ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που άρχισε για το χρέος και το πρόγραμμα, αν και όλοι είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν πραγματικά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, γίνεται στις παρυφές μια συζήτηση για τη δήθεν ευχέρεια των δανειστών να αναγκάσουν στο τέλος την κυβέρνηση να μετατοπιστεί πλήρως από το πλαίσιο που θέτει, καθώς δήθεν διαθέτουν το απόλυτο όπλο.
Αυτό δεν είναι άλλο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τη ρευστότητα που παρέχει στο τραπεζικό σύστημα. Το επιχείρημα είναι ότι οι δανειστές μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να σταματήσουν τη ροή της ρευστότητας από την ΕΚΤ προς τις ελληνικές τράπεζες, είτε άμεσα είτε έμμεσα, μπλοκάροντας τη λειτουργία του ELA.
Η ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 282 παρ. 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε, «είναι ανεξάρτητη κατά την άσκηση των εξουσιών της και τη διαχείριση των οικονομικών της. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών σέβονται την ανεξαρτησία αυτή».
Δεν αποτελεί η ΕΚΤ όργανο των δανειστών, των λοιπών κρατών - μελών ούτε της Κομισιόν ή άλλου τυπικού ή άτυπου θεσμού της Ένωσης.

Αυτή η ανεξαρτησία αφορά και την ίδια, και τις αποφάσεις που λαμβάνει, γιατί είναι υπεύθυνη για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και για τη διατήρηση της σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ. Η ΤτΕ είναι ισότιμο μέλος στο σύστημα των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών και οι αποφάσεις της ΕΚΤ, σχετικά με την παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, τη στιγμή μάλιστα που οι τέσσερις κύριες τράπεζες της χώρας εποπτεύονται από τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας, δεν μπορούν να αποτελούν μέρος της διαπραγμάτευσης μεταξύ της κυβέρνησης της Ελλάδας και των κυβερνήσεων των άλλων κρατών - μελών, της Κομισιόν, του ESM ή του ΔΝΤ.
Η παροχή της ρευστότητας προς τις τράπεζες με ενέχυρο τίτλους (και του Ελληνικού Δημοσίου) αποτελεί πράξεις που εντάσσονται στο άρθρο 18 του καταστατικού της ΕΚΤ (πράξεις ανοιχτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες) και αφορά τη νομισματική πολιτική για την οποία είναι αρμόδια η ΕΚΤ.
Αντίθετα, το όποιο πρόγραμμα συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση εντάσσεται στην οικονομική πολιτική για την οποία η ΕΚΤ δεν έχει αρμοδιότητα να λαμβάνει αποφάσεις και μέτρα, κάτι που και η ίδια έχει υποστηρίξει δημόσια (βλ. σημεία 104 και 105 της εισήγησης του γενικού εισαγγελέα στο Δικαστήριο της Ε.Ε. για το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης OMT της ΕΚΤ).
Η ΕΚΤ δεν μπορεί να λάβει απόφαση σχετικά με την παροχή ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα με κριτήρια και αιτιολόγηση αναφερόμενα στην οικονομική πολιτική.Είναι υποχρεωμένη να κινηθεί αμιγώς στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής και της διαφύλαξης της νομισματικής σταθερότητας στην Ελλάδα. Είναι υποχρεωμένη να δέχεται ως ενέχυρα τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι 28 Φεβρουαρίου, χορηγώντας ρευστότητα με επιτόκιο 0,05% και βέβαια να επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία του μηχανισμού ELA στην ΤτΕ και πριν και μετά την ημερομηνία αυτή, διότι η παροχή ρευστότητας μέσω ELA (επιτόκιο 1,55%) δεν σχετίζεται με την ύπαρξη προγράμματος, όπως έχει συσχετίσει η ίδια η ΕΚΤ τη δική της χρηματοδότηση.
Ωστόσο, και η ίδια η ΕΚΤ, αφού η Ελλάδα τηρεί το πλαίσιο του άρθρου 119 παρ. 3 ΣΛΕΕ«σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών», σύμφωνα με τη δέσμευση της κυβέρνησης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, οφείλει να παρέχει απευθείας ρευστότητα και μετά τις 28 Φεβρουαρίου, ανεξάρτητα από πρόγραμμα. Εξάλλου, η οικονομική πολιτική των κρατών - μελών πρέπει να υπηρετεί κατά το άρθρο 119 τους σκοπούς του άρθρου 3 ΣΛΛΕ που ορίζει ως στόχο «την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο», άρα μια αναπτυξιακή πολιτική και όχι μια πολιτική ύφεσης και λιτότητας.
Η ΕΚΤ και ο Ντράγκι δεν είναι ούτε μπορούν να μετατραπούν σε σερίφη κανενός κράτους και κανενός υπουργού Οικονομικών.
Αλλά ας υποθέσουμε την απίθανη περίπτωση που η πλειοψηφία στην ΕΚΤ όχι μόνο σταματήσει την απευθείας χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, αλλά θελήσει να μπλοκάρει και τον ELA από την ΤτΕ.
Μία τέτοια απόφαση πρέπει πάντως να είναι αιτιολογημένη με βάση τη νομισματική πολιτική και όχι να είναι μέτρο εντασσόμενο στη διαπραγμάτευση για την οικονομική πολιτική και βέβαια η ΤτΕ έχει την αρμοδιότητα να ενεργοποιήσει την πιστωτική γραμμή του ELA και χωρίς την έγκριση της ΕΚΤ.

Τότε η ΕΚΤ το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, με βάση το άρθρο 258 ΣΛΕΕ το άρθρο 35.6 του καταστατικού της ΕΚΤ, να κινήσει διαδικασία παράβασης σε βάρος της ΤτΕ. Αυτό σημαίνει να ζητήσει από την ΤτΕ να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της και στη συνέχεια να της απευθύνει αιτιολογημένη γνώμη τάσσοντας προθεσμία συμμόρφωσης, με την πάροδο της οποίας μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο της Ε.Ε.
Επιπλέον, μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης, είναι υποχρεωμένη να κάνει δεκτές τις πιστωτικές εγγραφές της ΤτΕ μέσω ELA, στο target 2, που είναι το ημερήσιο σύστημα διακανονισμού τραπεζικών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ.
Τέτοια μη αποδοχή είναι δυνατή μόνο αν το δικαστήριο διαπιστώσει παράβαση και ορίσει και ως μέτρο τη μη αποδοχή των συναλλαγών στο target 2, γιατί μπορεί να ορίσει και οποιοδήποτε άλλο μέτρο.
Θεσμικά και με βάση την αρχή της νομιμότητας που διέπει το σύστημα των συνθηκών της Ε.Ε., η ΕΚΤ δεν μπορεί να μην αποδέχεται στο target 2 χωρίς δικαστική απόφαση τις πιστωτικές εργασίες της ΤτΕ, με το σκεπτικό ότι είναι χωρίς έγκριση της ΕΚΤ. Μια τέτοια ενέργεια από την ΕΚΤ θα είναι παράνομη με βάση τις συνθήκες, αφού θα έχει ληφθεί α) χωρίς τη διαδικασία που ορίζουν οι συνθήκες και το καταστατικό της ΕΚΤ και β) με κριτήρια οικονομικής και όχι νομισματικής πολιτικής.
Η απόφαση της διοίκησης της ΤτΕ να κάνει χρήση της πιστωτικής γραμμής του ELA με γνώμονα τη νομισματική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη χώρα, έστω και χωρίς έγκριση της ΕΚΤ, θα είναι νόμιμη και ισχυρή μέχρι να αποφανθεί διαφορετικά το δικαστήριο σε τυχόν προσφυγή της ΕΚΤ.
Εάν συνεχίσουμε το απίθανο σενάριο ότι οι δανειστές αποφασίζουν να στραγγαλίσουν τη χώρα εξαναγκάζοντας την ΕΚΤ, χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, να μη δεχτεί τις συναλλαγές της ΤτΕ στο target 2, τότε είναι πασιφανές ότι η πράξη αυτή της ΕΚΤ θα είναι παράνομη και η Ελληνική Δημοκρατία ή/και η ΤτΕ μπορούν άμεσα να προσφύγουν με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ κατά της ΕΚΤ στο δικαστήριο και να πετύχουν αναστολή ισχύος της απόφασης της ΕΚΤ  (άρθρο 278 ΣΛΕΕ), αφού σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα συντρέχουν τόσο το επείγον όσο και η σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη.
Την ίδια δυνατότητα προσφυγής ακύρωσης και αναστολής έχουν η Ελληνική Δημοκρατία ή/και η ΤτΕ και κατά ενδεχόμενης απόφασης της πλειοψηφίας της ΕΚΤ (2/3 του Δ.Σ.) να μην επιτρέψει την ενεργοποίηση του ELA ή να βάλει χαμηλό πλαφόν στο ύψος του για να πιέζει τη χώρα, ώστε να επιτραπεί από το δικαστήριο η χρήση του.
Οι δανειστές δεν διαθέτουν στην πραγματικότητα το όπλο του στραγγαλισμού της χώρας με τη διακοπή της παροχής ρευστότητας (απειλούν μόνο ότι το έχουν), διότι η ΕΚΤ δεν είναι όργανό τους, ούτε όργανο οικονομικής πολιτικής. Αλλά και εάν ακόμη θυσιάσει την ανεξαρτησία της και μετατραπεί σε τέτοιο όργανο, δεν είναι αυτή που θα αποφασίσει τελικά για τη διακοπή της ρευστότητας, αλλά είναι υποχρεωμένη να προσφύγει στο δικαστήριο και, αν παραβεί και αυτή της την υποχρέωση και ενεργήσει αυθαίρετα, μη αποδεχόμενη την εκκαθάριση των συναλλαγών της ΤτΕ, τότε η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να την εμποδίσει να ενεργήσει παράνομα ως όργανο μιας μερίδας των δανειστών, αφού τελικός εγγυητής της νομιμότητας στην Ε.Ε. είναι το δικαστήριο.