Ήταν 16 Σεπτεμβρίου του 1906, όταν μαθεύτηκε το κορυφαίο γεγονός της πόλης. Κάθε φορά που ζωολογικός κήπος του Μπρονξ στη Νέα Υόρκη παραλάμβανε καινούργια ζώα, πλήθη επισκεπτών συνέρρεαν για να τα θαυμάσουν από κοντά.
Τα προηγούμενα χρόνια βασικός πόλος έλξης ήταν οι ελέφαντες και τα λιοντάρια. Όμως το νέο απόκτημα του ζωολογικού κήπου ήταν μακράν το πιο σαγηνευτικό: Ο Ότα Μπένγκα, Πυγμαίος από το Κονγκό, βρισκόταν κλεισμένος στο κλουβί με τις μαϊμούδες!
Τον Ότα Μπένγκα έφερε στη Νέα Υόρκη ένας επιχειρηματίας – ιεραπόστολος, που είχε ταξιδέψει στο (τότε) Βελγικό Κονγκό. Ο ιεραπόστολος ανακάλυψε το Ότα Μπένγκα σε μία εξερευνητική αποστολή, στην καρδιά του τροπικού δάσους του Ισημερινού και τον αγόρασε πληρώνοντας ένα κιλό αλάτι και ένα τόπι ύφασμα. Ό Ότα Μπένγκα δεν ήθελε να φύγει μόνος του από την Αφρική έτσι κατάφερε να πείσει μερικούς ακόμα συντρόφους του να τον ακολουθήσουν.
Ο Ότα Μπένγκα μπήκε με τους άλλους Πυγμαίους στην ανθρωπολογική σκηνή της Διεθνούς Έκθεσης και έγινε αμέσως η μεγάλη ατραξιόν της. Οι επισκέπτες ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να δουν τα δόντια του που είχαν τροχιστεί σε μικρή ηλικία ώστε να είναι μυτερά σύμφωνα με μία παραδοσιακή τελετουργία της φυλής του. Οι εφημερίδες έγραψαν για αυτόν, πως ήταν «Ο μοναδικός αυθεντικός κανίβαλος στην Αμερική».
Ο Ότα Μπένγκα γύρισε στο Κονγκό μετά την ολοκλήρωση της έκθεσης αλλά λίγα χρόνια μετά επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες ξανά με τον ιεραπόστολο. Αυτή τη φορά δεν του συμπεριφέρθηκαν όπως την πρώτη. Μετά από μία σύντομη παρουσίαση στο αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας τον έβαλαν στο ζωολογικό κήπο του Μπρονξ.
Εκεί, με τις μαϊμούδες...
Ο Ότα Μπένγκα συγκατοίκησε στο κλουβί με τις μαϊμούδες μαζί με ένα παπαγάλο και έναν ουραγκοτάγκο. Η παρουσία του στο ζωολογικό κήπο ξεσήκωσε διαμαρτυρίες από την πρώτη κιόλας μέρα. Οι «New York Times» τάχθηκαν αρχικά υπέρ της απόφαση να εκτεθεί στο κλουβί με τις μαϊμούδες. Μέρα με τη μέρα όμως η αντιπαράθεση όλο και φούντωνε, έτσι ο Ότα Μπένγκα απελευθερώθηκε τελικά από το κλουβί και του επιτράπηκε να κυκλοφορεί ελεύθερος στο ζωολογικό κήπο φορώντας λευκό λινό κοστούμι.
Ούτε αυτό όμως βοήθησε να βελτιωθεί η κατάστασή του. Οι επισκέπτες τον παρενοχλούσαν με χτυπήματα και σπρωξιές για να τον προκαλέσουν κι εκείνος πολλές φορές αγρίευε και τους απειλούσε με ένα μικρό μαχαίρι που είχε φτιάξει μόνος του.
Το όνειρο του Ότα Μπένγκα ήταν να επιστρέψει κάποτε στην Αφρική, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο διάπλους του Ατλαντικού ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος. Τότε ο νεαρός Πυγμαίος κατάλαβε ότι δεν θα ξαναγύριζε ποτέ στο τόπο του. Βαθιά απογοητευμένος από την εμπειρία του στη «γη της ελευθερίας» έκλεψε ένα πιστόλι και αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά.
Θάφτηκε στον αφιλόξενο τόπο της Νέας Υόρκης. Το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας διατηρεί ένα φυσικού μεγέθους εκμαγείο του προσώπου του, το οποίο μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να φέρει τη μονολεκτική αναγραφή «Πυγμαίος». Ούτε το όνομα, ούτε καν μία φράση ότι επρόκειτο για άνθρωπο!
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στο βιβλίο του Οι Μέρες Αφηγούνται καταγράφει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο το γεγονός: «Το 1906 έπιασαν στη ζούγκλα του Κονγκό ένα Πυγμαίο και τον έστειλαν στο ζωολογικό κήπο του μπρονξ στη Νέα Υόρκη. τον ονόμασαν Ότα Μπένγκα και τον έβαλαν σε ένα κλουβί μαζί με έναν ουρακοτάγκο και τέσσερις χιμπατζήδες για να τον βλέπει το κοινό. Οι ειδήμονες εξήγησαν στον κόσμο ότι εκείνο το ανθρωποειδές ίσως να ήταν ο χαμένος κρίκος, και προς επιβεβαίωση των υποψιών τους τον έβαλαν να παίζει με τα τριχωτά αδέρφια του σε κοινή θέα! λίγο καιρό αργότερα η χριστιανική ευσπλαχνία γλίτωσε τον Πυγμαίο. Προσπάθησαν όσο μπορούσαν αλλά ήταν αδύνατον. Ο Ότα Μπένγκα αρνιόταν να σωθεί. Δεν μιλούσε, στο τραπέζι έσπαγε τα πιάτα, χτυπούσε όποιον προσπαθούσε να τον ακουμπήσει, ήταν ανίκανος να κάνει οποιαδήποτε δουλειά, παρέμεινε σιωπηλός στη χορωδία της εκκλησίας και δάγκωνε όποιον πήγαινε να φωτογραφηθεί μαζί του. στα τέλη του 1916 έπειτα από δέκα χρόνια εξημερώσεις, ο Ότα Μπένγκα κάθισε μπροστά στη φωτιά γδύθηκε έκαψε τα ρούχα που είχε αναγκαστεί να φορέσει και σημάδεψε την καρδιά του με ένα κλεμμένο πιστόλι»
Πηγές: Giles Milton – Fascinating footnotes from history (John Murray), Eduardo Galeano Οι Μέρες Αφηγούνται (εκδ. Πάπυρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα