Πολύς λόγος έχει γίνει από τον Υπουργό Οικονομικών αλλά και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό προσφάτως για την έννοια και τις αρμοδιότητες της Κεντρικής Τράπεζας και ειδικότερα της ΕΚΤ. Το σύνολο της κριτικής επικεντρώνεται στην κακή Κεντρική Τράπεζα η οποία «δεν ανοίγει την κάνουλα στην καημένη Ελλάδα» με στόχο τον στραγγαλισμό της ρευστότητας και άρα τον πολιτικό εκβιασμό.
Πέρα από τη λάθος τακτική να ασχολείται ο Πρωθυπουργός μιας χώρας με το τι κάνει ένας κεντρικός τραπεζίτης (ένας δευτεροετής φοιτητής Οικονομικού τμήματος έχει σαφή άποψη για τους λόγους που μια Κεντρική Τράπεζα πρέπει να είναι ανεξάρτητη) αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι υπάρχει και μια παράλληλη δημόσια αντίληψη...
Ας ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αρκεί να μιλάμε μόνο για την λειτουργία και τις αποφάσεις της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη αλλά πρέπει να μιλάμε για την ΕΚΤ, τις αρμοδιότητες (εκ του Καταστατικού) και την λειτουργία αυτής εντός της ζώνης του Ευρώ. Μια ζώνη με 18 μέλη αρκετά ετερόκλητα μεταξύ τους.
Η ΕΚΤ έχει ως καταστατικό στόχο την επίτευξη πληθωρισμού 2% με νομισματικά μέσα (προσφορά χρήματος) κατά μέσο όρο εντός της Ευρωζώνης. Προσφάτως απέκτησε και την αρμοδιότητα της εποπτείας του τραπεζικού συστήματος (του συστημικού μέρους αυτού).
Η ΕΚΤ, πέρα από τις παραδοσιακές τις λειτουργίες, έχει ασχοληθεί με την προώθηση της σταθερότητας και την αποκατάσταση της λειτουργίας και του βάθους της αγοράς ομολόγων μέσα από το πρόγραμμα SMP (στην περίπτωση της Ελλάδας μέσα σε μια διετία έχει αγοράσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των περίπου 30 δις ευρώ) ενώ παράλληλα χρηματοδοτεί τον Τραπεζικό τομέα με ενέχυρο εξασφαλίσεις βοηθώντας στην επαρκή ρευστότητα του συστήματος. Στη τελευταία αυτή μορφή παρέμβασης της ΕΚΤ εντάσσεται και ο μηχανισμός ELA που αποτελεί βραχυχρόνιο και ακριβότερο μέσο παροχής ρευστότητας.
Όπως όλες οι τράπεζες έτσι και η ΕΚΤ έχει ενεργητικό και παθητικό και προς έκπληξη όλων ίσως δεν γνωρίσουμε ότι και αυτή έχει αξιολόγηση από πιστωτικούς οίκους. Δεν είναι λοιπόν μόνο η Ελλάδα που αντιμετωπίζει αυτές τις αντιξοότητες. Οι πιστωτικοί αυτοί οίκοι δεν δημοσιεύουν τις αξιολογήσεις τους αλλά παρακολουθούν την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της ΕΚΤ. Σύμφωνα με αυτούς του οίκους, ως απόρροια της κρίσης και των παρεμβάσεων της ΕΚΤ, το μέρος του παθητικού έχει αυξηθεί γεωμετρικά για την ΕΚΤ και έχει καταλήξει σε εκείνο το οριακό σημείο όπου η οποιαδήποτε περαιτέρω επιβάρυνση του παθητικού θα είναι εις βάρος του ενιαίου νομίσματος λόγω της ελλιπούς ικανότητας της ΕΚΤ να παρέμβει αποτελεσματικά.
Οι αγορές το γνωρίζουν αυτό και απλά αντικατοπτρίζουν αυτή την χειροτέρευση στην ισοτιμία του ευρώ. Η ΕΚΤ μέσω των Τραπεζικών ιδρυμάτων και εκ του Καταστατικού της επιπλέον απαγορεύεται να χρηματοδοτεί Κυβερνήσεις καθώς κάτι τέτοιο θεωρείται εκ του Καταστατικού της νομισματική χρηματοδότηση (monetary financing). Στην Ελλάδα αμέσως μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, αυτού του είδους οι συναλλαγές εξελίχθηκαν σε εθνικό sport οδηγώντας στα ολέθριο σημερινά αποτελέσματα. Κανείς δεν απορρίπτει ότι η ΕΚΤ μπορεί να τυπώσει χρήμα κατά το δοκούν αλλά αυτό θα ήταν σπατάλη νομισματικής εξουσίας την στιγμή που η ΕΚΤ μπορεί να θεωρεί δεδομένη την επίτευξη του στόχου του μέσου πληθωρισμού χρησιμοποιώντας την ελάχιστη δυνατή προσφορά χρήματος.
Σήμερα, η εικόνα του Ελληνικού Τραπεζικού συστήματος όπως έχει διαμορφωθεί μετά την σημαντική εκροή καταθέσεων, δείχνει ότι το σύνολο καταθέσεων ανέρχεται σε 140 δις ευρώ και το σύστημα έχει αντλήσει χρηματοδότηση από ELA κατά περίπου 100 δις ευρώ (αναλογία 1:1.4). Πριν ένα χρόνο οι αριθμοί ήταν 180 με 60 δις ευρώ (αναλογία 1:3). Αυτή η χειροτέρευση της εικόνας δεν προήλθε από μια κακεντρεχή ΚΤ αλλά από την πολιτική αβεβαιότητα και τους άστοχους κυβερνητικού χειρισμούς. Όσο μεγαλύτερη, η πολιτική αβεβαιότητα τόσο μεγαλύτερος ο εναγκαλισμός με τον ELA και την ΕΚΤ και μεγαλύτερο το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων. Αυτή η συσχέτιση δεν λαμβάνεται διόλου υπόψη στις ανωτέρω αιτιάσεις από τον Υπουργό των Οικονομικών και τον Πρωθυπουργό προς τον κύριο Ντράγκι προφανώς γιατί κύριοι υπαίτιοι είναι οι ίδιοι με τους λόγους και τις πράξεις τους.
Είναι σήμερα αποδεκτό ότι, η ανεξάρτητη και υπό πλήρη διαφάνεια κανόνων, λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχει καταφέρει να εδραιώσει την σταθερότητα και αναγνωρισιμότητα του ευρώ ανά την υφήλιο. Πέρα από την περίπτωση της Ελλάδας δημιουργούνται οι συνθήκες εξόδου από την πρωτόγνωρη κρίση. Δυστυχώς για την Ελλάδα δεν φαίνεται να είναι αυτή η περίπτωση κυρίως λόγω πολιτικής αβεβαιότητας και ανυπαρξίας πολιτικής βούλησης. Τελικά εάν το καλοσκεφτούμε η συζήτηση για τον ρόλο της ΕΚΤ είναι τριτεύουσα στην καλύτερη των περιπτώσεων. Κοινός παρονομαστής είναι τι νόμισμα τελικά θέλουμε να έχουμε;
Οι επιλογές της Ελλάδος κρίνοντας από την ανταγωνιστικότητα της χώρας είναι είτε να παραμείνει στο ευρώ προωθώντας ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων είτε να προχωρήσει σε ένα νόμισμα τύπου Λατινικής Αμερικής έρμαιο στα νύχια κερδοσκόπων ανα την υφήλιο. Στην δεύτερη περίπτωση μια καθοδηγούμενη και κρατικά ελεγχόμενη Κεντρική Τράπεζα είναι βέβαιο ότι θα αναγκαστεί να πληθωρίσει την οικονομία οδηγώντας σε μεγαλύτερη υποβάθμιση και φτώχεια κυρίως εκείνους με περιορισμένα εισοδηματικά μέσα. Σε αυτό το ενδεχόμενο, σημασία όμως δεν θα έχει αυτό, αλλά η παραγωγή περισσότερου πληθωρισμού με στόχο τη μεγιστοποίηση της παραμονής στην εξουσία οδηγώντας σε φαινόμενα οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Ας ελπίσουμε ότι αυτό δεν θα αναγκασθούμε να το βιώσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα