«Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες». Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ το έχει γράψει· στην Ελλάδα όμως ασπάζονταν σαν ευαγγέλιο τη ρήση του Γερμανού συγγραφέα, πολύ πριν ο ίδιος γεννηθεί και βάλει στο στόμα του «Γαλιλαίου» του, τις κουβέντες εκείνες: «Είναι αξιοθρήνητες οι χώρες που χρειάζονται ήρωες για να σταθούν στα πόδια τους». Αξιοθρήνητη και η Ελλάδα που τους ξεχνάει και όχι μόνο
Οι Έλληνες λοιπόν, από την εποχή που άρχισαν να γράφουν την ιστορία της Γης, τους ήρωες τους ή τους λησμονούσαν σαν ορφανά στα πεζοδρόμια της καθημερινότητας, να επαιτούν για ένα ξεροκόμματο (θυμήσου τον Νικηταρά) ή τους φυλάκιζαν (Κολοκοτρώνης) ή τους σκότωναν και κρεμούσαν τα κεφάλια τους στις πλατείες… Κάθε ήρωας της Ελληνικής Ιστορίας, στο τέλος ήταν ένα βάρος… Και η πιο συνήθης «τιμωρία» του ήταν η λήθη· ένας ήρωας, ένας από εκείνους που είχε την αποκοτιά να δώσουν τη ζωή του για την πατρίδα, έμενε σαν σκονισμένο βιβλίο στο ράφι, το πιο χαμηλό της επιλησμοσύνης, με σκονισμένη από την αδιαφορία την ιστορία του…
Ένας από αυτούς εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μια μέρα σαν σήμερα, 2 Νοεμβρίου του 1943, προσφέροντας ακόμα και την στερνή ανάσα του στην υπηρεσία της πατρίδας.
Και 80 χρόνια μετά ελάχιστοι θυμούνται τον Αλέξανδρο Καΐρη, τον Ανδριώτη εκείνον, που δούλεψε για την Αντίσταση, συνελήφθη και στήθηκε στον τοίχο, αφήνοντας μια ρομαντική τελευταία επιθυμία στο στερνό του σημείωμα πριν κλείσει τα μάτια του: «…μεταξύ των αντικειμένων που αφήνω εδώ είναι και ένα κουτί με σπόρους από δαμάσκηνα Καλιφόρνιας. Τους φύλαξα να φυτέψετε δαμασκηνιές στην Εκάλη. Να τις λέτε οι δαμασκηνιές του Αλέξανδρου»…
Στη χώρα των λωτοφάγων, ποιες δαμασκηνιές;
Δαμασκηνιές στην Εκάλη… Και λωτοί σε όλη την Ελλάδα. Χώρα λωτοφάγων, πλαδαρών εξυπνοπώληδων, λιγδιασμένων πολιτικάντηδων, εύπιστων απαίδευτων - ανιστόρητων: κωλοέλληνες! Όχι γιατί δεν γνωρίζουν τον Αλέξανδρο Καΐρη, αλλά γιατί δεν επιθυμούν καν να τον γνωρίσουν. Πόσοι άραγε θα ανοίξουν να διαβάσουν αυτό το κομμάτι, που δεν έχει αράδα για Μπέο, για Κασσελάκη, για τις λιακάδες και τις καταιγίδες του Κλέαρχου Μαρουσάκη; Πόσοι; Όσοι…
Ο διδάκτωρ επικοινωνίας και δημοσιογράφος Διαμαντής Μπασαντής, παλιός καλός συνάδελφος (κάποτε) στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ παραθέτει στοιχεία για τον Αλέξανδρο Καΐρη: «Ήταν γόνος ευκατάστατης αστικής οικογένειας. Ο πατέρας του γιατρός. Ανήκε σε γνωστή οικογένεια της Μεσαριάς της Άνδρου που είχε το προσωνύμιο Καΐρηδες του “Παρόδου”. Η μητέρα του υπήρξε διακεκριμένη φεμινίστρια στην εποχή της και προσωπική φίλη της Καλλιρόης Παρρέν (δημοσιογράφος, λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες). Ο Αλέξανδρος σπούδασε νομικά και γνώριζε πολλές γλώσσες ανάμεσα στις οποίες, άριστα, την γερμανική, που αποτέλεσε το κλειδί, που του άνοιξε την πόρτα για να εργαστεί ως ανώτερος υπάλληλος στην Κεντρική Γερμανική Διοίκηση της Νοτίου Ελλάδος· θέση σε τομέα ευαίσθητο και απόλυτα εμπιστευτική.
Τον θεωρούσαν συνεργάτη των Γερμανών
Ο Αλέξανδρος Kαΐρης συνδέθηκε με αντιστασιακούς στους οποίους παρείχε πολύτιμες πληροφορίες. Οι πληροφορίες του Καΐρη οδήγησαν τους Συμμάχους να βυθίσουν πλοία που συμμετείχαν σε νηοπομπές και μετέφεραν πολεμοφόδια προς το μέτωπο της Αφρικής. Ο Καΐρης δεν σκέφτηκε καν ότι κινδύνευε η ζωή του· την πρόσφερε δίχως αντάλλαγμα.
Οι φίλοι του δεν του μιλούσαν, θεωρώντας τον, συνεργάτη των Γερμανών. Οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει στον Αλέξανδρο Καΐρη την πρόσβαση στο αρχείο με τα εμπιστευτικά έγγραφα· δεν τον εμπιστεύονταν απόλυτα. Κι εκείνος, όταν αποχωρούσαν οι Γερμανοί τα μεσημέρια, παραβίαζε την απαγόρευση, έπαιρνε έγγραφα διαβαθμισμένα, τα οποία δεν είχε τον χρόνο να αντιγράψει, τα παρέδιδε στον συνεργάτη του - αρχηγό της οργάνωσης - Ρήγα Ρηγόπουλο, που εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος, εκείνος τα φωτογράφιζε και μέσα σε δυο ώρες τα επέστρεφαν.
Όταν του επισημάνθηκε ο κίνδυνος και όταν φίλοι του - αντιστασιακοί - του υποσχέθηκαν πως θα φροντίσουν να φύγει από την Ελλάδα, εκείνος αποκρίθηκε δίχως να το σκεφθεί: «…τη ζωή μας την έχουμε κιόλας δώσει από την ημέρα που αρχίσαμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε. Σκοπός μας τώρα είναι πώς θα προλάβουμε να δώσουμε περισσότερα. Μπορεί να με βρουν, όμως δεν είναι τόσο έξυπνοι όσο νομίζουν. Αν είμαι τυχερός θα συνεχίσω να εργάζομαι για το καλό της πατρίδας».
Και οι πιο «μεγάλες μέρες» κάποτε τελειώνουν… Ο Καΐρης δεν μεταπείστηκε· τρεις μέρες μετά το Πάσχα του ’43 οι Ναζί τον συνέλαβαν.
Ο Αλέξανδρος Καΐρης
Ποιητής στη φυλακή, περιμένοντας τον θάνατο
Στα χέρια της Γκεστάπο, ο Καΐρης δεν λύγισε, ούτε κατάφεραν οι Γερμανοί να του αποσπάσουν την παραμικρή πληροφορία. Στο διάστημα που έμεινε στη φυλακή, ο Ανδριώτης νομικός έγραψε τρεις επιστημονικές μελέτες και πολλά ποιήματα· το τελευταίο περιμένοντας την εκτέλεσή του: «Ο καθένας μας προσμένει μια στιγμή. Ποια να ‘ναι αυτή, μήπως την ξέρεις; Μα κάποτε την ξέρεις τη στιγμή γιατί είναι η μόνη που προσμένεις. Και να πασχίσεις λες μεγάλος να φανείς, σαν πουν’ κι αυτή μεγάλη, με σιγουριά κατάντικρυ της να σταθείς σαν πουν’ κι αυτή η στιγμή, η μόνη και η σίγουρη, η ύστερη στιγμή»…
Ο Καΐρης, στη δίκη του, δεν αποδέχτηκε τις κατηγορίες που του απέδιδαν οι Ναζί και προσπαθούσε να δείξει ότι ήταν φίλος και συνεργάτης τους που είχε συκοφαντηθεί, όμως, όταν στο τέλος βρέθηκε απέναντι στις παγωμένες κάννες των εκτελεστών του, αποκάλυψε στους Γερμανούς, ότι ήταν περήφανος για ό,τι έκανε, πως ενεργούσε ως κατάσκοπος για λογαριασμό της πατρίδας του και τους δήλωσε με χαμόγελο, ότι είναι ευτυχής που πολλά πλοία βυθίστηκαν από τις δικές του πληροφορίες.
Λέγεται μάλιστα πως ο Καΐρης, με τα άριστα γερμανικά που γνώριζε απευθύνθηκε στους εκτελεστές τους λέγοντάς τους, ότι: «...η πατρίδα σας είναι περισσότερο ετοιμοθάνατη κι από εμένα. Ακολουθήσατε ένα κτήνος που σας παρέσυρε σε ένα κατήφορο δίχως τέλος». Ο αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος εξοργίστηκε, τον χτύπησε και του έσπασε τα γυαλιά, το μοναδικό ενθύμιο που κράτησαν οι γονείς του από τον Αλέξανδρο.
Εκεί, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ο Αλέξανδρος Καΐρης είδε για τελευταία φορά το φως του ήλιου. Κι ο ίδιος - μια αστραπή στο σκοτάδι της Κατοχής - έλαμψε για λίγο, για να σβήσει με τα χρόνια στις μνήμες των ανθρώπων.
Για να μην είμαστε άδικοι, ο Πολιτιστικός Σύλλογος της γενέτειρα του Καΐρη, της Μεσαριάς Άνδρου, κατά καιρούς αφιερώνει εκδηλώσεις του στον ήρωα της Κατοχής.
Και οι ήρωες εμφανίζονται όλο και πιο αραιά, σαν τα πουλιά τα διαβατάρικα, που λιγοστεύουν. Κι ο τόπος που «δεν έχει ανάγκη από ήρωες» σιγά μην καρτερεί με δίχτυα, με απόχες και με τουφέκια το πέρασμά τους· τους λησμονάει κι είναι σαν να τους σκοτώνει πάλι!
Ποιητής στη φυλακή, περιμένοντας τον θάνατο
Στα χέρια της Γκεστάπο, ο Καΐρης δεν λύγισε, ούτε κατάφεραν οι Γερμανοί να του αποσπάσουν την παραμικρή πληροφορία. Στο διάστημα που έμεινε στη φυλακή, ο Ανδριώτης νομικός έγραψε τρεις επιστημονικές μελέτες και πολλά ποιήματα· το τελευταίο περιμένοντας την εκτέλεσή του: «Ο καθένας μας προσμένει μια στιγμή. Ποια να ‘ναι αυτή, μήπως την ξέρεις; Μα κάποτε την ξέρεις τη στιγμή γιατί είναι η μόνη που προσμένεις. Και να πασχίσεις λες μεγάλος να φανείς, σαν πουν’ κι αυτή μεγάλη, με σιγουριά κατάντικρυ της να σταθείς σαν πουν’ κι αυτή η στιγμή, η μόνη και η σίγουρη, η ύστερη στιγμή»…
Ο Καΐρης, στη δίκη του, δεν αποδέχτηκε τις κατηγορίες που του απέδιδαν οι Ναζί και προσπαθούσε να δείξει ότι ήταν φίλος και συνεργάτης τους που είχε συκοφαντηθεί, όμως, όταν στο τέλος βρέθηκε απέναντι στις παγωμένες κάννες των εκτελεστών του, αποκάλυψε στους Γερμανούς, ότι ήταν περήφανος για ό,τι έκανε, πως ενεργούσε ως κατάσκοπος για λογαριασμό της πατρίδας του και τους δήλωσε με χαμόγελο, ότι είναι ευτυχής που πολλά πλοία βυθίστηκαν από τις δικές του πληροφορίες.
Λέγεται μάλιστα πως ο Καΐρης, με τα άριστα γερμανικά που γνώριζε απευθύνθηκε στους εκτελεστές τους λέγοντάς τους, ότι: «...η πατρίδα σας είναι περισσότερο ετοιμοθάνατη κι από εμένα. Ακολουθήσατε ένα κτήνος που σας παρέσυρε σε ένα κατήφορο δίχως τέλος». Ο αξιωματικός του εκτελεστικού αποσπάσματος εξοργίστηκε, τον χτύπησε και του έσπασε τα γυαλιά, το μοναδικό ενθύμιο που κράτησαν οι γονείς του από τον Αλέξανδρο.
Εκεί, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ο Αλέξανδρος Καΐρης είδε για τελευταία φορά το φως του ήλιου. Κι ο ίδιος - μια αστραπή στο σκοτάδι της Κατοχής - έλαμψε για λίγο, για να σβήσει με τα χρόνια στις μνήμες των ανθρώπων.
Για να μην είμαστε άδικοι, ο Πολιτιστικός Σύλλογος της γενέτειρα του Καΐρη, της Μεσαριάς Άνδρου, κατά καιρούς αφιερώνει εκδηλώσεις του στον ήρωα της Κατοχής.
Και οι ήρωες εμφανίζονται όλο και πιο αραιά, σαν τα πουλιά τα διαβατάρικα, που λιγοστεύουν. Κι ο τόπος που «δεν έχει ανάγκη από ήρωες» σιγά μην καρτερεί με δίχτυα, με απόχες και με τουφέκια το πέρασμά τους· τους λησμονάει κι είναι σαν να τους σκοτώνει πάλι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα