(ή περί των «αντιφάσεων» της ΔΗΜΑΡ)
Τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα για τη σταθερή άνοδο της ΔΗΜΑΡ στις προτιμήσεις των πολιτών αποτελούν μεν ενθαρρυντικές ενδείξεις για την πολιτική της πορεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως κεκτημένο κεφάλαιο, ιδίως μέσα στη ρευστότητα της ελληνικής πολιτικής ζωής, στην παρούσα συγκυρία. Το βέβαιο είναι πως η ΔΗΜΑΡ έχει δημιουργήσει αυξημένες πολιτικές προσδοκίες. Η τάση αυτή καταγράφεται όχι μόνο στη συμπεριφορά των μελών και των φίλων του κόμματος αλλά και στις κριτικές των «αρνητών» της. Φαίνεται, μάλιστα, πως τα δημοσκοπικά ποσοστά ενεργοποίησαν άμεσα τα αντανακλαστικά μιας μερίδας του Τύπου (έντυπου και ηλεκτρονικού), προκαλώντας ποικίλες τοποθετήσεις : ερωτηματικά για το χαρακτήρα του κόμματος, δημόσιες καταγγελίες για έλλειψη «μεταρρυθμιστικού οίστρου», προσωποκεντρικές επιθέσεις.
Στην τελευταία εκδοχή των κριτικών, ωστόσο, ο ανοίκειος τόνος της επίθεσης συναγωνίζεται συχνά την κενότητα του επιχειρήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο του κ. Απόστολου Δοξιάδη στην Καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής (26/02/2012). Παραθέτω ενδεικτικά : «Ως κόμμα απελπισμένων αντιμετωπίσθηκε αρχικά η ΔΗΜ.ΑΡ., κι οι πρώτες δημοσκοπήσεις ενέγραψαν το ελάχιστο ποσοστό των συμπολιτών μας που ένιωσε τον πόνο τους, αφού κατά τα άλλα δεν ενδιέφερε κανέναν. Τα περισσότερα στελέχη της μύριζαν αδιάφορο χθες, ενώ ο αρχηγός, Φώτης Κουβέλης, είναι πλασμένος από καθαρή ναφθαλίνη: εξωτερικά ευπρεπής και εσωτερικά ανούσιος, ο Έλληνας δικηγόρος-πολιτικός στην πιο θανάσιμα βαρετή εκδοχή του».(1)
Αν «το ύφος είναι ο άνθρωπος», όπως αναφέρει το σχετικό ρητό, το απόσπασμα δε χρήζει περαιτέρω σχολιασμού. Οι ad hominem επιθέσεις είναι συνήθως οι πιο αδύναμες, ακριβώς επειδή καταφεύγουν σε μια λεκτική απαξίωση του αντιπάλου, που δεν αφήνει κανένα περιθώρια για συζήτηση ή διαφωνία. Ας αφήσουμε, όμως, τον κ. Δοξιάδη και τις βαρετές «εικασίες» του για την ταυτότητα τους κόμματος και ας ασχοληθούμε με τον πυρήνα των σοβαρών, ή έστω εύλογων, κριτικών απέναντι στη ΔΗΜΑΡ ∙ εννοώ τις περίφημες «αντιφάσεις» της. Συνοψίζω τις βασικές θέσεις αυτής της ρητορικής. Ενώ η ΔΗΜΑΡ, λένε, είναι υπέρ της Ευρώπης δεν υπερψηφίζει τα ευρωπαϊκά «πακέτα διάσωσης». Ενώ είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων, καταψηφίζει τις προτεινόμενες «μεταρρυθμίσεις». Ενώ είναι υπέρ των συνεργασιών για την αναζήτηση της εξόδου από την κρίση, δεν συμμετέχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας «τύπου Παπαδήμου». Σε τι διαφέρει, λοιπόν, από το συνήθη καταγγελτισμό της υπόλοιπης Αριστεράς ; Μήπως το μεταρρυθμιστικό της εγχείρημα εξαντλείται σε ένα ραφιναρισμένο προϊόν σύγχρονης ανανεωτικής αριστεράς, που όμως μυρίζει ναφθαλίνη ;
Για να απαντήσει κανείς σε αυτά τα ερωτήματα, καλό είναι να θυμηθεί το πλαίσιο της συγκυρίας, μέσα στην οποία εκφέρονται. Αν ξεκινούσε κανείς με αυτή την αφετηρία, θα διαπίστωνε, ενδεχομένως, πως οι δήθεν «αντιφάσεις» της ΔΗΜΑΡ αποτελούν δομικές αντιφάσεις του ίδιου του παλαιοκοματικού πολιτικού συστήματος αλλά και των επίδοξων «άριστων» αναμορφωτών του. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά μερικές από αυτές. Όταν η ΔΗΜΑΡ, έγκυρα και έγκαιρα, πρότεινε τη θετική αναδιάρθρωση του χρέους, την κατηγορούσαν για ηττοπάθεια. Ο τότε Υπουργός Οικονομικών είχε ήδη δηλώσει πως θα «βγαίναμε στις αγορές το 2011» και οι λοιπές «μνημονιακές» δυνάμεις θεωρούσαν πως το «κούρεμα» πλήττει την αξιοπιστία της χώρας. Σήμερα, όμως, αυτό (το «κούρεμα») που τότε αποτελούσε αντιμνημονιακή πολιτική έχει γίνει το υπέρτατο σημείο απόδειξης της «μνημονιακής» σωτηρίας της χώρας. Όταν η ΔΗΜΑΡ υποστήριζε ότι η ευρωπαϊκή βοήθεια δεν μπορεί να εξαντλείται σε ένα πρόγραμμα λιτότητας, ύφεσης και προσχηματικών «μεταρρυθμίσεων» αλλά πρέπει να συνοδεύεται από ένα ξεχωριστό αναπτυξιακό σχέδιο, οι ακραιφνείς «μνημονιοφύλακες» έλεγαν πως η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από τον «ενάρετο κύκλο της ανταγωνιστικότητας» (μείωση μισθών, μείωση κόστους παραγωγής, αύξηση των επενδύσεων). Η ανάπτυξη, ωστόσο, δεν ήρθε. Εδώ και δύο εβδομάδες, ωστόσο, ωριμάζει η ιδέα για τη διαπραγμάτευση ενός νέου αναπτυξιακού πακέτου, σε πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Ελπίζω να μην είναι ήδη αργά. Όταν η ΔΗΜΑΡ, ζητούσε να σταλεί προς την Ευρώπη ένα διακομματικό και εθνικό μήνυμα για τα όρια αντοχής της ελληνικής κοινωνίας, τα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) αναλώνονταν σε μικροκομματικές πιρουέτες : μπλόφες με την Τρόικα, τυχοδιωκτικά δημοψηφίσματα, στροφές εκατόν ογδόντα μοιρών στην πολιτική τους, θεατρικές εμφανίσεις μετά τα συμβούλια των «πολιτικών αρχηγών» κλπ.
Η ΔΗΜΑΡ προειδοποίησε πως το κυβερνητικό σχήμα «εθνικής σωτηρίας» που βρέθηκε μετά την παραίτηση Παπανδρέου - με το δεκανίκι της ακροδεξιάς - ήταν εξαρχής υποθηκευμένο, ήδη από τη διαδικασία της συγκρότησής του. Τα γεγονότα δεν άργησαν να επαληθεύσουν την πρόβλεψη, ή μάλλον την πολιτική εκτίμηση. Η υπερψήφιση του νέου Μνημονίου συνοδεύτηκε από το πιο άδοξο και γκροτέσκο τέλος της μεταπολίτευσης : οι ακροδεξιοί τηλεαστέρες πηδούσαν την τελευταία στιγμή στο τρένο της μνημονιακής ΝΔ, οι γαλάζιοι «αντιστασιακοί» βουλευτές έφυγαν (για να ξαναμπούν) στο μεταλλαγμένο κόμμα τους, το αγανακτισμένο ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε όσα επί δύο χρόνια ψήφιζε, και λίγο πριν οριστούν οι επερχόμενες εκλογές άρχισαν ήδη οι προτάσεις για μια νέα συγκυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» και ένα νέο μετεκλογικό γάμο ∙ από έρωτα ή συνοικέσιο, δεν έχει σημασία.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, κάποιοι θυμήθηκαν ότι το βασικό πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος σήμερα είναι «οι αντιφάσεις της ΔΗΜΑΡ», την ίδια στιγμή, μάλιστα, που πυκνώνουν οι κριτικές απέναντι στις συντηρητικές ηγεσίες και τις συντηρητικές επιλογές της, κατά τα άλλα, πάντα «δικής μας» Ευρώπης. Από μια άλλη σκοπιά, ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Η πολιτική της ΔΗΜΑΡ έχει δικαιωθεί πλήρως σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές της επιλογές. Το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα επινοεί τις αντιφάσεις της ΔΗΜΑΡ για να μην αντιμετωπίσει – και να μην απολογηθεί για - τις δικές του αδιέξοδες αντιφάσεις. Μαζί (με) και δίπλα σε αυτό το σύστημα, οι νεόκοποι υποστηρικτές των μεταπολιτικών λύσεων (κυβερνητισμός των «αρίστων» και των «τεχνοκρατών») προσφέρουν μια τελευταία επικοινωνιακή χείρα βοηθείας στους επιφανείς εκπροσώπους του χρεοκοπημένου αυτού συστήματος για την παρασιτική διατήρηση του status quo και «την αφομοίωση των κραδασμών του όποιου εκλογικού αποτελέσματος» (2), συμβάλλοντας στην περαιτέρω παρακμή της δημοκρατίας και στην καθυπόταξη της κοινωνίας.
Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκε και η ΔΗΜΑΡ και ο Φώτης Κουβέλης να μυρίζει τώρα σε πολλούς ναφθαλίνη. Ας είναι. Όπως γράφουν και τα σχετικά λεξικά, άλλωστε, η «ναφθαλίνη θεωρείται το πιο αποτελεσματικό απωθητικό για το σκόρο». Και, προσφάτως, οι σκόροι είναι πολλοί.
Γιάννης Παπαθεοδώρου
μέλος της Ε.Ε της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Τα πρόσφατα δημοσκοπικά ευρήματα για τη σταθερή άνοδο της ΔΗΜΑΡ στις προτιμήσεις των πολιτών αποτελούν μεν ενθαρρυντικές ενδείξεις για την πολιτική της πορεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθούν ως κεκτημένο κεφάλαιο, ιδίως μέσα στη ρευστότητα της ελληνικής πολιτικής ζωής, στην παρούσα συγκυρία. Το βέβαιο είναι πως η ΔΗΜΑΡ έχει δημιουργήσει αυξημένες πολιτικές προσδοκίες. Η τάση αυτή καταγράφεται όχι μόνο στη συμπεριφορά των μελών και των φίλων του κόμματος αλλά και στις κριτικές των «αρνητών» της. Φαίνεται, μάλιστα, πως τα δημοσκοπικά ποσοστά ενεργοποίησαν άμεσα τα αντανακλαστικά μιας μερίδας του Τύπου (έντυπου και ηλεκτρονικού), προκαλώντας ποικίλες τοποθετήσεις : ερωτηματικά για το χαρακτήρα του κόμματος, δημόσιες καταγγελίες για έλλειψη «μεταρρυθμιστικού οίστρου», προσωποκεντρικές επιθέσεις.
Στην τελευταία εκδοχή των κριτικών, ωστόσο, ο ανοίκειος τόνος της επίθεσης συναγωνίζεται συχνά την κενότητα του επιχειρήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο του κ. Απόστολου Δοξιάδη στην Καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής (26/02/2012). Παραθέτω ενδεικτικά : «Ως κόμμα απελπισμένων αντιμετωπίσθηκε αρχικά η ΔΗΜ.ΑΡ., κι οι πρώτες δημοσκοπήσεις ενέγραψαν το ελάχιστο ποσοστό των συμπολιτών μας που ένιωσε τον πόνο τους, αφού κατά τα άλλα δεν ενδιέφερε κανέναν. Τα περισσότερα στελέχη της μύριζαν αδιάφορο χθες, ενώ ο αρχηγός, Φώτης Κουβέλης, είναι πλασμένος από καθαρή ναφθαλίνη: εξωτερικά ευπρεπής και εσωτερικά ανούσιος, ο Έλληνας δικηγόρος-πολιτικός στην πιο θανάσιμα βαρετή εκδοχή του».(1)
Αν «το ύφος είναι ο άνθρωπος», όπως αναφέρει το σχετικό ρητό, το απόσπασμα δε χρήζει περαιτέρω σχολιασμού. Οι ad hominem επιθέσεις είναι συνήθως οι πιο αδύναμες, ακριβώς επειδή καταφεύγουν σε μια λεκτική απαξίωση του αντιπάλου, που δεν αφήνει κανένα περιθώρια για συζήτηση ή διαφωνία. Ας αφήσουμε, όμως, τον κ. Δοξιάδη και τις βαρετές «εικασίες» του για την ταυτότητα τους κόμματος και ας ασχοληθούμε με τον πυρήνα των σοβαρών, ή έστω εύλογων, κριτικών απέναντι στη ΔΗΜΑΡ ∙ εννοώ τις περίφημες «αντιφάσεις» της. Συνοψίζω τις βασικές θέσεις αυτής της ρητορικής. Ενώ η ΔΗΜΑΡ, λένε, είναι υπέρ της Ευρώπης δεν υπερψηφίζει τα ευρωπαϊκά «πακέτα διάσωσης». Ενώ είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων, καταψηφίζει τις προτεινόμενες «μεταρρυθμίσεις». Ενώ είναι υπέρ των συνεργασιών για την αναζήτηση της εξόδου από την κρίση, δεν συμμετέχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας «τύπου Παπαδήμου». Σε τι διαφέρει, λοιπόν, από το συνήθη καταγγελτισμό της υπόλοιπης Αριστεράς ; Μήπως το μεταρρυθμιστικό της εγχείρημα εξαντλείται σε ένα ραφιναρισμένο προϊόν σύγχρονης ανανεωτικής αριστεράς, που όμως μυρίζει ναφθαλίνη ;
Για να απαντήσει κανείς σε αυτά τα ερωτήματα, καλό είναι να θυμηθεί το πλαίσιο της συγκυρίας, μέσα στην οποία εκφέρονται. Αν ξεκινούσε κανείς με αυτή την αφετηρία, θα διαπίστωνε, ενδεχομένως, πως οι δήθεν «αντιφάσεις» της ΔΗΜΑΡ αποτελούν δομικές αντιφάσεις του ίδιου του παλαιοκοματικού πολιτικού συστήματος αλλά και των επίδοξων «άριστων» αναμορφωτών του. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά μερικές από αυτές. Όταν η ΔΗΜΑΡ, έγκυρα και έγκαιρα, πρότεινε τη θετική αναδιάρθρωση του χρέους, την κατηγορούσαν για ηττοπάθεια. Ο τότε Υπουργός Οικονομικών είχε ήδη δηλώσει πως θα «βγαίναμε στις αγορές το 2011» και οι λοιπές «μνημονιακές» δυνάμεις θεωρούσαν πως το «κούρεμα» πλήττει την αξιοπιστία της χώρας. Σήμερα, όμως, αυτό (το «κούρεμα») που τότε αποτελούσε αντιμνημονιακή πολιτική έχει γίνει το υπέρτατο σημείο απόδειξης της «μνημονιακής» σωτηρίας της χώρας. Όταν η ΔΗΜΑΡ υποστήριζε ότι η ευρωπαϊκή βοήθεια δεν μπορεί να εξαντλείται σε ένα πρόγραμμα λιτότητας, ύφεσης και προσχηματικών «μεταρρυθμίσεων» αλλά πρέπει να συνοδεύεται από ένα ξεχωριστό αναπτυξιακό σχέδιο, οι ακραιφνείς «μνημονιοφύλακες» έλεγαν πως η ανάπτυξη θα έρθει μέσα από τον «ενάρετο κύκλο της ανταγωνιστικότητας» (μείωση μισθών, μείωση κόστους παραγωγής, αύξηση των επενδύσεων). Η ανάπτυξη, ωστόσο, δεν ήρθε. Εδώ και δύο εβδομάδες, ωστόσο, ωριμάζει η ιδέα για τη διαπραγμάτευση ενός νέου αναπτυξιακού πακέτου, σε πολύ πιο δυσμενείς συνθήκες για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Ελπίζω να μην είναι ήδη αργά. Όταν η ΔΗΜΑΡ, ζητούσε να σταλεί προς την Ευρώπη ένα διακομματικό και εθνικό μήνυμα για τα όρια αντοχής της ελληνικής κοινωνίας, τα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) αναλώνονταν σε μικροκομματικές πιρουέτες : μπλόφες με την Τρόικα, τυχοδιωκτικά δημοψηφίσματα, στροφές εκατόν ογδόντα μοιρών στην πολιτική τους, θεατρικές εμφανίσεις μετά τα συμβούλια των «πολιτικών αρχηγών» κλπ.
Η ΔΗΜΑΡ προειδοποίησε πως το κυβερνητικό σχήμα «εθνικής σωτηρίας» που βρέθηκε μετά την παραίτηση Παπανδρέου - με το δεκανίκι της ακροδεξιάς - ήταν εξαρχής υποθηκευμένο, ήδη από τη διαδικασία της συγκρότησής του. Τα γεγονότα δεν άργησαν να επαληθεύσουν την πρόβλεψη, ή μάλλον την πολιτική εκτίμηση. Η υπερψήφιση του νέου Μνημονίου συνοδεύτηκε από το πιο άδοξο και γκροτέσκο τέλος της μεταπολίτευσης : οι ακροδεξιοί τηλεαστέρες πηδούσαν την τελευταία στιγμή στο τρένο της μνημονιακής ΝΔ, οι γαλάζιοι «αντιστασιακοί» βουλευτές έφυγαν (για να ξαναμπούν) στο μεταλλαγμένο κόμμα τους, το αγανακτισμένο ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε όσα επί δύο χρόνια ψήφιζε, και λίγο πριν οριστούν οι επερχόμενες εκλογές άρχισαν ήδη οι προτάσεις για μια νέα συγκυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας» και ένα νέο μετεκλογικό γάμο ∙ από έρωτα ή συνοικέσιο, δεν έχει σημασία.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, κάποιοι θυμήθηκαν ότι το βασικό πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος σήμερα είναι «οι αντιφάσεις της ΔΗΜΑΡ», την ίδια στιγμή, μάλιστα, που πυκνώνουν οι κριτικές απέναντι στις συντηρητικές ηγεσίες και τις συντηρητικές επιλογές της, κατά τα άλλα, πάντα «δικής μας» Ευρώπης. Από μια άλλη σκοπιά, ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο. Η πολιτική της ΔΗΜΑΡ έχει δικαιωθεί πλήρως σε ό,τι αφορά τις στρατηγικές της επιλογές. Το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα επινοεί τις αντιφάσεις της ΔΗΜΑΡ για να μην αντιμετωπίσει – και να μην απολογηθεί για - τις δικές του αδιέξοδες αντιφάσεις. Μαζί (με) και δίπλα σε αυτό το σύστημα, οι νεόκοποι υποστηρικτές των μεταπολιτικών λύσεων (κυβερνητισμός των «αρίστων» και των «τεχνοκρατών») προσφέρουν μια τελευταία επικοινωνιακή χείρα βοηθείας στους επιφανείς εκπροσώπους του χρεοκοπημένου αυτού συστήματος για την παρασιτική διατήρηση του status quo και «την αφομοίωση των κραδασμών του όποιου εκλογικού αποτελέσματος» (2), συμβάλλοντας στην περαιτέρω παρακμή της δημοκρατίας και στην καθυπόταξη της κοινωνίας.
Κάπως έτσι, λοιπόν, βρέθηκε και η ΔΗΜΑΡ και ο Φώτης Κουβέλης να μυρίζει τώρα σε πολλούς ναφθαλίνη. Ας είναι. Όπως γράφουν και τα σχετικά λεξικά, άλλωστε, η «ναφθαλίνη θεωρείται το πιο αποτελεσματικό απωθητικό για το σκόρο». Και, προσφάτως, οι σκόροι είναι πολλοί.
Γιάννης Παπαθεοδώρου
μέλος της Ε.Ε της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα