του Πέτρου Βασιλειάδη
(Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.)
Ο Στέλιος Ράμφος, από τους αυθεντικότερους θεωρητικούς αναλυτές της νεοελληνικής πραγματικότητας, αλλά ταυτόχρονα και ένας από τους πλέον ρηξικέλευθους ερμηνευτές ενός μεγάλου φάσματος της διαχρονικής ελληνικής και χριστιανικής γραμματείας, διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας το ’80, χωρίς όμως ιδιαίτερη μέχρι σήμερα ενασχόληση με τη βιβλική επιστήμη. Το 2006 εκδίδει Το μυστικό του Ιησού, (Αθήνα, εκδόσεις Αρμός, σελ. 540.), μια πρωτότυπη σπουδή στα ευαγγέλια, που ανοίγει νέους ορίζοντες στον θεολογικό στοχασμό, τόσο για τα ελληνικά όσο και τα Ορθόδοξα θεολογικά δεδομένα, αλλά και για την ίδια τη βιβλική επιστήμη, κυρίως στη Θεολογία της Καινής Διαθήκης. Ο Στέλιος Ράμφος είχε εν τω μεταξύ διαγράψει μια αξιόλογη πορεία στο χώρο του ελληνικού φιλοσοφικού, κλασικού, βυζαντινού και σύγχρονου, στοχασμού.
Η κριτική του ματιά σε θέματα ταμπού του πολιτικού, φιλοσοφικού, και θεολογικού χώρου, τον κατατάσσουν αναμφίβολα στην κορυφή του νεοελληνικού στοχασμού. Όπως ο ίδιος έγραφε στο περιοδικό «Ευθύνη», χάρισε στον μαρξισμό την ύστερη εφηβεία και τα φοιτητικά του χρόνια, εγκατέλειψε όμως στη συνέχεια την Αριστερά και έφυγε για το Παρίσι. Εκεί σπούδασε φιλοσοφία, συναντήθηκε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και γνώρισε καλά τη σκέψη του για τον Μαρξ, τον σοσιαλισμό και τη βαρβαρότητα (βλ. το έργο του Μαρτυρία και Γράμμα, Απόλογος για τον Μαρξ και λόγος για τον Καστοριάδη, 1984). Το κενό που άφησε μέσα του η απουσία του μαρξισμού δεν γέμισε βιαστικά. «Άνοιξα σιγά-σιγά για λογαριασμό μου έναν δρόμο, ο οποίος μετά το χειροπιαστό αδιέξοδο του Μαΐου του 1968 χαράχτηκε αμετάκλητα: εδιζησάμην εμεαυτόν και βγήκα στη θρησκεία». Έκτοτε ασχολήθηκε με σειρά θεμάτων (από την ελληνική φιλοσοφία, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον νεοπλατωνισμό, μέχρι τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τη φιλοκαλία, την ασκητική γραμματεία, το γεροντικό κλπ., προσφέροντας μας ανεπανάληπτες διεισδυτικές αναλύσεις στην πατερική γραμματεία, καθώς και συγκριτικές θεωρήσεις της ελληνικής φιλοσοφίας και της Ορθόδοξης χριστιανικής σκέψης. Όλα αυτά τα έκανε ξαναδιαβάζοντας αρχαία κείμενα και αναδεικνύοντας τις πλάνες προηγούμενων αναγνωστών τους. Έτσι διάβασε το «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη στο έργο του Μίμησις εναντίον μορφής. Εξήγησις εις το Περί Ποιητικής του Αριστοτέλους (1992), έτσι προσέγγισε τα αποφθέγματα των αναχωρητών του 4ου μ.Χ. αι. στο Πελεκάνοι Ερημικοί. Ξενάγησι στο Γεροντικόν (1994), και έτσι σύγκρινε το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα με τους «Ύμνους θείων ερώτων» του Συμεών του Νέου Θεολόγου στο βιβλίο του Φιλόσοφος και Θείος Ερως (1989).
Ποτέ όμως μέχρι τότε δεν διανοήθηκε – όπως άλλωστε και όλοι ανεξαιρέτως οι θεολόγοι και οι πάσης φύσεως εραστές της Ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας – να αναλογιστεί τι μυστικό κρύβει ο πρωτογενής (δηλαδή ο καινοδιαθηκικός) λόγος της χριστιανικής θρησκείας. Για να κατανοήσουμε όμως την επαναστατική αλλαγή που επέφερε στα θεολογικά μας πράγματα Το Μυστικό του Ιησού, θα πρέπει να το συνεκτιμήσουμε με το αμέσως προηγούμενο έργο του, το πρώτο μέρος της τριλογίας του, Ο Καημός του Ενός: Κεφάλαια της Ψυχικής Ιστορίας των Ελλήνων (Αθήνα, Εκδόσεις Αρμός, 2000), με το οποίο ήρθε πραγματικά να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα στον θεολογικό χώρο, ιδιαίτερα τον Ορθόδοξο. Άλλωστε το έργο του αυτό δεν αποτελεί απλά σταθμό στις ερμηνευτικές περιπλανήσεις του συγγραφέα, αλλά σηματοδοτεί την αλλαγή πλεύσης του.
Στον Καημό του Ενός για πρώτη φορά θεολόγος αμφισβήτησε ευθέως την επί αιώνες ιδεολογική
υπεροχή του ανατολικού θεολογικού στοχασμού επί της αλματώδους εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού. Εκεί έθεσε το καίριο ερώτημα «κατά πόσον χωρεί στο ευαγγελικό κήρυγμα η ατομική προοπτική, κατά πόσον ο χριστιανισμός ενθαρρύνει από κοινωνικής απόψεως την ατομικότητα, οπότε αποτελεί οργανικό στοιχείο της δυναμικής του μηνύματός του…Θεμέλιο της διδασκαλίας του Ιησού ήταν η αγάπη και η ευθύνη προς τον άλλο άνθρωπο – κάτι οπωσδήποτε ατομικό. Η ευθύνη για τους άλλους είναι ευθύνη για εμάς τους ίδιους και κατ’ επέκτασιν μέρος της ιδέας που έχομε, ως όντα αυτοσυνείδητα, για το πρόσωπό μας». Αναγνωρίζοντας ο Ράμφος τη σπουδαιότητα της προσωπικής ευθύνης του κάθε ανθρώπου στην διαμόρφωση της ταυτότητάς του αναφέρει, κάτι που αποτελεί και την κατακλείδα του βιβλίου, ότι «η αυθεντική ταυτότητα προσφέρει και διατηρεί ο αυτογνωρισμός του ανθρώπου, το άνοιγμά του στην εσωτερικότητα. Αυτό ήταν ανέκαθεν ο καημός του ενός». Η ουσία, δηλαδή, του προβληματισμού του Ράμφου ήταν αν και κατά πόσο τα προτάγματα της νεωτερικότητας έχουν θέση εντός του Ορθοδόξου θεολογικού συστήματος, και φυσικά στον γενικότερο προσανατολισμό του νεότερου ελληνισμού.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο σύγχρονος θεολογικός λόγος έγινε δεκτός εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας μόνον στο βαθμό που ακολουθούσε πιστά τους κανόνες της ιστορικής κριτικής ανάλυσης. Και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε παγκοσμίως η βιβλική επιστήμη, η έρευνα δηλαδή των ιστορικών κειμένων της βίβλου των χριστιανών. Τα πορίσματα όμως της τελευταίας ελάχιστα επηρέασαν τον θεολογικό στοχασμό στο χώρο της Ορθοδοξίας. Η δογματική της θεολογία συνεχίζει να στηρίζεται αποκλειστικά στην πατερική θεολογία. Φαίνεται να έχει στερέψει ο ζωντανός θεολογικός στοχασμός. Αυτό οφείλεται κατά κύριο (αν και όχι αποκλειστικό) λόγο στις επιφυλάξεις που διατηρεί (ακόμη;) η Εκκλησία και η συστηματική της θεολογία για τα επιτεύγματα της νεωτερικότητας. Η τελευταία δεν κατάφερε ακόμη να συνταιριάσει την «ατομικότητα», έναν από τους βασικούς πυλώνες της νεωτερικότητας, με την «κοινωνία», τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανικού συστήματος, που όμως εύκολα μπορεί να διολισθήσει σε καταπιεστικό «κοινοτισμό», υποτιμώντας τελικά ή αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Το ότι βέβαια, και από την πλευρά της σύγχρονης νεωτερικής διανόησης υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς τη νομιμότητα να διαδραματίζουν στο δημόσιο βίο κάποιο ρόλο και θεσμοί που έχουν τις καταβολές τους στην προ-νεωτερικότητα, όπως η Εκκλησία και η θρησκεία γενικότερα, δεν αναιρεί την ουσία του ζητήματος.
Το Μυστικό του Ιησού, λοιπόν, σχεδιάστηκε για να τεκμηριώσει τις διαπιστώσεις του, ανατρέχοντας στα πορίσματα της βιβλικής επιστημονικής έρευνας των τελευταίων δύο αιώνων. Πρωταρχική του μέριμνα ήταν να ανατρέξει στον πρωτογενή θεολογικό λόγο, όπως αυτός καταγράφεται στα ιστορικά κείμενα του αρχέγονου χριστιανισμού, και κυρίως στα ευαγγέλια, χωρίς τις μεταγενέστερες ερμηνευτικές τους κατανοήσεις. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «έτσι μόνο θα ξεπεράσουμε το πνίγος της δογματοπαγούς θεολογίας και θα αναπνεύσουμε καθαρόν αέρα». Με γλώσσα διαπεραστική, έντονα υπαινικτική, γεμάτη κρυφούς φωτισμούς, που για τον έμπειρο αναγνώστη μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί μεταθεολογική, μας παρουσιάζει μια πραγματικά χαρισματική πραγματεία, είδος που δυστυχώς έχει προ πολλού εκλείψει από το ευρύτερο θεολογικό στερέωμα.
Με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσα ότι επί τέλους ένας «ορθόδοξος στοχαστής» ήρθε να επισημοποιήσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που πασχίζει σε μεγάλο βαθμό – αν και όχι πάντοτε με επιτυχία – να επιβάλει τα τελευταία πενήντα χρόνια στον τόπο μας η Ορθόδοξη βιβλική επιστήμη, την αυτόνομη δηλαδή προσπέλαση του γεγονότος «Χριστός» και της διαχρονικότητας του ευαγγελικού λόγου. Είναι, άλλωστε, κάτι που το αναγνωρίζει ο συγγραφέας με την πλούσια ελληνική βιβλιογραφία, στην οποία δηλώνει ότι στηρίζεται. Πάνω από 6 πυκνογραμμένες σελίδες αποτελούν τις ως επί το πλείστον νεότερες ελληνικές βιβλικές επιστημονικές μελέτες, οι περισσότερες από τις εκδόσεις «Άρτος Ζωής», που επί τέλους αρχίζει να βρίσκει αναγνωστικό κοινό και εκτός των τειχών της καθαρά βιβλικής ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το πρώτο μέρος με γενικό τίτλο «Ο Ορίζοντας» απαρτίζεται από τα κεφάλαια: (α) Το πεδίο, (β) Το πρόσωπο, (γ) Το μήνυμα και (δ) Η προσέγγιση. Πρόκειται για μια αρκετά πετυχημένη σύνοψη των ουσιαστικότερων για την ερμηνεία στοιχείων μιας σύγχρονης «Εισαγωγής στην Κ.Δ.» και μιας «Ιστορίας των χρόνων της Κ.Δ.». Βασιζόμενος στη νεότερη βιβλική έρευνα ο Ράμφος υποστηρίζει, ότι «η ιδιαίτερη συμβολή και αξία του κατά Μάρκον έγκειται στην δημιουργία λογοτεχνίας γεγονότων πίστεως και όχι βιογραφικής καταγραφής εξωτερικών συμβάντων ή ζητημάτων κρίσεως. Αντί τα πράγματα να εξαντλούνται στον εαυτό τους και τους μεταξύ των συσχετισμούς, κατατίθενται ως ομολογία πίστεως, η όποια τα σημασιοδοτεί και τα θεμελιώνει με την καθολικότητα της αλήθειας της». Αντίθετα με τις τραγωδίες στα ευαγγέλια «τα πραγματικά περιστατικά συγκεντρώνουν στο πρόσωπο του Ιησού μίαν υπεριστορική βούλησι, η οποία μας καλεί να μεθέξωμε αναγεννητικά στο μεσσιανικό του αρχέτυπο ως ιδιαίτερες ψυχικές υπάρξεις. Το έσχατο δεν μας περιμένει πλέον συλλογικά στο τέλος του χρόνου, δίκην εθνικής αποκαταστάσεως· μας περιμένει στο βάθος κάθε στιγμής, οπότε η πίστι στον Μεσσία-Χριστό εσωτερικεύεται ως ατομικό βίωμα μιας καινούργιας ζωής».
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται «Ο Δρόμος» και αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια, που το καθένα υποδιαιρείται σε επί μέρους ενότητες, με τις οποίες παρουσιάζεται η ζωή, η δράση και η διδασκαλία του Ιησού κατά τα Ευαγγέλια. Μέσα από μια μοναδική δυναμική ερμηνεία των ευαγγελικών περικοπών ο Ράμφος πραγματικά ανοίγει νέους δρόμους στη βιβλική ερμηνευτική. Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Οι Απαρχές» με τις εξής υποενότητες: (α) «Ετέχθη Σωτήρ», όπου ερμηνεύει τις διηγήσεις της Γεννήσεως του Ιησού (Μτ 1,18-25 και Λκ 2,1-20). (β) «Και εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνην υπό Ιωάννου», όπου ερμηνεύει τους εισαγωγικούς στίχους του κατά Μάρκον με τη διήγηση της Βαπτίσεως και το κήρυγμα του Ιωάννη (Μκ 1,1-11). και (γ) «Οι πειρασμοί της ερήμου», επιλέγοντας τη εκδοχή του Λουκά (4,1-13), γιατί «μας επιτρέπει κατ’ εξοχήν να εμβαθύνουμε στο επεισόδιο των πειρασμών». Το δεύτερο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Η Διδασκαλία» και ουσιαστικά ερμηνεύει: (α) την «επί του όρους ομιλία» (Μτ 5-7) και (β) την περικοπή με το επίκαιρο χωρίο «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» (Μκ 12,13-17). Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στις «Παραβολές» και επιχειρεί να προσπελάσει: (α) τις παραβολές της Βασιλείας (σπορέως, του σπόρου επί της γης, του κόκκου σινάπεως και της ζύμης), (β) τις παραβολές των δέκα παρθένων και του φτωχού Λαζάρου, (γ) τις παραβολές των ταλάντων και της εσχάτης κρίσεως, και (δ) τις παραβολές του Ασώτου, του Τελώνη και Φαρισαίου και του καλού Σαμαρείτη. Τέλος, το τέταρτο κεφάλαιο ερμηνεύει δυναμικά τις διηγήσεις που σχετίζονται με τα «Θαύματα» με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: (α) Θεραπείες ανοιχτής καρδιάς, (β) Η Μεταμόρφωσις, (γ) Η θεραπεία του επιληπτικού παιδιού, (δ) Η Θεραπεία του δαιμονισμένου, και (ε) Τρία θαύματα του Κατά Ιωάννην.
Στο μέρος αυτό ο Ράμφος καταπιάνεται με «το μυστικό του Ιησού» όχι ως θεολόγος ή ιστορικός, αλλά ως συγγραφέας, ο οποίος ενδιαφέρεται πρώτιστα για το πρόβλημα της ερμηνευτικής του κατανόησης. Προσεγγίζει τα ευαγγέλια ως γεγονότα πνευματικά, τα οποία αφορούν το σημερινό άνθρωπο. Ακολουθεί δηλαδή με εξαιρετική επιτυχία τη σύγχρονη μετανεωτερική ερμηνευτική ανάλυση της «αντίδρασης του αναγνώστη» (reader’s response), η οποία δεν επιμένει μόνο στην αυστηρά ιστορική και αντικειμενική σημασία των ιερών κειμένων, αλλά προεκτείνεται και στην υπαρξιακή τους κατανόηση και ερμηνευτική υπέρβαση από το σημερινό αναγνώστη.
Η ερμηνευτική προσέγγιση της Μεταμορφώσεως χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, ιδιαίτερα από τους Ορθοδόξους. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την προσπάθειά του «μεταπατερική ανάγνωση των ευαγγελίων», αφού είναι πεπεισμένος ότι «το πλατωνικό-νεοπλατωνικό υπόβαθρο της μετά τον Ωριγένη πατερικής σκέψεως βασίζεται και αναπαράγει τον διαχωρι- σμό του κόσμου σε αισθητό και νοητό, όπως και του ανθρώπου σε θνητό υλικό σώμα και αθάνατη ψυχή/πνεύμα». Γι’ αυτό και η παραδοσιακή προσέγγιση της Καινής Διαθήκης δεν μπορεί για το Ράμφο (και θα πρόσθετα για σύνολη σχεδόν τη ελληνική βιβλική επιστήμη) «να διαθέτει καμία γονιμότητα παρατείνοντας την αρχαία και μεσαιωνική διαιρετική αντίληψη αισθητών και νοητών, σώματος και πνεύματος, σε μία εποχή όπου όλα τείνουν να ενώνονται σε υψηλότερο επίπεδο».
Στο τρίτο μέρος με γενικό τίτλο «Η Υπέρβαση» αποτελεί την κατακλείδα του έργου του, ο Ράμφος προσπαθεί να ερμηνεύσει το πραγματικό και εσωτερικό μήνυμα της Αναστάσεως, που άλλωστε αποτελεί από τον απόστολο Παύλο μέχρι και σήμερα το κεντρικό σημείο της χριστιανικής πίστεως. Σε ένα πρώτο κεφάλαιο με επικεφαλίδα «Αυτοπροσδιορισμοί» επιχειρεί να αναλύσει το υπόβαθρο του κορυφαίου αυτού γεγονότος, ερμηνεύοντας εκτεταμένα αποσπάσματα των ιωαννείων λόγων: (α) «Πηγή ύδατος» (περικοπή της Σαμαρείτισσας, κεφ. 4, με σύντομες αναφορές και στο διάλογο του Ιησού με το Νικόδημο, κεφ. 3), και (β) «Εγώ ειμί» (κεφ. 6-8), ενώ το δεύτερο κεφάλαιο έχει τίτλο «Αγωνία και Ανάσταση» και υποενότητες: (α) Το τελευταίο δείπνο, (β) Γεσθημανή και Σταύρωση και (γ) Η δόξα.
Για το Ράμφο το κεφαλαιώδες σημείο των ευαγγελίων, αλλά και των ανθρώπων κάθε εποχής είναι η ανάσταση, αυτό που κάνει το κλικ, το κάτι παραπάνω, το αλλιώς. Γι’ αυτό και το «γεγονός» της αναστάσεως χρειάζεται δυναμική πρόσληψη. «Η θρησκεία που φέρνει τον Θεό ενανθρωπήσαντα μέσα στην ιστορία, δεν καταφεύγει σε εμπειρική τεκμηρίωση της αναστάσεώς του και επιλέγει να την αφήσει αμαρτύρητη! …Γι’ αυτό και ο άνθρωπος οφείλει να την βιώνει πνευματικά και να γίνεται κύριος του χρόνου του...Αυτό υπονοούν και οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις του Ιησού, όπου οι μαθητές καλούνται να αντικρύσουν με τα μάτια ως μάτια του πνεύματος και όχι να βεβαιωθούν εμπειρικά ότι ο Δάσκαλός τους ηγέρθη εκ του τάφου».
Εξετάζοντας το Μυστικό του Ιησού συνολικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι για τον Ράμφο ερμηνευτικό κλειδί κατανόησης του μηνύματος των ευαγγελίων είναι η «ατομικότητα/εσωτερικότητα». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Ιησούς φέρνει μια νέα εκδοχή του βιβλικού Μεσσία, ένα νέο τύπο ανθρώπου ως ανοικτή δυνατότητα υπάρξεως, ο όποιος ενσαρκώνει το ‘εντός υμών’ της Βασιλείας και ξεκλειδώνει αναγεννητικά τις ψυχές, ελευθερώνοντάς τες από τα δεσμά της συλλογικής ταυτότητος». Και αλλού «η πίστη στον Μεσσία-Χριστό εσωτερικεύεται ως ατομικό βίωμα μιας καινούργιας ζωής….τα πάντα υπάρχουν για την εσωτερικότητα». Αυτό είναι σωστό, αλλά όχι όλη η αλήθεια. Άλλωστε το κλασικό χωρίο στο οποίο διαρκώς ανατρέχει ο Ράμφος (η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι), δεν ερμηνεύεται πλέον από τη σύγχρονη βιβλική επιστήμη με αναφορά στην «εσωτερικότητα» (μέσα σας) αλλά στη «κοινωνία» (ανάμεσά σας). Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι στο αιώνιο πρόβλημα της σχέσης ατομικότητας- κοινωνίας, για την οποία κάναμε λόγο πιο πάνω. Στη μετάφρασή μας στη δημοτική αποδίδουμε το κλασικό αυτό χωρίο ως εξής: «η βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας».
Το Μυστικό του Ιησού έχει πολλαπλούς αποδέκτες. Είναι αποκαλυπτικό και άκρως παιδευτικό για τους πάσης φύσεως στοχαστές και απαιτητικούς αναγνώστες των καιρών μας, κυρίως για όσους επιφανειακά μόνον έτυχε να γνωρίζουν τα «μυστικά» του χριστιανικού πολιτισμού, και ως εκ τούτου αναγκαστικά αναζητούν ιστορικές και επιστημονικές ανατροπές στις πάσης φύσεως «απόκρυφες» διηγήσεις που προσφέρουν με επικοινωνιακά φτιασίδια τα ΜΜΕ (από τις μυθοπλασίες του Νταν Μπράουν μέχρι την πρόσφατη ανακάλυψη του υποτιθέμενου τάφου της κατά σάρκα οικογένειας του Ιησού). Για τον εικονοκλαστικό λόγο του Ράμφου στα ευαγγέλια «ο Ιησούς αναγνωρίζεται υιός του Θεού υπό την έννοια ότι στο πρόσωπό του ο Πατήρ Θεός δεν φανερώνεται πλέον ως υπερφυσική οντότης αλλά ως πνεύμα καινούργιας ζωής, ως αυθεντικός τρόπος υπάρξεως»!
Είναι, όμως, ταυτόχρονα αφοπλιστικό και επικίνδυνα ανατρεπτικό για όσους ερμηνεύουν στατικά τα βιβλικά κείμενα με μια τάση αποστεωμένης προσέγγισης των πάσης φύσεως δογματικών και ομολογιακών απολυτοτήτων. Με περισσή απλότητα υποστηρίζει ο συγγραφέας, ότι «το θαύμα συνιστά εμπειρική πραγματικότητα ως διήγηση και υπερβατική αλήθεια ως σημείο, οπότε το προσλαμβάνουμε ερμηνεύοντας το κείμενο και όχι καταπίνοντάς το. Τα θαύμα προβαίνει στην αλήθεια του ως αρχέτυπο του αλλιώς»!
Είναι, τέλος, ριζοσπαστικά κριτικό και ευχάριστα προφητικό ακόμη και για την ίδια τη βιβλική επιστήμη την οποία διακονώ. Στην ιστορία της, άλλωστε, οι μεγάλες καμπές της καταγράφτηκαν από επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων (Lachmann για το συνοπτικό πρόβλημα, Dilthey και Gadamer για το ερμηνευτικό κλπ). Ο Ράμφος είναι αναμφισβήτητα εκφραστής κάποιας μετανεωτερικής «αλλαγής παραδείγματος» στο χώρο της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης, την αναγκαιότητα της οποίας ο υπογράφων με επιμονή υποστηρίζει.
Το 2010 ο Ράμφος εκδίδει το τρίτο μέρος της τριλογίας του. Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού (εκδόσεις Αρμός 2010, σελ. 489), ένα πραγματικά συγκλονιστικό δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Αν διερωτάται κανείς σε τι βασίστηκε η αινιγματική διατύπωση του Μπερντιάγεφ, στο έργο του Πηγές του ρωσικού κομμουνισμού, ότι ο μηδενισμός έκανε την εμφάνισή του στα πνευματικά θεμέλια της Ορθοδοξίας, και αν με οδύνη διαπιστώνει πως η σημερινή διεθνής απαξίωση του ελληνικού κράτους ως τόπου διαφθοράς χρειάζεται κάποια σε βάθος ανθρωπολογική ανάλυση, τότε δεν έχει παρά να ανατρέξει σ’ αυτήν την ανθρωπολογική πραγματεία του Στέλιου Ράμφου.
Είναι γνωστό, πως η συντριπτική πλειοψηφία της μετά τον Κοραή νεοελληνικής διανόησης, καθώς και μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου, με πάθος προβάλλουν τα ιδεώδη της νεωτερικότητας ως καταστατικό όραμα για την διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Αντίθετα η βαθιά ριζωμένη στην ελληνική συνείδηση Ορθόδοξη πνευματικότητα, με τα «επιτεύγματα και τα αδιέξοδα της βυζαντινής κοινωνίας», ουσιαστικά απαγορεύει στο νεοέλληνα, όπως διατείνεται ο Ράμφος, «να βγει από το παρελθόν στον καθαρό αέρα και να αναπνεύσει», αφού το πρώτο ρεύμα «κοιτάζει γραμμικά το μέλλον», ενώ το δεύτερο «ταυτίζεται αγχωτικά με το παρελθόν», με αποτέλεσμα την υποδόρια διαμόρφωση μια σχιζοφρενικής κατάστασης που τελικά «διχάζει την ψυχή μας»!
Αυτό, λοιπόν, που κανείς σοβαρός μελετητής δεν διανοήθηκε μέχρι σήμερα να ξεδιαλύνει – άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία της νεώτερης ελληνικής διανόησης αγνοεί τον πλούτο της βυζαντινής πνευματικότητας – το επιχειρεί με έντονα κριτικό πνεύμα ο Ράμφος στο τελευταίο αυτό έργο της τριλογίας του, αναλύοντας την συμβολή της Φιλοκαλίας, «την φημισμένη ανθολογία ασκητικών και ησυχαστικών κειμένων, που οργώνει αμέσως ή εμμέσως τις συνειδήσεις των χριστιανών της ορθόδοξης Ανατολής τους τελευταίους δύο και πλέον αιώνες», στην διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Για τον Ράμφο η ανθολογία αυτή του Νικοδήμου του Αγιορείτη και του Μακαρίου Νοταρά αποτελεί έργο «καταστατικής σημασίας για τον νεώτερο ελληνισμό, (κάτι μάλιστα σαν) γενέθλιο κεφάλαιο του Νέου ελληνισμού».
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Ράμφου παρελαύνουν τα μεγάλα ονόματα της νηπτικής και ησυχαστικής παράδοσης της χριστιανικής Ανατολής: από τους γενάρχες του είδους, Ευάγριο Ποντικό και Μακάριο, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον Μάρκο τον Ασκητή, τον Διάδοχο Φωτικής, τον Μάξιμο τον Ομολογητή και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, μέχρι τον Νικηφόρο τον Μονάζοντα, τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη και τον Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και τους μεταγενέστερους Κάλλιστο και Ιγνάτιο Ξανθόπουλους, επιλεκτικά έργα των οποίων περιλαμβάνονται στην Φιλοκαλία, ενώ επιχειρείται και σύντομη, αλλά πολύ κατατοπιστική, αναφορά σε δυο πιο πρόσφατα έργα: τη Νηπτική θεωρία ενός αγιορείτη «απηλπισμένου μοναχού» και τα Οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη, ως επιλεγόμενα της σταδιακής δημιουργίας «κενού εαυτού» του ορθόδοξου νεοέλληνα.
Η ανάγνωση, βέβαια, των κειμένων αυτών δεν γίνεται με την ουδέτερη μέθοδο της ξερής ιστορικής παρουσίασης των απόψεων των συγγραφέων, «την γραμματολογική προσέγγιση των κειμένων με την μηχανιστική αναλυτική της μέθοδο». Ο Ράμφος επιχειρεί μια «πνευματική κατανόηση», αφού όπως πολύ ορθά υποστηρίζει «ένα κείμενο δεν λέει οτιδήποτε ούτε κάτι ορισμένο». Με την εδραιωμένη μάλιστα πεποίθηση περί «ανυπαρξίας ανθρωπολογικού προβληματισμού τόσο στην ορθόδοξη παράδοση όσο και στην νεοελληνική γραμματεία», θεωρεί την Φιλοκαλία «προνομιακό πεδίο ανθρωπολογικής προσεγγίσεως της νεοελληνικής ιδεολογίας», αφού οι ζυμωμένοι με την Φιλοκαλία ορθόδοξοι της νεωτερικής εποχής μετεωρίζονται «ανάμεσα σε ουράνια προσδοκία και απομαγεμένη ιστορικότητα».
Το έργο αυτό του Ράμφου, με το οποίο στην ουσία επιχειρείται αναψηλάφηση των σχέσεων ανάμεσα στην «ατομικότητα», ενός από τους βασικούς πυλώνες της νεωτερικότητας, και «κοινωνίας», ακρογωνιαίου λίθου του χριστιανικού συστήματος, έχει πολλαπλούς αποδέκτες. Για τη νεωτερική διανόηση του τόπου μας αποτελεί πρόκληση για μια εκ νέου φιλοσοφική ενασχόληση με την Ορθόδοξη πνευματικότητα. «Θα ήταν ολέθριο, διατείνεται ο συγγραφέας, να εξακολουθεί η αναμέτρηση (μεταξύ νεωτεριστών/ εκσυγχρονιστών και παραδοσιακών ή σχηματικά μεταξύ Κοραή και Νικοδήμου) στην προσδοκία ενός τελικού νοκ-άουτ, ενώ αντιθέτως η μεγάλη σύνθεση θα επιτρέψει να στραφούμε στον χρόνο και τον άνθρωπο του μέλλοντος γονιμοποιώντας τα ζωντανά κοιτάσματα του παρελθόντος στον σημερινό κόσμο».
Τα μηνύματά του όμως για την Ορθόδοξη θεολογική διανόηση είναι ασυγκρίτως πιο βασανιστικά. Γιατί με τις βαθυστόχαστες, και επιστημονικά τεκμηριωμένες, φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις του – απ’ την αρχή ξεκαθαρίζει και «προδιαθέτει», πως δεν γράφει «σαν θεολόγος, μολονότι προσπάθησε να ξεκλειδώσει ένα βιβλίο προσευχής» – ουσιαστικά προβαίνει στην αποδόμηση της για πολλούς ιερότερης παραμέτρου της νεώτερης Ορθοδοξίας. Της επικρατήσασας δηλαδή θεώρησης του Ορθόδοξου Ανατολικού χριστιανισμού αποκλειστικά μέσα από την οπτική γωνία του ησυχασμού και γενικότερα του παλαμισμού. Ο Ράμφος, πέραν της συχνά-πυκνά επαναλαμβανόμενης θέσης του, πως το όλο φιλοκαλικό σύστημα, αλλά και ολόκληρη η μεταβυζαντινή θεολογία, έχουν τις ρίζες τους «στην νεοπλατωνική επιλογή της Εκκλησίας», με όλους σχεδόν του νηπτικούς να επαναλαμβάνουν, με τις αναγκαίες βέβαια τροποποιήσεις, το σκεπτικό του Ευαγρίου Ποντικού, προχωράει και σε άκρως κριτικές απόψεις για θέματα που μέχρι σήμερα αποτελούσαν ταμπού της νεώτερης Ορθοδοξίας.
Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές από τις εκτιμήσεις του, χωρίς αναγκαστικά να τις ενστερνίζομαι στην πληρότητά τους: Η εξέλιξη της σκέψης και η κατάφαση στο υποκειμενικό άτομο «στο Βυζάντιο ματαιώθηκε, επειδή η ομάδα με τα στερεότυπά της (ο λόγος περί της αντι-ουμανιστικής περί τον Παλαμά μερίδας) αφάνισε την ατομικότητα ακριβώς όταν ώρθριζε». «Η επιβολή του παλαμισμού με την Μεγάλη Σύνοδο του 1351 έθεσε την χριστιανική Ανατολή συλλήβδην εκτός ιστορίας». «Η διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και ακτίστων ενεργειών συνεπάγεται μια ανθρωπολογία κλειστού αισθήματος που αποκλείει την διαμόρφωση του αυτοσυνειδήτου υποκειμένου και μια εσχατολογία που αποκλείει ή ακρωτηριάζει την ιστορικότητα».
O Ράμφος δεν απορρίπτει τα θετικά στοιχεία του παλαμισμού, του ησυχασμού και του φιλοκαλικού κινήματος. Αναγνωρίζει, ότι η ασκητική αναχώρηση από τον κόσμο προς αναζήτηση ατομικής ελευθερίας και σωτηρίας, στην προοπτική της μεταβάσεως από τις μεσαιωνικές παραδοσιακές κοινότητες στις νεώτερες δημοκρατικές κοινωνίες, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο. «Εκεί όπου το άτομο ήταν μέχρις αφανισμού παραδομένο στο σύνολο χάρη σε περίπλοκα ακατάλυτους δεσμούς αίματος, πίστεως και εντοπιότητος, στην έρημο βρήκε τον εαυτό του μόνο απέναντι στον ασύλληπτο Θεό». Υποστηρίζει όμως, ότι από τα τέλη της πρώτης χιλιετίας στην Ανατολική παράδοση ο μοναχός – και σε γενικές γραμμές και ο μέσος Ορθόδοξος χριστιανός - κλείστηκαν στην συμβατική «κοινότητά τους και έμειναν έξω από την κοινωνία, ξεχνώντας την επαναστατική τους εκκίνηση». «κράτησαν την ερημία και παραιτήθηκαν από την προσωπική τους οντότητα».
Χωρίς να διατείνεται ότι έχει πει τον τελευταίο λόγο για την ουσία των πραγμάτων, ο Ράμφος με το έργο του αυτό άνοιξε διάπλατα τις πύλες για μια σε βάθος φιλοσοφική, ανθρωπολογική, αλλά και θεολογική, ενδοσκόπηση. Αναμφίβολα για τη νεώτερη θεολογική επιστήμη ολόκληρη η τριλογία του Ράμφου αποτελεί την σπουδαιότερη ίσως συμβολή στο νεώτερο Ορθόδοξο θεολογικό στοχασμό, που κανείς σοβαρός μελετητής δεν μπορεί στο μέλλον να αγνοήσει.
[ΥΣΤΕΡΓΡΑΦΟ: Η ανωτέρω απόπειρα εμβάθυνσης στη σκέψη του Ράμφου θα ολοκληρωθεί μετά από ενδελεχή μελέτη του τελευταίου πονήματός του Πολιτική από στόμα σε στόμα, Αρμός, 2016].
(Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.)
Ο Στέλιος Ράμφος, από τους αυθεντικότερους θεωρητικούς αναλυτές της νεοελληνικής πραγματικότητας, αλλά ταυτόχρονα και ένας από τους πλέον ρηξικέλευθους ερμηνευτές ενός μεγάλου φάσματος της διαχρονικής ελληνικής και χριστιανικής γραμματείας, διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας το ’80, χωρίς όμως ιδιαίτερη μέχρι σήμερα ενασχόληση με τη βιβλική επιστήμη. Το 2006 εκδίδει Το μυστικό του Ιησού, (Αθήνα, εκδόσεις Αρμός, σελ. 540.), μια πρωτότυπη σπουδή στα ευαγγέλια, που ανοίγει νέους ορίζοντες στον θεολογικό στοχασμό, τόσο για τα ελληνικά όσο και τα Ορθόδοξα θεολογικά δεδομένα, αλλά και για την ίδια τη βιβλική επιστήμη, κυρίως στη Θεολογία της Καινής Διαθήκης. Ο Στέλιος Ράμφος είχε εν τω μεταξύ διαγράψει μια αξιόλογη πορεία στο χώρο του ελληνικού φιλοσοφικού, κλασικού, βυζαντινού και σύγχρονου, στοχασμού.
Η κριτική του ματιά σε θέματα ταμπού του πολιτικού, φιλοσοφικού, και θεολογικού χώρου, τον κατατάσσουν αναμφίβολα στην κορυφή του νεοελληνικού στοχασμού. Όπως ο ίδιος έγραφε στο περιοδικό «Ευθύνη», χάρισε στον μαρξισμό την ύστερη εφηβεία και τα φοιτητικά του χρόνια, εγκατέλειψε όμως στη συνέχεια την Αριστερά και έφυγε για το Παρίσι. Εκεί σπούδασε φιλοσοφία, συναντήθηκε με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και γνώρισε καλά τη σκέψη του για τον Μαρξ, τον σοσιαλισμό και τη βαρβαρότητα (βλ. το έργο του Μαρτυρία και Γράμμα, Απόλογος για τον Μαρξ και λόγος για τον Καστοριάδη, 1984). Το κενό που άφησε μέσα του η απουσία του μαρξισμού δεν γέμισε βιαστικά. «Άνοιξα σιγά-σιγά για λογαριασμό μου έναν δρόμο, ο οποίος μετά το χειροπιαστό αδιέξοδο του Μαΐου του 1968 χαράχτηκε αμετάκλητα: εδιζησάμην εμεαυτόν και βγήκα στη θρησκεία». Έκτοτε ασχολήθηκε με σειρά θεμάτων (από την ελληνική φιλοσοφία, τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον νεοπλατωνισμό, μέχρι τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τη φιλοκαλία, την ασκητική γραμματεία, το γεροντικό κλπ., προσφέροντας μας ανεπανάληπτες διεισδυτικές αναλύσεις στην πατερική γραμματεία, καθώς και συγκριτικές θεωρήσεις της ελληνικής φιλοσοφίας και της Ορθόδοξης χριστιανικής σκέψης. Όλα αυτά τα έκανε ξαναδιαβάζοντας αρχαία κείμενα και αναδεικνύοντας τις πλάνες προηγούμενων αναγνωστών τους. Έτσι διάβασε το «Περί ποιητικής» του Αριστοτέλη στο έργο του Μίμησις εναντίον μορφής. Εξήγησις εις το Περί Ποιητικής του Αριστοτέλους (1992), έτσι προσέγγισε τα αποφθέγματα των αναχωρητών του 4ου μ.Χ. αι. στο Πελεκάνοι Ερημικοί. Ξενάγησι στο Γεροντικόν (1994), και έτσι σύγκρινε το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα με τους «Ύμνους θείων ερώτων» του Συμεών του Νέου Θεολόγου στο βιβλίο του Φιλόσοφος και Θείος Ερως (1989).
Ποτέ όμως μέχρι τότε δεν διανοήθηκε – όπως άλλωστε και όλοι ανεξαιρέτως οι θεολόγοι και οι πάσης φύσεως εραστές της Ορθόδοξης θεολογίας και πνευματικότητας – να αναλογιστεί τι μυστικό κρύβει ο πρωτογενής (δηλαδή ο καινοδιαθηκικός) λόγος της χριστιανικής θρησκείας. Για να κατανοήσουμε όμως την επαναστατική αλλαγή που επέφερε στα θεολογικά μας πράγματα Το Μυστικό του Ιησού, θα πρέπει να το συνεκτιμήσουμε με το αμέσως προηγούμενο έργο του, το πρώτο μέρος της τριλογίας του, Ο Καημός του Ενός: Κεφάλαια της Ψυχικής Ιστορίας των Ελλήνων (Αθήνα, Εκδόσεις Αρμός, 2000), με το οποίο ήρθε πραγματικά να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα στον θεολογικό χώρο, ιδιαίτερα τον Ορθόδοξο. Άλλωστε το έργο του αυτό δεν αποτελεί απλά σταθμό στις ερμηνευτικές περιπλανήσεις του συγγραφέα, αλλά σηματοδοτεί την αλλαγή πλεύσης του.
Στον Καημό του Ενός για πρώτη φορά θεολόγος αμφισβήτησε ευθέως την επί αιώνες ιδεολογική
υπεροχή του ανατολικού θεολογικού στοχασμού επί της αλματώδους εξέλιξης του δυτικού πολιτισμού. Εκεί έθεσε το καίριο ερώτημα «κατά πόσον χωρεί στο ευαγγελικό κήρυγμα η ατομική προοπτική, κατά πόσον ο χριστιανισμός ενθαρρύνει από κοινωνικής απόψεως την ατομικότητα, οπότε αποτελεί οργανικό στοιχείο της δυναμικής του μηνύματός του…Θεμέλιο της διδασκαλίας του Ιησού ήταν η αγάπη και η ευθύνη προς τον άλλο άνθρωπο – κάτι οπωσδήποτε ατομικό. Η ευθύνη για τους άλλους είναι ευθύνη για εμάς τους ίδιους και κατ’ επέκτασιν μέρος της ιδέας που έχομε, ως όντα αυτοσυνείδητα, για το πρόσωπό μας». Αναγνωρίζοντας ο Ράμφος τη σπουδαιότητα της προσωπικής ευθύνης του κάθε ανθρώπου στην διαμόρφωση της ταυτότητάς του αναφέρει, κάτι που αποτελεί και την κατακλείδα του βιβλίου, ότι «η αυθεντική ταυτότητα προσφέρει και διατηρεί ο αυτογνωρισμός του ανθρώπου, το άνοιγμά του στην εσωτερικότητα. Αυτό ήταν ανέκαθεν ο καημός του ενός». Η ουσία, δηλαδή, του προβληματισμού του Ράμφου ήταν αν και κατά πόσο τα προτάγματα της νεωτερικότητας έχουν θέση εντός του Ορθοδόξου θεολογικού συστήματος, και φυσικά στον γενικότερο προσανατολισμό του νεότερου ελληνισμού.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο σύγχρονος θεολογικός λόγος έγινε δεκτός εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας μόνον στο βαθμό που ακολουθούσε πιστά τους κανόνες της ιστορικής κριτικής ανάλυσης. Και πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε παγκοσμίως η βιβλική επιστήμη, η έρευνα δηλαδή των ιστορικών κειμένων της βίβλου των χριστιανών. Τα πορίσματα όμως της τελευταίας ελάχιστα επηρέασαν τον θεολογικό στοχασμό στο χώρο της Ορθοδοξίας. Η δογματική της θεολογία συνεχίζει να στηρίζεται αποκλειστικά στην πατερική θεολογία. Φαίνεται να έχει στερέψει ο ζωντανός θεολογικός στοχασμός. Αυτό οφείλεται κατά κύριο (αν και όχι αποκλειστικό) λόγο στις επιφυλάξεις που διατηρεί (ακόμη;) η Εκκλησία και η συστηματική της θεολογία για τα επιτεύγματα της νεωτερικότητας. Η τελευταία δεν κατάφερε ακόμη να συνταιριάσει την «ατομικότητα», έναν από τους βασικούς πυλώνες της νεωτερικότητας, με την «κοινωνία», τον ακρογωνιαίο λίθο του χριστιανικού συστήματος, που όμως εύκολα μπορεί να διολισθήσει σε καταπιεστικό «κοινοτισμό», υποτιμώντας τελικά ή αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελεύθερη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Το ότι βέβαια, και από την πλευρά της σύγχρονης νεωτερικής διανόησης υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς τη νομιμότητα να διαδραματίζουν στο δημόσιο βίο κάποιο ρόλο και θεσμοί που έχουν τις καταβολές τους στην προ-νεωτερικότητα, όπως η Εκκλησία και η θρησκεία γενικότερα, δεν αναιρεί την ουσία του ζητήματος.
Το Μυστικό του Ιησού, λοιπόν, σχεδιάστηκε για να τεκμηριώσει τις διαπιστώσεις του, ανατρέχοντας στα πορίσματα της βιβλικής επιστημονικής έρευνας των τελευταίων δύο αιώνων. Πρωταρχική του μέριμνα ήταν να ανατρέξει στον πρωτογενή θεολογικό λόγο, όπως αυτός καταγράφεται στα ιστορικά κείμενα του αρχέγονου χριστιανισμού, και κυρίως στα ευαγγέλια, χωρίς τις μεταγενέστερες ερμηνευτικές τους κατανοήσεις. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «έτσι μόνο θα ξεπεράσουμε το πνίγος της δογματοπαγούς θεολογίας και θα αναπνεύσουμε καθαρόν αέρα». Με γλώσσα διαπεραστική, έντονα υπαινικτική, γεμάτη κρυφούς φωτισμούς, που για τον έμπειρο αναγνώστη μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί μεταθεολογική, μας παρουσιάζει μια πραγματικά χαρισματική πραγματεία, είδος που δυστυχώς έχει προ πολλού εκλείψει από το ευρύτερο θεολογικό στερέωμα.
Με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσα ότι επί τέλους ένας «ορθόδοξος στοχαστής» ήρθε να επισημοποιήσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτό που πασχίζει σε μεγάλο βαθμό – αν και όχι πάντοτε με επιτυχία – να επιβάλει τα τελευταία πενήντα χρόνια στον τόπο μας η Ορθόδοξη βιβλική επιστήμη, την αυτόνομη δηλαδή προσπέλαση του γεγονότος «Χριστός» και της διαχρονικότητας του ευαγγελικού λόγου. Είναι, άλλωστε, κάτι που το αναγνωρίζει ο συγγραφέας με την πλούσια ελληνική βιβλιογραφία, στην οποία δηλώνει ότι στηρίζεται. Πάνω από 6 πυκνογραμμένες σελίδες αποτελούν τις ως επί το πλείστον νεότερες ελληνικές βιβλικές επιστημονικές μελέτες, οι περισσότερες από τις εκδόσεις «Άρτος Ζωής», που επί τέλους αρχίζει να βρίσκει αναγνωστικό κοινό και εκτός των τειχών της καθαρά βιβλικής ακαδημαϊκής κοινότητας.
Το πρώτο μέρος με γενικό τίτλο «Ο Ορίζοντας» απαρτίζεται από τα κεφάλαια: (α) Το πεδίο, (β) Το πρόσωπο, (γ) Το μήνυμα και (δ) Η προσέγγιση. Πρόκειται για μια αρκετά πετυχημένη σύνοψη των ουσιαστικότερων για την ερμηνεία στοιχείων μιας σύγχρονης «Εισαγωγής στην Κ.Δ.» και μιας «Ιστορίας των χρόνων της Κ.Δ.». Βασιζόμενος στη νεότερη βιβλική έρευνα ο Ράμφος υποστηρίζει, ότι «η ιδιαίτερη συμβολή και αξία του κατά Μάρκον έγκειται στην δημιουργία λογοτεχνίας γεγονότων πίστεως και όχι βιογραφικής καταγραφής εξωτερικών συμβάντων ή ζητημάτων κρίσεως. Αντί τα πράγματα να εξαντλούνται στον εαυτό τους και τους μεταξύ των συσχετισμούς, κατατίθενται ως ομολογία πίστεως, η όποια τα σημασιοδοτεί και τα θεμελιώνει με την καθολικότητα της αλήθειας της». Αντίθετα με τις τραγωδίες στα ευαγγέλια «τα πραγματικά περιστατικά συγκεντρώνουν στο πρόσωπο του Ιησού μίαν υπεριστορική βούλησι, η οποία μας καλεί να μεθέξωμε αναγεννητικά στο μεσσιανικό του αρχέτυπο ως ιδιαίτερες ψυχικές υπάρξεις. Το έσχατο δεν μας περιμένει πλέον συλλογικά στο τέλος του χρόνου, δίκην εθνικής αποκαταστάσεως· μας περιμένει στο βάθος κάθε στιγμής, οπότε η πίστι στον Μεσσία-Χριστό εσωτερικεύεται ως ατομικό βίωμα μιας καινούργιας ζωής».
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται «Ο Δρόμος» και αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια, που το καθένα υποδιαιρείται σε επί μέρους ενότητες, με τις οποίες παρουσιάζεται η ζωή, η δράση και η διδασκαλία του Ιησού κατά τα Ευαγγέλια. Μέσα από μια μοναδική δυναμική ερμηνεία των ευαγγελικών περικοπών ο Ράμφος πραγματικά ανοίγει νέους δρόμους στη βιβλική ερμηνευτική. Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Οι Απαρχές» με τις εξής υποενότητες: (α) «Ετέχθη Σωτήρ», όπου ερμηνεύει τις διηγήσεις της Γεννήσεως του Ιησού (Μτ 1,18-25 και Λκ 2,1-20). (β) «Και εβαπτίσθη εις τον Ιορδάνην υπό Ιωάννου», όπου ερμηνεύει τους εισαγωγικούς στίχους του κατά Μάρκον με τη διήγηση της Βαπτίσεως και το κήρυγμα του Ιωάννη (Μκ 1,1-11). και (γ) «Οι πειρασμοί της ερήμου», επιλέγοντας τη εκδοχή του Λουκά (4,1-13), γιατί «μας επιτρέπει κατ’ εξοχήν να εμβαθύνουμε στο επεισόδιο των πειρασμών». Το δεύτερο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Η Διδασκαλία» και ουσιαστικά ερμηνεύει: (α) την «επί του όρους ομιλία» (Μτ 5-7) και (β) την περικοπή με το επίκαιρο χωρίο «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» (Μκ 12,13-17). Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στις «Παραβολές» και επιχειρεί να προσπελάσει: (α) τις παραβολές της Βασιλείας (σπορέως, του σπόρου επί της γης, του κόκκου σινάπεως και της ζύμης), (β) τις παραβολές των δέκα παρθένων και του φτωχού Λαζάρου, (γ) τις παραβολές των ταλάντων και της εσχάτης κρίσεως, και (δ) τις παραβολές του Ασώτου, του Τελώνη και Φαρισαίου και του καλού Σαμαρείτη. Τέλος, το τέταρτο κεφάλαιο ερμηνεύει δυναμικά τις διηγήσεις που σχετίζονται με τα «Θαύματα» με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: (α) Θεραπείες ανοιχτής καρδιάς, (β) Η Μεταμόρφωσις, (γ) Η θεραπεία του επιληπτικού παιδιού, (δ) Η Θεραπεία του δαιμονισμένου, και (ε) Τρία θαύματα του Κατά Ιωάννην.
Στο μέρος αυτό ο Ράμφος καταπιάνεται με «το μυστικό του Ιησού» όχι ως θεολόγος ή ιστορικός, αλλά ως συγγραφέας, ο οποίος ενδιαφέρεται πρώτιστα για το πρόβλημα της ερμηνευτικής του κατανόησης. Προσεγγίζει τα ευαγγέλια ως γεγονότα πνευματικά, τα οποία αφορούν το σημερινό άνθρωπο. Ακολουθεί δηλαδή με εξαιρετική επιτυχία τη σύγχρονη μετανεωτερική ερμηνευτική ανάλυση της «αντίδρασης του αναγνώστη» (reader’s response), η οποία δεν επιμένει μόνο στην αυστηρά ιστορική και αντικειμενική σημασία των ιερών κειμένων, αλλά προεκτείνεται και στην υπαρξιακή τους κατανόηση και ερμηνευτική υπέρβαση από το σημερινό αναγνώστη.
Η ερμηνευτική προσέγγιση της Μεταμορφώσεως χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, ιδιαίτερα από τους Ορθοδόξους. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την προσπάθειά του «μεταπατερική ανάγνωση των ευαγγελίων», αφού είναι πεπεισμένος ότι «το πλατωνικό-νεοπλατωνικό υπόβαθρο της μετά τον Ωριγένη πατερικής σκέψεως βασίζεται και αναπαράγει τον διαχωρι- σμό του κόσμου σε αισθητό και νοητό, όπως και του ανθρώπου σε θνητό υλικό σώμα και αθάνατη ψυχή/πνεύμα». Γι’ αυτό και η παραδοσιακή προσέγγιση της Καινής Διαθήκης δεν μπορεί για το Ράμφο (και θα πρόσθετα για σύνολη σχεδόν τη ελληνική βιβλική επιστήμη) «να διαθέτει καμία γονιμότητα παρατείνοντας την αρχαία και μεσαιωνική διαιρετική αντίληψη αισθητών και νοητών, σώματος και πνεύματος, σε μία εποχή όπου όλα τείνουν να ενώνονται σε υψηλότερο επίπεδο».
Στο τρίτο μέρος με γενικό τίτλο «Η Υπέρβαση» αποτελεί την κατακλείδα του έργου του, ο Ράμφος προσπαθεί να ερμηνεύσει το πραγματικό και εσωτερικό μήνυμα της Αναστάσεως, που άλλωστε αποτελεί από τον απόστολο Παύλο μέχρι και σήμερα το κεντρικό σημείο της χριστιανικής πίστεως. Σε ένα πρώτο κεφάλαιο με επικεφαλίδα «Αυτοπροσδιορισμοί» επιχειρεί να αναλύσει το υπόβαθρο του κορυφαίου αυτού γεγονότος, ερμηνεύοντας εκτεταμένα αποσπάσματα των ιωαννείων λόγων: (α) «Πηγή ύδατος» (περικοπή της Σαμαρείτισσας, κεφ. 4, με σύντομες αναφορές και στο διάλογο του Ιησού με το Νικόδημο, κεφ. 3), και (β) «Εγώ ειμί» (κεφ. 6-8), ενώ το δεύτερο κεφάλαιο έχει τίτλο «Αγωνία και Ανάσταση» και υποενότητες: (α) Το τελευταίο δείπνο, (β) Γεσθημανή και Σταύρωση και (γ) Η δόξα.
Για το Ράμφο το κεφαλαιώδες σημείο των ευαγγελίων, αλλά και των ανθρώπων κάθε εποχής είναι η ανάσταση, αυτό που κάνει το κλικ, το κάτι παραπάνω, το αλλιώς. Γι’ αυτό και το «γεγονός» της αναστάσεως χρειάζεται δυναμική πρόσληψη. «Η θρησκεία που φέρνει τον Θεό ενανθρωπήσαντα μέσα στην ιστορία, δεν καταφεύγει σε εμπειρική τεκμηρίωση της αναστάσεώς του και επιλέγει να την αφήσει αμαρτύρητη! …Γι’ αυτό και ο άνθρωπος οφείλει να την βιώνει πνευματικά και να γίνεται κύριος του χρόνου του...Αυτό υπονοούν και οι μεταναστάσιμες εμφανίσεις του Ιησού, όπου οι μαθητές καλούνται να αντικρύσουν με τα μάτια ως μάτια του πνεύματος και όχι να βεβαιωθούν εμπειρικά ότι ο Δάσκαλός τους ηγέρθη εκ του τάφου».
Εξετάζοντας το Μυστικό του Ιησού συνολικά, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι για τον Ράμφο ερμηνευτικό κλειδί κατανόησης του μηνύματος των ευαγγελίων είναι η «ατομικότητα/εσωτερικότητα». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Ιησούς φέρνει μια νέα εκδοχή του βιβλικού Μεσσία, ένα νέο τύπο ανθρώπου ως ανοικτή δυνατότητα υπάρξεως, ο όποιος ενσαρκώνει το ‘εντός υμών’ της Βασιλείας και ξεκλειδώνει αναγεννητικά τις ψυχές, ελευθερώνοντάς τες από τα δεσμά της συλλογικής ταυτότητος». Και αλλού «η πίστη στον Μεσσία-Χριστό εσωτερικεύεται ως ατομικό βίωμα μιας καινούργιας ζωής….τα πάντα υπάρχουν για την εσωτερικότητα». Αυτό είναι σωστό, αλλά όχι όλη η αλήθεια. Άλλωστε το κλασικό χωρίο στο οποίο διαρκώς ανατρέχει ο Ράμφος (η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστι), δεν ερμηνεύεται πλέον από τη σύγχρονη βιβλική επιστήμη με αναφορά στην «εσωτερικότητα» (μέσα σας) αλλά στη «κοινωνία» (ανάμεσά σας). Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι στο αιώνιο πρόβλημα της σχέσης ατομικότητας- κοινωνίας, για την οποία κάναμε λόγο πιο πάνω. Στη μετάφρασή μας στη δημοτική αποδίδουμε το κλασικό αυτό χωρίο ως εξής: «η βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας».
Το Μυστικό του Ιησού έχει πολλαπλούς αποδέκτες. Είναι αποκαλυπτικό και άκρως παιδευτικό για τους πάσης φύσεως στοχαστές και απαιτητικούς αναγνώστες των καιρών μας, κυρίως για όσους επιφανειακά μόνον έτυχε να γνωρίζουν τα «μυστικά» του χριστιανικού πολιτισμού, και ως εκ τούτου αναγκαστικά αναζητούν ιστορικές και επιστημονικές ανατροπές στις πάσης φύσεως «απόκρυφες» διηγήσεις που προσφέρουν με επικοινωνιακά φτιασίδια τα ΜΜΕ (από τις μυθοπλασίες του Νταν Μπράουν μέχρι την πρόσφατη ανακάλυψη του υποτιθέμενου τάφου της κατά σάρκα οικογένειας του Ιησού). Για τον εικονοκλαστικό λόγο του Ράμφου στα ευαγγέλια «ο Ιησούς αναγνωρίζεται υιός του Θεού υπό την έννοια ότι στο πρόσωπό του ο Πατήρ Θεός δεν φανερώνεται πλέον ως υπερφυσική οντότης αλλά ως πνεύμα καινούργιας ζωής, ως αυθεντικός τρόπος υπάρξεως»!
Είναι, όμως, ταυτόχρονα αφοπλιστικό και επικίνδυνα ανατρεπτικό για όσους ερμηνεύουν στατικά τα βιβλικά κείμενα με μια τάση αποστεωμένης προσέγγισης των πάσης φύσεως δογματικών και ομολογιακών απολυτοτήτων. Με περισσή απλότητα υποστηρίζει ο συγγραφέας, ότι «το θαύμα συνιστά εμπειρική πραγματικότητα ως διήγηση και υπερβατική αλήθεια ως σημείο, οπότε το προσλαμβάνουμε ερμηνεύοντας το κείμενο και όχι καταπίνοντάς το. Τα θαύμα προβαίνει στην αλήθεια του ως αρχέτυπο του αλλιώς»!
Είναι, τέλος, ριζοσπαστικά κριτικό και ευχάριστα προφητικό ακόμη και για την ίδια τη βιβλική επιστήμη την οποία διακονώ. Στην ιστορία της, άλλωστε, οι μεγάλες καμπές της καταγράφτηκαν από επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων (Lachmann για το συνοπτικό πρόβλημα, Dilthey και Gadamer για το ερμηνευτικό κλπ). Ο Ράμφος είναι αναμφισβήτητα εκφραστής κάποιας μετανεωτερικής «αλλαγής παραδείγματος» στο χώρο της ερμηνείας της Καινής Διαθήκης, την αναγκαιότητα της οποίας ο υπογράφων με επιμονή υποστηρίζει.
Το 2010 ο Ράμφος εκδίδει το τρίτο μέρος της τριλογίας του. Το αδιανόητο τίποτα. Φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού (εκδόσεις Αρμός 2010, σελ. 489), ένα πραγματικά συγκλονιστικό δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Αν διερωτάται κανείς σε τι βασίστηκε η αινιγματική διατύπωση του Μπερντιάγεφ, στο έργο του Πηγές του ρωσικού κομμουνισμού, ότι ο μηδενισμός έκανε την εμφάνισή του στα πνευματικά θεμέλια της Ορθοδοξίας, και αν με οδύνη διαπιστώνει πως η σημερινή διεθνής απαξίωση του ελληνικού κράτους ως τόπου διαφθοράς χρειάζεται κάποια σε βάθος ανθρωπολογική ανάλυση, τότε δεν έχει παρά να ανατρέξει σ’ αυτήν την ανθρωπολογική πραγματεία του Στέλιου Ράμφου.
Είναι γνωστό, πως η συντριπτική πλειοψηφία της μετά τον Κοραή νεοελληνικής διανόησης, καθώς και μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου, με πάθος προβάλλουν τα ιδεώδη της νεωτερικότητας ως καταστατικό όραμα για την διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Αντίθετα η βαθιά ριζωμένη στην ελληνική συνείδηση Ορθόδοξη πνευματικότητα, με τα «επιτεύγματα και τα αδιέξοδα της βυζαντινής κοινωνίας», ουσιαστικά απαγορεύει στο νεοέλληνα, όπως διατείνεται ο Ράμφος, «να βγει από το παρελθόν στον καθαρό αέρα και να αναπνεύσει», αφού το πρώτο ρεύμα «κοιτάζει γραμμικά το μέλλον», ενώ το δεύτερο «ταυτίζεται αγχωτικά με το παρελθόν», με αποτέλεσμα την υποδόρια διαμόρφωση μια σχιζοφρενικής κατάστασης που τελικά «διχάζει την ψυχή μας»!
Αυτό, λοιπόν, που κανείς σοβαρός μελετητής δεν διανοήθηκε μέχρι σήμερα να ξεδιαλύνει – άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία της νεώτερης ελληνικής διανόησης αγνοεί τον πλούτο της βυζαντινής πνευματικότητας – το επιχειρεί με έντονα κριτικό πνεύμα ο Ράμφος στο τελευταίο αυτό έργο της τριλογίας του, αναλύοντας την συμβολή της Φιλοκαλίας, «την φημισμένη ανθολογία ασκητικών και ησυχαστικών κειμένων, που οργώνει αμέσως ή εμμέσως τις συνειδήσεις των χριστιανών της ορθόδοξης Ανατολής τους τελευταίους δύο και πλέον αιώνες», στην διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας. Για τον Ράμφο η ανθολογία αυτή του Νικοδήμου του Αγιορείτη και του Μακαρίου Νοταρά αποτελεί έργο «καταστατικής σημασίας για τον νεώτερο ελληνισμό, (κάτι μάλιστα σαν) γενέθλιο κεφάλαιο του Νέου ελληνισμού».
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Ράμφου παρελαύνουν τα μεγάλα ονόματα της νηπτικής και ησυχαστικής παράδοσης της χριστιανικής Ανατολής: από τους γενάρχες του είδους, Ευάγριο Ποντικό και Μακάριο, τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τον Μάρκο τον Ασκητή, τον Διάδοχο Φωτικής, τον Μάξιμο τον Ομολογητή και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, μέχρι τον Νικηφόρο τον Μονάζοντα, τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη και τον Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και τους μεταγενέστερους Κάλλιστο και Ιγνάτιο Ξανθόπουλους, επιλεκτικά έργα των οποίων περιλαμβάνονται στην Φιλοκαλία, ενώ επιχειρείται και σύντομη, αλλά πολύ κατατοπιστική, αναφορά σε δυο πιο πρόσφατα έργα: τη Νηπτική θεωρία ενός αγιορείτη «απηλπισμένου μοναχού» και τα Οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη, ως επιλεγόμενα της σταδιακής δημιουργίας «κενού εαυτού» του ορθόδοξου νεοέλληνα.
Η ανάγνωση, βέβαια, των κειμένων αυτών δεν γίνεται με την ουδέτερη μέθοδο της ξερής ιστορικής παρουσίασης των απόψεων των συγγραφέων, «την γραμματολογική προσέγγιση των κειμένων με την μηχανιστική αναλυτική της μέθοδο». Ο Ράμφος επιχειρεί μια «πνευματική κατανόηση», αφού όπως πολύ ορθά υποστηρίζει «ένα κείμενο δεν λέει οτιδήποτε ούτε κάτι ορισμένο». Με την εδραιωμένη μάλιστα πεποίθηση περί «ανυπαρξίας ανθρωπολογικού προβληματισμού τόσο στην ορθόδοξη παράδοση όσο και στην νεοελληνική γραμματεία», θεωρεί την Φιλοκαλία «προνομιακό πεδίο ανθρωπολογικής προσεγγίσεως της νεοελληνικής ιδεολογίας», αφού οι ζυμωμένοι με την Φιλοκαλία ορθόδοξοι της νεωτερικής εποχής μετεωρίζονται «ανάμεσα σε ουράνια προσδοκία και απομαγεμένη ιστορικότητα».
Το έργο αυτό του Ράμφου, με το οποίο στην ουσία επιχειρείται αναψηλάφηση των σχέσεων ανάμεσα στην «ατομικότητα», ενός από τους βασικούς πυλώνες της νεωτερικότητας, και «κοινωνίας», ακρογωνιαίου λίθου του χριστιανικού συστήματος, έχει πολλαπλούς αποδέκτες. Για τη νεωτερική διανόηση του τόπου μας αποτελεί πρόκληση για μια εκ νέου φιλοσοφική ενασχόληση με την Ορθόδοξη πνευματικότητα. «Θα ήταν ολέθριο, διατείνεται ο συγγραφέας, να εξακολουθεί η αναμέτρηση (μεταξύ νεωτεριστών/ εκσυγχρονιστών και παραδοσιακών ή σχηματικά μεταξύ Κοραή και Νικοδήμου) στην προσδοκία ενός τελικού νοκ-άουτ, ενώ αντιθέτως η μεγάλη σύνθεση θα επιτρέψει να στραφούμε στον χρόνο και τον άνθρωπο του μέλλοντος γονιμοποιώντας τα ζωντανά κοιτάσματα του παρελθόντος στον σημερινό κόσμο».
Τα μηνύματά του όμως για την Ορθόδοξη θεολογική διανόηση είναι ασυγκρίτως πιο βασανιστικά. Γιατί με τις βαθυστόχαστες, και επιστημονικά τεκμηριωμένες, φιλοσοφικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις του – απ’ την αρχή ξεκαθαρίζει και «προδιαθέτει», πως δεν γράφει «σαν θεολόγος, μολονότι προσπάθησε να ξεκλειδώσει ένα βιβλίο προσευχής» – ουσιαστικά προβαίνει στην αποδόμηση της για πολλούς ιερότερης παραμέτρου της νεώτερης Ορθοδοξίας. Της επικρατήσασας δηλαδή θεώρησης του Ορθόδοξου Ανατολικού χριστιανισμού αποκλειστικά μέσα από την οπτική γωνία του ησυχασμού και γενικότερα του παλαμισμού. Ο Ράμφος, πέραν της συχνά-πυκνά επαναλαμβανόμενης θέσης του, πως το όλο φιλοκαλικό σύστημα, αλλά και ολόκληρη η μεταβυζαντινή θεολογία, έχουν τις ρίζες τους «στην νεοπλατωνική επιλογή της Εκκλησίας», με όλους σχεδόν του νηπτικούς να επαναλαμβάνουν, με τις αναγκαίες βέβαια τροποποιήσεις, το σκεπτικό του Ευαγρίου Ποντικού, προχωράει και σε άκρως κριτικές απόψεις για θέματα που μέχρι σήμερα αποτελούσαν ταμπού της νεώτερης Ορθοδοξίας.
Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές από τις εκτιμήσεις του, χωρίς αναγκαστικά να τις ενστερνίζομαι στην πληρότητά τους: Η εξέλιξη της σκέψης και η κατάφαση στο υποκειμενικό άτομο «στο Βυζάντιο ματαιώθηκε, επειδή η ομάδα με τα στερεότυπά της (ο λόγος περί της αντι-ουμανιστικής περί τον Παλαμά μερίδας) αφάνισε την ατομικότητα ακριβώς όταν ώρθριζε». «Η επιβολή του παλαμισμού με την Μεγάλη Σύνοδο του 1351 έθεσε την χριστιανική Ανατολή συλλήβδην εκτός ιστορίας». «Η διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και ακτίστων ενεργειών συνεπάγεται μια ανθρωπολογία κλειστού αισθήματος που αποκλείει την διαμόρφωση του αυτοσυνειδήτου υποκειμένου και μια εσχατολογία που αποκλείει ή ακρωτηριάζει την ιστορικότητα».
O Ράμφος δεν απορρίπτει τα θετικά στοιχεία του παλαμισμού, του ησυχασμού και του φιλοκαλικού κινήματος. Αναγνωρίζει, ότι η ασκητική αναχώρηση από τον κόσμο προς αναζήτηση ατομικής ελευθερίας και σωτηρίας, στην προοπτική της μεταβάσεως από τις μεσαιωνικές παραδοσιακές κοινότητες στις νεώτερες δημοκρατικές κοινωνίες, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο. «Εκεί όπου το άτομο ήταν μέχρις αφανισμού παραδομένο στο σύνολο χάρη σε περίπλοκα ακατάλυτους δεσμούς αίματος, πίστεως και εντοπιότητος, στην έρημο βρήκε τον εαυτό του μόνο απέναντι στον ασύλληπτο Θεό». Υποστηρίζει όμως, ότι από τα τέλη της πρώτης χιλιετίας στην Ανατολική παράδοση ο μοναχός – και σε γενικές γραμμές και ο μέσος Ορθόδοξος χριστιανός - κλείστηκαν στην συμβατική «κοινότητά τους και έμειναν έξω από την κοινωνία, ξεχνώντας την επαναστατική τους εκκίνηση». «κράτησαν την ερημία και παραιτήθηκαν από την προσωπική τους οντότητα».
Χωρίς να διατείνεται ότι έχει πει τον τελευταίο λόγο για την ουσία των πραγμάτων, ο Ράμφος με το έργο του αυτό άνοιξε διάπλατα τις πύλες για μια σε βάθος φιλοσοφική, ανθρωπολογική, αλλά και θεολογική, ενδοσκόπηση. Αναμφίβολα για τη νεώτερη θεολογική επιστήμη ολόκληρη η τριλογία του Ράμφου αποτελεί την σπουδαιότερη ίσως συμβολή στο νεώτερο Ορθόδοξο θεολογικό στοχασμό, που κανείς σοβαρός μελετητής δεν μπορεί στο μέλλον να αγνοήσει.
[ΥΣΤΕΡΓΡΑΦΟ: Η ανωτέρω απόπειρα εμβάθυνσης στη σκέψη του Ράμφου θα ολοκληρωθεί μετά από ενδελεχή μελέτη του τελευταίου πονήματός του Πολιτική από στόμα σε στόμα, Αρμός, 2016].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα