Σύμφωνα με το Νature, νέα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η "υβριδική" ανοσία, το αποτέλεσμα τόσο του εμβολιασμού, όσο και μιας μόλυνσης με COVID-19, μπορεί να παρέχει μερική προστασία έναντι της επαναμόλυνσης για τουλάχιστον οκτώ μήνες.
Προσφέρει επίσης μεγαλύτερη από 95% προστασία έναντι σοβαρής νόσου ή νοσηλείας για διάστημα μεταξύ έξι μηνών και ενός έτους μετά από τη νόσηση ή τον εμβολιασμό, σύμφωνα με εκτιμήσεις από μια μετα-ανάλυση. Η ανοσία που αποκτάται μόνο με τον αναμνηστικό εμβολιασμό φαίνεται να εξασθενεί κάπως πιο γρήγορα.
Αλλά η ανθεκτικότητα της ανοσίας είναι πολύ πιο περίπλοκη από ό,τι υποδηλώνουν οι αριθμοί. Το πόσο καιρό το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να αποκρούσει τη μόλυνση από SARS-CoV-2 εξαρτάται όχι μόνο από το πόσο μειώνεται η ανοσία με την πάροδο του χρόνου, αλλά και από το πόσο καλά τα κύτταρα του ανοσοποιητικού αναγνωρίζουν τον στόχο τους.
"Και αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τον ιό και το πόσο μεταλλάσσεται", λέει η DeeptaBhattacharya, ανοσολόγος στο Ιατρικό Κολλέγιο του Πανεπιστημίου της Αριζόνα. Αυτό σημαίνει πως εάν μια νέα παραλλαγή βρει τρόπους να ξεφύγει από την υπάρχουσα ανοσοαπόκριση, τότε ακόμη και μια πρόσφατη μόλυνση μπορεί να μην εγγυάται προστασία.
Η περίπτωση της Όμικρον
Στα τέλη του 2021 και στις αρχές του 2022, οι κύριες υποπαραλλαγές της Όμικρον που προκαλούσαν λοιμώξεις ήταν οι BA.1 και BA.2. Μέχρι τα μέσα του 2022, το κύμα της BA.5 μεγάλωνε, αυξάνοντας τις πιθανότητες όσοι είχαν ήδη νοσήσει με παραλλαγή της Όμικρον να εκτεθούν σύντομα σε ακόμη μια.
Σε μια μελέτη, ερευνητές που εξέτασαν την εθνική βάση δεδομένων λοιμώξεων της Πορτογαλίας μελέτησαν εμβολιασμένα άτομα που μολύνθηκαν κατά τη διάρκεια του κύματος BA.1/BA.2.
Η ανάλυση έδειξε ότι 90 ημέρες μετά τη μόλυνση, αυτός ο πληθυσμός είχε υψηλή ανοσολογική προστασία και ο κίνδυνος να μολυνθεί με BA.5 ήταν μόλις το 1/16 σε σχέση με εκείνους που είχαν εμβολιαστεί αλλά δεν είχαν μολυνθεί ποτέ. Έπειτα, η υβριδική ανοσία έναντι της μόλυνσης μειώθηκε απότομα για μερικούς μήνες και στη συνέχεια σταθεροποιήθηκε, παρέχοντας τελικά προστασία για οκτώ μήνες μετά τη μόλυνση.
Μια άλλη μελέτη εξέτασε 338 εμβολιασμένους εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης στη Σουηδία, ορισμένοι από τους οποίους είχαν προηγούμενη λοίμωξη από SARS-CoV-2. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι εργαζόμενοι με υβριδική ανοσία είχαν κάποιο επίπεδο προστασίας έναντι της μόλυνσης με BA.1, BA.2 και BA.5 για τουλάχιστον οκτώ μήνες.
Μια μελέτη στο Κατάρ συνέκρινε τους κινδύνους μόλυνσης ατόμων που δεν είχαν κολλήσει ποτέ SARS-CoV-2 με αυτούς των ατόμων που είχαν προηγούμενη μόλυνση με Όμικρον ή μια παλαιότερη παραλλαγή. Και οι δύο ομάδες περιλάμβαναν εμβολιασμένα και μη εμβολιασμένα άτομα.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι πιο πρόσφατες λοιμώξεις παρέχουν μεγαλύτερη προστασία από τις παλαιότερες σε όλες τις περιπτώσεις. Αλλά επειδή ο ιός συνέχιζε να εξελίσσεται, οι συγγραφείς της μελέτης δεν μπορούσαν να πουν εάν αυτές οι διαφορές οφείλονταν στην εξασθένηση της ανοσίας, στην αυξανόμενη ικανότητα του ιού να αποφύγει την ανοσολογική απόκριση ή, πιο πιθανό, σε έναν συνδυασμό αυτών των δύο.
Τι γίνεται με όσους δεν έχουν εμβολιαστεί
Τι γίνεται όμως με όσους δεν έχουν εμβολιαστεί; Μια άλλη μελέτη στο Κατάρ λέει ότι εάν ο ιός δεν αλλάξει, η ανοσία που βασίζεται στη μόλυνση έναντι της επαναμόλυνσης μπορεί να διαρκέσει έως και τρία χρόνια.
Αλλά αυτή η ανοσία μπορεί να εξασθενίσει πιο γρήγορα εάν ο ιός μεταλλαχθεί. Οι συγγραφείς μελέτησαν δεδομένα από μη εμβολιασμένους ανθρώπους που είχαν μολυνθεί με μια παραλλαγή πριν την Όμικρον. Δεκαπέντε μήνες αργότερα, αυτές οι λοιμώξεις ήταν λιγότερο από 10% αποτελεσματικές στην προστασία από τη μόλυνση από την Όμικρον.
Πάντως φαίνεται πως η ανοσία εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των γενετικών, της ηλικίας και του φύλου. Και ο προηγούμενος κίνδυνος μόλυνσης δεν είναι απαραίτητα καλός προγνωστικός κίνδυνος μελλοντικής μόλυνσης, επειδή εμφανίζονται συνεχώς νέες παραλλαγές.
Οι ενισχυτικές δόσεις
Για άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν σοβαρή νόσηση, μπορεί να είναι λογικό να λαμβάνουν συχνά ενισχυτικές δόσεις. Όμως τα νεότερα άτομα χωρίς παράγοντες κινδύνου που ζουν σε περιοχές όπου ο ιός κυκλοφορεί ελεύθερα "μπορεί ήδη να έχουν πολύ σημαντική προστασία", λέει ο LuísGraça, ανοσολόγος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας και συν-συγγραφέας της πορτογαλικής μελέτης. Μια άλλη επιλογή μπορεί να είναι να δοθεί να γίνεται ενισχυτική δόση όταν τα επίπεδα αντισωμάτων πέφτουν κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα