Απαγορευμένος έρωτας στα χρόνια της Κόλασης: Ένας Αυστριακός υπαξιωματικός των SS αγάπησε μιαν Εβραία. Κι όπως στα παραμύθια το τέλος της ιστορίας ήταν συγκλονιστικό.
Ακόμα και στα βάθη της Κόλασης υπάρχουν χαραμάδες που εισβάλλει το φως και ο Παράδεισος, δειλά υπενθυμίζει την ύπαρξή του. Γιατί η ζωή δεν είναι μόνο σκοτάδι και οιμωγές.
Και στο διαβόητο κολαστήριο σωμάτων και ψυχών, στο κρεματόριο πολιτισμού και ανθρωπιάς, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, υπήρχε ένα κομμάτι επίπλαστου Παραδείσου…
Υπήρχε ένας χώρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Πολωνίας, που τον ονόμαζαν οι κρατούμενοι «Καναδά»· ήταν εγκαταστάσεις αποθήκευσης αντικειμένων. Εκείνα τα κτίρια χρησιμοποιούνταν για να αποθηκευτούν κλεμμένα (κυρίως) προσωπικά είδη κρατουμένων- Εβραίων- που είχαν δολοφονηθεί στους θαλάμους αερίων. Οι αποθήκες εκείνες ονομάστηκαν «Καναδάς» επειδή οι κρατούμενοι τις έβλεπαν σαν τη χώρα της αφθονίας. Οι κρατούμενοι που εργάζονταν εκεί ήταν γνωστοί ως κομάντο εκκαθάρισης ή Κάναδα Κομάντο.
Προνομιακές θέσεις εργασίας στην Κόλαση
Ο χώρος θεωρείτο ως μια από τις καλύτερες «θέσεις εργασίας» στο Άουσβιτς, επειδή οι κρατούμενοι μπορούσαν εκεί να απομονωθούν από το μακελειό του στρατοπέδου και- κυρίως- να προμηθευτούν αγαθά για τους ίδιος, αλλά και για άλλους κρατούμενους.
Από τις αρχές του 1942, όταν άρχισε η μαζική εξόντωση ανθρώπων στο Άουσβιτς, οι περισσότεροι από όσους κατέφθαναν κουβαλούσαν μαζί τους προσωπικά αντικείμενα αξίας και τρόφιμα, πιστεύοντας ότι σύντομα θα εγκατασταθούν σε κάποια πόλη… Και ήταν σαν να πήγαιναν στον στρατό όπως γίνεται σήμερα. Οι Γερμανοί επέτρεπαν στους κρατούμενους να μεταφέρουν έως και 45 κιλά, κι εκείνοι έφερναν μαζί τους τρόφιμα, αλκοόλ, είδη σπιτιού, μαγειρικά σκεύη, ρούχα, παιδικά καρότσια, φάρμακα, τιμαλφή και επαγγελματικά εργαλεία· όλα αυτά τα κουβαλούσαν σε μεγάλους μπόγους ή βαλίτσες που είχαν πάνω γραμμένα τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τις ημερομηνίες γέννησής τους και τα οποία κατέληγαν στον «Καναδά».
Για τους κρατούμενους του Άουσβιτς, που είχαν την τύχη να επιλεγούν στην ομάδα που θα… ταξίδευε στον «Καναδά», η ζωή ήταν διαφορετική. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί επιθυμούσαν να χωθούν σε εκείνες τις αποθήκες και να μην τους ξαναδεί το φως.
Ένας έρωτας από ένα τραγούδι
Ανάμεσα σε εκείνους τους «τυχερούς», που πέρασαν τα … σύνορα του «Καναδά» ήταν και η Χελένα Σιτρονόβα. Και μάλιστα συνέπεσε, την ημέρα που μπήκε στη νησίδα του Παραδείσου καταμεσής της Κόλασης, να έχει γενέθλια ένας φρουρός των SS που επέβλεπε τις εργασίες στις αποθήκες. Ο άνδρας των SS ήταν Αυστριακός, δεκανέας στον βαθμό και ονομαζόταν Φραντς Βουντς.
«Κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος», θυμόταν χρόνια μετά η Χελένα, «ο Κάπο (σ.τ.σ. Κάπο που στα γερμανικά ονομαζόταν Funktionshaftling, ήταν φυλακισμένοι που συνεργάστηκαν με τους Ναζί για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ηγετικές ή διοικητικές θέσεις στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης), μας ρώτησε αν κάποιος από εμάς είχε καλή φωνή για να τραγουδήσει ή να απαγγείλει κάτι ωραίο, καθώς ήταν τα γενέθλια του υπαξιωματικού των SS».
Ο χώρος θεωρείτο ως μια από τις καλύτερες «θέσεις εργασίας» στο Άουσβιτς, επειδή οι κρατούμενοι μπορούσαν εκεί να απομονωθούν από το μακελειό του στρατοπέδου και- κυρίως- να προμηθευτούν αγαθά για τους ίδιος, αλλά και για άλλους κρατούμενους.
Από τις αρχές του 1942, όταν άρχισε η μαζική εξόντωση ανθρώπων στο Άουσβιτς, οι περισσότεροι από όσους κατέφθαναν κουβαλούσαν μαζί τους προσωπικά αντικείμενα αξίας και τρόφιμα, πιστεύοντας ότι σύντομα θα εγκατασταθούν σε κάποια πόλη… Και ήταν σαν να πήγαιναν στον στρατό όπως γίνεται σήμερα. Οι Γερμανοί επέτρεπαν στους κρατούμενους να μεταφέρουν έως και 45 κιλά, κι εκείνοι έφερναν μαζί τους τρόφιμα, αλκοόλ, είδη σπιτιού, μαγειρικά σκεύη, ρούχα, παιδικά καρότσια, φάρμακα, τιμαλφή και επαγγελματικά εργαλεία· όλα αυτά τα κουβαλούσαν σε μεγάλους μπόγους ή βαλίτσες που είχαν πάνω γραμμένα τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τις ημερομηνίες γέννησής τους και τα οποία κατέληγαν στον «Καναδά».
Για τους κρατούμενους του Άουσβιτς, που είχαν την τύχη να επιλεγούν στην ομάδα που θα… ταξίδευε στον «Καναδά», η ζωή ήταν διαφορετική. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί επιθυμούσαν να χωθούν σε εκείνες τις αποθήκες και να μην τους ξαναδεί το φως.
Ένας έρωτας από ένα τραγούδι
Ανάμεσα σε εκείνους τους «τυχερούς», που πέρασαν τα … σύνορα του «Καναδά» ήταν και η Χελένα Σιτρονόβα. Και μάλιστα συνέπεσε, την ημέρα που μπήκε στη νησίδα του Παραδείσου καταμεσής της Κόλασης, να έχει γενέθλια ένας φρουρός των SS που επέβλεπε τις εργασίες στις αποθήκες. Ο άνδρας των SS ήταν Αυστριακός, δεκανέας στον βαθμό και ονομαζόταν Φραντς Βουντς.
«Κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος», θυμόταν χρόνια μετά η Χελένα, «ο Κάπο (σ.τ.σ. Κάπο που στα γερμανικά ονομαζόταν Funktionshaftling, ήταν φυλακισμένοι που συνεργάστηκαν με τους Ναζί για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ηγετικές ή διοικητικές θέσεις στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης), μας ρώτησε αν κάποιος από εμάς είχε καλή φωνή για να τραγουδήσει ή να απαγγείλει κάτι ωραίο, καθώς ήταν τα γενέθλια του υπαξιωματικού των SS».
Ο έρωτας τρυπώνει ακόμα και μέσα στην Κόλαση...
Η Χελένα ήταν μια από αυτές που επιλέχθηκαν να τραγουδήσουν. Ο Αυστριακός γοητεύτηκε. Αφού τραγούδησε δακρυσμένη, δειλά το «Χρόνια πολλά», τραγούδησε και ένα γερμανικό τραγούδι με ερωτικούς στίχους: «It was not Love»… Ο δεκανέας ενθουσιάτηκε και γρήγορα διέταξε τον Κάπο να σημειώσει το όνομα εκείνου του νεαρού κοριτσιού με την όμορφη φωνή για να επιστρέψει το επόμενο πρωί για να δουλέψει στον «Καναδά». Και δίχως, ίσως, να το καταλάβει, μόλις της είχε σώσει τη ζωή!
Και οι μέρες περνούσαν μέσα στη «νύχτα» του στρατοπέδου και ο νεαρός Βουντς όλο και περισσότερο ερχόταν κοντά με την Χελένα.
«Με κοίταζε με ευγένεια και με τρυφερότητα, χωρίς ούτε μια φορά να εκδηλώσει ανάρμοστη συμπεριφορά, όπως άλλοι αξιωματούχοι στο Άουσβιτς, που δεν δίσταζαν να κάνουν τα πάντα για να κορέσουν τα σεξουαλικά τους πάθη», θυμόταν η Χελένα.
Κι όσο ο καιρός περνούσε, η Χελένα και ο Φραντς έρχονταν πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Η καλοσύνη που έδειξε ο υπαξιωματικός προς την κρατούμενη μαλάκωσαν την καρδιά της, που είχε σκληρύνει από τις θηριωδίες που έβλεπε γύρω της και τη βαρβαρότητα των ανθρώπων. Σε κάποια περίπτωση, μάλιστα, ο δεκανέας των SS κατάφερε να σώσει την αδερφή της Χελένα από τον θάλαμο αερίων.
Τον Οκτώβριο του 1944, η αδερφή της Χελένα, η Ρόζα, μαζί με τον σύζυγό της και τα δύο παιδιά της μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς. Η Χελένα έστειλε, μυστικά, σημείωμα, παρακαλώντας τον Φραντς να τους σώσει. Ο δεκανέας κατάφερε να σώσει την αδερφή της, βγάζοντάς την, την τελευταία στιγμή από τον θάλαμο αερίων αλλά όχι την υπόλοιπη οικογένεια.
«Τον αγάπησα πραγματικά...»
«Καθώς περνούσε ο καιρός, ήρθε μια στιγμή που τον αγάπησα πραγματικά. Διακινδύνευσε τη ζωή του για μένα περισσότερες από μία φορές». Αυτή η ομολογία της Χελένα απείχε πολύ από τις σκέψεις της, στους πρώτους μήνες των διώξεων, ότι: « θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να έρθω κοντά με κάποιον από τα SS». Κι όμως η Έλενα είχε αρχίσει να ερωτεύεται τον Αυστριακό, ωστόσο, οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους ήταν απαγορευμένη και περιοριζόταν σε «συνομιλία» με τα μάτια, φευγαλέα λόγια και μικρά γραπτά μηνύματα που γλιστρούσαν από τα ιδρωμένα χέρια τους καθώς διασταυρώνονταν στο στρατόπεδο.
Όταν η Έλενα προσβλήθηκε από τύφο, ο Φραντς την έκρυψε και τη φρόντισε μέχρι να γίνει καλά. Σε αντίθεση με τους άλλους κρατούμενους που πεινούσαν, η Χελένα ήταν πάντα χορτάτη. Σε μια φωτογραφία, που τραβήχτηκε στο στρατόπεδο, η Χελένα εμφανίζεται χαμογελαστή με μοντέρνα ζώνη πάνω από τα ριγέ ρούχα της φυλακής. Και εκείνη η σχέση κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου και δεν ξεκαθαρίστηκε αν, ήταν σεξουαλική, πλατωνική είτε κάτι άλλο διαφορετικό που αναπτύχθηκε μέσα στην Κόλαση του Άουσβιτς.
Και οι μέρες περνούσαν μέσα στη «νύχτα» του στρατοπέδου και ο νεαρός Βουντς όλο και περισσότερο ερχόταν κοντά με την Χελένα.
«Με κοίταζε με ευγένεια και με τρυφερότητα, χωρίς ούτε μια φορά να εκδηλώσει ανάρμοστη συμπεριφορά, όπως άλλοι αξιωματούχοι στο Άουσβιτς, που δεν δίσταζαν να κάνουν τα πάντα για να κορέσουν τα σεξουαλικά τους πάθη», θυμόταν η Χελένα.
Κι όσο ο καιρός περνούσε, η Χελένα και ο Φραντς έρχονταν πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Η καλοσύνη που έδειξε ο υπαξιωματικός προς την κρατούμενη μαλάκωσαν την καρδιά της, που είχε σκληρύνει από τις θηριωδίες που έβλεπε γύρω της και τη βαρβαρότητα των ανθρώπων. Σε κάποια περίπτωση, μάλιστα, ο δεκανέας των SS κατάφερε να σώσει την αδερφή της Χελένα από τον θάλαμο αερίων.
Τον Οκτώβριο του 1944, η αδερφή της Χελένα, η Ρόζα, μαζί με τον σύζυγό της και τα δύο παιδιά της μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς. Η Χελένα έστειλε, μυστικά, σημείωμα, παρακαλώντας τον Φραντς να τους σώσει. Ο δεκανέας κατάφερε να σώσει την αδερφή της, βγάζοντάς την, την τελευταία στιγμή από τον θάλαμο αερίων αλλά όχι την υπόλοιπη οικογένεια.
«Τον αγάπησα πραγματικά...»
«Καθώς περνούσε ο καιρός, ήρθε μια στιγμή που τον αγάπησα πραγματικά. Διακινδύνευσε τη ζωή του για μένα περισσότερες από μία φορές». Αυτή η ομολογία της Χελένα απείχε πολύ από τις σκέψεις της, στους πρώτους μήνες των διώξεων, ότι: « θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να έρθω κοντά με κάποιον από τα SS». Κι όμως η Έλενα είχε αρχίσει να ερωτεύεται τον Αυστριακό, ωστόσο, οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους ήταν απαγορευμένη και περιοριζόταν σε «συνομιλία» με τα μάτια, φευγαλέα λόγια και μικρά γραπτά μηνύματα που γλιστρούσαν από τα ιδρωμένα χέρια τους καθώς διασταυρώνονταν στο στρατόπεδο.
Όταν η Έλενα προσβλήθηκε από τύφο, ο Φραντς την έκρυψε και τη φρόντισε μέχρι να γίνει καλά. Σε αντίθεση με τους άλλους κρατούμενους που πεινούσαν, η Χελένα ήταν πάντα χορτάτη. Σε μια φωτογραφία, που τραβήχτηκε στο στρατόπεδο, η Χελένα εμφανίζεται χαμογελαστή με μοντέρνα ζώνη πάνω από τα ριγέ ρούχα της φυλακής. Και εκείνη η σχέση κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου και δεν ξεκαθαρίστηκε αν, ήταν σεξουαλική, πλατωνική είτε κάτι άλλο διαφορετικό που αναπτύχθηκε μέσα στην Κόλαση του Άουσβιτς.
Ο Φραντς δεν την ξέχασε ποτέ...
Ο πόλεμος τελείωσε κι ο έρωτας χάθηκε
Τον Ιανουάριο του 1945, καθώς οι Σοβιετικοί πλησίαζαν στο Άουσβιτς, ο Βουντς επικοινώνησε με την Χελένα για τελευταία φορά, στέλνοντάς της ζεστά ρούχα και κάλτσες για την πορεία του θανάτου μαζί με ένα τελευταίο σημείωμα που της έγραφε: «Σε αγάπησα πολύ». Η Χελένα Σιτρονόβα ήταν μια από τις αιχμαλώτους που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός. Και ο πόλεμος τελείωσε, ο Φραντς Βουντς διέφυγε τη σύλληψη από τους Συμμάχους, κρύφτηκε και όταν ένιωσε ότι δεν κινδυνεύει άρχισε μια απεγνωσμένη αναζήτηση της Χελένα. Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια ψάχνοντας οπουδήποτε πίστευε ότι θα την έβρισκε.
Η Χελένα Σιτρονόβα και η αδελφή της Ρόζα επέστρεψαν στη γενέτειρά τους, στο Χούμενε, στη Σλοβακία, αλλά όλοι όσοι γνώριζαν ήταν νεκροί, έτσι τον Ιούλιο του 1945, μετανάστευσαν στο Ισραήλ. Η Χελένα απέκρουσε όλες τις προσπάθειες για να επικοινωνήσει με τον Βουντς, που την εντόπισε στη νέα της χώρα.
Και η καταιγίδα των χρόνων πλημμύρισε τη ζωή και των δύο με καθημερινότητα. Αλλά… Το 1972-σχεδόν 30 χρόνια μετά- ο Φραντς Βουντς συνελήφθη και δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου. Τότε ήταν που η σύζυγός του άλλοτε δεκανέα των SS, αναζήτησε την Χελένα και την βρήκε· ήταν πια παντρεμένη, , είχε δυο παιδιά και προσπαθούσε να ξεχάσει…
Τον Ιανουάριο του 1945, καθώς οι Σοβιετικοί πλησίαζαν στο Άουσβιτς, ο Βουντς επικοινώνησε με την Χελένα για τελευταία φορά, στέλνοντάς της ζεστά ρούχα και κάλτσες για την πορεία του θανάτου μαζί με ένα τελευταίο σημείωμα που της έγραφε: «Σε αγάπησα πολύ». Η Χελένα Σιτρονόβα ήταν μια από τις αιχμαλώτους που απελευθέρωσε ο Κόκκινος Στρατός. Και ο πόλεμος τελείωσε, ο Φραντς Βουντς διέφυγε τη σύλληψη από τους Συμμάχους, κρύφτηκε και όταν ένιωσε ότι δεν κινδυνεύει άρχισε μια απεγνωσμένη αναζήτηση της Χελένα. Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια ψάχνοντας οπουδήποτε πίστευε ότι θα την έβρισκε.
Η Χελένα Σιτρονόβα και η αδελφή της Ρόζα επέστρεψαν στη γενέτειρά τους, στο Χούμενε, στη Σλοβακία, αλλά όλοι όσοι γνώριζαν ήταν νεκροί, έτσι τον Ιούλιο του 1945, μετανάστευσαν στο Ισραήλ. Η Χελένα απέκρουσε όλες τις προσπάθειες για να επικοινωνήσει με τον Βουντς, που την εντόπισε στη νέα της χώρα.
Και η καταιγίδα των χρόνων πλημμύρισε τη ζωή και των δύο με καθημερινότητα. Αλλά… Το 1972-σχεδόν 30 χρόνια μετά- ο Φραντς Βουντς συνελήφθη και δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου. Τότε ήταν που η σύζυγός του άλλοτε δεκανέα των SS, αναζήτησε την Χελένα και την βρήκε· ήταν πια παντρεμένη, , είχε δυο παιδιά και προσπαθούσε να ξεχάσει…
Η Χελένα Σιτρονόβα σε μεγάλη ηλικία
Η σύζυγος του Φραντς, επικοινώνησε με την Χελένα και της ζήτησε με δάκρυα να καταθέσει στη δίκη του, στη Βιέννη. Η Χελένα πάλεψε με τις ενοχές της, τη ντροπή και ίσως την αίσθηση της συνενοχής· ένιωθε πως είχε παραβιάσει το απόλυτο ταμπού: να ερωτευτεί έναν από τους δήμιους της οικογένειάς της και των ομοεθνών της. Όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Η σχέση της με τον δεκανέα των SS έσωσε πολλές ζωές, συμπεριλαμβανομένων των φίλων και της αδερφής της. Και αποφάσισε να παραστεί στη δίκη. Και κάποιοι συμπατριώτες της την απείλησαν ακόμα και με θάνατο, γιατί τη θεωρούσαν συνεργάτιδα του εχθρού.
Η κατάθεση της Χελένα (ίσως και να) έσωσε τον Φραντς. Σε ολόκληρη την ακροαματική διαδικασία, δεν τον κοίταξε ούτε μια φορά στα μάτια. Η Χελένα κατέθεσε για όσα καλά είχε πράξει ο Φραντς, αλλά δεν παρέλειψε να πει ότι τον είδε να διαπράττει εγκλήματα εναντίον άλλων κρατουμένων. Ο Φραντς αθωώθηκε.
Η Χελένα Σιτρονόβα πέθανε το 2007 σε ηλικία 84 χρονών και ο Φραντς Βουντς δυο χρόνια μετά, το 2009, στα 87 του. Η Χελένα δεν μίλησε ποτέ στους οικείους της για την πραγματική σχέση της με τον Αυστριακό· προσπαθούσε να τον ξεχάσει κάθε μέρα… Ο Φραντς, μέχρι που πέθανε κρατούσε τα σημειώματα της Χελένα και μια φωτογραφία της· δεν την ξέχασε ποτέ!
Η κατάθεση της Χελένα (ίσως και να) έσωσε τον Φραντς. Σε ολόκληρη την ακροαματική διαδικασία, δεν τον κοίταξε ούτε μια φορά στα μάτια. Η Χελένα κατέθεσε για όσα καλά είχε πράξει ο Φραντς, αλλά δεν παρέλειψε να πει ότι τον είδε να διαπράττει εγκλήματα εναντίον άλλων κρατουμένων. Ο Φραντς αθωώθηκε.
Η Χελένα Σιτρονόβα πέθανε το 2007 σε ηλικία 84 χρονών και ο Φραντς Βουντς δυο χρόνια μετά, το 2009, στα 87 του. Η Χελένα δεν μίλησε ποτέ στους οικείους της για την πραγματική σχέση της με τον Αυστριακό· προσπαθούσε να τον ξεχάσει κάθε μέρα… Ο Φραντς, μέχρι που πέθανε κρατούσε τα σημειώματα της Χελένα και μια φωτογραφία της· δεν την ξέχασε ποτέ!
*** Το 2003, το ισραηλινό ντοκιμαντέρ «Love in Auschwitz» αφηγήθηκε για πρώτη φορά την ιστορία της Helena Citronova και του Franz Wunsch, όμως η ιστορία των δύο νέων έγινε ευρέως γνωστή το 2015 από το ντοκιμαντέρ του BBC: «Auschwitz: The Nazis και «The Final Solution».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα