- Η μιντιακή μηχανή επιτείνει τη σύγχυση με απόλυτη φυσικότητα στοχεύοντας σε αγχωμένα υποκείμενα που πρέπει να διατηρήσει την προσοχή τους μέσα από την ηδονοβλεπτική διάθεση, τον αποσβολωμένο οίκτο, τον φόβο
Ισχυριζόμενος ότι «η κυρία Λεπέν μιλάει όπως μια κομμουνιστική μπροσούρα της δεκαετίας του 1970» ο Φρανσουά Ολάντ πρόσθεσε το δικό του στίγμα στο μπέρδεμα των πολιτικών αναφορών στη Γαλλία. Ο πολλαπλασιασμός συμμαχιών μεταξύ κρατών που εκ των προτέρων δεν έχουν τίποτα κοινό καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την κατανόηση των διεθνών σχέσεων. Και η αδιάκοπη διάχυση της πληροφόρησης από τα μέσα ενημέρωσης εντείνει την παραπάνω τάση, μεγεθύνοντας την περιρρέουσα σύγχυση. Μέσα σε αυτό το χαοτικό πλαίσιο, πώς να εξορκίσουμε τις αναδιπλώσεις ταυτότητας κατορθώνοντας ταυτόχρονα να φωτίσουμε τα διαφορετικά διακυβεύματα;
Πάνω από πέντε χρόνια μετά από το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων και των πλανητικών διαδηλώσεων ενάντια στη διόγκωση των ανισοτήτων- «Aγανακτισμένοι» του Occupy Wall Street-, η απουσία άμεσων αποτελεσμάτων και η απώλεια ξεκάθαρων πολιτικών αναφορών αποθαρρύνει τους στρατευμένους στην ιδέα να αλλάξουν την κοινωνία και τον κόσμο. Η απογοήτευση εκφράζεται με το: «όλα αυτά για να φτάσουμε τελικά σε αυτό το σημείο;» Παλιά κόμματα διαλύονται ή αλλάζουν
ονομασίες. Ασυνήθιστες πολιτικές συμμαχίες πολλαπλασιάζονται, γεγονός που επίσης μπερδεύει τις μέχρι τώρα γνωστές πολιτικές κατηγοριοποιήσεις. Η Ρωσία καταγγέλλει τους «φασίστες του Κιέβου», αλλά υποδέχεται στην Αγία Πετρούπολη μια συγκέντρωση των Ευρωπαίων ακροδεξιών. Η Γαλλία εναλλάσσει ενάρετες διακηρύξεις για τη δημοκρατία το κοσμικό κράτος με την επαναλαμβανόμενη υποστήριξη προς τη μοναρχική Σαουδική Αραβία. Το Εθνικό Μέτωπο επιχαίρει για τον εκλογικό θρίαμβο μιας ριζοσπαστικής και διεθνιστικής Αριστεράς στην Αθήνα.
Η μιντιακή μηχανή επιτείνει τη σύγχυση με απόλυτη φυσικότητα στοχεύοντας σε αγχωμένα υποκείμενα που πρέπει να διατηρήσει την προσοχή τους μέσα από την ηδονοβλεπτική διάθεση, τον αποσβολωμένο οίκτο, τον φόβο. Η Άκρα Δεξιά και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός επωφελούνται από τη γενική σύγχυση θέτοντας στην ημερήσια πολιτική ατζέντα θέματα που τους είναι προσφιλή. Αντίπαλοι μαχητές του «σοκ των πολιτισμών» διαχέουν τη νοσταλγία της επιστροφής σε ένα σύμπαν παραδόσεων, υπακοής, πίστης. Υπερασπίζονται μια αναλλοίωτη, πετρωμένη κοινωνική τάξη μέσα από τη λατρεία της ταυτότητας, της γης, του πολέμου και των νεκρών. Εδώ και εκεί, απόπειρες αλλαγής κατεύθυνσης, προσανατολισμού σε νέους ορίζοντες προσκρούουν, όπως συμβαίνει τώρα με την Ελλάδα, σε ένα συμπαγές μέτωπο κακόβουλης διάθεσης και απαγορεύσεων. Τα συμφέροντα που διακυβεύονται παραμένουν σημαντικά, ενώ η διαμάχη είναι αναγκαστικά άνιση. Να βγεις από το δίχτυ θα απαιτούσε μια καθαρή ματιά σχετικά με τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλεις να κινητοποιήσεις, τους συμμάχους που θέλεις να κερδίσεις σε σχέση με την υπόθεσή σου, τις προτεραιότητες γύρω από τις οποίες θα οργανώσεις τη δράση σου.1 Όμως οι κρίσιμες πολιτικές αναφορές που όπλισαν άλλοτε τους αγώνες της χειραφέτησης -η Δεξιά και η Αριστερά, ο ιμπεριαλισμός και οι προοδευτικές δυνάμεις, η εθνότητα και ο λαός- μοιάζουν να καλύπτονται από την παρατήρηση του Ζαν Πωλάν: «Όλα ειπώθηκαν. Ίσως. Αν οι λέξεις δεν είχαν αλλάξει νόημα. Και το νόημα λέξεις».2
Η Γαλλία παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αφότου το Εθνικό Μέτωπο έγινε ένα από τα κύρια κόμματα της χώρας, ο όρος «τρικομματισμός» απέκτησε μια δεύτερη νεότητα. Με μια μικρή διευκρίνιση: όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε (1944-1947), η λέξη παρέπεμπε σε δύο κόμματα με μαρξιστικές αναφορές και σε ένα κόμμα της Κεντροαριστεράς...3
Το σημερινό τρικομματικό παιχνίδι προξένησε μια πλειοδοσία σε αμαλγάματα, όπου ο κάθε πρωταγωνιστής πιστεύει ότι οι άλλοι δύο στρέφονται, έστω με λανθάνοντα τρόπο, εναντίον του. Το Εθνικό Μέτωπο βλέπει το UMP παρέα με τους σοσιαλιστές, όχι, το Εθνικό Μέτωπο πάει με τους σοσιαλιστές, διορθώνει ο Νικολά Σαρκοζί, UMP και Εθνικό Μέτωπο συμπορεύονται, υποστηρίζουν στελέχη της Αριστεράς. Η σύγχυση επιτείνεται από το γεγονός ότι κανένας από τους παραπάνω ισχυρισμούς δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητος. «Σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική του Φρανσουά Ολάντ, αυτή παραμένει ίδια με αυτή του Νικολά Σαρκοζί»4 παραδέχεται ο Αρνώ Μοντεμπούρ, παλιός σοσιαλιστής υπουργός που αφότου αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση τον περασμένο Αύγουστο η διορατικότητά του δεκαπλασιάστηκε. UMP και Σοσιαλιστικό Κόμμα δίνουν την αίσθηση πως αναμετρώνται στη Γαλλία, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί τις μεγάλες οικονομικές και δημοσιονομικές παραμέτρους που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την οποία εξαρτώνται όλα σχεδόν τα υπόλοιπα.
Ένας μεγάλος συνασπισμός των μετριοπαθών, όπως στη Γερμανία, δεν θα αποσαφήνιζε την κατάσταση; Ένας από τους επικεφαλής της γαλλικής Δεξιάς, ο Αλέν Ζυπέ, έχει την ιδέα: «Θα έπρεπε να σκεφτούμε μια μέρα να ψαλιδίσουμε τα δύο άκρα προκειμένου οι εχέφρονες να κυβερνήσουν μαζί και να αφήσουν στην άκρη τους ακραίους τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, που δεν έχουν τίποτα καταλάβει από τον κόσμο».5 Ανάμεσα στους «μετριοπαθείς και στους μεταρρυθμιστές των δύο στρατοπέδων», ο κεντρώος Φρανσουά Μπαϋρού δεν «βλέπει μεγάλες διαφορές»: «δεν υπάρχει καμιά δυσκολία στο να επιτύχουμε μια ουσιαστική συνεννόηση».6
Χωρίς αμφιβολία, όλα έχουν ειπωθεί... Το 1989 ήδη, ο σημερινός πρώτος γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ζαν Κριστόφ Καμπαντελίς7 εξέφραζε την κακή του διάθεση. «Αργά ο σκεπτικισμός κερδίζει έδαφος. Σιγά-σιγά, εκτιμούμε πως στριμωγμένοι ανάμεσα στις οικονομικές πιέσεις και την κοινωνική απόσυρση, το τερέν δεν είναι εύκολο να ξανακερδηθεί. Χρειάζεται να κυνηγήσουμε στα εδάφη του αντιπάλου και καθώς αυτό έχει κάτι το απωθητικό, είναι το γενικευμένο 'ο σώζων εαυτόν σωθήτω' που επικρατεί». Εικοσιπέντε χρόνια μετά, σε ένα χειρότερο οικονομικό πλαίσιο (το 1988 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,3% και το 1989 κατά 4%) οι σοσιαλιστές στην εξουσία δικαιολογούν για μια ακόμα φορά τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνσή τους και το αβυσσαλέο κενό του πολιτικού τους σχεδίου καλυπτόμενοι πίσω από μια υποτιθέμενη δεξιά στροφή της γαλλικής κοινωνίας. Ο Καμπαντελίς παραπονιόταν εκ νέου τον περασμένο Οκτώβριο: «Όλα τα παραδοσιακά αντιδραστικά θέματα έχουν πάρει το πάνω χέρι: η ταυτότητα σε σχέση με την ισότητα, η ελευθερία για τους Γάλλους με γαλλική καταγωγή και όχι γι' αυτούς που μας προέκυψαν από τη μετανάστευση. Είναι εξαιρετικά σοβαρό.»8 Πρόκειται για τη διαπίστωση μιας εντυπωσιακής αποτυχίας.
Πρέπει, άραγε, να νιώθουμε έκπληξη; Αντί να απομακρύνει την αντιδραστική καταιγίδα, η πολιτική των «μετριοπαθών» την προσελκύει, σαν αλεξικέραυνο, παρ' όλο που δεν παύει να αποτυγχάνει εδώ και δεκαετίες. Χωρίς να προτείνει άλλο συλλογικό προορισμό εκτός από θυσίες που θα ανταμειφθούν με μισό βαθμό πρόσθετης οικονομικής ανάπτυξης. Διευθυντής μιας προοδευτικής αμερικανικής εφημερίδας, ο Τζιμ Νορέκας καταγράφει μια παρόμοια κατεύθυνση και στη χώρα του μετά την άνοδο του Τea Party: «Το κέντρο λειτουργεί ως ιδεολογία στην περίπτωση που υπάρχει η εκτίμηση ότι τα πράγματα πάνε μάλλον καλά και αυτό που χρειάζεται είναι κάποιες ελάσσονες αλλαγές. Στην αντίθετη περίπτωση, αν εκτιμάμε ότι χρειάζονται σημαντικοί μετασχηματισμοί, το κέντρο δεν διαθέτει κανέναν 'πραγματισμό' και είναι καταδικασμένο να αποτύχει».9
Και όχι πάντα, όπως βλέπουμε καθαρά, προς όφελος μιας προοδευτικής πολιτικής. Παράδειγμα η σημερινή πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα: ένα σοσιαλ-φιλελεύθερο κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, πήγε από το 45% των ψήφων στο 5%, ενώ η εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ απογειώθηκε. Θα μπορούσε σε μικρότερο βαθμό να ισχύει και για την Ισπανία, αν και εδώ οι σοσιαλδημοκράτες αποδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, ο Ματέο Ρέντζι επωφελήθηκε από τη γενική σύγχυση για να επιβληθεί εκλογικά (40,8% στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014) υποδυόμενος τον ρόλο του εξεγερμένου που εγκαθίσταται στο κέντρο του συστήματος. Όχι για να το μετασχηματίσει -η πολιτική του ικανοποιεί τις προσδοκίες της ιταλικής εργοδοσίας- αλλά για να αλλάξει τη μορφή, το στυλ του: νεότητα, ανεπίσημο ύφος, ρητορική των γενεών όπως την μάθαμε από τον Τόνι Μπλερ, που ασκεί κριτική στα «προνόμια» των προστατευμένων μισθωτών υποστηρίζοντας ότι νοιάζεται για τους νέους που είναι καταδικασμένοι να εργάζονται με προσωρινές συμβάσεις. Οι κυρίαρχες ελίτ αρέσκονται στο να προσπαθούν να διαχωρίσουν τις λαϊκές τάξεις στη βάση της εθνικότητας, της θρησκείας, της γενεάς, του τρόπου ζωής, των πολιτιστικών προτιμήσεων, του τόπου κατοικίας.10 Και στο να φορτώνουν υπερβολικά τη δημόσια συζήτηση ώστε αυτές οι πολώσεις να συνιστούν νέες πολιτικές ταυτότητες που δεν θα εμπεριέχουν κανένα κίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη.
Η επιτυχία του Εθνικού Μετώπου απορρέει από αυτήν τη σύγχυση, ενώ την ίδια στιγμή την επιτείνει. Η ρητορική του ανακατεύει έναν εθνοτικό εθνικισμό (την «εθνική προτίμηση») που γοητεύει τους ψηφοφόρους της Δεξιάς και διακηρύξεις κοινωνικού χαρακτήρα που κανονικά υπερασπίζεται η Αριστερά. Επικεντρωμένη στα θέματα ταυτότητας, ισλάμ, μετανάστευσης η Αριστερά θεωρεί -όπως το διατύπωσε και η πρώην υπουργός των Οικολόγων Σεσίλ Ντυφλό- ότι «το μόνο που χωρίζει τον Νικολά Σαρκοζί και τη Μαρίν Λεπέν είναι ένα φύλλο απορροφητικού χαρτιού».11 Όμως ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας διαφωνεί με αυτή την ανάλυση και δικαιολογεί τη διαφωνία του επικαλούμενος ένα ουσιώδες ζήτημα: «Όταν λέμε πως η κυρία Λεπέν ανήκει στην Άκρα Δεξιά, λέμε ψέματα. Έχει το οικονομικό πρόγραμμα της Άκρας Αριστεράς. (...) Προτείνει ακριβώς τα ίδια μέτρα, ειδικότερα στα θέματα κατώτερου μισθού και συντάξεων, με τον κ. Μελανσόν».12 Ο Σαρκοζί βάζει επίσης στο ίδιο καλάθι τη Μαρίν Λεπέν με το Σοσιαλιστικό Κόμμα: «Ψηφίζοντας για το Εθνικό Μέτωπο στον πρώτο γύρο, χρίζουμε την Αριστερά νικήτρια στο δεύτερο. Είναι ένα νέο κόμμα - το Εθνικό Μέτωπο/Σοσιαλιστικό Κόμμα».13
Τι ακριβώς θέλουν οι ψηφοφόροι του Εθνικού Μετώπου, αυτοί που τους διεκδικούν τόσο διαφορετικοί αντίπαλοι χώροι; Με προέλευση συχνά από τα λαϊκά στρώματα, μαζικά υποστηριχτές της επιστροφής στο γαλλικό φράγκο (63%), σύμφωνα με τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, δηλώνουν λιγότερο ευνοϊκοί ως προς την κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης μεγάλης περιουσίας σε σχέση με τους ψηφοφόρους του UMP (29% αντί για 52%) και περισσότερο διεκδικητικοί πάλι σε ό,τι αφορά τον επαναπροσδιορισμό του συντάξιμου ορίου ηλικίας στα 60 χρόνια (84% αντί για 49%). Οι ψηφοφόροι των δύο κομμάτων συμπίπτουν, αντίθετα, όταν πρόκειται για τη δραστική μείωση του αριθμού των μεταναστών και για την απαγόρευση της μαντήλας στο πανεπιστήμιο.14
Επομένως, στροφή της γαλλικής κοινωνίας προς τα δεξιά; Η λέξη «απογοήτευση» μάλλον απηχεί καλύτερα μια κατάσταση όπου οι ψηφοφόροι της Αριστεράς αποτραβιούνται γιατί αισθάνονται προδομένοι από μια δεξιά πολιτική. Και όπου το ήμισυ περίπου των υποστηρικτών του Εθνικού Μετώπου θα ήθελαν «τη σε βάθος μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος» ώστε «η κοινωνική δικαιοσύνη να προέλθει από την αναδιανομή πλούτου από τους πλούσιους προς τους φτωχούς»,15 άποψη που πάντως δεν εμπεριέχεται σε κανένα πρόγραμμα της ακροδεξιάς παράταξης. Αλλά η ιστορία αφθονεί από τέτοιες περιπτώσεις θεμιτών διαμαρτυριών που δεν συνοδεύονται από κατάλληλες πολιτικές διεξόδους.
Η διεθνής πολιτική δεν μας βοηθάει να δούμε τον κόσμο με περισσότερο ξεκάθαρο μάτι. Ιδιαίτερα μπερδεύονται αυτοί που εξακολουθούν να φαντάζονται ότι οι πυξίδες των μεγάλων αρχών -δημοκρατία, αλληλεγγύη, ανθρώπινα δικαιώματα, αντιιμπεριαλισμός κ.λπ.- προσανατολίζουν και υπαγορεύουν το διπλωματικό παιχνίδι. Αυτό το τελευταίο περισσότερο παρά ποτέ υπακούει στα συμφέροντα των κρατών. Βέβαια και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η σοσιαλιστική Πολωνία παρέδιδε κάρβουνο στην Ισπανία του Φράνκο βοηθώντας έτσι να σπάσει την απεργία των ανθρακωρύχων στην Αστούρια. Και η Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ διατηρούσε εξαιρετικές σχέσεις με τον ανθό των φιλοαμερικανών τυράννων. Αντίστοιχα, όταν η Σοβιετική Ένωση κατέλαβε το Αφγανιστάν οι τζιχαντιστές εξοπλίστηκαν από τον Λευκό Οίκο και φωτογραφήθηκαν με τρυφερότητα από το «Figaro Magazine»...
Ο κόσμος έγινε, μήπως, πιο απρόβλεπτος επειδή σήμερα οι ΗΠΑ ενισχύουν έμμεσα το Ιράν σε βάρος του Ιράκ ή γιατί αντιτίθενται στην Υεμένη και διαπραγματεύονται μαζί της στην Ελβετία; Η γιατί η σοσιαλιστική δημοκρατία του Βιετνάμ βασίζεται στον αμερικανικό στόλο για να αναχαιτίσει τις ηγεμονικές τάσεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας; Στην πραγματικότητα, τα κράτη σχεδόν πάντα αναζητούσαν άλλοτε να απελευθερωθούν από την επιρροή ενός προστάτη ιδιαίτερα ισχυρού, άλλοτε να αποτρέψουν την επίθεση ενός εχθρού σχεδιάζοντας συμμαχίες προς αντίθετη κατεύθυνση. Να προτάσσουμε τις ελάχιστα προοδευτικές πολιτικές επιλογές της Ρωσίας ή της Κίνας για να καταλογίσουμε στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι ψάχνει στη Μόσχα ή στο Πεκίνο τα ενδεχόμενα μέσα για να ξεφύγει από τη δημοσιονομική μέγγενη της Ε.Ε. είναι μια εκτίμηση ηθικής τάξεως, που θα καταδίκαζε στην ανημποριά όλες τις χώρες που δεν μπορούν να εξαρτήσουν τη σωτηρία τους από την αλληλεγγύη μιας παγκόσμιας πολιτικής κοινότητας, ελάχιστα αποτελεσματικής αυτή τη στιγμή.
Για δεκαετίες, η μάχη κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού επεφύλασσε στα κράτη που την επεδίωκαν τη θετική στάση των αγωνιστών της Αριστεράς, πολύ περισσότερο που το κοινωνικό καθεστώς των εξεγερμένων εθνών ήταν σε ρήξη με τις ΗΠΑ και δημιουργούσε προβλήματα στις πολυεθνικές. Στο εξής, με την εξαίρεση κάποιων κρατών της Λατινικής Αμερικής, τέτοια παραδείγματα σπανίζουν και ελάχιστες περιοχές ξεφεύγουν από την επίδραση του καπιταλισμού. Αξίζει λοιπόν να περπατάει κανείς και με τα δυο του πόδια, με την προϋπόθεση ότι βάζει το ένα μετά το άλλο, δηλαδή να ενθαρρύνει τις αντιστάσεις απέναντι στη δυτική ηγεμονία όταν εμφανίζονται στο διεθνές παιχνίδι αυξάνοντας τον αριθμό των επιλογών στους διαφωνούντες που συμμερίζονται αυτές τις αντιστάσεις. Αλλά και να καταλαβαίνει ότι το να υποστηρίζεις κράτη που αντιστέκονται στις πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων δεν υποχρεώνει ούτε να υποστηρίξεις ούτε να δικαιολογήσεις άλλες πολιτικές ή κοινωνικές επιλογές τους. Ο καιρός της αυτόματης αλληλεγγύης και των συστηματικών εναντιώσεων έχει παρέλθει.
«Δεν θέλετε άλλο τις τάξεις και την πάλη τους; Θα έχετε τους πληβείους και τις πολλαπλότητες. Δεν θέλετε άλλο τους λαούς; Θα έχετε τις ορδές και τις φυλές», προειδοποιούσε ο μαρξιστής φιλόσοφος Ντανιέλ Μπενσαΐντ.16 Στις χώρες όπου για καιρό η πολιτική λειτούργησε ως κοσμική θρησκεία -με τις ιεροτελεστίες της, τις θείες λειτουργίες της και τα μυστήρια της- η υποχώρηση που υπέστη (συρρίκνωση των επιλογών, μάρκετινγκ, ιδιωτικές εξομολογήσεις, μετάβαση στελεχών του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα) δεν μπορούσε παρά να στρέψει τα πάθη αλλού. Η θρησκευτική πίστη και η εθνοτική αντίληψη του έθνους συμπίπτουν στο ότι παρέχουν ένα αρκετά απλουστευτικό μέσο αποκωδικοποίησης του κόσμου, με ένα κώδικα ανάγνωσης που δύσκολα θα έχει ανατραπεί έξι μήνες αργότερα. Το να αποδεχτούμε πως η θρησκευτική ή η πολιτιστική ένταξη συνιστά το κλειδί ταύτισης μιας κοινωνίας απογυμνωμένης από οποιοδήποτε άλλο σημείο αναφοράς συνεπάγεται το να καταστήσουμε προβληματικές (ή και αδύνατες) τις περισσότερες πολιτικές συμμαχίες και τις κοινωνικές συγκλίσεις που θα απαιτούσε μια ριζική αλλαγή.
Σε αυτό το παιχνίδι, τα πιο αντιδραστικά κομμάτια της κοινωνίας μπορεί να επικρατήσουν: μια Δεξιά στη Δύση που, στο όνομα των χριστιανικών αξιών της Γηραιάς Ηπείρου και ενός κοσμικού κράτους που σχεδόν πάντα υπονόμευσε, αναλαμβάνει έναν πολιτισμικό πόλεμο εναντίον ενός μειοψηφικού ισλάμ. Φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι που στοιβάζουν απωθημένα από τις συνέπειες της αποικιοκρατίας και κατηγόριες για την προοδευτική κληρονομιά του Διαφωτισμού. Στην Ευρώπη η έκβαση μιας τέτοιας αναμέτρησης είναι προδιαγεγραμμένη. Μόνο ένας παραληρηματικός μυθιστοριογράφος, όπως ο Μισέλ Ουελμπέκ, μπορεί να φανταστεί πως θα κατέληγε στην άφιξη των ισλαμιστών στην εξουσία.17
Είναι επομένως έκφραση μιας αυτοκτονικής απελπισίας ενός κομματιού της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή συνέπεια της κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης κυρίως των συνιστωσών της στον πανεπιστημιακό χώρο το ότι θραύσματα αυτής της ταυτοτικής και θρησκευτικής ρητορικής κατορθώνουν στο εξής να ακούγονται; Σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε σε μια επιθεώρηση που απευθύνεται σε διανοούμενους και καλλιτέχνες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η εκπρόσωπος του κόμματος των Ιθαγενών της Δημοκρατίας (PIR), Χουριά Μπουλτετζά, αναφέρεται στους μικτούς γάμους προτείνοντας να «επιλύσουμε το πρόβλημα με τον προσηλυτισμό»...18 «Μια θεώρηση μακριά από τη λογική της αποικιοκρατίας μας καλεί να αγαπήσουμε πρώτα τον ίδιο μας τον εαυτό, να τον αποδεχθούμε, να παντρευτούμε μια μουσουλμάνα ή έναν μουσουλμάνο, μια μαύρη ή ένα μαύρο. Ξέρω πως κάτι τέτοιο φαντάζει σαν υποχώρηση, αλλά σας λέω πως όχι, είναι γιγάντιο βήμα», διευκρινίζει. Ίσως, αλλά ένα από αυτά τα γιγάντια βήματα θα επιτάχυνε την διαρκή διαίρεση των λαϊκών στρωμάτων, τον φυλετικό ή θρησκευτικό διαχωρισμό, το «σοκ των πολιτισμών».
Στο ερώτημα που του τέθηκε από την εφημερίδα «Le Figaro», «τι θα λέγατε σε έναν εικοσάχρονο νέο;», ο δοκιμιογράφος Μισέλ Ονφρέ απάντησε κάπως κυνικά «το καράβι βουλιάζει, παραμείνετε κομψοί. Πεθάνετε όρθιοι». Υπάρχουν και άλλες επιλογές, λιγότερο απελπισμένες. Χρειάζεται να συμμετέχουμε με μεγαλύτερη ένταση στις μάχες για τη δημοκρατική οικονομία και την πολιτική κυριαρχία. Η έκβαση παραμένει αβέβαιη, καθώς πολλά είναι αυτά που περισπούν την προσοχή μας χωρίς να μπορούμε πάντα να τα ελέγξουμε. Αλλά το μέλλον της Ελλάδας μάς επαναφέρει στη συζήτηση.
Δημοκρατική οικονομία; Να παρεμποδίσουμε και να τερματίσουμε τον εκβιασμό που το κεφάλαιο ασκεί στην κοινωνία.19 Σχέδιο που μακροχρόνια συνδέθηκε με την Αριστερά, ακόμα κι αν, στην Απελευθέρωση, ένα κεντρώο κόμμα όπως το Λαϊκό Ρεπουμπλικάνικο Κίνημα (ΜRP) δήλωνε και αυτό «αντιτιθέμενο στον καπιταλισμό, που παραχωρεί την εξουσία της οικονομικής απόφασης αποκλειστικά στους κατόχους του κεφαλαίου και οργανώνει τις ανθρώπινες σχέσεις με γνώμονα την υπεροχή του κεφαλαίου».20
Πολιτική κυριαρχία; Είναι το πολύτιμο αγαθό που η Ευρωπαϊκή Ένωση δυναμιτίζει όταν πρόκειται για τους Έλληνες. Τον περασμένο Μάρτιο, ο Ν. Σαρκοζί δήλωνε ευχαριστημένος που ο νεοεκλεγείς Αλέξης Τσίπρας κατάπιε «τις εκλογικές του υποσχέσεις» και «γονάτισε».21 Με την κάλυψη της ανωνυμίας, παράγοντες της Ευρωζώνης εκφράστηκαν με ανάλογη διακριτικότητα. Απαιτούν από τον Έλληνα πρωθυπουργό να αλλάξει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πολιτική, αν επιθυμεί να γλυτώσει τη χώρα του από την οικονομική ασφυξία. «Αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβιώσει»,22 αποφάνθηκε ένας από αυτούς. Πάντως, αν δεν μεσολαβήσει κάποιο πραξικόπημα, τέτοιες ετυμηγορίες εμπίπτουν ακόμα στη λαϊκή κυριαρχία. Σε όποιον επομένως αισθάνεται αποπροσανατολισμένος, σε ένα κόσμο σύγχυσης, νά μια μάχη που αξίζει να δοθεί, απλή, δίκαιη, παγκόσμια και αλληλέγγυα. Και θα είναι ήδη λιγότερο χαμένη εάν καθένας κατανοεί ότι συνοψίζει σχεδόν όλες τις υπόλοιπες.
* Ο Serge Halimi είναι ο διευθυντής της «Le Monde diplomatique»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα