Η υψηλή κατανάλωση πρόσθετης ζάχαρης συσχετίστηκε, σε μια μεγάλη ανασκόπηση 73 μετα-αναλύσεων -που περιλάμβανε 8.601 μελέτες- , με σημαντικά υψηλότερους κινδύνους 45 αρνητικών αποτελεσμάτων για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων του διαβήτη, της ουρικής αρθρίτιδας, της παχυσαρκίας, της υψηλής αρτηριακής πίεσης, της καρδιακής προσβολής, του εγκεφαλικού επεισοδίου, του καρκίνου, του άσθματος, της τερηδόνας, της κατάθλιψης και του πρόωρου θανάτου.
Το είδος της ζάχαρης στο οποίο επικεντρώθηκαν οι συγγραφείς, τα ελεύθερα σάκχαρα, είναι αυτά που προστίθενται στα τρόφιμα κατά την επεξεργασία τους. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, συσκευάζονται ως επιτραπέζια ζάχαρη και άλλα γλυκαντικά και απαντώνται φυσικά σε σιρόπια, μέλι, χυμούς φρούτων, χυμούς λαχανικών, πουρέδες και παρόμοια προϊόντα στα οποία έχει διασπαστεί η κυτταρική δομή των τροφίμων. Στην κατηγορία αυτή δεν περιλαμβάνονται όσα σάκχαρα απαντώνται φυσικά σε φρούτα, λαχανικά και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Όπως δήλωσε στο CNN διευθύντρια του Health Media Innovation και κλινική επίκουρη καθηγήτρια παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, δρ Μάγια Άνταμ, η μελέτη «παρέχει μια χρήσιμη επισκόπηση της τρέχουσας κατάστασης της επιστήμης σχετικά με την κατανάλωση ζάχαρης και την υγεία μας και επιβεβαιώνει ότι η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας ζάχαρης είναι πιθανό να προκαλέσει προβλήματα». Η ίδια δεν είναι από τους συμμετέχοντες στη μελέτη της οποίας τα στοιχεία έδειξαν ότι, το σωματικό βάρος των ανθρώπων που κατανάλωναν μεγαλύτερες ποσότητες ζαχαρούχων ποτών ήταν υψηλότερο από αυτούς με χαμηλότερη κατανάλωση.
Σχετικά με τη σχέση προσθήκης ζάχαρης και εμφάνισης καρκίνου, τα στοιχεία είναι περιορισμένα και αμφιλεγόμενα. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, απαιτείται περαιτέρω έρευνα, ωστόσο, τα ευρήματα θα μπορούσαν να εξηγηθούν από τις γνωστές επιπτώσεις της ζάχαρης στο βάρος. Η υψηλή κατανάλωση ζάχαρης συνδέεται με την παχυσαρκία, η οποία και αποτελεί παράγοντα κινδύνου για διάφορες μορφές καρκίνου. Αυτό ισχύει και για τις καρδιαγγειακές παθήσεις.
Όπως εξήγησε η επίκουρη καθηγήτρια ιατρικών επιστημών στο τμήμα καρδιολογίας του Ιατρικού Κέντρου Irving του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Μπρουκ Αγκαργουάλ, «η πρόσθετη πρόσληψη ζάχαρης μπορεί να προάγει τη φλεγμονή στο σώμα και αυτό μπορεί να προκαλέσει στρες στην καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη αρτηριακή πίεση». Η ίδια δεν συμμετείχε στη μελέτη. Τα υψηλής επεξεργασίας τρόφιμα, τα οποία μπορεί να περιέχουν και μεγάλες ποσότητες πρόσθετης ζάχαρης, έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνουν τη φλεγμονή, που αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την κατάθλιψη.
«Οι υδατάνθρακες των τροφών ολικής άλεσης χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να διασπαστούν σε απλά σάκχαρα και ένα μέρος τους – οι φυτικές ίνες – δεν μπορούν να διασπαστούν καθόλου», εξήγησε η Άνταμ. «Αυτό σημαίνει ότι τα δημητριακά ολικής αλέσεως δεν προκαλούν τις ίδιες αιχμές στο σάκχαρο του αίματος που βιώνουμε όταν τρώμε απλά σάκχαρα. Οι αιχμές του σακχάρου στο αίμα προκαλούν αιχμές ινσουλίνης, οι οποίες μπορούν να αποσταθεροποιήσουν το σάκχαρο στο αίμα μας και να αποτελέσουν την υποκείμενη αιτία προβλημάτων υγείας μακροπρόθεσμα», πρόσθεσε.
Ο τρόπος να μειώσουμε την πρόσληψη ζάχαρης στην καθημερινότητά μας
Σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, του Παγκόσμιου Ταμείου Έρευνας για τον Καρκίνο και του Αμερικανικού Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να περιορίσουν την πρόσληψη πρόσθετης ζάχαρης σε λιγότερο από 25 γραμμάρια ή περίπου 6 κουταλάκια του γλυκού την ημέρα. Πρόκειται για την περιεκτικότητα σε ζάχαρη 2 ½ μπισκότων με κομμάτια σοκολάτας και περίπου 1 ½ κουταλιάς της σούπας μελιού. Σύμφωνα με την Cleveland Clinic, ένα ντόνατ έχει περίπου 15 έως 30 γραμμάρια ζάχαρης. Η μείωση της κατανάλωσης ζαχαρούχων ποτών σε λιγότερο από ένα την εβδομάδα συνίσταται επίσης από τους συγγραφείς. Σύμφωνα με τους ίδιους, προκειμένου οι συνήθειες σχετικά με την κατανάλωση ζάχαρης να αλλάξουν, απαιτείται -και άμεσα- ένας συνδυασμός ευρείας εκπαίδευσης για τη δημόσια υγεία και πολιτικών παγκοσμίως. Υπάρχουν, όμως, και κάποιες αλλαγές τις οποίες μπορούμε να ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε από σήμερα κιόλας.
Η πρώτη, είναι, όταν ψωνίζουμε, να διαβάζουμε τις ετικέτες των τροφίμων – ακόμα κι αυτές που βρίσκονται πάνω σε τρόφιμα που δεν θεωρούμε γλυκά, όπως το ψωμί, τα δημητριακά πρωινού, τα γιαούρτια ή τα καρυκεύματα.
Αντί για ένα ποτό με ζάχαρη, είναι προτιμότερο να καταναλώνουμε νερό με φέτες φρούτων. Αντί για επιδόρπιο ή κέικ, μπισκότα ή παγωτό, να προτιμάμε φρέσκα ή κατεψυγμένα φρούτα. Ένας ακόμα από τους καλύτερους τρόπους να μειώσουμε την πρόσληψη ζάχαρης, είναι το μαγείρεμα στο σπίτι.
Σημαντικός είναι και ο επαρκής και καλής ποιότητας ύπνος σε τακτική βάση, καθώς όπως εξηγεί η Αγκαργουάλ, «τείνουμε να επιλέγουμε τρόφιμα με υψηλότερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη όταν είμαστε κουρασμένοι». Προκειμένου να εκπαιδεύσουμε τους γευστικούς μας κάλυκες, ώστε να επιθυμούν λιγότερη ζάχαρη, καλό είναι να μειώσουμε σταδιακά την πρόσθετη ζάχαρη. Όπως σημειώνει η Άνταμ, «η ζωή μας θα καταλήξει πιθανότατα να είναι πιο γλυκιά με λιγότερη ζάχαρη στη διατροφή μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα