Στο άκουσμα της θυσίας του Μεσολογγίου όλοι οι λαοί συγκλονίστηκαν.
Τη νύχτα που μαθεύτηκε στο Παρίσι η φοβερή είδηση, οι εργάτες και οι φοιτητές, κρατώντας αναμμένες δάδες, περικύκλωσαν τα ανάκτορα του Κεραμεικού φωνάζοντας "Το Μεσολόγγι δεν υπάρχει πια"! κι ανάγκασαν τον βασιλιά να ξυπνήσει, να βγει στον εξώστη και να τους υποσχεθεί πως θα βοηθούσαν την Ελλάδα. Και μαζί μ’ αυτόν "ξύπνησαν" κι όλοι οι ισχυροί της "Ιερής Συμμαχίας" και βοήθησαν στο Ναυαρίνο. Και ο Μέτερνιχ έστελνε μήνυμα στο Σουλτάνο: "Δεν θα μπορούμε στο μέλλον να σας βοηθήσουμε όπως πριν. Δυστυχώς, μεσολάβησε το Μεσολόγγι". Όσο για την απήχηση που το γεγονός αυτό είχε στην Τέχνη, εκεί είχαμε μια πραγματική έκρηξη σ’ όλο τον κόσμο: μεγάλοι δημιουργοί (Γκαίτε, Ουγκώ, Πούσκιν, Λαμαρτίνος, Πουτσίνι, Ντελακρουά, Ντελανσάκ, Νταβίντ ντ’ Ανζέ) εμπνεύστηκαν απ’ αυτό κι έγραψαν, συνέθεσαν, ζωγράφισαν, σμίλεψαν, σπουδαία έργα. Στα θέατρα των μεγάλων πόλεων του εξωτερικού παίζονταν έργα με θέμα το δράμα του Μεσολογγίου και κυκλοφορούσαν χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα με σκηνές απ’ αυτό. Και δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη Ιστορία των πολιορκιών και της Εξόδου που κυκλοφόρησε επτά μόλις μήνες μετά την Έξοδο, ήταν από ένα ξένο (Αύγουστο Φαμπρ).
Γιατί, πραγματικά, ήταν κάτι το πρωτοφανές αυτό που είχε συμβεί: Δεν ήταν ηρωϊσμός ενός ή δέκα ή τριακοσίων ανθρώπων, που πολέμησαν και σκοτώθηκαν. Ήταν η θυσία μιας ολόκληρης πόλης. Και δεν ήταν ο ηρωισμός μιας στιγμής, όπου ο ήρωας, ή οι ήρωες βρίσκονται ξαφνικά μπροστά στον κίνδυνο και τον αψηφούν και σκοτώνονται. Ήταν μια θυσία προμελετημένη και προαποφασισμένη επί ένα χρόνο.
Μια πόλη πολιορκήθηκε, με διακοπές, επί τέσσερα χρόνια και επί ένα χρόνο αδιάλειπτα. Όμως η ψυχική δύναμη των κατοίκων της ήταν τέτοια, που δεν κλονίστηκαν ούτε στιγμή. Μέσ’ στην αντάρα του πολέμου, συνέχισαν τη ζωή τους σαν να μη συνέβαινε τίποτε.
Είχαν φτάσει σιγά σιγά στο έσχατο σημείο της στέρησης και της πείνας, και όμως αρνούνταν δελεαστικές προτάσεις για παράδοση. Και το ήθος τους ήταν τέτοιο που, όταν τους πρότειναν να βγουν φορώντας τα άρματά τους και μόνο οι ξένοι που ήταν μέσα στα τείχη --είτε για να βοηθήσουν είτε για να βρουν καταφύγιο-- να τα παραδώσουν, αγανάκτησαν όλοι κι απάντησαν πως τους ξένους τους αυτοί δεν τους πουλάνε.
Κι ενώ η πείνα τούς έκανε σιγά σιγά σκιές ανθρώπων, άρχιζαν, σχεδόν τελετουργικά, να ετοιμάζονται για το Μεγάλο Τέλος.
Έκαψαν οι γυναίκες τα "σεμνά" κρεβάτια τους.
Μοίρασαν τα ρούχα των δικών τους που είχαν σκοτωθεί, να τα φορέσουν αυτοί που θα έβγαιναν και δεν είχαν, γιατί τα δικά τους ήταν λερωμένα από μπαρούτι ή αίμα.
Βούλωσαν οι άντρες με χώμα τα κανόνια του τείχους τους.
Έθαψαν στο χώμα το πιεστήριο και τα τυπογραφικά στοιχεία, για να μην πέσουν σε βέβηλα χέρια.
Πήραν, όλοι, την τελευταία μετάληψη.
Οι μανάδες έδωσαν αφιόνι στα μικρά παιδιά τους, για να μην κλάψουν την ώρα που θα έβγαιναν.
Είπαν ο ένας στον άλλο "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο" και ξεκίνησαν.
Δεν ήταν δηλαδή απλώς ένα ηρωικό γεγονός αυτό που συντελέστηκε. Ήταν μια έκφραση ύψιστου ψυχικού σθένους, ανθρώπινης αξιοπρέπειας και βαθιάς πνευματικής καλλιέργειας.
Η εξήγηση βρίσκεται ίσως στο πολιτιστικό υπόβαθρο της τότε πόλης. Το Μεσολόγγι δηλαδή, αν και δημιουργήθηκε μόλις τον 16ο αιώνα, κατάφερε, στα τέλη του 18ου να έχει δημιουργήσει ανθηρό εμπόριο με όλες τις χώρες της Μεσογείου και κυρίως με την Ιταλία, ναυπηγείο, στόλο και μεγάλες σχέσεις με τη Δύση. Και αυτό είχε αποτέλεσμα να ανθήσουν εκεί τα Γράμματα. Έτσι, στις παραμονές και στα χρόνια της Επανάστασης, βρίσκουμε στην πόλη δύο κοινοτικά σχολεία, ένα γυμνάσιο μια σχολή αλληλοδιδασκαλίας --πρωτοποριακή μέθοδος που εφαρμοζόταν στη Γαλλία και όπου διδάσκονταν δύο γλώσσες-- και δύο εφημερίδες.
Αυτό ήταν το υπόβαθρο απ’ όπου ξεκίνησαν οι πολιορκημένοι. Γι’ αυτό και η ύψιστη αξιοπρέπειά τους, η αίσθηση του χρέους τους, γι’ αυτό και η ήρεμη πορεία τους προς το θάνατο.
Κι έγινε και το άλλο παράδοξο: Όπως η ψυχική και πνευματική τους καλλιέργεια τους βοήθησε ν’ αντέξουν το μαρτύριο και τον θάνατο, έτσι απ’ το μαρτύριο αυτό φύτρωσαν λουλούδια του πνεύματος. Όλοι δηλαδή οι μεγάλοι δημιουργοί που "ανέτειλαν" μετά στο Μεσολόγγι, οι ποιητές και οι μεγάλοι πρωθυπουργοί (οι Παλαμάδες και οι Δροσίνηδες, οι Βάλβηδες, οι Τρικούπηδες και οι Δεληγιώργηδες) είχαν πατέρες ή παππούδες που σκοτώθηκαν στην Έξοδο. Το πνεύμα οδήγησε στη θυσία, και η θυσία πάλι το πνεύμα.
Πώς να τα πεις όλ’ αυτά σε ανθρώπους που δεν τα ξέρουν; Και το μεγάλο ερώτημα: Γιατί να μην τα ξέρουν;
Γιατί η πολιτεία να μην συντηρήσει στη χώρα και όλο τον κόσμο τη μνήμη αυτού του μοναδικού γεγονότος, όπου το πνεύμα νίκησε την ύλη;
Μεσολόγγι, η Πόλη όπου η ιστορία και η λογική, υποκλίθηκαν στην Αξιοπρέπεια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο άκουσμα της θυσίας του Μεσολογγίου όλοι οι λαοί συγκλονίστηκαν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤη νύχτα που μαθεύτηκε στο Παρίσι η φοβερή είδηση, οι εργάτες και οι φοιτητές, κρατώντας αναμμένες δάδες, περικύκλωσαν τα ανάκτορα του Κεραμεικού φωνάζοντας "Το Μεσολόγγι δεν υπάρχει πια"! κι ανάγκασαν τον βασιλιά να ξυπνήσει, να βγει στον εξώστη και να τους υποσχεθεί πως θα βοηθούσαν την Ελλάδα. Και μαζί μ’ αυτόν "ξύπνησαν" κι όλοι οι ισχυροί της "Ιερής Συμμαχίας" και βοήθησαν στο Ναυαρίνο. Και ο Μέτερνιχ έστελνε μήνυμα στο Σουλτάνο: "Δεν θα μπορούμε στο μέλλον να σας βοηθήσουμε όπως πριν. Δυστυχώς, μεσολάβησε το Μεσολόγγι". Όσο για την απήχηση που το γεγονός αυτό είχε στην Τέχνη, εκεί είχαμε μια πραγματική έκρηξη σ’ όλο τον κόσμο: μεγάλοι δημιουργοί (Γκαίτε, Ουγκώ, Πούσκιν, Λαμαρτίνος, Πουτσίνι, Ντελακρουά, Ντελανσάκ, Νταβίντ ντ’ Ανζέ) εμπνεύστηκαν απ’ αυτό κι έγραψαν, συνέθεσαν, ζωγράφισαν, σμίλεψαν, σπουδαία έργα. Στα θέατρα των μεγάλων πόλεων του εξωτερικού παίζονταν έργα με θέμα το δράμα του Μεσολογγίου και κυκλοφορούσαν χρηστικά και διακοσμητικά αντικείμενα με σκηνές απ’ αυτό. Και δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη Ιστορία των πολιορκιών και της Εξόδου που κυκλοφόρησε επτά μόλις μήνες μετά την Έξοδο, ήταν από ένα ξένο (Αύγουστο Φαμπρ).
Γιατί, πραγματικά, ήταν κάτι το πρωτοφανές αυτό που είχε συμβεί: Δεν ήταν ηρωϊσμός ενός ή δέκα ή τριακοσίων ανθρώπων, που πολέμησαν και σκοτώθηκαν. Ήταν η θυσία μιας ολόκληρης πόλης. Και δεν ήταν ο ηρωισμός μιας στιγμής, όπου ο ήρωας, ή οι ήρωες βρίσκονται ξαφνικά μπροστά στον κίνδυνο και τον αψηφούν και σκοτώνονται. Ήταν μια θυσία προμελετημένη και προαποφασισμένη επί ένα χρόνο.
Μια πόλη πολιορκήθηκε, με διακοπές, επί τέσσερα χρόνια και επί ένα χρόνο αδιάλειπτα. Όμως η ψυχική δύναμη των κατοίκων της ήταν τέτοια, που δεν κλονίστηκαν ούτε στιγμή. Μέσ’ στην αντάρα του πολέμου, συνέχισαν τη ζωή τους σαν να μη συνέβαινε τίποτε.
Είχαν φτάσει σιγά σιγά στο έσχατο σημείο της στέρησης και της πείνας, και όμως αρνούνταν δελεαστικές προτάσεις για παράδοση. Και το ήθος τους ήταν τέτοιο που, όταν τους πρότειναν να βγουν φορώντας τα άρματά τους και μόνο οι ξένοι που ήταν μέσα στα τείχη --είτε για να βοηθήσουν είτε για να βρουν καταφύγιο-- να τα παραδώσουν, αγανάκτησαν όλοι κι απάντησαν πως τους ξένους τους αυτοί δεν τους πουλάνε.
Κι ενώ η πείνα τούς έκανε σιγά σιγά σκιές ανθρώπων, άρχιζαν, σχεδόν τελετουργικά, να ετοιμάζονται για το Μεγάλο Τέλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈκαψαν οι γυναίκες τα "σεμνά" κρεβάτια τους.
Μοίρασαν τα ρούχα των δικών τους που είχαν σκοτωθεί, να τα φορέσουν αυτοί που θα έβγαιναν και δεν είχαν, γιατί τα δικά τους ήταν λερωμένα από μπαρούτι ή αίμα.
Βούλωσαν οι άντρες με χώμα τα κανόνια του τείχους τους.
Έθαψαν στο χώμα το πιεστήριο και τα τυπογραφικά στοιχεία, για να μην πέσουν σε βέβηλα χέρια.
Πήραν, όλοι, την τελευταία μετάληψη.
Οι μανάδες έδωσαν αφιόνι στα μικρά παιδιά τους, για να μην κλάψουν την ώρα που θα έβγαιναν.
Είπαν ο ένας στον άλλο "καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο" και ξεκίνησαν.
Δεν ήταν δηλαδή απλώς ένα ηρωικό γεγονός αυτό που συντελέστηκε. Ήταν μια έκφραση ύψιστου ψυχικού σθένους, ανθρώπινης αξιοπρέπειας και βαθιάς πνευματικής καλλιέργειας.
Η εξήγηση βρίσκεται ίσως στο πολιτιστικό υπόβαθρο της τότε πόλης. Το Μεσολόγγι δηλαδή, αν και δημιουργήθηκε μόλις τον 16ο αιώνα, κατάφερε, στα τέλη του 18ου να έχει δημιουργήσει ανθηρό εμπόριο με όλες τις χώρες της Μεσογείου και κυρίως με την Ιταλία, ναυπηγείο, στόλο και μεγάλες σχέσεις με τη Δύση. Και αυτό είχε αποτέλεσμα να ανθήσουν εκεί τα Γράμματα. Έτσι, στις παραμονές και στα χρόνια της Επανάστασης, βρίσκουμε στην πόλη δύο κοινοτικά σχολεία, ένα γυμνάσιο μια σχολή αλληλοδιδασκαλίας --πρωτοποριακή μέθοδος που εφαρμοζόταν στη Γαλλία και όπου διδάσκονταν δύο γλώσσες-- και δύο εφημερίδες.
Αυτό ήταν το υπόβαθρο απ’ όπου ξεκίνησαν οι πολιορκημένοι. Γι’ αυτό και η ύψιστη αξιοπρέπειά τους, η αίσθηση του χρέους τους, γι’ αυτό και η ήρεμη πορεία τους προς το θάνατο.
Κι έγινε και το άλλο παράδοξο: Όπως η ψυχική και πνευματική τους καλλιέργεια τους βοήθησε ν’ αντέξουν το μαρτύριο και τον θάνατο, έτσι απ’ το μαρτύριο αυτό φύτρωσαν λουλούδια του πνεύματος. Όλοι δηλαδή οι μεγάλοι δημιουργοί που "ανέτειλαν" μετά στο Μεσολόγγι, οι ποιητές και οι μεγάλοι πρωθυπουργοί (οι Παλαμάδες και οι Δροσίνηδες, οι Βάλβηδες, οι Τρικούπηδες και οι Δεληγιώργηδες) είχαν πατέρες ή παππούδες που σκοτώθηκαν στην Έξοδο. Το πνεύμα οδήγησε στη θυσία, και η θυσία πάλι το πνεύμα.
Πώς να τα πεις όλ’ αυτά σε ανθρώπους που δεν τα ξέρουν; Και το μεγάλο ερώτημα: Γιατί να μην τα ξέρουν;
Γιατί η πολιτεία να μην συντηρήσει στη χώρα και όλο τον κόσμο τη μνήμη αυτού του μοναδικού γεγονότος, όπου το πνεύμα νίκησε την ύλη;