομίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να πληγούν από ανεπαρκή ζήτηση και ότι, κατά συνέπεια, ήταν λάθος να προσπαθούν οι κυβερνήσεις να αυξήσουν τη ζήτηση - πρόκειται για τη ρικαρντιανή οικονομική θεωρία, όπως την αποκαλούσε, από τον οικονομολόγο των αρχών του 19ου αιώνα Ντέιβιντ Ρικάρντο. Ο προβληματισμός του είναι το ίδιο οξυδερκής και ισχυρός σήμερα, όσο και όταν καταγραφόταν:
«Η απόλυτη νίκη της ρικαρντιανής θεωρίας αποτελεί αίνιγμα και παραδοξότητα. Πρέπει να οφείλεται σε ένα σύμπλεγμα χαρακτηριστικών κατάλληλων ως προς το περιβάλλον στο οποίο προβλήθηκε. Το γεγονός ότι κατέληξε σε συμπεράσματα πολύ διαφορετικά από εκείνα που θα περίμενε ο απλός, μη ειδικευμένος άνθρωπος ενίσχυε, υποθέτω, το πνευματικό της κύρος. Το γεγονός ότι η διδασκαλία της, μεταφρασμένη σε πρακτική, ήταν λιτή και συχνά δύσληπτη της προσέδιδε αρετή. Το γεγονός ότι ήταν προσαρμοσμένη ώστε να στηρίζει ένα πελώριο και συνεπές εποικοδόμημα λογικής τής προσέδιδε ομορφιά. Το γεγονός ότι μπορούσε να ερμηνεύσει ένα μεγάλο ποσοστό της κοινωνικής αδικίας και προφανούς σκληρότητας ως αναπόφευκτο επεισόδιο στον δρόμο της προόδου, και θεωρούσε ότι η απόπειρα να αλλάξουν τέτοια πράγματα ήταν πιθανότερο, συνολικά, να κάνει μάλλον κακό παρά καλό, την καθιστούσε ελκυστική στην εξουσία. Το ότι δικαιολογούσε ως έναν βαθμό τις ελεύθερες δραστηριότητες του ιδιώτη καπιταλιστή προσείλκυε τη στήριξη της κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης που βρίσκεται πίσω από την εξουσία».
Πράγματι, τα σχετικά με το πώς ένα οικονομικό δόγμα που απαιτεί λιτότητα, ταυτόχρονα εκλογικεύει την κοινωνική αδικία και τη σκληρότητα γενικότερα, και το πώς καθίσταται έτσι γοητευτικό για την εξουσία, ακούγονται τόσο αληθινά (…)
Θα ήθελα να παρουσιάσω άλλη μια πιθανή εξήγηση. Αν κοιτάξουμε τι θέλουν οι οπαδοί της λιτότητας -δημοσιονομική πολιτική που εστιάζει όχι στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά στα ελλείμματα, νομισματική πολιτική που καταπολεμά μανιωδώς το παραμικρό ίχνος πληθωρισμού και αυξάνει τα επιτόκια, ακόμη και όταν η ανεργία είναι μαζική-, όλα ουσιαστικά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πιστωτών, εκείνων που δανείζουν, σε αντίθεση με εκείνους που δανείζονται ή και εργάζονται για να ζήσουν. Οι δανειστές θέλουν η κυβέρνηση να θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των χρεών τους, και αντιτίθενται σε οποιαδήποτε απόπειρα, από νομισματικής πλευράς, που είτε στερεί από προσόδους τους τραπεζίτες, διατηρώντας χαμηλά τα επιτόκια, είτε διαβρώνει την αξία των απαιτήσεων μέσω του πληθωρισμού.
Οι απόψεις του Κρούγκμαν έχουν ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί, όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν προκύπτουν από μια ριζικά διαφορετική ιδεολογική συγκρότηση ή αφετηρία, αλλά από την ανάλυση της αντικειμενικής οικονομικής πραγματικότητας χωρίς τις ιδιοτελείς παρωπίδες του νεοφιλελευθερισμού.
Κλασικός κεϋνσιανός, ο Πολ Κρούγκμαν σε ορισμένα κεφάλαια του βιβλίου του, από τα οποία επιλέγουμε τα αποσπάσματα που δημοσιεύουμε σ’ αυτό το φύλλο της «Εποχής», περιγράφει τα «παράδοξα» της ορθόδοξης επίσημης οικονομικής πολιτικής, τα αδιέξοδά της και τον παραλογισμό της να επιμένει στη θεραπεία με φάρμακα που σκοτώνουν όχι τους παθογόνους οργανισμούς, αλλά το ίδιο το σώμα της οικονομίας.
Αν αφιερώσετε λίγο χρόνο για να ακούσετε τι λένε οι κατ’ επίφαση σοβαροί άνθρωποι για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας -πράγμα που μου επιβάλλει η δουλειά μου ως αναλυτή-, κάποια στιγμή θα αναγνωρίσετε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματά τους: χρησιμοποιούν λάθος μεταφορές. Θεωρούν ότι η οικονομία των ΗΠΑ είναι μια οικογένεια που περνάει δύσκολα, που το εισόδημά της έχει μειωθεί εξαιτίας παραγόντων πέρα από τον έλεγχό της, που είναι επιβαρυμένη με ένα χρέος υπερβολικά μεγάλο για το εισόδημά της. Και για να διορθωθεί η κατάσταση, συνιστούν μια αγωγή αρετής και σωφροσύνης: πρέπει να σφίξουμε το ζωνάρι, να περιστείλουμε τις δαπάνες, να μειώσουμε τα χρέη, να περικόψουμε τα έξοδά μας (…)
Ο συνδυασμός της παγίδας ρευστότητας -ούτε καν τα μηδενικά επιτόκια δεν είναι αρκετά χαμηλά για να αποκαταστήσουν την πλήρη απασχόληση- και του υπερβολικού χρέους μάς έχει οδηγήσει σε έναν κόσμο γεμάτο παράδοξα, έναν κόσμο όπου η αρετή είναι διαστροφή και η σωφροσύνη τρέλα, και τα περισσότερα πράγματα που οι σοβαροί άνθρωποι απαιτούν να πράξουμε θα επιδείνωναν την κατάστασή μας.
Όταν η σωφροσύνη γίνεται τρέλα
Ποια είναι τα παράδοξα για τα οποία μιλώ; Ένα από αυτά, το «παράδοξο της φειδούς», αν και παλαιότερα διδασκόταν ευρέως στα εισαγωγικά μαθήματα των οικονομικών, έφευγε από τη μόδα όσο έσβηνε η ανάμνηση της Μεγάλης Ύφεσης. Η εν λόγω θεωρία έχει ως εξής: Ας υποθέσουμε ότι όλοι προσπαθούν να αυξήσουν τις αποταμιεύσεις τους ταυτόχρονα. Θα περίμενε κανείς ότι η αυξημένη επιθυμία για αποταμίευση θα μεταφραζόταν σε αυξημένες επενδύσεις -περισσότερες δαπάνες για νέα εργοστάσια, κτίρια γραφείων, εμπορικά κέντρα, και ούτω καθεξής-, οι οποίες θα ενίσχυαν τον μελλοντικό πλούτο μας. Όταν, όμως, η οικονομία διέρχεται κρίση, το μόνο που συμβαίνει όταν όλοι προσπαθούν να αποταμιεύσουν περισσότερα (και κατά συνέπεια ξοδεύουν λιγότερα) είναι ότι το εισόδημα ελαττώνεται και η οικονομία συρρικνώνεται. Και, καθώς η οικονομία γίνεται ακόμη πιο υποτονική, οι επιχειρήσεις κάνουν λιγότερες επενδύσεις, όχι περισσότερες. Έτσι οι καταναλωτές, σε μια προσπάθεια να εξοικονομήσουν περισσότερα ως άτομα, καταλήγουν να εξοικονομούν λιγότερα ως σύνολο.
Το «παράδοξο της φειδούς», όπως αναφέρεται συνήθως, δεν είναι απαραιτήτως αποτέλεσμα του συνεχούς υπερδανεισμού κατά το παρελθόν, παρόλο που στην πράξη εκεί καταλήγουμε, όταν η οικονομία βρίσκεται σε επίμονη ύφεση. Το υπερβολικό χρέος όμως προκαλεί δύο επιπρόσθετα παράδοξα που σχετίζονται μεταξύ τους.
Το πρώτο είναι το «παράδοξο της απομόχλευσης», το οποίο έχουμε δει να συνοψίζονται στο ρητό του Φίσερ ότι όσο περισσότερο πληρώνουν οι οφειλέτες τόσο περισσότερο χρωστάνε. Ένας κόσμος, όπου μεγάλο ποσοστό των ιδιωτών και /ή των εταιρειών προσπαθούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους ταυτόχρονα, είναι ένας κόσμος όπου τα εισοδήματα και η αξία των περιουσιακών στοιχείων συρρικνώνονται, και όπου το πρόβλημα του χρέους επιδεινώνεται αντί να βελτιώνεται.
Φθηνότερη εργασία, μεγαλύτερη ανεργία
Το δεύτερο είναι το «παράδοξο της ευελιξίας». Είναι κάτι που κατά το μάλλον ή ήττον υπαινισσόταν και το Φίσερ, σε ένα παλιό άρθρο του· αλλά η σύγχρονη εκδοχή του, απ’ όσο ξέρω, προέρχεται από τον οικονομολόγο Γκάουτι Έγκερτον της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας της Νέας Υόρκης. Να τι λέει: Κανονικά, όταν δυσκολευόμαστε να πουλήσουμε κάτι, η λύση είναι να μειώσουμε την τιμή. Μοιάζει φυσικό, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η λύση για τη μαζική ανεργία είναι να μειώσουμε τους μισθούς. Μάλιστα, οι συντηρητικοί οικονομολόγοι συχνά διατείνονται ότι ο Ρούσβελτ καθυστέρησε την ανάκαμψη κατά τη δεκαετία του 1930, επειδή στο πλαίσιο των πολιτικών New Deal υπέρ των εργαζομένων οι μισθοί αυξήθηκαν, ενώ κανονικά θα έπρεπε να μειωθούν. Και σήμερα ακούμε συχνά πως ό,τι πραγματικά χρειαζόμαστε είναι περισσότερη «ευελιξία» στην αγορά εργασίας, ουσιαστικά, δηλαδή, κι άλλες περικοπές μισθών.
Ενώ, όμως, ένα μεμονωμένος εργαζόμενος μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητές του να βρει δουλειά αποδεχόμενος χαμηλότερη αμοιβή, επειδή έτσι καθίσταται ελκυστικότερος συγκριτικά με άλλους εργαζόμενους, μια οριζόντια περικοπή μισθών ουσιαστικά δεν αλλάζει τίποτε άλλο πέρα από το εξής: όλα τα εισοδήματα μειώνονται, το επίπεδο του χρέους όμως παραμένει το ίδιο. Έτσι, η μεγαλύτερη ευελιξία σε μισθούς (και τιμές) απλώς επιδεινώνει την κατάσταση.
Να κάνουμε το αντίθετο!
Κάποιοι αναγνώστες ίσως έχουν ήδη κάνει την εξής σκέψη: αν μόλις εξήγησα γιατί, κάνοντας πράγματα που θα έπρεπε να θεωρούνται σώφρονα και συνετά, η τρέχουσα κατάσταση χειροτερεύει, το συμπέρασμα που συνάγεται δεν είναι ότι θα έπρεπε να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο; Και η απάντηση, εν ολίγοις, είναι ναι. Σε μια εποχή που πολλοί οφειλέτες προσπαθούν να κάνουν περισσότερη οικονομία και να μειώνουν τα χρέη τους, είναι σημαντικό κάποιος να κάνει το αντίθετο, δηλαδή να ξοδεύει περισσότερα και να δανείζεται -και αυτός ο προφανής κάποιος είναι το κράτος. Πρόκειται, λοιπόν, για άλλη μία συλλογιστική που καταλήγει στο κεϋνσιανό επιχείρημα για τις κρατικές δαπάνες ως αναγκαία προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του είδους της ύφεσης που μας πλήττει σήμερα.
Δηλαδή το επιχείρημα ότι η συρρίκνωση μισθών και τιμών επιδεινώνει την κατάσταση, συνεπάγεται ότι η αύξηση μισθών και τιμών θα έκανε τα πράγματα καλύτερα, ότι ο πληθωρισμός ουσιαστικά θα βοηθούσε; Ναι, επειδή ο πληθωρισμός θα μείωνε το βάρος του χρέους (ενώ θα είχε και άλλες ωφέλιμες επιπτώσεις, για τις οποίες θα μιλήσουμε αργότερα). Σε ευρύτερη κλίμακα, οι πολιτικές μείωσης του βάρους του χρέους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όπως η διευκόλυνση εξυπηρέτησης των ενυπόθηκων δανείων, θα μπορούσαν και θα έπρεπε να εντάσσονται στην προσπάθεια για οριστική έξοδο από την ύφεση (…)
Για την Ευρώπη και την Ελλάδα
Τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρώπης, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, που δανείστηκαν πολλά χρήματα τις χρονιές της ευημερίας πριν από την κρίση (κυρίως για να αναχρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές και όχι τις κρατικές δαπάνες, αλλά προς το παρόν ας το αφήσουμε αυτό κατά μέρος), αντιμετωπίζουν στο σύνολό τους δημοσιονομική κρίση: είτε δεν μπορούν καθόλου να δανειστούν χρήματα, ή μπορούν μόνο με εξαιρετικά υψηλά επιτόκια. Ως τώρα έχουν καταφέρει να μην ξεμείνουν τελείως από μετρητά, επειδή με διάφορους τρόπους οι ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες -όπως η Γερμανία- και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις τροφοδοτούν με δάνεια. Αυτή η βοήθεια, όμως, προσφέρεται υπό όρους: οι κυβερνήσεις των υπερχρεωμένων χωρών είναι αναγκασμένες να επιβάλουν βάρβαρα προγράμματα λιτότητας, περικόπτοντας τις δαπάνες ακόμη και σε βασικούς τομείς όπως η υγειονομική περίθαλψη.
Ωστόσο, οι πιστώτριες χώρες δεν έχουν προβεί σε καμία αντισταθμιστική αύξηση των δαπανών. Μάλιστα, ανησυχώντας για τους κινδύνους του χρέους, εφαρμόζουν και εκείνες προγράμματα λιτότητας, αν και ηπιότερα από εκείνα των οφειλετών (…)
Η συνέπεια της πτώσης της συνολικής ζήτησης είναι, όπως είδαμε στο δεύτερο κεφάλαιο, μια υφεσιακή οικονομία με υψηλή ανεργία.
Το «παράλογο» ως «λογικό»
Όταν φτάνει η στιγμή να εξηγήσει ο Πολ Κρούγκμαν πώς γίνεται να επιμένουν κάποιοι σε καταφανώς λάθος εκτιμήσεις, προβλέψεις και πολιτικές, δεν διστάζει να προσεγγίσει μεθόδους… ταξικής ανάλυσης:
Στην αρχή του βασικού έργου του, The General Theory fo Employment, Interest, and Money, o Τζον Μέιναρντ Κέυνς αναρωτιόταν γιατί επί τόσο καιρό κυριαρχούσε μεταξύ αξιοσέβαστων θεωρητικών η πεποίθηση ότι οι οικονομίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να πληγούν από ανεπαρκή ζήτηση και ότι, κατά συνέπεια, ήταν λάθος να προσπαθούν οι κυβερνήσεις να αυξήσουν τη ζήτηση - πρόκειται για τη ρικαρντιανή οικονομική θεωρία, όπως την αποκαλούσε, από τον οικονομολόγο των αρχών του 19ου αιώνα Ντέιβιντ Ρικάρντο. Ο προβληματισμός του είναι το ίδιο οξυδερκής και ισχυρός σήμερα, όσο και όταν καταγραφόταν:
«Η απόλυτη νίκη της ρικαρντιανής θεωρίας αποτελεί αίνιγμα και παραδοξότητα. Πρέπει να οφείλεται σε ένα σύμπλεγμα χαρακτηριστικών κατάλληλων ως προς το περιβάλλον στο οποίο προβλήθηκε. Το γεγονός ότι κατέληξε σε συμπεράσματα πολύ διαφορετικά από εκείνα που θα περίμενε ο απλός, μη ειδικευμένος άνθρωπος ενίσχυε, υποθέτω, το πνευματικό της κύρος. Το γεγονός ότι η διδασκαλία της, μεταφρασμένη σε πρακτική, ήταν λιτή και συχνά δύσληπτη της προσέδιδε αρετή. Το γεγονός ότι ήταν προσαρμοσμένη ώστε να στηρίζει ένα πελώριο και συνεπές εποικοδόμημα λογικής τής προσέδιδε ομορφιά. Το γεγονός ότι μπορούσε να ερμηνεύσει ένα μεγάλο ποσοστό της κοινωνικής αδικίας και προφανούς σκληρότητας ως αναπόφευκτο επεισόδιο στον δρόμο της προόδου, και θεωρούσε ότι η απόπειρα να αλλάξουν τέτοια πράγματα ήταν πιθανότερο, συνολικά, να κάνει μάλλον κακό παρά καλό, την καθιστούσε ελκυστική στην εξουσία. Το ότι δικαιολογούσε ως έναν βαθμό τις ελεύθερες δραστηριότητες του ιδιώτη καπιταλιστή προσείλκυε τη στήριξη της κυρίαρχης κοινωνικής δύναμης που βρίσκεται πίσω από την εξουσία».
Πράγματι, τα σχετικά με το πώς ένα οικονομικό δόγμα που απαιτεί λιτότητα, ταυτόχρονα εκλογικεύει την κοινωνική αδικία και τη σκληρότητα γενικότερα, και το πώς καθίσταται έτσι γοητευτικό για την εξουσία, ακούγονται τόσο αληθινά (…)
Θα ήθελα να παρουσιάσω άλλη μια πιθανή εξήγηση. Αν κοιτάξουμε τι θέλουν οι οπαδοί της λιτότητας -δημοσιονομική πολιτική που εστιάζει όχι στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά στα ελλείμματα, νομισματική πολιτική που καταπολεμά μανιωδώς το παραμικρό ίχνος πληθωρισμού και αυξάνει τα επιτόκια, ακόμη και όταν η ανεργία είναι μαζική-, όλα ουσιαστικά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πιστωτών, εκείνων που δανείζουν, σε αντίθεση με εκείνους που δανείζονται ή και εργάζονται για να ζήσουν. Οι δανειστές θέλουν η κυβέρνηση να θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την εξυπηρέτηση των χρεών τους, και αντιτίθενται σε οποιαδήποτε απόπειρα, από νομισματικής πλευράς, που είτε στερεί από προσόδους τους τραπεζίτες, διατηρώντας χαμηλά τα επιτόκια, είτε διαβρώνει την αξία των απαιτήσεων μέσω του πληθωρισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα