Η παραλία της Ζακύνθου στην οποία αναπαύεται το περίφημο Ναυάγιο, λεγόταν πριν Σπιριλί και δεν την ήξερε σχεδόν κανείς.
Όλα άλλαξαν ένα βράδυ του Σεπτεμβρίου του 1980, όταν το υπό ελληνική σημαία μότορσιπ «Παναγιώτης» φεύγει από το Αργοστόλι στην Κεφαλονιά, με τελικό προορισμό τον Πειραιά. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν όλοι.
Λίγο μετά τον απόπλου ο καπετάνιος του «Παναγιώτη», Κυριάκος Βαρβατάκος, ανακοινώνει στο πλήρωμα ότι τελικά δεν θα πάνε στον Πειραιά, αλλά στην Τυνησία.
Τέτοιες αλλαγές δεν ήταν και πάρα πολύ αδιανόητες στα μικρά πλοία της εποχής εκείνης -και όλων των εποχών- ιδιαίτερα όταν εμπλέκονταν σε κάποιου είδους παρανομία, κάτι επίσης όχι και πολύ αδιανόητο.
Ο δε «Παναγιώτης» ήταν συνώνυμος με την παρανομία.
Το βαπόρι απ' τη Σκωτία, πήγε προς την Τυνησία
Το 450 τόνων μότορσιπ ήταν ήδη γερασμένο, καθώς είχε ναυπηγηθεί το 1937 στη Σκωτία, με το όνομα «Saint Bedan». Το 1964 περνά σε ελληνικά χέρια και μετονομάζεται σε «Μερόπη». Δύο χρόνια αργότερα αλλάζει ιδιοκτησία και μετονομάζεται σε «Χάρις» από το νέο του ιδιοκτήτη. Το 1975 πουλιέται ξανά και βαφτίζεται «Παναγιώτης» από την πλοιοκτήτρια εταιρεία «P. Lisicatos & Company» με έδρα τον Πειραιά· κανείς δεν είπε ότι οι Έλληνες εφοπλιστές υπήρξαν ευφάνταστοι στις ονοματοδοσίες των πλοίων τους.
Στον «Παναγιώτη» επέβαιναν επτά Έλληνες, όλοι τους μέλη του πληρώματος, και δύο Ιταλοί, οι οποίοι όπως προέκυψε αργότερα από τις καταθέσεις, ήταν μέλη της μαφίας και βρίσκονταν εκεί για να διασφαλίσουν ότι το «νταραβέρι» που θα έκανε το πλοίο θα γινόταν όπως έπρεπε.
Για λόγους ασφαλείας μέχρι τον απόπλου ούτε ο ίδιος ο πλοίαρχος δεν ήξερε ακριβώς τι είδους «νταραβέρι» θα ήταν αυτό, παρά μόνο ότι θα έπρεπε να ακούσει τους Ιταλούς, τα αφεντικά των οποίων είχαν ναυλώσει το μότορσιπ.
«Επικοινώνησα τηλεφωνικώς με τον πλοιοκτήτη μου και μου έδωσε εντολή να μιλήσω στη συχνότητα 2182 και να ζητήσω το πλοίο San Georgio, σημαίας Ισπανίας, και να συνεννοηθώ μαζί του για να φορτώσω τσιγάρα. Πράγματι, την 25η Σεπτεμβρίου 1980 συνάντησα το πλοίο San Georgio και φόρτωσα 1.895 κούτες τσιγάρα ξένης προέλευσης», εξήγησε στην κατάθεσή του ο καπετάνιος του «Παναγιώτη».
Από την Τυνησία, στα ανοιχτά της οποίας έγινε η συνάντηση με το «San Georgio», το πλοίο κατευθύνεται προς τη Νάπολη.
Εκεί, ανοιχτά του λιμανιού, μικρά σκάφη θα παραλάμβαναν τα τσιγάρα, τα οποία προορίζονταν για την ιταλική αγορά.
Ο κλέψας του κλέψαντος
Στο δρόμο προς τη Νάπολη, ο φερόμενος ως πλοιοκτήτης, Χαράλαμπος Κοτσωρός και ο Βαρβατάκος αποφασίζουν ότι τελικά μάλλον θα κρατήσουν εκείνοι τα τσιγάρα και θα τα ρίξουν στην ελληνική αγορά. Κρίμα να τα πάρει η ιταλική μαφία...
Η αξία των 1.895 κουτιών λαθραίων τσιγάρων, εξάλλου, ήταν κάπου στις 200.000 δολάρια, ποσό καθόλου κακό για τότε και για πάντα.
Πράγματι ο Βαρβατάκος βάζει πλώρη για τον Πειραιά, οι Ιταλοί το παίρνουν χαμπάρι και ο ένας τους ανεβαίνει στη γέφυρα να ζητήσει το λόγο. Ο Βαρβατάκος, όπως είπε αργότερα στην κατάθεσή του, του απάντησε ότι εκτελεί εντολές του πλοιοκτήτη, ο οποίος θα κρατήσει το εμπόρευμα καθώς δεν έχει πληρωθεί τα ναύλα.
«Βάζεις σε κίνδυνο το σπίτι σου», του απάντησε ο Ιταλός.
Ο δε Κοτσωρός είπε στις λιμενικές αρχές: «Έδωσα εντολή στον πλοίαρχο, μετά τη φόρτωση του πλοίου να έρθει σε τηλεφωνική επαφή μαζί μου για να παραλάβω τα χρήματα του ναύλου όπως ήταν και η συμφωνία μας με τον Ρομπέρτο Πίρα (ο ένας από τους δύο Ιταλούς). Διευκρίνισα δε να μην παραλείψει να με πάρει τηλέφωνο διότι εάν έκανε το λάθος και πήγαινε προς Νάπολη, θα έχανα τον ναύλο και ίσως και το πλοίο διότι είχα υποψίες ότι θα αιχμαλωτίζονταν. Είχα υποψίες επίσης ότι πίσω από τον Ρομπέρτο Πίρα ήταν ο Αλφόνσο Μαντζαρέλ, ο αρχιλαθρέμπορος, ο οποίος κατά το παρελθόν μού είχε καταχραστεί ναύλους».
Με λίγα λόγια το πρόβλημα του πλοιοκτήτη δεν ήταν ότι συνεργαζόταν με την ιταλική μαφία, αλλά μην και τον κλέψουν οι μαφιόζοι.
Ο Πίρα από την πλευρά του, έδωσε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή της ιστορίας: «Λίγο μετά τον απόπλου, ο πλοίαρχος μού είπε ότι θέλει να μου μιλήσει και πήγαμε στο σαλονάκι του πλοίου οι δυο μας. Εκεί ο πλοίαρχος μου είπε ότι από εκείνη τη στιγμή εκείνος είναι ο κύριος του φορτίου διότι είναι μεγάλος πειρατής και θα δώσει ένα μάθημα στους Ιταλούς. Διαμαρτυρήθηκα εντόνως και του είπα ότι αυτό που κάνει είναι έγκλημα και δεν θα μπορέσει ούτε το φορτίο να πουλήσει και θα πάει στη φυλακή. Ο πλοίαρχος έβγαλε ένα γεμάτο πιστόλι Beretta και μου είπε ότι η ζωή μου εξαρτάται από αυτόν και αν κάνω την παραμικρή κίνηση υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για τη ζωή μου».
Το πλήρωμα κλείδωσε τους Ιταλούς σε μια καμπίνα και λίγο αργότερα μπήκε στα ελληνικά χωρικά ύδατα, περιμένοντας οδηγίες από τον πλοιοκτήτη.
Ένα σαπάκι φορτωμένο λαθραία
Ο δυστυχής «Παναγιώτης», στο μεταξύ, πήγαινε και δεν πήγαινε. Είχε πολύ σοβαρά μηχανικά προβλήματα από την αρχή του ταξιδιού του, ενώ και οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν οι καλύτερες.
Ο πλοιοκτήτης δίνει εντολή να κατευθυνθεί στο Ιόνιο και να περιμένει στ' ανοιχτά για να παραδοθεί το φορτίο.
Ο «Παναγιώτης» εκπέμπει το προσυμφωνημένο συνθηματικό και περιμένει. Το άγνωστο πλοίο που θα παραλάμβανε τα τσιγάρα έδωσε συντεταγμένες για τη συνάντηση, αλλά η μηχανή του «Παναγιώτη» αγκομαχούσε.
Ο Βαρβατάκος είπε αργότερα ότι εκτός από τη μηχανική βλάβη που αντιμετώπιζε ο «Παναγιώτης», είχε και έλλειψη σε καύσιμα. Σε επικοινωνία που είχε με τον πλοιοκτήτη, εκείνος το είπε ότι θα του στείλει καύσιμα, αλλά, όπως ισχυρίστηκε ο Βαρβατάκος, τον ξέχασε γιατί έπαιζε μπαρμπούτι...
Θεϊκοί τύποι.
Ο μάγειρας του «Παναγιώτη» Ευάγγελος Γεωργαλλής, στη δική του κατάθεση είπε: «Με χαλασμένη τη μηχανή, νυχτερινές ώρες φθάσαμε έξω της νήσου Βαρβιανής Κεφαλονιάς όπου αγκυροβολήσαμε. Εκεί ο πλοίαρχος κατέβασε τη βάρκα του πλοίου και έφυγε. Εγώ πήγα για ύπνο. Μετά από αρκετή ώρα με ξύπνησαν να βγάλω τρόφιμα και νερό από ένα καΐκι που είχε έρθει δίπλα μας και που μαζί με αυτό είχε επιστρέψει και ο πλοίαρχος με τη βάρκα του πλοίου. Βγήκε όλο το πλήρωμα και ανεβάσαμε τα εφόδια στο καράβι. Στη συνέχεια διατάχθηκα εγώ και το πλήρωμα να κατέβουμε στο αμπάρι και να ανεβάσουμε πέντε ή έξι, δεν θυμάμαι, χαρτοκιβώτια τσιγάρα. Κατέβηκα μαζί με τον Γαρμπή στο αμπάρι και ανεβάσαμε τα τσιγάρα, τα οποία φόρτωσαν στο καΐκι και έφυγαν. Στο καΐκι μαζί με τον πλοίαρχο ήταν και δύο άτομα τους οποίους δεν γνωρίζω. Μετά αποπλεύσαμε για ανοικτό πέλαγος».
Λίγες ώρες αργότερα και ενώ βρισκόταν ανοιχτά της Ζακύνθου, το πλοίο χτυπήθηκε από κακοκαιρία, η μηχανή πέθανε και ο «Παναγιώτης» έμεινε ακυβέρνητος στο έλεος του βοριά. Ο καιρός τον έσυρε προς τα βράχια. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να εκπέμψει SOS αλλά οι μπαταρίες του ασυρμάτου δεν είχαν ισχύ. Εριξε στον αέρα και μια ναυτική φωτοβολίδα, αλλά δεν την είδε κανείς.
Στις 4.30 τα ξημερώματα ο «Παναγιώτης» προσάραξε. Οι Ιταλοί ελευθερώθηκαν και οι εννέα επιβαίνοντες βρέθηκαν στην άμμο. Με το φως της ημέρας ο καπετάνιος έδωσε εντολή να βγάλουν στην ακτή τα κιβώτια με τα λαθραία τσιγάρα. Το νερό που είχε μπει στο αμπάρι είχε καταστρέψει αρκετά, ενώ κάποια τα είχε πάρει η θάλασσα.
Οι ναυαγοί με τη βάρκα του πλοίου κωπηλάτισαν προς έναν όρμο και από εκεί κατευθύνθηκαν στο χωριό Βολίμες Οι κάτοικοι του χωριού που έμαθαν τα νέα έσπευσαν να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν.
Πολλές κούτες λαθραίων τσιγάρων θα καταλήξουν σε αποθήκες της Ζακύνθου, ενώ το Λιμενικό δεν βρήκε παρά ελάχιστα.
Στη δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι λαθρέμποροι. Ο «Παναγιώτης» λεηλατήθηκε, μέχρι που έμεινε ένας μεταλλικός σκελετός. Τα κύματα συσσώρευσαν όλα αυτά τα χρόνια άμμο και βότσαλα, μεγαλώνοντας την παραλία.
Σε ποιον ανήκει το «Ναυάγιο»;
Σήμερα το Ναυάγιο θεωρείται τουριστικός πόρος εθνικής σημασίας, καθώς αποτελεί τον δεύτερο σε επισκεψιμότητα και αναγνωρισιμότητα τουριστικό προορισμό στην Ελλάδα, με 4.000 επισκέπτες καθημερινά.
Παρόλα αυτά, η ίδια η ιδιοκτησία του πλοίου είναι μια ακόμη ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο άνθρωπος που εμφανιζόταν τότε ως ο πλοιοκτήτης του «Παναγιώτη», ο Χαράλαμπος Κωτσορός, δεν ήταν στην πραγματικότητα ιδιοκτήτης.
Στις 24 Μαϊου 1980 υπήρξε ένα συμφωνητικό πώλησης και παράδοσης του πλοίου «Παναγιώτης», μεταξύ των Παναγιώτη Λυσικάτο, Αλέξανδρο Σουλάνη και Ευστράτιο Σταυράκη και της συζύγου του αναφερόμενου ως πλοιοκτήτη Χαράλαμπου Κωτσορού, Μαρίας. Σύμφωνα με το συμφωνητικό, οι τρεις προαναφερόμενοι πούλησαν και παρέδωσαν το φορτηγό πλοίο «Παναγιώτης» στη Μαρία Κωτσορού με το τίμημα να ορίζεται στο ποσό του 1.600.000 δραχμών.
Η Μαρία Κωτσορού σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής είχε καταβάλει 160.000 δραχμές με το που έπεσαν οι υπογραφές, ενώ τα υπόλοιπα θα δίνονταν αργότερα. Ο Παναγιώτης Λυσικάτος είχε το 50% της ιδιοκτησίας του πλοίου, ο Αλέξανδρος Σουλάνης το 30% και ο Ευστράτιος Σταυράκης το 20%. Όμως, ο Κωτσορός και η σύζυγός του δεν κατέβαλαν ποτέ το υπόλοιπο ποσό. Παρέλαβαν το πλοίο και το χρησιμοποιούσαν για μεταφορές άγνωστες στους πραγματικούς ιδιοκτήτες.
Οι νόμιμοι ιδιοκτήτες είχαν έρθει σε επικοινωνία με τον οίκο δημοπρασιών Christie’s το 2015 για να διερευνήσουν τη ζήτηση που θα είχε ο «Παναγιώτης» εάν τον έβγαζαν σε δημοπρασία.
Άγνωστο τι τους είπε ο οίκος, πάντως η παραλία όσο και ο «Παναγιώτης» παραμένουν ακόμη στη θέση τους και προσβάσιμοι στους επισκέπτες, παρά το γεγονός ότι διάφοροι θα ήθελαν και προσπαθούν φανατικά ν΄ αλλάξει αυτό το καθεστώς.
Αυτό, όμως, είναι μια άλλη ιστορία, ενδεχομένως για μια άλλη μέρα «σαν σήμερα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα