Στις 17 Μαΐου 1934, η ανεύρεση του πτώματος μιας όμορφης νεαρής γυναίκας στην περιοχή του Αγίου Κοσμά κινητοποίησε την αστυνομία. Το θύμα είχε πυροβοληθεί στον δεξιό κρόταφο και ήταν πεσμένο δίπλα σε ένα βράχο της παραλιακής ζώνης.
«Πρώτος αντελήφθη το γεγονός ο διατηρών παρά την τοποθεσίαν […] μικρόν καφενείον Παναγ. Κρεούσης», ανέφερε η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την επόμενη ημέρα σε σχετικό ρεπορτάζ. Σύμφωνα με αυτό, «όταν προσέτρεξεν ο Κρεούσης, ο θάνατός της είχεν επέλθη. Παρ΄αυτήν ευρίσκετο ένα μεγάλο μπουκέτο από παπαρούνες, το οποίον είχεν φέρει μαζί της, […], το μαστίγιόν της, μία ασημένια σιγαροθήκη αξίας. Εφόρη λευκήν μεταξωτήν σεμιζέταν και κιλόττα ιππασίας. Εις τα δάκτυλα είχε δυο δακτυλίδια, εκ των οποίων το έν έχει μεγάλον αδάμαντα, το δε έτερον φέρει το οικογενειακόν της οικόσημον».
Μια απλή υπόθεση αυτοκτονίας;
Τα πρώτα στοιχεία οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η νεαρή γυναίκα είχε αυτοκτονήσει, κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα και στο ιατροδικαστικό εργαστήριο της Αθήνας.
Αμέσως, οι αστυνομικές αρχές ξεκίνησαν συστηματικές έρευνες για την εξακρίβωση της ταυτότητάς της και τα αίτια της αυτοκτονίας. Το απόγευμα της ίδια μέρας, η απάντηση για το πρώτο ερώτημα, δόθηκε. Ο Κ. Ευθυμίου, ιδιοκτήτης αλόγων στην περιοχή κοντά στον Ιππόδρομο στο Παλιό Φάληρο, παρουσιάστηκε στον αξιωματικό υπηρεσίας του ΙΑ΄ Αστυνομικού Τμήματος Καλλιθέας και δήλωσε πως η νεαρή κοπέλα ήταν η 29χρονη Λετονή βαρόνη Δωροθέα ντε Ροπ, η οποία επισκεπτόταν συχνά την επιχείρησή του, προκειμένου να νοικιάζει άλογα.
Εντύπωση προκάλεσε το γεγονός πως το πτώμα της ντε Ροπ παρέμεινε στο νεκροτομείο και μετά την ολοκλήρωση της ιατροδικαστικής εξέτασης, καθώς δεν υπήρχε κανείς που να ενδιαφέρθηκε για την οργάνωση της κηδείας της. Τελικά, με δαπάνες πρωινής εφημερίδας, η σορός της Λετονής ενταφιάστηκε στο Ρωσικό Νεκροταφείο του Πειραιά, με τη νεκρώσιμη ακολουθία να τελείται στις 9 το βράδυ!
Δωροθέα ντε Ροπ
Στις 19 Μαΐου, ο διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών Ιωάννης Βαβούρης υπέβαλε προς την Ειδική Ασφάλεια και το Υπουργείο Εξωτερικών απόρρητη ανακοίνωση, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η Δωροθέα ντε Ροπ ήταν ρωσικής καταγωγής και διαζευγμένη σύζυγος του Λετονού Βαρώνου μεγαλοβιομήχανου Πέτερ Ντε Ροπ. Ο Ντε Ροπ έμενε μαζί με τα δυο του παιδιά στη Βιέννη, ενώ η Δωροθέα έφτασε στην Ελλάδα μέσω Αλβανίας, με κανονικό διαβατήριο στις 18 Ιουνίου 1933.
Η αστυνομία είχε ήδη εξακριβώσει ότι η ντε Ροπ στην Αθήνα σύχναζε αρχικά σε κοσμικούς κύκλους, αργότερα όμως, όταν εξαντλήθηκαν οι οικονομίες της, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί σε μια πανσιόν στην Κηφισιά.
Στην πανσιόν, η ντε Ροπ προσέφερε τις υπηρεσίες της επειδή γνώριζε ότι δεν μπορούσε να εργαστεί ως δαχτυλογράφος σε ξένη πρεσβεία. Επιπλέον, έγινε γνωστό πως διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον Αλβανό πρέσβη στην Αθήνα, Κεμάλ Μπέη Μεσσαρές.
«Αι σχέσεις βαρώνης και πρέσβεως εξηκολούθησαν θερμαί μέχρι προ διμήνου, οπότε ο κ. Μεσσαρές ήρχισε να επιδεικνύη μια ψυχρότητα προς την Ροπ«, τόνιζε το «Ελεύθερον Βήμα» στις 19 Μαΐου 1934 και συμπλήρωνε: «Η προχθεσινή αυτόχειρ αντιληφθείσα ταχέως ότι το αίσθημα του φίλου της διπλωμάτου ητόνησε κατελήφθη υπό απελπισίας[…]. Εν τω μεταξύ, η οικονομική κατάστασις της βαρώνης δεν ήτον ευχάριστος. Και ο λόγος αυτό υπήρξεν, εν συνδυασμώ με την ερωτικήν απελπισίαν, εκ την οποία είχε καταληφθή η αιτία της αυτοκτονίας της«.
Οι δύο επιστολές
Όμως, σε έρευνα που έγινε στο δωμάτιό της, εντοπίστηκαν μεταξύ άλλων φωτογραφίες του Αλβανού βασιλιά Αχμέτ Ζώγου και του ίδιου του Μεσσαρές, όπως επίσης και δύο επισφραγισμένες επιστολές, οι οποίες απευθύνονταν στον Μεσσαρές και στον Α' Γραμματέα της τουρκικής πρεσβείας Ζεκή Βέην αντίστοιχα.
Από το περιεχόμενο των δύο αυτών επιστολών προέκυπτε αβίαστα πως η Λετονή βαρόνη «πλην των ερωτικών της σχέσεων, τα οποίας είχεν με τον Αλβανόν πρεσβευτήν, ετέλει και εις την υπηρεσίαν κατασκοπείας της τουρκικής κυβερνήσεως».
Στην πρώτη της επιστολή, η ντε Ροπ, μεταξύ άλλων φώτιζε και μια παλαιότερη υπόθεση που είχε απασχολήσει τις ελληνικές αρχές και αφορούσε την κλοπή από τη βίλα της Κηφισιάς της αλληλογραφίας μεταξύ του επιφανούς ομογενούς του Σουδάν, Γεράσιμου Κοντομίχαλου και του τέως πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Η άλλη επιστολή αποκάλυπτε τις πιέσεις που δεχόταν από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες ώστε να αναλάβει δράση σε βάρος της ελληνικής εθνικής ασφάλειας. Όπως ήταν φυσικό, οι πληροφορίες αυτές έθεσαν σε συναγερμό τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και το Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς βρίσκονταν μπροστά στην αποκάλυψη ενός δικτύου Τούρκων κατασκόπων, οι οποίοι δρούσαν στο εσωτερικό της χώρας.
Η κλοπή της βαλίτσας
Καθώς η υπόθεση της αυτοκτονίας της ντε Ροπ και των απολήξεών της ως τη δράση των μυστικών υπηρεσιών απασχολούσε ακόμη τις ελληνικές αρχές, ένα νέο περιστατικό ενέτεινε τον εκνευρισμό των διωκτικών υπηρεσιών και του Υπουργείου Εξωτερικών.
Το πρωί της 7ης Ιονίου, ο Τούρκος διπλωματικός ταχυδρόμος Γιουνόυζ Ζία Αχράν κατήγγειλε ότι από το δωμάτιο του στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» της πλατείας Συντάγματος είχε κλαπεί μια βαλίτσα με τη διπλωματική αλληλογραφία της τουρκικής πρεσβείας στο Παρίσι, η οποία προοριζόταν για το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα. Σχεδόν αμέσως, στο ξενοδοχείο κατέφθασαν ο διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας αντισυνταγματάρχης Σταυρόπουλος, οι αξιωματικοί της Γενικής Ασφάλειας Τσίπης, Λαμπρινόπουλος και Τσιμπιδάρος, ο εισαγγελέας Παπαθανασίου και τρεις διπλωματικοί υπάλληλοι της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα. Από τις πρώτες ανακρίσεις, οι αστυνομικοί διαπίστωσαν πως ο Αχράν είτε έλεγε ψέματα σχετικά με την κλοπή είτε αυτή είχε γίνει σε άλλο χώρο του ξενοδοχείου.
Παρόλο που οι καταγγελίες του Τούρκου διπλωματικού υπαλλήλου δεν ήταν στοιχειοθετημένες, οι έρευνες της αστυνομίας συνεχίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Γύρω στα μεσάνυχτα, ένας αστυφύλακας εντόπισε κάτω από την γέφυρα του Έδεμ στο Παλαιό Φάληρο μια άδεια βαλίτσα, η οποία αμέσως αναγνωρίστηκε με βάση τις περιγραφές του Αχράν, ως αυτή η οποία περιείχε τα τουρκικά διπλωματικά έγγραφα. Τα ευρήματα της Σήμανσης δεν ήταν ενθαρρυντικά, αφού στη βαλίτσα βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα που ήταν αδύνατο να αξιοποιηθούν προς την κατεύθυνση του εντοπισμού του δράστη.
Η υπόθεση όδευε προς το αρχείο, όταν οι αστυνομικοί ανέσυραν από το φάκελο της αυτοκτονίας της ντε Ροπ τις δύο επιστολές της. Την προσοχή του αντισυνταγματάρχη Σταυρόπουλου τράβηξε κυρίως η άρνηση της ντε Ροπ προς τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες να παράσχει βοήθεια στον «αναμενόμενον από το Παρίσι Ζ.Α. (Γιουνούζ Ζία Αχράν)».
Υπό το φως αυτής της ομολογίας γινόταν φανερό πως η καταγγελία για την κλοπή αποτελούσε επινόηση των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας για να κλονίσουν τις σχέσεις των δύο χωρών ή να συγκαλύψουν τον ρόλο τους στην αυτοκτονία της βαρόνης. Έτσι, έστω και με τον θάνατό της, η ντε Ροπ είχε συμβάλει στην εξιχνίαση ενός σύνθετου και επικίνδυνου κατασκοπευτικού και διπλωματικού γρίφου.
Πηγή:news247
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα