Παρέμβαση προέδρου Ντόρας Μπακογιάννη, στη συζήτηση στη Βουλή επί του σχεδίου νόμου του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής για τη λειτουργία των ενεργειακών αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου.
Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο περιέχει μια σειρά πολύ σημαντικών ρυθμίσεων που άπτονται ζητημάτων εθνικής σημασίας. Με τα άρθρα του νομοσχεδίου η κυβέρνηση προσπαθεί να προσαρμόσει την Ελληνική Νομοθεσία στο 3ο Ενεργειακό Πακέτο της Ε.Ε, δηλαδή τις 2 Οδηγίες για τον Ηλεκτρισμό και το Φυσικό Αέριο και τους 3 Κανονισμούς που το απαρτίζουν. Σημειώνω ωστόσο ότι η χώρα μας έχει ήδη προειδοποιηθεί από την Ε.Ε. για τη μη προσαρμογή στο 2ο Ενεργειακό Πακέτο και κυρίως τον κανονισμό 1228/2003 για τη μη πρόσβαση στις διεθνείς μας διασυνδέσεις. Οφείλουμε λοιπόν να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί.
Πρώτα από όλα όμως, επιτρέψτε μου να τονίσω ότι η Δημοκρατική Συμμαχία έχει εξαρχής ταχθεί υπέρ της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, αλλά και την ελεύθερη εμπλοκή και ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον τομέα. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος θα έπρεπε να μεριμνά για την θέσπιση κανόνων προαγωγής του υγιούς ανταγωνισμού σε μια ελεύθερη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου
Επιπλέον, επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι προς τη σωστή κατεύθυνση κινούνται οι διατάξεις που αφορούν τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, η οποία αποκτά αποφασιστικές αρμοδιότητες, από το σημερινό της μόνο γνωμοδοτικό ρόλο, σε ζητήματα όπως τα τιμολόγια μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων, η εποπτεία των διαχειριστών, η αδειοδότηση του συνόλου των ενεργειακών επενδύσεων (και όχι μόνο Ανανεώσιμων Πηγών), η ρύθμιση των αγορών.
Αναφορικά με το Πρότυπο Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς που προκρίνεται από το νόμο, επιτρέψτε μου να σημειώσω συνοπτικά ότι αυτό δεν θεωρείται το πλέον αποτελεσματικό μοντέλο καθώς έχει μεγαλύτερο κόστος . Δημιουργεί πολλούς πρόσθετους φορείς, με πολλά συμβούλια, υποστηρικτικές δομές και παρένθετες εξουσίες που αυξάνουν το κόστος της παρακολούθησης της λειτουργίας της αγοράς.
Είναι προφανές νομίζω ότι όλα αυτά τα κόστη θα μεταφερθούν τελικώς στους καταναλωτές της ηλεκτρικής ενέργειας.
Στο θέμα της ενεργειακής αγοράς βρισκόμαστε σ΄ ένα οριακό σημείο γιατί πολλά χρόνια τώρα με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας δεν τολμήσαμε να προχωρήσουμε στο άνοιγμα της αγοράς ενέργειας. ΘΑ σας δώσω μερικά παραδείγματα δεδομένου ότι σήμερα υπάρχει πλέον σημαντική πείρα όσον αφορά τις καθυστερήσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και τις σχετικές μεθοδεύσεις:
• το προσωπικό της ΔΕΗ που εργαζόταν στον ΔΕΣΜΗΕ θα έπρεπε να έχει μεταφερθεί σε αυτόν τουλάχιστον 5 έτη πριν
• η άδεια Κυριότητας του Δικτύου Διανομής από τη ΔΕΗ δεν έχει διεκπεραιωθεί (θέσπιση όρων και προϋποθέσεων) 12 έτη μετά την πρώτη θέσπιση των σχετικών υποχρεώσεων
• ο Κώδικας Δεοντολογίας σχετικά με τον διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ δεν έχει θεσπιστεί, 6 έτη μετά τη σχετική πρόβλεψη σε νόμο
• ο Κώδικας Διαχείρισης του Δικτύου δεν έχει θεσπιστεί, 12 έτη μετά τη σχετική πρόβλεψη σε νόμο, παρότι η ΡΑΕ διενήργησε και σχετική δημόσια διαβούλευση
• όσον αφορά στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά, ούτε Άδεια Διαχείρισης έχει δοθεί στη ΔΕΗ ούτε Κώδικας Διαχείρισης έχει θεσπιστεί, 6 έτη μετά τη σχετική πρόβλεψη σε νόμο
• παλαιότερη διάταξη νόμου, ταυτόσημη με σημερινού νομοσχεδίου έδωσε τη δυνατότητα αναβολής της θέσπισης των νέων Κωδίκων της αγοράς για 21 μήνες.
Έχουμε, λοιπόν ήδη μεγάλη πείρα από τις δυσλειτουργίες της αγοράς, ιδίως όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η ΡΑΕ αναγκάστηκε να προβεί επανειλημμένα σε συστάσεις στον ΔΕΣΜΗΕ.
Παρόλα αυτά, με το νομοσχέδιο όλα τα θέματα περί μονοπωλιακών δραστηριοτήτων απλώς αναφέρονται εκ νέου γενικά ως υποχρεώσεις, χωρίς ειδικότερα μέτρα. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του συζητούμενου νομοσχεδίου.
Η μεγάλη αδυναμία της Ελλάδας όλα αυτά τα χρόνια ήταν και συνεχίζει να είναι ότι αργήσαμε ήδη σημαντικά στην προσαρμογή της ελληνικής πραγματικότητας με τα δεδομένα των ευρωπαϊκών οδηγιών και των κανονιστικών πλαισίων. Η Ευρώπη στα θέματα της ενέργειας τρέχει με «φόρμουλα 1» και εμείς πηγαίνουμε με κάρο.
Στη λογική της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας με το πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικαίου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση η απόφαση του υπουργού να εντάξει τις μονάδες συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης στο σύστημα ανεξαρτήτου μεγέθους. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση εναρμονίζει την ελληνική πραγματικότητα με σχετική Κοινοτική οδηγία η οποία ταυτίζει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της υψηλής απόδοσης και τις εντάσσει με ισοδύναμο τρόπο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στο στόχο 20-20-20 δεδομένου ότι εξασφαλίζουν υψηλή εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας.
Κλείνοντας, μια αναφορά στο ζήτημα της ΔΕΗ. Κρίνω ότι το σχέδιο πώλησης λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ, αποτελεί σωστή κίνηση. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία υγιούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, πετυχαίνοντας την ουσιαστική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και την προσέλκυση νέων ιδιωτικών επενδύσεων.
Βασικό, ωστόσο, παραμένει να αρθεί ουσία και όχι τύποις το μονοπώλιο της ΔΕΗ στην εκμετάλλευση των λιγνιτικών και υδάτινων πόρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Εάν δηλαδή θέλουμε να απολαύσουμε τα πλεονεκτήματα μιας κανονικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η ΔΕΗ (και όλοι οι άλλοι παραγωγοί) θα πρέπει να αρχίσει το ταχύτερο δυνατόν να πληρώνει τον λιγνίτη που ανήκει στον Έλληνα φορολογούμενο (μέσω δημοπρασιών) και η τιμή του ρεύματος να επιδοτείται από τα έσοδα αυτά. Σημειώστε ότι η χώρα μας διαθέτει αποθέματα λιγνίτη που αξίζουν, κατά περίπου 50 δισ. Ευρώ, ενώ το μέταλλο όφειλε να δημοπρατείται με τα έσοδα να εισρέουν στον κρατικό προϋπολογισμό.
Με τον τρόπο αυτό, θα έχουμε φθηνότερο ρεύμα, μια πραγματική ενεργειακή αγορά και όφελος για τον προϋπολογισμό, δηλαδή για τον ελληνικό λαό. Όλα τα άλλα δεν είναι αποκρατικοποίηση ούτε απελευθέρωση, αλλά διαιώνιση ενός φαύλου και αδιαφανούς καθεστώτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα