Γράφτηκε από τον Ηλίας Μπιτσάνης
Η
περί τοπικών προϊόντων φιλολογία καλά κρατεί εδώ και χρόνια, με
ασκήσεις επί χάρτου, δηλώσεις, μελέτες και κάθε είδους πανηγύρεις. Με
ελάχιστο αντίκρισμα βεβαίως στον απολογισμό αυτών των δράσεων, οι οποίες
έχουν “καταπιεί” καθόλου ευκαταφρόνητα ποσά και εκείνο που τελικά μένει
είναι η δημοσιότητα και η ανάμνηση του... πανηγυριού.
Η
έχουσα μυθολογικές διαστάσεις υπόθεση, κατέρρευσε με πάταγο τον
τελευταίο καιρό με αφορμή την υπόθεση της... ντομάτας. Ναι, απίστευτο κι
όμως αληθινό, μέσα στο κατακαλόκαιρο με χιλιάδες επί χιλιάδων
επισκέπτες, σε μεσογειακή χώρα με ιδανικές καιρικές συνθήκες, το τοπικό
αυτό προϊόν κατετάγη στην κατηγορία των “ειδών εν ανεπαρκεία”. Και αντ'
αυτού κατακλύσθηκε η αγορά από ντομάτες Πολωνίας
(και Βελγίου πληροφορήθηκα προσφάτως), προφανώς από θερμοκήπια. Και
μάλιστα σε υψηλότατες τιμές για την εποχή. Εννοείται δε ότι μόνον...
ντομάτες δεν θύμιζαν και αρκετοί από τους συνεπείς επαγγελματίες έψαχναν
εναγωνίως να βρουν μικροκαλλιεργητές για να
σερβίρουν τουλάχιστον τη
σαλάτα που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του ελληνικού καλοκαιριού ως
“χωριάτικη” (μια άλλη πονεμένη ιστορία). Το σχετικό ρεπορτάζ αποδίδει
τις ελλείψεις με βάση τις δηλώσεις παραγωγών, σε εχθρό της ντομάτας που
προκάλεσε καταστροφές. Πρόκειται για μια υπόθεση η οποία απασχολεί έτσι
και αλλιώς τα τελευταία χρόνια τους παραγωγούς, αλλά μια προσεκτική
ανάγνωση των δηλώσεων -και των πληροφοριών που έρχονται από διάφορες
περιοχές- αναδεικνύει μια άλλη πολύ σημαντική πλευρά: Η καλλιέργεια της
υπαίθριας ντομάτας είναι ασύμφορη καθώς εμφανίζει αυξημένο κόστος, έχει
πολλούς εχθρούς και οι τιμές για μαζική πώληση είχαν ήδη φθάσει πέρυσι
σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ως εκ τούτου οι έχοντες τη δυνατότητα
ασχολούνται με την τομάτα θερμοκηπίου που πλεονεκτεί καλλιεργητικά από
όλες τις απόψεις. Με κριτήριο το “τι συμφέρει” (με συνυπολογισμό όλων
των παραμέτρων) επικρατεί πλέον το παράδοξο της άφθονης ντομάτας το
χειμώνα από θερμοκήπια σε χαμηλές σχετικά τιμές και της κραυγαλέας
έλλειψης του προϊόντος κρίσιμες περιόδους το καλοκαίρι. Η τοπικότητα
πάει περίπατο και κανένας δεν εμφανίζεται πρόθυμος να την
υπερασπιστεί... από την τσέπη του.
Σε πολλούς μοιάζει
μια ακραία κατάσταση αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από τα
αποτελέσματα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και τα φαινόμενα θα
γίνονται όλο και περισσότερο έντονα, καθώς αυτή η διαδικασία βαθαίνει με
όλο και περισσότερες συμφωνίες που εντείνουν τον (ανεξέλεγκτο)
μονοπωλιακό έλεγχο της αγοράς. Και αν η ιστορία με την ντομάτα φαίνεται
“ακραία” και κρύβεται πίσω από τις καταστροφές, στην πραγματικότητα δεν
είναι τίποτε περισσότερο από τα σκόρδα, τα κρεμμύδια, τα λεμόνια, τα
ψιλοφάσουλα και μύρια όσα ακόμη εισαγόμενα προϊόντα τα οποία όχι μόνο
ευδοκιμούν αλλά έχουν και παράδοση αιώνων στον τόπο μας. Φυσικά δεν
αναφερόμαστε σε άλλα προϊόντα εκτός εποχής που κατακλύζουν τα σούπερ
μάρκετ προερχόμενα από χώρες του νότιου ημισφαιρίου όπου εκεί το χειμώνα
για παράδειγμα είναι η εποχή τους (σταφύλια, πεπόνια και κάθε είδους
καλοκαιρινά φρούτα). Και αν ξεπεράσουμε αυτή την ιστορία και αποφανθούμε
ότι αυτά δεν αγγίζουν την κατανάλωση αλλά αφορούν μικρές μόνο ομάδες
“εχόντων”, δεν μπορούμε παρά αντιστρόφως να διαπιστώσουμε ότι τα
χαμηλότερου κόστους και σε ποσότητες που ικανοποιούν τη ζήτηση
εισαγόμενα προϊόντα, κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος. Γιατί θα
πρέπει να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι που μετρούν και το τελευταίο λεπτό
του ευρώ, το πρώτο που κοιτάζουν είναι η τιμή στην πινακίδα και όχι η
προέλευση. Στόχος είναι κατά το δυνατόν περισσότερα προϊόντα με
μικρότερο κόστος και αυτό δεν αφορά μικρές πλέον ομάδες του πληθυσμού
αλλά όλο και περισσότερες οικογένειες. Ως εκ τούτου το “αγοράζουμε μόνο
ελληνικά προϊόντα” αφορά αντικειμενικά όλο και μικρότερες ομάδες του
πληθυσμού, όσο και αυτό δεν αρέσει σε όσους μπορούν να κάνουν ακόμη αυτή
την επιλογή. Σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση, τίποτε δεν μπορεί
να θεωρείται αυτονόητο και η πλειοδοσία σε “εκκλήσεις” είναι χωρίς
αποτελέσματα.
Η... μαγική φράση “δεν συμφέρει”
παραπέμπει στην “καρδιά” του προβλήματος της αγροτικής οικονομίας και σε
πολλές από τις παραμέτρους της. Το “κόστος παραγωγής” αποτελεί και τον
παράγοντα κλειδί για την αγροτική οικονομία και έχει να κάνει με ένα
σωρό πολυσυζητημένα προβλήματα όπως: Το μικρό μέγεθος και ο
κατακερματισμός του κλήρου, η απουσία ουσιαστικής συλλογικής παραγωγικής
δραστηριότητας, το υψηλό κόστος (σχεδόν το σύνολο εισαγόμενων) εισροών,
το κόστος δανεισμού, η απουσία ιδίων κεφαλαίων, οι ελλείψεις στις
υποδομές και η... βαλίτσα πάει μακριά με την παράθεση των προβλημάτων.
Παρόλα αυτά η αγροτική οικονομία είναι ο κλάδος που παράγει ακόμη
εκπέμποντας ταυτοχρόνως σήμα κινδύνου για το μέλλον. Η κρίση όχι μόνο
δεν έφερε τη στροφή που προέβλεπαν οι “ειδικοί” αλλά αντιθέτως
πολλαπλασίασε τα προβλήματα της ζωής στο χωριό και για το επόμενο
διάστημα η αγροτική οικονομία μπαίνει στη διαδικασία του “κρας τεστ” με
την εφαρμογή των νέων μέτρων αλλά και τις διαδικασίες εφαρμογής της
Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα δυσκολέψει
στην ύπαιθρο και εκείνο που μένει είναι να δούμε σε ποιο βαθμό θα γίνει
αυτό, ποιους θα... πάρει μπάλα και τι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές
θα επιφέρει. Και όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο της κρίσης η οποία βαθαίνει
και φως στο τούνελ δεν φαίνεται. Ούτε και πρόκειται να φανεί, όπως
αμέσως ή εμμέσως ομολογείται ακόμη και από εκείνους οι οποίοι επιβάλλουν
αυτή την πολιτική που φέρνει την κοινωνία σε απόγνωση. Οι περί την
αγροτική οικονομία και τα τοπικά προϊόντα αφηγήσεις διαψεύδονται στο
πέρασμα του χρόνου, για τον απλούστατο λόγο ότι τα πάντα συνεχίζουν να
κινούνται στην τύχη τους σε έναν εξαιρετικής σημασίας κλάδο της
οικονομίας.
Εδώ και δεκαετίες με
μικρές παραλλαγές οι διαψεύσεις διαδέχονται τις υποσχέσεις σε κάθε
κυβερνητική αλλαγή και το αυτό συνέβη με την τελευταία για να μην...
χαλάσει η συνταγή. Το αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον με δεχόμενο το
πλαίσιο πολιτικής που αποδέχονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι
κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Αλλά και με δεδομένη την αντιμετώπιση του
κρίσιμου αυτού τομέα τόσο από το κράτος, όσο και από την αυτοδιοίκηση
αλλά και τους κοινωνικούς φορείς. Ουδείς ασχολείται στα σοβαρά, όλοι
βλέπουν τουρίστες και... λιγώνονται. Οχι που αντιμετωπίζουν στα σοβαρά
και αυτό τον τομέα, αλλά η υπόκλιση στη “γοητεία” του είναι κάτι
παραπάνω από εμφανής. Αν βρείτε έναν αυτοδιοικητικό στην περιοχή μας που
έχει ασχοληθεί με τα ζητήματα της αγροτικής παραγωγής -πέρα από κατά
καιρούς μπαλαφουμάδες- μπορείτε να πείτε ότι πρόκειται για υπερβολικές
εκτιμήσεις. Αντιθέτως άπαντες αναζητούν τουρίστες και επισκέπτες στη
γενικότητα, οι οποίοι θα καταφθάσουν στην περιοχή τους για να αφήσουν
τον οβολό που διαθέτουν και αυτό ονομάζεται “ανάπτυξη”. Ασφαλώς και δεν
μπορεί να υποτιμά κανένας το σημαντικό ρόλο που παίζει ο τουρισμός στην
οικονομία. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι την πλήρη εγκατάλειψη της
αγροτικής οικονομίας στην τύχη της, υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Με
δεδομένη την απουσία στοιχειώδους εθνικού σχεδιασμού για την αγροτική
οικονομία, η εκπόνηση τοπικών σχεδίων αγροτικής ανάπτυξης και η
προσπάθεια να υλοποιηθούν μέσα από διάφορες δράσεις αποτελεί στοιχειώδη
υποχρέωση τόσο των αυτοδιοικητικών όσο και των συλλογικών οργανώσεων των
αγροτών. Ας αφήσουν λοιπόν όλοι την παραμυθολογία του ενδιαφέροντος για
τα τοπικά προϊόντα και ας ασχοληθούν σοβαρά συγκροτώντας πολιτική και
απαιτώντας μέτρα εφαρμογής. Οι φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων
επιστημόνων και υπηρεσιακών παραγόντων, έχουν σπουδαία αποτελέσματα αλλά
και τα όριά τους. Προειδοποίηση πριν οι ντομάτες Πολωνίας εξελιχθούν
απλώς σε... κορυφή του παγόβουνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα