«Παιδιά έχουμε πόλεμο», μ’ αυτά τα λόγια ανακοίνωσε ο αρχηγός της Σχολής Ευελπίδων στους μαθητές την κήρυξη του πολέμου του ’40.
Ολόκληρη η Ελλάδα έζησε με ένταση και πάθος εκείνες τις ώρες που καταγράφηκαν στη μνήμη των ανθρώπων της εποχής σαν αιώνας ολόκληρος. Και σίγουρα, ήταν οι ώρες και οι μέρες που σημάδεψαν τον περασμένο αιώνα.
Ας δούμε πιο κάτω πώς έζησαν στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940
O Δημήτρης Δημητρίου, ήταν αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων (τάξη του 1938) και πολέμησε ως ανθυπίλαρχος εναντίον των Γερμανών στη Δοϊράνη το 1941. Ήταν ο πρώτος μόνιμος Αξιωματικός της Αντίστασης που κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ, με το όνομα «Νικηφόρος». Διοικητής της Εφεδρείας στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, με καθοριστική επέμβαση σε κρίσιμη εμπλοκή της επιχείρησης.
Στο τρίτομο έργο του «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης», ο Δημήτρης Δημητρίου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και με συγγραφική δεινότητα το έπος της Εθνικής Αντίστασης, την ηρωική αρχή και το τραγικό τέλος, σε απλή γλώσσα και με ήθος. Η αρχή του πολέμου του ’40 βρίσκει τον Δημητρίου στη Σχολή Ευελπίδων. Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η περιγραφή του:
Προσωπικό αρχείο Δ. Δημητρίου: Ο Ανθυπίλαρχος Δ. Δημητρίου (δεξιά),
με τον συνάδελφό του ανθυπολοχαγό ΣΣΕ Ανδρέα Μπάκα
«Το πρωί, σχεδόν πριν χαράξει, έγιναν ξανά όλα όπως την κάθε φορά. Ξυπνήσαμε με το εγερτήριο. Ζεστά ακόμα από τον ύπνο και μισοκοιμισμένα τα νεανικά μας κορμιά, γεμίσαμε τα μελετητήρια για την πρωινή μελέτη. Στην αίθουσα του δικού μας τμήματος της τρίτης τάξης υπήρχε τη μέρα αυτή διαολεμένο κέφι. Κανένας σχεδόν δεν είχε όρεξη για διάβασμα, λες και προαισθανόμασταν πως ό,τι είχαμε να μάθουμε σ’ αυτά τα θρανία το ‘χαμε μάθει πια... Μπήκε ξαφνικά στην αίθουσα ο αρχηγός, είχε σκύψει στη θέση του, κλείδωνε το γραφείο του. Έκανε αργά. Σηκώθηκε κατόπιν ορθός. Το πρόσωπό του, είχε ένα αινιγματικό παιγνίδισμα: «Παιδιά! Έχουμε πόλεμο!» έκαμε ήρεμα. Μέσα στο θόρυβο, η μισή τάξη δεν καλοκαταλάβαμε τι είπε. Στα πρώτα όμως θρανία είχε σηκωθεί αναταραχή και φτερούγισε στον αέρα η μακάβρια λέξη: Πόλεμος! Αποσβολωθήκαμε όλη η τάξη. Πόλεμος; Με ποιον; Η Ιταλία!
»Η Σχολή ολόκληρη, όλα τα σκυθρωπά τετράγωνα, άρχισαν ξάφνου να τραντάζονται συθέμελα. Κοπαδιαστά ορμούσαμε έξω απ’ τα μελετητήρια. Στους διαδρόμους ασφυκτικός, λαχανιαστός συνωστισμός. Από κάπου απέξω αντηχούσαν άγριες ιαχές... Εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι σάλπιγγες να σημαίνουν. Συναγερμός! Το πιο σπάνιο σάλπισμα. Και το πιο άγριο. Ανίδεος να ‘σαι σηκώνεσαι στο πόδι, ότι κάτι τεράστιο τρέχει. Δυνάμωσε απότομα ο σεισμός που κουνούσε τη Σχολή. Μ’ άγριες φωνές οι τριτοετείς ανάγκαζαν, προπαντός τους πρωτοετείς, να κάμουν σύντομα. Τακτοποιήσαμε τα κρεβάτια μας, αρπάξαμε τις εξαρτύσεις μας, τα κράνη, όπλα, γυλιούς. Μας έντυνε ο πόλεμος τη δική του στολή.
»Στο δικό μας λόχο ο διοικητής μας – λοχαγός Γεώργιος Γκαρέτσος – πήρε κι αυτός αναφορά, είπε βραχνά «ευχαριστώ». Ήρθε ένα-δυο βήματα πιο κοντά μας, στάθηκε κοφτά μπροστά στο λόχο του προσοχή, ανεβοκατέβαινε το καρύδι του στο μακρύ ισχνό λαιμό του, τέντωσε ψηλά το λιγνό μακρύ κορμί του, πέταξε εμπρός, λίγο λοξά, το σαγόνι του και μας ατένιζε άπληστα. Λοιπόν, πάλευε άγρια κι αυτός να συγκρατηθεί. (μας άδραξε κι εμάς ένας κόμπος στο λαιμό). Τέλος μπόρεσε ν’ αρχίσει. Με φωνή βραχνή, με υπεράνθρωπο κόπο, και με τη δική του παράξενη προφορά, που τον έκανε να δίνει τα πιο πολλά ι σαν ε και τα ου σαν ο, έλεγε: «Ε φύσες δεν με επροίκισε με το χάρισμα το λόγο. Μο εχάρεσε όμως μια καρδιά και μια ψυχή ελλενεκή!...».
»Μας συγκλόνισε! Αδύνατο να βάλω ποτέ στο μυαλό μου, πως ο ισχνός εκείνος και ψυχρός διοικητής μας, μπορούσε να κρύβει μέσα του τέτοια δύναμη, να φέρνεται τόσο συναρπαστικά. Προχώρησε ως το τέλος σταθερά, λέξη προς λέξη, νόημα προς νόημα, ίσιος σαν κολώνα, υπέροχος κι ακούγαμε απ’ το στόμα του την πιο σπάνια προσλαλιά που μπορεί ν’ ακούσει άνθρωπος. Εμείς από τα πρώτα λόγια του, φούσκωναν άγρια τα στήθια μας, καίγανε τα μάτια μας, έτοιμοι να μας πνίξουν οι λυγμοί»...
Έτσι περιέγραψε την πρώτη μέρα του πολέμου ο Καπετάν Νικηφόρος, που μετά την κατοχή αποτάχθηκε από τον Στρατό, καταδικάστηκε με ανυπόστατες κατηγορίες σε θάνατο και φυλακίστηκε (1946-1952). Επί δικτατορίας των συνταγματαρχών, αρχικά εξορίστηκε στη Γυάρο, στη συνέχεια τέθηκε σε επιτήρηση. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982) αποκαταστάθηκε ηθικά, επανήλθε στην στρατιωτική τάξη και εν μέρει στην στρατιωτική ιεραρχία με τον βαθμό του Συνταγματάρχη ε.α. Ο καπετάν «Νικηφόρος» έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2000.
»Η Σχολή ολόκληρη, όλα τα σκυθρωπά τετράγωνα, άρχισαν ξάφνου να τραντάζονται συθέμελα. Κοπαδιαστά ορμούσαμε έξω απ’ τα μελετητήρια. Στους διαδρόμους ασφυκτικός, λαχανιαστός συνωστισμός. Από κάπου απέξω αντηχούσαν άγριες ιαχές... Εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι σάλπιγγες να σημαίνουν. Συναγερμός! Το πιο σπάνιο σάλπισμα. Και το πιο άγριο. Ανίδεος να ‘σαι σηκώνεσαι στο πόδι, ότι κάτι τεράστιο τρέχει. Δυνάμωσε απότομα ο σεισμός που κουνούσε τη Σχολή. Μ’ άγριες φωνές οι τριτοετείς ανάγκαζαν, προπαντός τους πρωτοετείς, να κάμουν σύντομα. Τακτοποιήσαμε τα κρεβάτια μας, αρπάξαμε τις εξαρτύσεις μας, τα κράνη, όπλα, γυλιούς. Μας έντυνε ο πόλεμος τη δική του στολή.
»Στο δικό μας λόχο ο διοικητής μας – λοχαγός Γεώργιος Γκαρέτσος – πήρε κι αυτός αναφορά, είπε βραχνά «ευχαριστώ». Ήρθε ένα-δυο βήματα πιο κοντά μας, στάθηκε κοφτά μπροστά στο λόχο του προσοχή, ανεβοκατέβαινε το καρύδι του στο μακρύ ισχνό λαιμό του, τέντωσε ψηλά το λιγνό μακρύ κορμί του, πέταξε εμπρός, λίγο λοξά, το σαγόνι του και μας ατένιζε άπληστα. Λοιπόν, πάλευε άγρια κι αυτός να συγκρατηθεί. (μας άδραξε κι εμάς ένας κόμπος στο λαιμό). Τέλος μπόρεσε ν’ αρχίσει. Με φωνή βραχνή, με υπεράνθρωπο κόπο, και με τη δική του παράξενη προφορά, που τον έκανε να δίνει τα πιο πολλά ι σαν ε και τα ου σαν ο, έλεγε: «Ε φύσες δεν με επροίκισε με το χάρισμα το λόγο. Μο εχάρεσε όμως μια καρδιά και μια ψυχή ελλενεκή!...».
»Μας συγκλόνισε! Αδύνατο να βάλω ποτέ στο μυαλό μου, πως ο ισχνός εκείνος και ψυχρός διοικητής μας, μπορούσε να κρύβει μέσα του τέτοια δύναμη, να φέρνεται τόσο συναρπαστικά. Προχώρησε ως το τέλος σταθερά, λέξη προς λέξη, νόημα προς νόημα, ίσιος σαν κολώνα, υπέροχος κι ακούγαμε απ’ το στόμα του την πιο σπάνια προσλαλιά που μπορεί ν’ ακούσει άνθρωπος. Εμείς από τα πρώτα λόγια του, φούσκωναν άγρια τα στήθια μας, καίγανε τα μάτια μας, έτοιμοι να μας πνίξουν οι λυγμοί»...
Έτσι περιέγραψε την πρώτη μέρα του πολέμου ο Καπετάν Νικηφόρος, που μετά την κατοχή αποτάχθηκε από τον Στρατό, καταδικάστηκε με ανυπόστατες κατηγορίες σε θάνατο και φυλακίστηκε (1946-1952). Επί δικτατορίας των συνταγματαρχών, αρχικά εξορίστηκε στη Γυάρο, στη συνέχεια τέθηκε σε επιτήρηση. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982) αποκαταστάθηκε ηθικά, επανήλθε στην στρατιωτική τάξη και εν μέρει στην στρατιωτική ιεραρχία με τον βαθμό του Συνταγματάρχη ε.α. Ο καπετάν «Νικηφόρος» έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα