Σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η μελέτη «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», που παρουσίασε σήμερα Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Όπως αναφέρεται με δεδομένο ότι οι φόροι στα συγκεκριμένα αγαθά ήταν πριν την κρίση οι πιο έντονα αντίστροφα προοδευτικοί φόροι, αντιλαμβανόμαστε ότι η έμμεση φορολογία εμφανίζεται μέσα στην κρίση λιγότερο αντίστροφα προοδευτική, εν μέρει επειδή πολλά φτωχά νοικοκυριά στερούνται βασικών αγαθών και επομένως δεν πληρώνουν τους αντίστοιχους φόρους.
Σημειώνεται δε οτι η συρρίκνωση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά 1/4 περίπου, κατά μέσο όρο, δεν ήταν ενιαία για όλα τα νοικοκυριά.
Ο κύριος χαμένος της οικονομικής κρίσης ήταν η μεσαία τάξη, καθώς το μερίδιό της στη δραματικά συρρικνούμενη συνολική κατανάλωση μειώθηκε.
Την περίοδο 2008-2014, ενώ η κατανάλωση μειώθηκε για τα νοικοκυριά σε όλο το μήκος της κατανομής, η μεσαία τάξη έχασε και σε σχετικούς όρους, καθώς μερίδιο της κατανάλωσής της μετακινήθηκε στο πλουσιότερο 10%. Η περίοδος 2014-2019 αντέστρεψε τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, καθώς σηματοδότησε μια οριακή ανάκαμψη της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών αλλά και μια μεταβολή στην κατανομή της προς όφελος τόσο των φτωχότερων ομάδων όσο και της μεσαίας τάξης.
Κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ, σε καθένα ευρώ που συλλέγεται από άμεσους φόρους αντιστοιχεί 1 ευρώ από έμμεσους φόρους, ενώ στην Ελλάδα σε κάθε ευρώ άμεσων φόρων αντιστοιχεί 1,8 ευρώ έμμεσων φόρων
"Ποιος πληρώνει τους φόρους στην Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό αποτελεί ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα οικονομικής πολιτικής ειδικά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα από το 2009.
Την περίοδο αυτή η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα, καθώς σημαντικές αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών συμβάδισαν με μειώσεις των εισοδημάτων.
Στη διάρκεια της κρίσης ο κύριος χαμένος ήταν η μεσαία τάξη, ενώ τα φτωχά νοικοκυριά περιέκοψαν δραματικά τις δαπάνες τους στερώντας έμμεσους φόρους από το κράτος" σημειώνεται στην έκθεση".
Η μελέτη εκπονήθηκε από την Καθηγήτρια του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ κ. Γεωργία Καπλάνογλου και εξετάζει τη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, εστιάζοντας στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης συνδυαστικά οι δύο αυτές κατηγορίες αποφέρουν πάνω από το 75% των συνολικών φορολογικών εσόδων του κράτουs και αποτελούσαν τη βασικότερη πηγή φορολογικών εσόδων σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.
Κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ, σε καθένα ευρώ που συλλέγεται από άμεσους φόρους αντιστοιχεί 1 ευρώ από έμμεσους φόρους, ενώ στην Ελλάδα σε κάθε ευρώ άμεσων φόρων αντιστοιχεί 1,8 ευρώ έμμεσων φόρων.
Συμπερασματικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι συντελεστές όλων των έμμεσων φόρων, είτε πρόκειται για τον ΦΠΑ είτε για Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης, αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη δεκαετία των μνημονίων. Αυτό εξηγεί και την κατακόρυφη αύξηση του μεριδίου του ΑΕΠ που καταλαμβάνουν τα έσοδα από την έμμεση φορολογία στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η φοροδιαφυγή εμποδίζει τον εξορθολογισμό του συστήματος. Ειδικότερά, στην Ελλάδα, παρόλο που η φορολογική κλίμακα έχει όντως σχεδιαστεί με προοδευτικό τρόπο, στην πράξη η προοδευτικότητά της υπονομεύεται από το γεγονός ότι δεν υπάγονται σε αυτήν όλα τα εισοδήματα, επειδή είτε αυτά δεν δηλώνονται στις φορολογικές αρχές είτε ο ίδιος ο νόμος προβλέπει τη φορολόγησή τους σε ξεχωριστή κλίμακα (π.χ. τα ενοίκια) ή με ενιαίο αυτοτελή συντελεστή (π.χ. τα μερίσματα).
Αν εντοπίζονταν τα πραγματικά εισοδήματα και υπήρχε συνεκτικός ορισμός του εισοδήματος, θα μπορούσε να εξορθολογιστεί και η δομή του συστήματος με πολύ πιο σταδιακά ανερχόμενους οριακούς φορολογικούς συντελεστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα