Στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής που δημοσιεύθηκε χθες υπογραμμίζονται οι σημαντικές προκλήσεις που παρουσιάζονται από τις αβεβαιότητες σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα διεθνώς και οι οποίες προκαλούνται από την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και την αύξηση του ενεργειακού κόστους.
«Να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος»
«Προϋπόθεση όμως για τη συνέχιση της τραπεζικής χρηματοδότησης και την επίτευξη των στόχων για κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι εναπομένουσες προκλήσεις που συνδέονται με το τραπεζικό σύστημα και αφορούν την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας και την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής του βάσης, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι πληθωριστικές πιέσεις και οι αβεβαιότητες για την οικονομική δραστηριότητα που δημιουργούνται από τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή», αναφέρει η ΤτΕ.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, χωρίς να παραγνωρίζεται η βελτίωση του χαρτοφυλακίου δανείων που ανήλθαν σε 17,7 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2022 -μειωμένα κατά περίπου 91 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016 που ήταν το ανώτερο σημείο- υπογραμμίζεται ότι περίπου το 38% του συνόλου των κόκκινων δανείων συνδεόταν με ρυθμίσεις, ενώ υψηλό ποσοστό δανείων που τίθεται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει ξανά καθυστέρηση και μάλιστα σύντομα.
Επισημαίνεται, δε, ότι από τα δάνεια ύψους περίπου 21,8 δισ. ευρώ υπό καθεστώς στήριξης το οποίο έχει αρθεί, περίπου 3,6 δισ. ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα (στοιχεία ΕΚΤ, Supervisory Banking Statistics, τέλος Δεκεμβρίου 2021).
Η διάρθρωση των κόκκινων δανείων
Αναφορικά με τη διάρθρωση των κόκκινων δανείων, τα 3/4 αυτών αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, το 1/5 στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά. Επίσης, περίπου ισόποση είναι η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, δανείων αβέβαιης είσπραξης και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη εκείνης των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων παρατηρήθηκε στις περισσότερες κατηγορίες χαρτοφυλακίων, αν και αύξηση καταγράφηκε στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στα καταναλωτικά δάνεια.
Ακόμη, αρνητική επίπτωση στη συνολική ζήτηση από τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις και την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας εντός του 2022 επιτείνει τους παραπάνω κινδύνους, επηρεάζοντας έτσι δυσμενώς τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών. Συνολικά, οι προαναφερθείσες προκλήσεις απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών. Η περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης θα συμβάλουν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανθεκτικότητάς τους.
Μειώνονται οι καταθέσεις
Η αύξηση του αποθέματος των τραπεζικών καταθέσεων, την οποία προκάλεσαν διάφοροι οικονομικοί μηχανισμοί συνυφασμένοι με την πανδημία, άρχισε να αντιστρέφεται το 2022. Το πρώτο τετράμηνο του έτους οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα υποχώρησαν λόγω της μείωσης των αποθεμάτων ρευστότητας και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους επιβραδύνθηκε. Πέραν της αναμενόμενης μείωσης των επιχειρηματικών καταθέσεων εν όψει της επανεκκίνησης της οικονομίας το 2022, οι εν λόγω καταθέσεις επηρεάστηκαν αρνητικά από την απότομη άνοδο των τιμών της ενέργειας και την επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης. Η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών εξαιτίας της ανόδου του ενεργειακού κόστους και των τιμών των τροφίμων, η οποία επηρεάζει αρνητικά τα έσοδα πολλών εγχώριων επιχειρήσεων, εν μέρει καλύφθηκε από αντισταθμιστικά δημοσιονομικά μέτρα.
Tην περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2022 οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα σημείωσαν σωρευτική μείωση κατά 2,1 δισ. ευρώ, σε αντίθεση με τις σημαντικές αυξήσεις που είχαν παρατηρηθεί την αντίστοιχη περίοδο το 2021 (4,3 δισ. ευρώ) και το 2020 (3,2 δισ. ευρώ).
H κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών
Τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 − CET1) όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση υποχώρησαν τον Μάρτιο του 2022 σε 12,2% και 15% αντίστοιχα (από 12,6% και 15,2% τον Δεκέμβριο του 2021).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ο αντίστοιχος μεσοσταθμικός δείκτης CET1 διαμορφώθηκε τον Δεκέμβριο του 2021 σε 15,7%, ενώ ο δείκτης TCR σε 19,6%.
Το 2021 η διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών, διευκόλυνε την πρόοδο προς την κάλυψη των κεφαλαιακών υποχρεώσεων των τραπεζών (μεταξύ των οποίων η Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων − MREL). Όμως, στο τρέχον περιβάλλον των μεταβαλλόμενων διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, η έκδοση νέων τίτλων με σκοπό την κάλυψη της MREL αναμένεται να είναι πιο δύσκολη και με αυξημένο κόστος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με εκθέσεις διεθνών οίκων αξιολόγησης, το 2022 αναμένεται αποδυνάμωση της εκδοτικής δραστηριότητας ομολόγων από εκδότες με πιστοληπτική αξιολόγηση κάτω από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας, ενώ παρατηρείται ανοδική τάση στο κόστος δανεισμού των νέων εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων διεθνώς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, στο τέλος του 2020 (SRB MREL Dashboard 2020: Q4) για να επιτευχθεί ο στόχος για την MREL οι ελληνικές τράπεζες χρειαζόταν να αυξήσουν τα επιλέξιμα στοιχεία παθητικού τους κατά 14,6 δισ. ευρώ. Για τον σκοπό αυτό, το 2021 οι ελληνικές τράπεζες προέβησαν σε εκδόσεις ομολόγων ύψους 3,5 δισ. ευρώ. Επίσης, ορισμένες τράπεζες προέβησαν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου κατά τη διάρκεια του 2021. Συνολικά, απομένουν περίπου 11 δισ. ευρώ που πρέπει να καλυφθούν από αντίστοιχες ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους τύπους επιλέξιμων στοιχείων παθητικού έως το τέλος του 2025.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα