Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

«Γιανούλης Χαλεπάς: Ψηφιακή περιήγηση στην έκθεση του σπουδαίου γλύπτη [vids & pics]

Γιαννούλης Χαλεπάς: Ο Έλληνας Βαν Γκόγκ – Ψηφιακή ξενάγηση στα έργα του σπουδαίου γλύπτη
«Γιανούλης Χαλεπάς: επιστροφή στον Πύργο»: Με τη βοήθεια της εικονικής πραγματικότητας (VR) ζωντανεύει στην οθόνη μας η έκθεση που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο της Τήνου (18.7 – 30.9.2018), με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων από τον θάνατο του κορυφαίου νεοέλληνα γλύπτη (1938). Υπήρξε αποτέλεσμα της γόνιμης σύμπραξης του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς με την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και περιλάμβανε αυθεντικά σχέδια και έργα σε γύψο (όπως ο περίφημος Σάτυρος) από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης.

Επιπλέον, για πρώτη φορά, παρουσιάστηκαν 35 σχέδια του Γιανούλη Χαλεπά, τα οποία ανήκουν στον ιδιώτη Νικόλαο Δούκα, καθώς και πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του συλλέκτη Κωνσταντίνου Π. Καλαϊτζίδη. Η σπουδαιότητα της έκθεσης έγκειται στο γεγονός ότι τα έργα του Χαλεπά τοποθετήθηκαν στον «φυσικό» τους χώρο, στην πατρίδα του καλλιτέχνη, στον Πύργο της Τήνου, και «συνομίλησαν» με έργα ομότεχνων συγχωριανών του αλλά και με τεκμήρια του ηλικιωμένου πατέρα του, Ιωάννη Χαλεπά, διαμορφώνοντας μια μοναδική ενότητα που οδήγησε σε νέες ερμηνευτικές οπτικές.
Ενταγμένη στο πρόγραμμα δράσεων του Ευρωπαϊκού Έτους Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2018, η έκθεση πραγματοποιήθηκε σε επιμέλεια της Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά, καθηγήτριας ΑΠΘ, σε συνεργασία με την Τώνια Γιαννουδάκη, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Παράλληλα, μας δίνεται η ευκαιρία να διατρέξουμε ψηφιακά και τη μόνιμη συλλογή του Μουσείου που αναδεικνύει το μάρμαρο, υλικό ξεχωριστό για την αρχιτεκτονική και την τέχνη της Ελλάδας, από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας.
Εργαλεία λατόμησης και μαρμαροτεχνίας, μηχανολογικός εξοπλισμός, σχέδια παλαιών τεχνιτών, αντικείμενα σε μάρμαρο, πηλό και γύψο μάς βοηθούν να ανακαλύψουμε την τέχνη του μαρμάρου, με έμφαση στην προβιομηχανική και πρωτοβιομηχανική Τήνο, το σημαντικότερο νεοελληνικό κέντρο μαρμαροτεχνίας. Για την περιήγηση επισκεφτείτε την σελίδα https://my.matterport.com/show/?m=mw3fNzPA91b

Ποιος ήταν ο Γιανούλης Χαλεπάς

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (Πύργος Τήνου, 24 Αυγούστου 1851 – Αθήνα, 15 Σεπτεμβρίου 1938) ήταν ο πιο διακεκριμένος γλύπτης της νεότερης Ελλάδας, με μυθιστορηματική ζωή ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο.
Ήταν γόνος οικογένειας φημισμένων Τηνίων μαρμαρογλυπτών. Ο πατέρας του, Ιωάννης, και ο θείος του είχαν μεγάλη οικογενειακή επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, την Σμύρνη και τον Πειραιά. Ο Γιαννούλης, ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, είχε έφεση στην μαρμαρογλυπτική και βοηθούσε τον πατέρα του στα έργα που ετοίμαζε ο τελευταίος για διάφορες εκκλησίες. Οι γονείς του τον προόριζαν για έμπορο, αλλά ο ίδιος τελικά αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική.
Από το 1869 έως το 1872, μαθήτευσε στο Σχολείον των Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Λεωνίδα Δρόση. Το 1873 έφυγε για το Μόναχο με υποτροφία του Πανελλήνιου Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με δάσκαλο τον Μαξ φον Βίντμαν (Max von Windmann). Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, εξέθεσε τα έργα του Το παραμύθι της Πεντάμορφης και Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, για τα οποία και βραβεύθηκε. Παρουσίασε επίσης τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, μαζί με το ανάγλυφο της Φιλοστοργίας, στην Έκθεση των Αθηνών το έτος 1875.
Ένα από τα πιο ονομαστά γλυπτά του Γιαννούλη Χαλεπά, η Κοιμωμένη, στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
Το 1876 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Το 1877 ολοκλήρωσε στο μάρμαρο τον Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα, και τον ίδιο χρόνο άρχισε να δουλεύει το πιο διάσημο γλυπτό του, την Κοιμωμένη για τον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Την Κοιμωμένη του από το πήλινο πρόπλασμα την μετέφεραν αργότερα με το γλύφανό τους στο μάρμαρο οι μαρμαρογλύπτες Χαμηλός και Αλεξάκης.
Τον χειμώνα του 1877 προς 1878, ο Χαλεπάς υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ’ επανάληψη να αυτοκτονήσει. Σήμερα γνωρίζουμε ότι τα αίτια της ψυχασθένειάς του ήταν η τελειομανία του, η υπερκόπωση από την αδιάκοπη εργασία και ένας ατυχής έρωτας για μία νεαρή συμπατριώτισσά του, που την ζήτησε σε γάμο και οι γονείς της αρνήθηκαν να του την δώσουν. Ωστόσο, εκείνη την εποχή, με την ψυχολογία και την ψυχιατρική ακόμα στα πρώτα τους στάδια, οι γονείς του Χαλεπά και οι γιατροί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τα βαθύτερα αίτια της ψυχασθένειας του νεαρού γλύπτη. Έτσι οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στην σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο.
Ο Σάτυρος παίζει με τον Έρωτα
Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.
Το 1901 πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο, για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που, αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό, εκείνη το κατέστρεφε.
Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Το 1923, ο Θωμάς Θωμόπουλος, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και θαυμαστής του Χαλεπά, αντέγραψε σε γύψο πολλά έργα του γλύπτη για να τα παρουσιάσει στην Ακαδημία Αθηνών το 1925. Η έκθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να βραβευθεί ο γλύπτης το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το γνήσιο ταλέντο του αλλά και η φήμη του τρελού γλύπτη που ξαναβρήκε τα λογικά του τον καθιέρωσαν ως τον «Βαν Γκογκ», τον «Ροντέν» ή τον «Πικάσο» των νεωτεριστών καλλιτεχνών. Το 1928 πραγματοποιήθηκε δεύτερη έκθεση έργων του στο Άσυλο Τέχνης, και το 1930, με την επιμονή μιας ανεψιάς του, ο γλύπτης αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στους δικούς του, πάντα δημιουργικός και «μέσα στην πανελλήνια δόξα».

Το έργο του

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν και παραμένει μια κορυφαία μορφή στην νεότερη ελληνική Τέχνη. Τα έργα του — εκ των οποίων περισώθηκαν περίπου 150 — είναι κλασικά στην σύλληψή τους. Ωστόσο, κατά τον Στάντη Ρ. Αποστολίδη, η γεωμετρικότητα αυτών των έργων προϊδεάζει νεοτερικές τάσεις.
Εκείνο πάντως που μπορεί να εκτιμήσει και ο πιο ανίδεος παρατηρητής των γλυπτών του Χαλεπά είναι η εκφραστικότητα των προσώπων και των σωμάτων — είτε πρόκειται για έναν Σάτυρο, είτε για την Μήδεια με τα παιδιά της, είτε πρόκειται για την νεαρή Κοιμωμένη. Από αυτή την άποψη ο Χαλεπάς στέκεται ισάξιος ενός Ροντέν. Το έργο του Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877) είναι φτιαγμένο από μάρμαρο ύψους 1,35 μ. και βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη στην Αθήνα. Σ’ αυτό το νεανικό έργο του ο Χαλεπάς συνδυάζει την παράδοση της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής με στοιχεία από το ρομαντισμό και το ρεαλισμό.
Από την άλλη πλευρά, αυτά που έλεγαν οι νεωτεριστές καλλιτέχνες και τεχνοκριτικοί του μεσοπολέμου — πως ήταν πρωτοπόρος σαν τον Πικάσο και τους κυβιστές και άλλα όμοια — μοιάζουν μάλλον υπερβολικά. Το γιατί ειπώθηκαν αυτές οι υπερβολές, θα πρέπει μάλλον να το αποδώσουμε στην προσπάθεια των νεωτεριστών να εδραιώσουν την δική τους στροφή προς την ψυχανάλυση, τον υπερρεαλισμό και όλες τις παρόμοιες καλλιτεχνικές τάσεις μέσα από το παράδειγμα του «αναρρώσαντος φρενοβλαβούς» Χαλεπά.
Πάντως η νεοελληνική γλυπτική βρήκε την κορυφαία έκφρασή της στο έργο του Γιαννούλη Χαλεπά, που εξελίχτηκε αργότερα σε έναν εντελώς προσωπικό δημιουργό μοναδικής ποιότητας.
Με πληροφορίες από wikipedia
Πηγή: flash

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα