Αθήνα, Μάιος 1904. Ο εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γεώργιος, και ο ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς, αναμετρώνται με πιστόλι στην απομακρυσμένη περιοχή Γουδή. Αφορμή για την αναμέτρηση των δύο ανδρών είναι η διαφωνία τους σχετικά με τον τρόπο δράσης των Ελλήνων εναντίον των Βούλγαρων κομιτατζήδων στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία. Ο Μελάς υποστηρίζει ότι περιορισμένα, ευέλικτα, ντόπια σώματα θα είναι αποτελεσματικότερα στον αγώνα. Ο Κολοκοτρώνης από την πλευρά του είναι σίγουρος πως η Ελλάδα, για να απευθύνει στη Σόφια μήνυμα αποφασιστικότητας, πρέπει να αποστείλει στο πεδίο μεγάλες μονάδες. Η φιλονικία διαρκεί πολύ και κορυφώνεται σε συγκέντρωση στο σπίτι του Στέφανου Δραγούμη, όπου πια ο Κολοκοτρώνης τραβάει πιστόλι και ο Μελάς ξίφος! Κατά τα ήθη της εποχής, ο πρώτος στέλνει στον δεύτερο μάρτυρες και ταυτόχρονα υποβάλλει αίτηση στο υπουργείο Στρατιωτικών για… διακανονισμό της διαφοράς… Η αντιπαράθεση λήγει στο πεδίο της μονομαχίας με τον τραυματισμό του Κολοκοτρώνη στον μηρό!
Οκτώ χρόνια νωρίτερα, το 1896, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ο υπομοίραρχος Διοσκουρίδης, επιφορτισμένος με την τήρηση των μέτρων ασφαλείας, καλείται σε μονομαχία από τον 69χρονο πλωτάρχη, εγγονό της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, Γεώργιο Μπούμπουλη, επειδή τον επέπληξε κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του ποδηλατικού αγώνα. Η μονομαχία πραγματοποιείται επίσης στου Γουδή και καταλήγει με τον ελαφρύ τραυματισμό του Μπούμπουλη στο χέρι!
Όχι. Δεν είναι ευέξαπτα και οξύθυμα τα βλαστάρια των ηρώων μας. Απλώς (!;), το καλεί η εποχή. Σχεδόν το απαιτεί. Κάθε ισχυρή διαφωνία να καταλήγει με ένα γάντι που πέφτει στα πόδια κάποιου κι εκείνος να πρέπει να το σηκώσει… Το κάλεσμα σε μονομαχία μπορεί να γίνει για την πιο σοβαρή έως την πιο ασήμαντη αφορμή. Για διαφωνία επί πολιτικών χειρισμών ή ιδεολογικών τοποθετήσεων έως και για διαφωνία επί ερωτικών, οικογενειακών ή και άλλων φαιδρών θεμάτων, που δεν χωράει ο νους… Μακριά από την Ευρώπη, η μονομαχία ως λύση διαφορών κυρίως ερωτικής φύσεως, είναι ήδη σημαντικά δημοφιλής. Ο δε νόμος, που έτσι κι αλλιώς τιμωρεί την ανθρωποκτονία, υπάρχει παντού. Ωστόσο ειδικά για την πρόσκληση σε μονομαχία, όπου παρεισφρέουν λόγοι τιμής και υπόληψης, οι προβλεπόμενες ποινές ισοδυναμούν με χάδια…
Από τον Εθνοπατέρα των Αμερικανών και τον «κερατά» Πούσκιν στους προ(σ)βεβλημένους της ελληνικής Βουλής
Στις ΗΠΑ, στο ξημέρωμα του 19ου αι. (1804), ο πρ. υπουργός Οικονομικών -εθνικό κεφάλαιο της χώρας- Αλεξάντερ Χάμιλτον, πέφτει νεκρός σε μία μονομαχία σε ερημική τοποθεσία του Νιου Τζέρσεϋ με τον πολιτικό του αντίπαλο Ααρών Μπουρ.
Στην καρδιά του 19ου αι. η Ρωσία τελεί υπό την επήρεια του δραματικού τέλους, σε μονομαχία, ενός από τους πλέον δημοφιλείς ποιητές της. Ο Αλέξανδρος Πούσκιν προκαλούμενος από ανώνυμες επιστολές, όπου κατ΄ επανάληψη αποκαλείται «κερατάς», καλεί σε μονομαχία τον αξιωματικό του ιππικού της φρουράς στην Αγία Πετρούπολη, Ζορζ ντ΄ Αντές, ο οποίος φέρεται να πολιορκεί ασφυκτικά τη σύζυγο του ποιητή, Ναταλία Πούσκινα. Το απόγευμα της 27ης Ιανουαρίου του 1837, σε κάποιο ερημικό προάστιο της πόλης, υπό συνθήκη ψύχους και με δυνατό αέρα ο Πούσκιν πέφτει βαριά τραυματισμένος από το πιστόλι του ντ΄ Αντές. Θα εκπνεύσει τη μεθεπομένη, στα 37 του χρόνια.
Τέσσερα χρόνια μετά, ο διάδοχός του, ο 26χρονος Μιχαήλ Λέρμοντοφ, γνωστός ως «ποιητής του Καυκάσου», θα πέσει νεκρός σε μία μονομαχία, που προκαλεί ο συμπατριώτης του, Νικολάι Μαρτίνοφ, συνταξιούχος στρατηγός. Η πρόσκληση - πρόκληση έρχεται ύστερα από τα ανελέητα πειράγματα του Λέρμοντοφ στον Μαρτίνοφ, ο οποίος τρέφει υπερβολική αδυναμία για την αντρική καυκάσια ενδυμασία Chokha, γεγονός που ο νεαρός ποιητής θεωρεί γελοίο. Ο στρατηγός νιώθοντας προσβεβλημένος, τον προσκαλεί σε μονομαχία! Στις 15 Ιουλίου του 1841 ο Λέρμοντοφ αφήνει την τελευταία του πνοή σε ορεινή τοποθεσία του βορείου Καυκάσου.
Στα τέλη του 19ου αι., αρχές του 20ου αι., η μονομαχία είναι πια υπόθεση συνήθης στο κοινωνικό γίγνεσθαι και της Ελλάδας σε μία αδιάρρηκτη διαδοχή ηθών και εθίμων από τα χρόνια του Ομήρου ακόμα, παρότι εννοιολογικά, οι μονομαχίες των πολεμικών συρράξεων εκείνης της εποχής διαφέρουν κατά πολύ από τις μεταγενέστερες, που οργανώνονται αποκλειστικά και μόνον για λόγους τιμής και υπόληψης.
Οι πρώτοι κώδικες για αναμετρήσεις αυτής της λογικής εμφανίζονται τον 18ο αι. αν και υπάρχουν από την περίοδο της πρώιμης αναγέννησης. Πριν την ανατολή του 19ου αι. στην Ιρλανδία, για να θεωρηθεί «πολιτικώς ορθή» μία μονομαχία, πρέπει να … υπακούει στις 26 εντολές της «ηθολογικής λίστας» που διαμορφώνει ακριβώς τα πλαίσια της πολιτικής ορθότητας της αναμέτρησης. Σύντομα, τέτοιες λίστες θα διαθέτει και η Ελλάδα. Είναι συνολικά πέντε και τοποθετούνται χρονικά στην περίοδο 1879-1928. Ορίζουν, δε, τους λόγους, τους όρους και το όπλο διεξαγωγής των αναμετρήσεων. Εδώ, η μονομαχία έρχεται ως τελετουργική αναμέτρηση για το ξέπλυμα της προσβολής και την αποκατάσταση της τιμής, την περίοδο της ανεξαρτησίας με ξενιστές τους Βαυαρούς και τους δυτικοευρωπαίους φιλέλληνες. Ο τρόπος διεξαγωγής της κατά πάσαν πιθανότητα «πατάει» στην παράδοση της ιπποσύνης. Εκτιμάται μάλιστα ότι από το 1895 έως την κήρυξη του α΄ παγκοσμίου πολέμου, καταγράφονται κατά μέσο όρο 10 μονομαχίες ετησίως και πολλαπλάσιες προσκλήσεις σε μονομαχίες, οι οποίες καταλήγουν σε συμβιβασμό. Την αντίστοιχη περίοδο στη Γαλλία καταγράφονται έως και 300 μονομαχίες ετησίως, στη Γερμανία περισσότερες από 2.000 συνολικά το ίδιο χρονικό διάστημα και στην Ιταλία μόνο τη δεκαετία 1879 - 1889 περισσότερες από 3.500 μονομαχίες.
Στα Ιόνια, όπου το φαινόμενο ανθεί ιδιαιτέρως, υπάρχουν διακριτικά στοιχεία. Το όπλο είναι μαχαίρι και το ζητούμενο, ο νικητής να χαράξει στο πρόσωπο τον ηττημένο. Μόλις αυτό γίνει, επεμβαίνουν οι θεατές και χωρίζουν τους δύο αντιπάλους. Στην εξέλιξή του σε όλο το εύρος της χώρας πια, το έθιμο που στην αρχή συνηθίζεται στις τάξεις των αριστοκρατών, περνάει και στις κατώτερες κοινωνικές ομάδες. Επιπλέον, ο νικητής, με την εμφάνιση των Αρχών, πρέπει να παραδοθεί. Αν δεν το κάνει, τον περιμένει πρόστιμο. Το θέμα είναι ότι η μονομαχία ανήκει στα κοινωνικά θέσφατα, τόσο που ακόμη κι αν καταλήξει σε θάνατο του ενός εκ των μονομάχων, στον δράστη θα αναγνωριστούν ελαφρυντικά. Ο Ποινικός Κώδικας, που έχει εισαγάγει ο Όθων στις 18 Δεκεμβρίου (παλιό ημερολόγιο) του 1833, και περιλαμβάνει την περίπτωση της μονομαχίας, προβλέπει ήπιες ποινές για εκείνον που την προκαλεί, αλλά και για τον άλλον που προκαλείται και εμφανίζεται στο πεδίο της αναμέτρησης. Εξαιρεί, δε, από κάθε ποινή τους μάρτυρες ή βοηθούς.
Η πρώτη στην Ελλάδα καταγεγραμμένη πρόσκληση-πρόκληση σε αναμέτρηση, τοποθετείται τον Αύγουστο του 1832 στο Ναύπλιο, όταν ο Νικόλαος Καλλέργης, αδελφός του γνωστού πολιτικού Δημητρίου, καλεί σε μονομαχία τον διπλωμάτη και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή, με αφορμή κάποιους φραστικούς διαξιφισμούς που είχαν οι δυο τους ευρισκόμενοι σε κάποια επίσκεψη. Η διαδικασία εφαρμόζεται με όλα τα προβλεπόμενα (ορισμό τόπου και μαρτύρων), αλλά το πρόβλημα είναι το όπλο με το οποίο θα διεξαχθεί η αναμέτρηση. Η Καλλέργης είναι εξαιρετικός σκοπευτής και ο Ραγκαβής άριστος ξιφομάχος. Εντέλει, οι επίδοξοι μονομάχοι ανταλλάσσουν αμοιβαίες εξηγήσεις και η διαδικασία ματαιώνεται.
Ακολουθούν και άλλες προκλήσεις - προσκλήσεις. Κάποιες ματαιώνονται, κάποιες άλλες διεξάγονται με κυρίως ελαφρείς τραυματισμούς. Τον επόμενο μισό αιώνα τα ελληνικά κιτάπια θα καταγράψουν εμπλεκόμενους σε μονομαχίες, πολιτικούς πρώτης γραμμής, χτυπητά ονόματα της ιστορίας του τόπου, όπως οι Θεοτόκης, Τρικούπης, Κουμουνδούρος, Σοφούλης, Ράλλης, ακόμη και πρίγκηπες, όπως ο Νικόλαος και ο Γεώργιος Μουρούζης!
Το πρωτόκολλο με τους όρους διεξαγωγής και οι λέσχες των μονομάχων στην Αθήνα
Πριν από κάθε αναμέτρηση υπογράφεται ένα πρωτόκολλο που ορίζει τη θέση όπου αυτή θα διεξαχθεί, το όπλο που θα χρησιμοποιηθεί, την απόσταση μεταξύ των αντιπάλων (συνήθως είναι 25 βήματα), τον αριθμό των βολών (συνήθως είναι μία για τον καθένα) και τους μάρτυρες, που επιλέγουν εις έκαστος των μονομάχων. Το πρωτόκολλο προβλέπει και την παρουσία γιατρού, ο οποίος θα κληθεί να επικυρώσει τον θάνατο ή τον τραυματισμό του ηττημένου.
Στην αρχή οι μονομαχίες διεξάγονται μόνον με ξίφη. Μετά το 1860, όμως, κερδίζει έδαφος το πιστόλι και από απόσταση 25 βημάτων. Λαμβάνουν χώρα σε απομονωμένες και πολλές φορές ως την τελευταία στιγμή μυστικές τοποθεσίες (Γουδή, Πατήσια, Κηφισιά, Δαφνί, Φάληρο κ.α.). Συμμετέχουν, δε, κυρίως πολιτικοί και στρατιωτικοί. Απέχουν δι απαγορεύσεως γυναίκες και άνδρες κάτω των 21 χρόνων.
Η πρώτη θανατηφόρα μονομαχία στην Ελλάδα καταγράφεται το 1877 σε ερημική περιοχή του Παλαιού Φαλήρου. Ο λοχαγός του πεζικού Δημήτρης Βούρβαχης πυροβολείται στο στήθος από τον Αντώνιο Δοκό και πέφτει νεκρός. Προηγουμένως έγιναν κάμποσες προσπάθειες ματαίωσης της μονομαχίας από τους μάρτυρες, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Ο Δοκός «υπό το βάρος βαθείας λύπης και ταραχής» συλλαμβάνεται και οδηγείται στον εισαγγελέα.
Οι μονομαχίες και τα ολέθρια αποτελέσματά τους τίθεται στο επίκεντρο μιας ευρείας δημόσιας συζήτησης, ο οποία ωστόσο εκτονώνεται γρήγορα. Την τελευταία 20ετία του 19ου αι. η δημοφιλία του φαινομένου χτυπάει… κόκκινο. Στην Αθήνα μάλιστα ιδρύονται ο «Όμιλος Φιλόπλων» (1875) και η Αθηναϊκή Λέσχη (1888). Σύμφωνα με το καταστατικό τους, απευθύνονται στους νέους των «ευγενεστέρων οικογενειών», που θεωρούν την άσκηση ξιφομαχίας και σκοποβολής απαραίτητη «ουχί μόνο δια λόγους αθλητικούς, αλλά και δια λόγους προνοίας, έναντι παντός ενδεχομένου και πάσης υποχρεώσεως από τους καθιερωθέντας αγράφους κοινωνικούς νόμους».
Στην έρευνά της με τίτλο «Άνδρες, ανδράρια ή ρακλαματζήδες;» η διδάκτωρ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ιστορικός Δήμητρα Βασιλειάδου, σημειώνει: «Η μονομαχία εισάγεται στη χώρα και υιοθετείται ως πρακτική από τα αρχηγετικά αστικά στρώματα μέσα στις συνθήκες πολιτικής ρευστότητας που μορφοποιούν το εγχώριο κοινοβουλευτικό σύστημα και το επιτακτικό αίτημα για εθνική ολοκλήρωση. Με δεδομένο τόσο τον στενό, προσωποποιημένο δεσμό των βουλευτών με την εκλογική τους πελατεία και, γενικότερα, τον προσωποπαγή χαρακτήρα της πολιτικής ζωής όσο και τον αναβαθμισμένο πολιτικό ρόλο των αξιωματικών στη συγκυρία του αλυτρωτισμού, η μονομαχία υιοθετείται για να αναδείξει εξατομικευμένες αρετές που απολαμβάνουν ξεχωριστή και γενικευμένη κοινωνική αναγνώριση. Με δύο λόγια, η μονομαχία έρχεται να κοινοποιήσει στο δημόσιο πεδίο την ηθική ακεραιότητα ενός άνδρα και την απορρέουσα από αυτή νόμιμη διεκδίκησή του να ενεργοποιείται στην κεντρική πολιτική σκηνή. Εδώ, η αξίωση της πλήρους συμμετοχής στην πολιτεία συνδέεται ευθέως με την προσωπική τιμή, αυτό το άυλο αγαθό, που εμφανίζεται να έχει μεγαλύτερη αξία από την ίδια τη ζωή, και με την ανάγκη να την υπερασπίζεται κανείς όταν αμφισβητείται. Η ''τιμή'' που επικαλούνται όσοι μονομαχούν δεν είναι οικουμενική, πανανθρώπινη: διακινείται στον χώρο που της εξασφαλίζουν έμφυλες και ταξικές οριοθετήσεις. Αυτές οι οριοθετήσεις την κατοχυρώνουν, την προστατεύουν και την αξιοδοτούν».
Τον Ιούνιο του 1904 ο υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Θεοτόκη, Σπυρίδων Στάης, θα συναντηθεί στο «πεδίο της τιμής» με τον 38χρονο βουλευτή Κωνσταντίνο Χατζηπέτρο, ο οποίος τον έχει προσβάλει αποκαλώντας τον «αχρείον, άτιμον, κακοήθη». Κατά τα δημοσιεύματα της εποχής, οι φραστικοί διαξιφισμοί των δύο ανδρών ξεκίνησαν με αφορμή την άρνηση του υπουργού να κάνει αποδεκτό του αίτημα του βουλευτή για διορισμό ως καθηγητή Ανατομίας, ψηφοφόρου και φίλου του Χατζηπέτρου. Η εφημερίδα «Σκριπ» της 20ης Ιουνίου δημοσιεύει: «Ο βουλευτής Τρικάλων Κόκκος Χατζηπέτρος, ιστάμενος προ του γραφείου των επισήμων πρακτικών ενώπιον των υπουργών, ηκούετο μετ΄ αγανακτήσεως εκφραζόμενος δια τινά υπόθεσιν… Η συνεδρίασις ήτο ζωηρά και το επεισόδιον δεν έγινε αντιληπτόν, μετ΄ ολίγον όμως […] εγνώσθη ότι ο Χατζηπέτρος ύβρισε βαρέως τον υπουργόν της Παιδείας, απευθυνόμενος προς άλλους βουλευτάς, αλλ΄ ακούοντος του υπουργού και ότι επίκειται μονομαχία…».
Το ραντεβού για την αναμέτρηση δίδεται στις 17.30 στην περιοχή των Τραχώνων (σημερινό Καλαμάκι - άλλες πηγές αναφέρουν ως τόπο συνάντησης σημείο του Ποδονίφτη). Μία απόπειρα, προηγουμένως, του πρωθυπουργού Θεοτόκη να αναστείλει την πρόκληση πέφτει στο κενό. Αλλά το αποτέλεσμα της μονομαχίας είναι προδιαγεγραμμένο… Ο Στάης είναι δεινός κυνηγός και ο Χατζηπέτρος μύωψ. Η πρώτη σφαίρα φεύγει από το όπλο του βουλευτή και δεν βρίσκει στόχο, σε αντίθεση με τη δεύτερη που φεύγει από το όπλο του υπουργού και βρίσκει το στήθος του αντιπάλου.
Ο Στάης θα εκφράσει την ειλικρινή του λύπη για το τραγικό αποτέλεσμα και θα δηλώσει στους δημοσιογράφους: «Και μόνον αι ύβρεις, ας κατά πρόσωπον εδέχθην και αίτινες πλειστάκις επανελήφθησαν ενώπιον όλης σχεδόν της Βουλής, ήσαν δεινόταται, και δεν μοι επετρέπετο εκ στοιχειώδους καθήκοντος προς την αξιοπρέπειάν μου και ως ατόμου και ως βουλευτού και ως υπουργού να τας αφήσω άνευ ικανοποιήσεως».
Το ολοσέλιδο πρωτοσέλιδο θέμα, για την υπόθεση, της εφημερίδας «Σκριπ» ξεκινά: «Έχομεν εν δράμα…»
Ο μονομάχος υπουργός θα παραιτηθεί, θα προφυλακισθεί, θα δικασθεί για φόνο εξ΄ αμελείας, θα αθωωθεί και κάποτε θα επανέλθει στο υπουργικό πόστο, που κατείχε και πριν. Η τιμή του έχει αποκατασταθεί και το επεισόδιο θεωρείται λήξαν…
Τι κι αν διακυβεύονται ζωές; Η μονομαχία είναι μία συνήθης επιλογή και το βασικότερο, περιβεβλημένη με τον μανδύα της τιμής, της αξιοπρέπειας και ασφαλώς της πολιτικής ορθότητας. Αυτή την εποχή, μάλιστα, σε μία νοητή λίστα «μονομαχικών κατορθωμάτων», προηγούνται οι έχοντες εμπειρία και όχι μόνον άπαξ. Για παράδειγμα, ο πλωτάρχης και πολιτικός άνδρας Λυκούργος Τσουκαλάς μετράει στο ενεργητικό του ένδεκα νικηφόρες μονομαχίες! Πώς να τολμήσει κάποιος να αρθρώσει λόγο σε βάρος του;
Πράγματι, όπως χαρακτηριστικά διατυπώνει η ιστορικός Βασιλειάδου «ο κίνδυνος της πρόκλησης σε μονομαχία μπορούσε να φιμώσει επίδοξους πολιτικούς αντιπάλους ή έστω να τους κάνει πιο διστακτικούς στην εκφορά αρνητικών κρίσεων και χαρακτηρισμών. Ιδιαίτερα όταν αφορούσαν πρόσωπα που είχαν μεγάλη δεξιότητα στον χειρισμό των όπλων ή τη φήμη ότι κατέφευγαν, χωρίς ιδιαίτερους δισταγμούς, στη μονομαχητική λύση»…
Παρεμπιπτόντως, στον Τσουκαλά χρεώνεται και το τελευταίο θύμα μονομαχίας στην Ελλάδα. Η αναμέτρηση με τον αντιπλοίαρχο Αριστοτέλη Γιωτόπουλο γίνεται στις 9 Απριλίου του 1910. Ευρισκόμενοι σε βαγόνι του ηλεκτρικού Αθήνας - Πειραιά και μιλώντας για τη διαχείριση των πόρων του Πολεμικού Ναυτικού, οι δύο άνδρες φιλονικούν. Το επεισόδιο καταλήγει σε συμπλοκή και εντέλει σε πρόσκληση για μονομαχία, κατά την οποία ο Γιωτόπουλος βρίσκει ακαριαίο θάνατο από το ραβδωτό πιστόλι του πλωτάρχη.
Σχετικά με την ενεργό ανάμειξη των αξιωματικών στις μονομαχίες, η κ. Βασιλειάδου τη θεωρεί ερμηνεύσιμη καθώς «πέρα από την εξοικείωσή τους με τη χρήση των όπλων και τους άτυπους κανόνες της στρατιωτικής ζωής, η τιμή και η ανδρεία βρίσκονται στον πυρήνα του στρατιωτικού κώδικα αξιών».
Η αρχή του τέλους για τους εύθικτους πιστολάδες
Αμέσως μετά την έναρξη του α΄ παγκοσμίου πολέμου, η «λύση» της μονομαχίας πέφτει σε δυσμένεια στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Φαίνεται πως ο άνεμος του ζόφου που πνέει ανά τον πλανήτη κατευθύνει τα μυαλά σε λιγότερο ακριβές λύσεις διευθέτησης των διαφορών. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι δεν δικαιούνται να στήνουν με το παραμικρό στο απόσπασμα το ύψιστο αγαθό της ζωής που τώρα απειλείται με τον πόλεμο και επιπλέον ότι οφείλουν να αποδείξουν πως οι ευνομούμενες πολιτείες διαθέτουν νομικές δικλείδες κάθαρσης και αποκατάστασης από προσβολές και αδικίες, χωρίς απαραιτήτως να αξιώνουν ως τίμημα τη ζωή.
Το «έθιμο» της μονομαχίας αρχίζει να πέφτει στα μάτια των πολλών, ενώ ο Τύπος ήδη από την επομένη του θανάτου του νεαρού βουλευτή Χατζηπέτρου «πυροβολεί» τους μονομάχους. «… Δεν νομίζει επιτέλους η Πολιτεία ότι είνε καιρός το παράθυρον εκείνο του ποινικού νόμου, το αδρανές άρθρο περί μονομαχίας, να κλείση δια να μην εξέρχωνται εκείθεν νεκροί;» δημοσιεύει η εφημερίδα «Σκριπ», «Είσθε δια τας φυλακάς και όχι δια θέσιν υπουργών» ουρλιάζει η «Ακρόπολις», με τίτλο «Ο ύπνος του νόμου» κυκλοφορεί η εφημερίδα «Εμπρός».
Στην εκπνοή του 1918 ψηφίζεται και δημοσιεύεται η απόφαση που βάζει τέλος στο αιματηρό φαινόμενο. Πρόκειται για τον νόμο 1592 «περί μονομαχίας» ο οποίος, μεταξύ άλλων, προβλέπει πολυετείς ποινές φυλάκισης για όποιον προκαλέσει σε αναμέτρηση, αλλά και σε όποιον αποδεχθεί την πρόκληση. Συναυτουργοί θα θεωρούνται οι μάρτυρες, οι γιατροί και οι άλλοι εμπλεκόμενοι, ενώ με φυλάκιση έξι μηνών θα τιμωρείται και ο «παροτρύνων τινά εις μονομαχίαν μετά τρίτου». Στον νόμο προβλέπεται και ποινή για τις εφημερίδες, που θα καταχωρούν είδηση σχετική με μονομαχία. Τόσο ο διευθυντής του «ένοχου» εντύπου, όσο και ο συντάκτης της είδησης θα τιμωρούνται με φυλάκιση έως και τριών μηνών (στην πορεία των χρόνων τα έξι στο σύνολό τους -από 316 έως και 321- άρθρα ενσωματώνονται στην ποινική δικονομία, από την οποία καταργούνται μόλις πριν από τρία χρόνια).
Ασφαλώς, το κλίμα μεταστρέφεται. Ο Τύπος πυροβολεί πια το αιματηρό έθιμο και ο νόμος θριαμβεύει, παρά τους παλαιομοδίτες νοσταλγούς του, που προσπαθούν να το επαναφέρουν. Όταν τον Μάιο του 1922 ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Αγαμέμνων Σλήμαν, γιος του Ερρίκου και της Σοφίας, καταθέτει σχέδιο νόμου για κατάργηση του νόμου «του καταργούντος την μονομαχίαν», αντιμετωπίζεται από τους συναδέλφους του με θυμηδία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα