«Οι Γερμανοί εκκενώνουν την Αθήνα. Οι στιγμές που περνάει η Αθήνα είναι φοβερά κρίσιμες. Αδιάκοπες συγκρούσεις μέσα στην πολυτέλεια εύχομαι στο θεό να αποφύγει Αθήνα καταστροφές και τραγωδίες. Ο νους μου πάει σε όλους τους αγαπημένους μου», γράφει στο «Ημερολόγιο Κατοχής» του ο (μετέπειτα πρωθυπουργος) Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Η Αθήνα απελευθερώνεται από τις Δυνάμεις Κατοχής, μια μέρα σαν σήμερα, 12 Οκτωβρίου του 1944. Πανηγυρισμοί σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, αλλά… το θηρίο καραδοκεί. Ο επικεφαλής των ναζιστικών δυνάμεων στην πρωτεύουσα μαζί με τον δήμαρχο της Αθήνας καταθέτουν στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Ήταν πρωί, οκτώ η ώρα, όταν ο στρατηγός Χέλμουντ Φέλμι με τον διορισμένο δήμαρχο Άγγελο Γεωργάτο βάδισαν με ένα στεφάνι στα χέρια προς το Μνημείο, στη σκιά της Βουλής. Οι πρώτες μηχανοκίνητες φάλαγγες με τη ναζιστική σημαία αποχωρούσαν ήδη μέσω της Ιεράς Οδού. Τέλος καλό; Όχι όλα καλά!
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει στο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974» για την ημέρα εκείνη, τις μέρες πριν και τις… νύχτες μετά:
«Οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να ανατινάξουν το παγιδευμένο φράγμα του Μαραθώνα, αν τους χτυπήσει ο ΕΛΑΣ, και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, που συνεργάστηκε με όλους: με τους Γερμανούς, με τους Άγγλους, με τους ΕΛΑΣίτες, και που ανήλθε στον αρχιερατικό θρόνο με τη βοήθεια των Γερμανών, αρχίζει να τρέχει σαν παλαβός από τους Γερμανούς στους πράκτορες των Άγγλων και από αυτούς στους ΕΛΑΣίτες. Τελικά ο μετριοπαθής γερμανός φρούραρχος της Αθήνας Φλέμυ αποδεικνύεται ανθρωπιστής και η Αθήνα σώζεται. Στο μεταξύ έχει φύγει για τη Γερμανία ο τρομερός στρατηγός των Ες Ες Βάλτερ Σιμάνα και ο Φλέμυ μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες παρέα με το φίλο του τον Δαμασκηνό».
«Οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να ανατινάξουν το παγιδευμένο φράγμα του Μαραθώνα, αν τους χτυπήσει ο ΕΛΑΣ, και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, που συνεργάστηκε με όλους: με τους Γερμανούς, με τους Άγγλους, με τους ΕΛΑΣίτες, και που ανήλθε στον αρχιερατικό θρόνο με τη βοήθεια των Γερμανών, αρχίζει να τρέχει σαν παλαβός από τους Γερμανούς στους πράκτορες των Άγγλων και από αυτούς στους ΕΛΑΣίτες. Τελικά ο μετριοπαθής γερμανός φρούραρχος της Αθήνας Φλέμυ αποδεικνύεται ανθρωπιστής και η Αθήνα σώζεται. Στο μεταξύ έχει φύγει για τη Γερμανία ο τρομερός στρατηγός των Ες Ες Βάλτερ Σιμάνα και ο Φλέμυ μπορεί να παίρνει πρωτοβουλίες παρέα με το φίλο του τον Δαμασκηνό».
Ραφαηλίδης: «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς… για ποιον πέσατε θύματα;»
Και συνεχίζει ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «Ο γερμανός φρούραρχος της Αθήνας Φλέμυ, ένας πραγματικός τζέντλεμαν που έμπλεξε με τον Χίτλερ (δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί κτήνη), διαλύει το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Χαϊδάρι. Ξέρει πως οι Ες Ες, τώρα που πνέουν τα λοίσθια, μπορούν να τους σφάξουν όλους εκεί μέσα. Και καλά τους κομουνιστές. Γι' αυτούς δεν θα είχε αντίρρηση ούτε ο Φλέμυ. Όμως στο Χαϊδάρι βρίσκονται έγκλειστοι από τις 15/03/1944 και οι αστοί πολιτικοί Θεμιστοκλής Σοφούλης, Γεώργιος Καφαντάρης και Στυλιανός Γονατάς.
»Ο Φλέμυ, που έχει τις επαφές του με τους Άγγλους, ξέρει πως αυτοί οι πολιτικοί μπορεί να φανούν πολύ χρήσιμοι στην τάξη τους, όταν έρθουν με το καλό οι Άγγλοι και αλλάξουν βάρδια με τους Γερμανούς. O Φλέμυ δεν είναι κανένας αγροίκος σαν τους Ες Ες, για να μην ξέρει την χρησιμότητα των αστών πολιτικών. Σοβαρότατο ρόλο σε όλα αυτά παίζει ο τρομερός πράκτορας της Intelligence Service, Μακάσκι, που δυο φορές συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, δυο φορές καταδικάζεται σε θάνατο και δυο φορές δραπετεύει κατά μυστηριώδη τρόπο· τον προστατεύει και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, που μπαίνει για τα καλά στο παιχνίδι. Και τα καταφέρνει θαυμάσια με όλους, ακόμα και με τους ΕΛΑΣίτες, χάρη στη δίωξή του από τον Μεταξά, που του δίνει άφεση αμαρτιών για τη συνεργασία του με τους Γερμανούς και με τους Άγγλους. Το ίδιο διπλό ή τριπλό παιχνίδι παίζει και ο αρχηγός της αστυνομίας Άγγελος Έβερτ.
Και μέσα σε όλα, να ‘σου και ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο δικτάτορας της πλάκας. Είναι φιλογερμανός μέχρι τα μπούνια και ένας από τους βασικούς οργανωτές των Ταγμάτων Ασφαλείας. Πάει λοιπόν στον Φλέμυ και του λέει: ξέρεις φίλε έχω σκοπό να αναλάβω την εξουσία και να γίνω δικτάτορας τώρα που φεύγετε, για να αποτρέψω τον κομουνιστικό κίνδυνο. Ο Φλέμυ του λέει: άντε από δω ρε σαχλαμάρα, τους Άγγλους δηλαδή γιατί τους έχετε; Ας’ τους, ξέρουν αυτοί. Και ο Πάγκαλος χάνει την ευκαιρία να σώσει την Ελλάδα από τους κομμουνιστές. Τέτοια χοντρή πλάκα γίνεται αυτό τον καιρό.
»Στις 2 Οκτωβρίου, δέκα μόλις μέρες πριν από την εκκένωση της Αθήνας, οι Γερμανοί εκτελούν, έτσι για πλάκα σχεδόν, 25 πατριώτες στον Υμηττό, ανάμεσά τους και τη Λέλα Καραγιάννη (σ.τ.σ. αντιστασιακή, αρχηγός της οργάνωσης Μπουμπουλίνα), και άλλους εννιά στο Κατσιπόδι. Τα τρία τελευταία θύματα είναι τρεις ΕΠΟΝίτες. Είναι αυτοί που πριν ξημερώσει η 12η Οκτωβρίου, η μέρα της λευτεριάς, έτρεχαν από εργοστάσιο σε εργοστάσιο στον Πειραιά, για να βγάλουν τα καψούλια από τους δυναμίτες με τους οποίους οι Γερμανοί θα ανατίναζαν αράδα όλες τις βιομηχανικές μονάδες, μικρές και μεγάλες.
Οι ΕΠΟΝίτες σώζουν την περιουσία των καπιταλιστών! Δεν ξέρω πως να τους χαρακτηρίσω: ήρωες ή ηλίθιους; Ας τους πούμε ήρωες που σκοτώθηκαν για τον πιο ηλίθιο σκοπό. Πάντως το λιμάνι του Πειραιά δεν μπόρεσαν να το σώσουν. Οι Γερμανοί, την τελευταία μέρα της εκκένωσης της Αθήνας και του Πειραιά, την 12η Οκτωβρίου, τον τινάζουν στον αέρα. Το ίδιο πάνε να κάνουν και με το εργοστάσιο ηλεκτρισμού του Πειραιά, αλλά το 1ο Τάγμα του ΕΛΑΣ δίνει σκληρή μάχη σώμα προς σώμα με τους Γερμανούς, που κρατάει μια μέρα και το εργοστάσιο τελικά σώζεται. Γερμανοί νεκροί 77, Αντάρτες νεκροί 9. Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς… για ποιον πέσατε θύματα; Τι μπορούμε να πούμε σήμερα; Τι έγινε όλος εκείνος ο ηρωισμός; Πάντως οι πανηγυρισμοί για την απελευθέρωση της Αθήνας κρατούν τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Η νύχτα των νεκρών είναι πιο μεγάλη. Κρατάει όσο η αιωνιότητα.
Κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό…
»Ο τελευταίος Γερμανός έφυγε από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1944 και η ελληνική κυβέρνηση αποβιβάστηκε στην Ελευσίνα έξι μέρες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου. Αυτές τις έξι ημέρες η ελληνική κυβέρνηση, φορτωμένη στο θωρηκτό «Αβέρωφ» κάνει κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό, περιμένοντας το σύνθημα του Άγγλου Πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ που έχει έρθει πριν από αυτήν στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον ΜακΜίλαν, βοηθό του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών Ήντεν. Κάτι σημαίνει, βέβαια, το να έρχονται πρώτα οι πρεσβευτές και ύστερα η κυβέρνηση στην οποία είναι διαπιστευμένοι»...
Έτσι είχε η κατάσταση τότε, κατά τον δημοσιογράφο, συγγραφέα, δοκιμιογράφο Βασίλη Ραφαηλίδη και τα κείμενά του δεν απέχουν διόλου από την πραγματικότητα. Η Αθήνα απελευθερώνεται μια μέρα σαν σήμερα για να βυθιστεί στο πένθος και στο αίμα ακριβώς δυο μήνες μετά.
Και συνεχίζει ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «Ο γερμανός φρούραρχος της Αθήνας Φλέμυ, ένας πραγματικός τζέντλεμαν που έμπλεξε με τον Χίτλερ (δεν ήταν όλοι οι Γερμανοί κτήνη), διαλύει το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Χαϊδάρι. Ξέρει πως οι Ες Ες, τώρα που πνέουν τα λοίσθια, μπορούν να τους σφάξουν όλους εκεί μέσα. Και καλά τους κομουνιστές. Γι' αυτούς δεν θα είχε αντίρρηση ούτε ο Φλέμυ. Όμως στο Χαϊδάρι βρίσκονται έγκλειστοι από τις 15/03/1944 και οι αστοί πολιτικοί Θεμιστοκλής Σοφούλης, Γεώργιος Καφαντάρης και Στυλιανός Γονατάς.
»Ο Φλέμυ, που έχει τις επαφές του με τους Άγγλους, ξέρει πως αυτοί οι πολιτικοί μπορεί να φανούν πολύ χρήσιμοι στην τάξη τους, όταν έρθουν με το καλό οι Άγγλοι και αλλάξουν βάρδια με τους Γερμανούς. O Φλέμυ δεν είναι κανένας αγροίκος σαν τους Ες Ες, για να μην ξέρει την χρησιμότητα των αστών πολιτικών. Σοβαρότατο ρόλο σε όλα αυτά παίζει ο τρομερός πράκτορας της Intelligence Service, Μακάσκι, που δυο φορές συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, δυο φορές καταδικάζεται σε θάνατο και δυο φορές δραπετεύει κατά μυστηριώδη τρόπο· τον προστατεύει και ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, που μπαίνει για τα καλά στο παιχνίδι. Και τα καταφέρνει θαυμάσια με όλους, ακόμα και με τους ΕΛΑΣίτες, χάρη στη δίωξή του από τον Μεταξά, που του δίνει άφεση αμαρτιών για τη συνεργασία του με τους Γερμανούς και με τους Άγγλους. Το ίδιο διπλό ή τριπλό παιχνίδι παίζει και ο αρχηγός της αστυνομίας Άγγελος Έβερτ.
Και μέσα σε όλα, να ‘σου και ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, ο δικτάτορας της πλάκας. Είναι φιλογερμανός μέχρι τα μπούνια και ένας από τους βασικούς οργανωτές των Ταγμάτων Ασφαλείας. Πάει λοιπόν στον Φλέμυ και του λέει: ξέρεις φίλε έχω σκοπό να αναλάβω την εξουσία και να γίνω δικτάτορας τώρα που φεύγετε, για να αποτρέψω τον κομουνιστικό κίνδυνο. Ο Φλέμυ του λέει: άντε από δω ρε σαχλαμάρα, τους Άγγλους δηλαδή γιατί τους έχετε; Ας’ τους, ξέρουν αυτοί. Και ο Πάγκαλος χάνει την ευκαιρία να σώσει την Ελλάδα από τους κομμουνιστές. Τέτοια χοντρή πλάκα γίνεται αυτό τον καιρό.
»Στις 2 Οκτωβρίου, δέκα μόλις μέρες πριν από την εκκένωση της Αθήνας, οι Γερμανοί εκτελούν, έτσι για πλάκα σχεδόν, 25 πατριώτες στον Υμηττό, ανάμεσά τους και τη Λέλα Καραγιάννη (σ.τ.σ. αντιστασιακή, αρχηγός της οργάνωσης Μπουμπουλίνα), και άλλους εννιά στο Κατσιπόδι. Τα τρία τελευταία θύματα είναι τρεις ΕΠΟΝίτες. Είναι αυτοί που πριν ξημερώσει η 12η Οκτωβρίου, η μέρα της λευτεριάς, έτρεχαν από εργοστάσιο σε εργοστάσιο στον Πειραιά, για να βγάλουν τα καψούλια από τους δυναμίτες με τους οποίους οι Γερμανοί θα ανατίναζαν αράδα όλες τις βιομηχανικές μονάδες, μικρές και μεγάλες.
Οι ΕΠΟΝίτες σώζουν την περιουσία των καπιταλιστών! Δεν ξέρω πως να τους χαρακτηρίσω: ήρωες ή ηλίθιους; Ας τους πούμε ήρωες που σκοτώθηκαν για τον πιο ηλίθιο σκοπό. Πάντως το λιμάνι του Πειραιά δεν μπόρεσαν να το σώσουν. Οι Γερμανοί, την τελευταία μέρα της εκκένωσης της Αθήνας και του Πειραιά, την 12η Οκτωβρίου, τον τινάζουν στον αέρα. Το ίδιο πάνε να κάνουν και με το εργοστάσιο ηλεκτρισμού του Πειραιά, αλλά το 1ο Τάγμα του ΕΛΑΣ δίνει σκληρή μάχη σώμα προς σώμα με τους Γερμανούς, που κρατάει μια μέρα και το εργοστάσιο τελικά σώζεται. Γερμανοί νεκροί 77, Αντάρτες νεκροί 9. Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς… για ποιον πέσατε θύματα; Τι μπορούμε να πούμε σήμερα; Τι έγινε όλος εκείνος ο ηρωισμός; Πάντως οι πανηγυρισμοί για την απελευθέρωση της Αθήνας κρατούν τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Η νύχτα των νεκρών είναι πιο μεγάλη. Κρατάει όσο η αιωνιότητα.
Κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό…
»Ο τελευταίος Γερμανός έφυγε από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1944 και η ελληνική κυβέρνηση αποβιβάστηκε στην Ελευσίνα έξι μέρες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου. Αυτές τις έξι ημέρες η ελληνική κυβέρνηση, φορτωμένη στο θωρηκτό «Αβέρωφ» κάνει κρουαζιέρα στον Αργοσαρωνικό, περιμένοντας το σύνθημα του Άγγλου Πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ που έχει έρθει πριν από αυτήν στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον ΜακΜίλαν, βοηθό του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών Ήντεν. Κάτι σημαίνει, βέβαια, το να έρχονται πρώτα οι πρεσβευτές και ύστερα η κυβέρνηση στην οποία είναι διαπιστευμένοι»...
Έτσι είχε η κατάσταση τότε, κατά τον δημοσιογράφο, συγγραφέα, δοκιμιογράφο Βασίλη Ραφαηλίδη και τα κείμενά του δεν απέχουν διόλου από την πραγματικότητα. Η Αθήνα απελευθερώνεται μια μέρα σαν σήμερα για να βυθιστεί στο πένθος και στο αίμα ακριβώς δυο μήνες μετά.
Πλωρίτης: «Το ομόψυχο πανηγύρι της 12ης Οκτωβρίου μετατράπηκε σε αρένα μονομάχων»
Και ο σπουδαίος δημοσιογράφος - επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης Μάριος Πλωρίτης, καταθέτει την δική του προσωπική εμπειρία για την ημέρα της απελευθέρωσης από τους Ναζί: «Οι τρεις στιγμές της λιοχάρης εκείνης φθινοπωρινής μέρας ήταν οι πιο συμβολικές και ανεξίτηλες: Όταν, το πρωί, αντικρίσαμε την ελληνική σημαία να απαλοκυματίζει μόνη της, χωρίς τη ναζιστική αναγκαστική «συντρόφισσα» της, στην Ακρόπολη (τότε, ο μέγας Βράχος ήταν ορατός από όλη την πόλη, δεν τον είχαν καταπιεί τα τσιμεντένια φράγματα). Όταν, σε λίγο, οι μεγάλοι δρόμοι κατακυριεύτηκαν από ανθρώπινους χείμαρρους, που έξαλλοι γιόρταζαν και τραγουδούσαν την αποτίναξη της τυραννίας (ως τότε, κάπου 40 μήνες, οι Αθηναίοι περπατούσαν σκυφτοί και μόνοι - και πολλοί ακόμα πέθαιναν μισοδρομίς). Και όταν, το βράδυ, η Αθήνα γέμισε φως, ύστερα από τέσσερα χρόνια αδιαπέραστου σκότους…».
Και ο Μάριος Πλωρίτης συνεχίζει: «Και ξαφνικά, με την απελευθέρωση, είδαμε, εμβρόντητοι, τους άφαντους στα χρόνια της μεγάλης δοκιμασίας, να προβαίνουν πάλι στο προσκήνιο και στα μπαλκόνια και στα πολιτικά μαγειρεία. Με τις ίδιες αλλοτινές ρητορείες, με τις ίδιες ξεφτισμένες φενάκες, να διεκδικούν την «τιμή» να μας εξουσιάσουν όπως πριν, ερήμην μας και εξόδοις μας. Όχι μόνο «δεν είχαν μάθει και δεν είχαν ξεχάσει τίποτα» αλλά πίστευαν (και ήθελαν) να είμαστε και εμείς άμαθοι και επιλήσμονες.
»Αυτή η «νεκροφάνεια» ήταν η πρώτη προσγείωση. Ακόμα οδυνηρότερη στάθηκε η δεύτερη: όταν οι πολίτες διαπίστωσαν πως και οι αντιστασιακές οργανώσεις κινούνταν απ’ το ίδιο πνεύμα με τους «βρυκόλακες», πως έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι πάνω - και πίσω από την ξεσαρκωμένη πλάτη του, πώς μάχονταν και εκείνες για το ίδιο «χρυσό μήλο» της Αρχής. Οι πόνοι και το αίμα και τα ερείπια μιας ολόκληρης χώρας γίνονταν στα χέρια παλιών και νέων «ταγών» διαπραγματευτικά «ατού» για την άλωση της μεγάλης Απολαβής..
»Η Ελλάδα γέμισε από «πατριώτες» και «προδότες», «μιαρούς και άμωμους», «εθνοκτόνους» και «εθνικόφρονες», «ξενόδουλους» και «πουλημένους» σε «προστάτες» κάθε λογής και χρώματος. Τόσο, που κανείς να μην ξέρει τι να πιστέψει, ποιον να πιστέψει, ποιους να εμπιστευθεί. Το ομόψυχο πανηγύρι της 12ης Οκτωβρίου μετατράπηκε σε αρένα μονομάχων και θηριομάχων, οι ομόφωνοι αλαλαγμοί χαράς, σε κραυγές μίσους, οι ελπίδες, σε καινούργιες απογνώσεις».
Και περάσανε από τότε κοντά 80 χρόνια. Και στον τόπο μας δεν έχει αλλάξει παρά το τοπίο που μας περιβάλλει. Και οι πολίτες ίδιοι και – το χειρότερο – οι πολιτικοί τρισχειρότεροι. Καλή λευτεριά, κάποτε!
Και ο σπουδαίος δημοσιογράφος - επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης και θεατρικός σκηνοθέτης Μάριος Πλωρίτης, καταθέτει την δική του προσωπική εμπειρία για την ημέρα της απελευθέρωσης από τους Ναζί: «Οι τρεις στιγμές της λιοχάρης εκείνης φθινοπωρινής μέρας ήταν οι πιο συμβολικές και ανεξίτηλες: Όταν, το πρωί, αντικρίσαμε την ελληνική σημαία να απαλοκυματίζει μόνη της, χωρίς τη ναζιστική αναγκαστική «συντρόφισσα» της, στην Ακρόπολη (τότε, ο μέγας Βράχος ήταν ορατός από όλη την πόλη, δεν τον είχαν καταπιεί τα τσιμεντένια φράγματα). Όταν, σε λίγο, οι μεγάλοι δρόμοι κατακυριεύτηκαν από ανθρώπινους χείμαρρους, που έξαλλοι γιόρταζαν και τραγουδούσαν την αποτίναξη της τυραννίας (ως τότε, κάπου 40 μήνες, οι Αθηναίοι περπατούσαν σκυφτοί και μόνοι - και πολλοί ακόμα πέθαιναν μισοδρομίς). Και όταν, το βράδυ, η Αθήνα γέμισε φως, ύστερα από τέσσερα χρόνια αδιαπέραστου σκότους…».
Και ο Μάριος Πλωρίτης συνεχίζει: «Και ξαφνικά, με την απελευθέρωση, είδαμε, εμβρόντητοι, τους άφαντους στα χρόνια της μεγάλης δοκιμασίας, να προβαίνουν πάλι στο προσκήνιο και στα μπαλκόνια και στα πολιτικά μαγειρεία. Με τις ίδιες αλλοτινές ρητορείες, με τις ίδιες ξεφτισμένες φενάκες, να διεκδικούν την «τιμή» να μας εξουσιάσουν όπως πριν, ερήμην μας και εξόδοις μας. Όχι μόνο «δεν είχαν μάθει και δεν είχαν ξεχάσει τίποτα» αλλά πίστευαν (και ήθελαν) να είμαστε και εμείς άμαθοι και επιλήσμονες.
»Αυτή η «νεκροφάνεια» ήταν η πρώτη προσγείωση. Ακόμα οδυνηρότερη στάθηκε η δεύτερη: όταν οι πολίτες διαπίστωσαν πως και οι αντιστασιακές οργανώσεις κινούνταν απ’ το ίδιο πνεύμα με τους «βρυκόλακες», πως έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι πάνω - και πίσω από την ξεσαρκωμένη πλάτη του, πώς μάχονταν και εκείνες για το ίδιο «χρυσό μήλο» της Αρχής. Οι πόνοι και το αίμα και τα ερείπια μιας ολόκληρης χώρας γίνονταν στα χέρια παλιών και νέων «ταγών» διαπραγματευτικά «ατού» για την άλωση της μεγάλης Απολαβής..
»Η Ελλάδα γέμισε από «πατριώτες» και «προδότες», «μιαρούς και άμωμους», «εθνοκτόνους» και «εθνικόφρονες», «ξενόδουλους» και «πουλημένους» σε «προστάτες» κάθε λογής και χρώματος. Τόσο, που κανείς να μην ξέρει τι να πιστέψει, ποιον να πιστέψει, ποιους να εμπιστευθεί. Το ομόψυχο πανηγύρι της 12ης Οκτωβρίου μετατράπηκε σε αρένα μονομάχων και θηριομάχων, οι ομόφωνοι αλαλαγμοί χαράς, σε κραυγές μίσους, οι ελπίδες, σε καινούργιες απογνώσεις».
Και περάσανε από τότε κοντά 80 χρόνια. Και στον τόπο μας δεν έχει αλλάξει παρά το τοπίο που μας περιβάλλει. Και οι πολίτες ίδιοι και – το χειρότερο – οι πολιτικοί τρισχειρότεροι. Καλή λευτεριά, κάποτε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα