Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ
Πόση λογική άραγε θα είχε το να ανοίξει κάποιος, εν πτήσει, την πόρτα και να πηδήσει στο κενό, χωρίς αλεξίπτωτο, επειδή θυμήθηκε πως μπήκε σε λάθος αεροπλάνο; Προφανώς καμία. Και όμως. Αυτό περίπου είναι που προτείνουν όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη επιστροφής της χώρας στη δραχμή «επειδή η συμμετοχή στην Ευρωζώνη υπήρξε λάθος». Και το ίδιο επίσης ουσιαστικά προωθούν εκείνοι που, ακόμη και αν δεν μιλούν για τη δραχμή, θέλουν μία «διαφορετική πολιτική» αντιμετώπισης της κρίσης, ένα «διαφορετικό μίγμα» ή μία «αναδιαπραγμάτευση» με τους δανειστές. Πολιτικές οι οποίες εάν εφαρμόζονταν κιόλας, εκτός από το να λέγονται, θα εξακόντιζαν τα ελλείμματα σε στρατοσφαιρικά ύψη και θα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην πτώχευση και στο εθνικό νόμισμα.
Μόνο που η έξοδος από την ΟΝΕ, στις παρούσες συνθήκες, θα ήταν ένα πρωτοφανές εγχείρημα που προηγούμενό του δεν υπάρχει στην Ιστορία: μία χρεοκοπημένη οικονομία θα εκβαλλόταν από μία νομισματική ένωση και θα αναγκαζόταν να εισαγάγει εκ του μηδενός ένα εθνικό νόμισμα, του οποίου κανείς δεν θα μπορούσε να εκτιμήσει την εξωτερική αξία (ή, ακριβέστερα: τον ρυθμό μείωσης της εξωτερικής του αξίας), και γι’ αυτό κανείς δεν θα ήθελε να το διακρατεί. Και λέμε ότι δεν υφίσταται κανένα ιστορικό προηγούμενο, αφού λ.χ. η Αργεντινή και η Ρωσία όταν χρεοκόπησαν τη δεκαετία
του 1990 είχαν δικό τους νόμισμα και συνέχισαν με αυτό, απλώς υποτιμώντας την εξωτερική του ισοτιμία. Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς να έχουν πλέον για νόμισμά τους το ρούβλι, υπέστησαν μεν κλονισμούς έως ότου εισαγάγουν το δικό τους εθνικό μέσο πληρωμών, αλλά σχετικά γρήγορα ισορρόπησαν· και τούτο διότι, παρά το γεγονός της κοινωνικοοικονομικής τους αποδιάρθρωσης, μπορούσαν να επιβιώσουν ανταλλάσσοντας προϊόντα με τις άλλες πρώην Σοβιετικές οικονομίες για να καλύψουν τις, ούτως ή άλλως, στοιχειώδεις ανάγκες τους (ενώ είχαν και μηδενικό εξωτερικό χρέος).
Η Ελλάδα, αντιθέτως, θα είναι μία μοναδική περίπτωση «μετάβασης υπό χρεοκοπία» που θα την εξετάζουν για δεκαετίες μετά οι ιστορικοί (δίκην ιατροδικαστού). Θα αναγκασθεί να δημιουργήσει ένα νόμισμα εκ του μηδενός, την ίδια στιγμή που δεν θα είναι σε θέση να έχει συναλλαγές εξωτερικού εμπορίου λόγω πτώχευσης. Το μόνο, κατά κάποιο τρόπο, ιστορικό ανάλογο που θα ήταν δυνατόν να βρεθεί είναι και πάλι ελληνικό και προέρχεται από την εμπειρία της περιόδου 1944-1953. Όπως και τότε έτσι και σήμερα ο αντιπραγματισμός και η χρυσοφιλία θα αντικαθιστούσαν την εγχρήματη οικονομία, ενώ κάθε ουσιαστική παραγωγική δραστηριότητα θα απονεκρωνόταν και κάθε επένδυση θα ήταν πρακτικά ανέφικτη. Με μία σημαντική διαφορά: στη σημερινή περίπτωση θα έλειπε –πλέον– η εξωτερική βοήθεια (του «σχεδίου Μάρσαλ» ή του επικατάρατου «Μνημονίου»). Αντί μίας παρόμοιας αυτοκτονικής επιλογής, λοιπόν, η λογική επιτάσσει ότι η Ελλάδα πρέπει να αγωνιστεί για να παραμείνει στο ευρώ, και να προσεύχεται παράλληλα να συνεχίσει να υφίσταται και η Ευρωζώνη.
Η απειλή του χάους, όμως, που ορθώνεται μπροστά στη χώρα σε περίπτωση «επιστροφής» στη δραχμή, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συσκοτίζει την άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωζώνη θεωρώ ότι υπήρξε πλήρως λανθασμένη ως στρατηγική επιλογή. Στην επιδίωξη δύο αφηρημένων και επισφαλών στόχων εγκαταλείφθηκαν μηχανισμοί και δικλίδες ασφαλείας με νευραλγική σημασία για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Τα δύο μείζονα οφέλη τα οποία υποτίθεται πως θα προσποριζόταν η Ελλάδα ήταν το πρώτο μεν πολιτικό, δηλαδή η περίφημη συμμετοχή της στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης, το δεύτερο δε οικονομικό, δηλαδή η εμπέδωση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, και η συνεπαγόμενη επάρκεια κεφαλαίων και αναβάθμιση του αναπτυξιακού της δυναμικού. Μόνο που, φευ, η εμπειρία απέδειξε ότι οι προσδοκίες αποτελούσαν φενάκη: στον πραγματικό «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης συμμετέχουν αποκλειστικά όσες χώρες το δικαιούνται τοις πράγμασι, δηλαδή όσες διαθέτουν σταθερότητα και πολιτικοοικονομική ρώμη, και όχι όσες δεν έχουν να προσάγουν παρά αστάθεια, αδολεσχία και κουτοπονηριά. Όσο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αυτή πρέπει να εκκινεί από το εσωτερικό της εθνικής οικονομίας και να στηρίζεται σ’ αυτό, και δεν είναι δυνατόν να εισαχθεί από το εξωτερικό.
Έναντι όμως αυτών των κατά φαντασίαν ωφελημάτων η χώρα απεκδύθηκε τα στρατηγικά εκείνα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που εμπόδιζαν την κατάρρευση της οικονομικής της δομής.
– Στερήθηκε τη δυνατότητα ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής μέσω ενός εθνικού νομισματικού συστήματος. Σε καθεστώς «δραχμής» η αναπόφευκτη υποτίμηση της εξωτερικής της αξίας θα ανέκοπτε κάθε τυχόν τάση κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή που παρατηρήθηκε στη δεκαετία 1999-2009. Επίσης, κάθε εγκληματική πολιτική υπερχρέωσης του δημόσιου τομέα, για μικροπολιτικούς λόγους, δεν θα ήταν εφικτή, πέραν ενός ορίου, διότι θα την ακύρωναν οι ισχυρότατες υποτιμητικές πιέσεις επί του εθνικού νομίσματος.
– Στερήθηκε τη δυνατότητα να ασκεί νομισματική πολιτική που να αντιστοιχεί στον «κύκλο» της ελληνικής οικονομίας. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ στην κρίσιμη δεκαετία, ακολουθώντας τον κανόνα one size fits all, μοιραία ήταν προσαρμοσμένη στις ανάγκες των οικονομιών της Βόρειας Ευρώπης. Τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια που αυτό επέβαλε στην ελληνική οικονομία την παρώθησαν να λειτουργεί σε διαρκείς συνθήκες «υπερθέρμανσης», η οποία ήταν και η αιτία της έξαρσης και διόγκωσης των διαρθρωτικών της προβλημάτων, από τα οποία θα υποφέρει για πολλά χρόνια στο μέλλον.
– Επίσης (αν και αυτό δεν προβλεπόταν θεωρητικά), ευρισκόμενη σε συνθήκες δημοσιονομικής χρεοκοπίας, η Ελλάδα στερήθηκε και τη δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, με την έννοια ότι δεν είναι σήμερα σε θέση να υιοθετήσει τη λύση έσχατης ανάγκης των υπερχρεωμένων χωρών, δηλαδή την νομισματοποίηση του χρέους.
Πέραν δε αυτών η ελληνική οικονομία με την εισδοχή της στην Ευρωζώνη επέβαλε στον εαυτό της μία μόνιμη διαρθρωτική δυσπλασία: από τη στιγμή που απέκτησε κοινό νόμισμα με τις πιο παραγωγικές οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης, εσωτερίκευσε μία συγκεκριμένη σχέση στις τιμές μεταξύ των προϊόντων του διεθνώς ανταγωνιστικού τομέα, εκείνου δηλαδή που παράγει για τη διεθνή αγορά υπό τον αδήριτο περιορισμό της ενιαίας τιμής («ίδια τιμή για ίδιο προϊόν»), και των τομέων όπου η τιμή των προϊόντων τους, επειδή παράγονται και διακινούνται μόνον εγχωρίως, μακριά από τις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, διαμορφώνεται στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό δημιουργεί ένα βασικό πρόβλημα ισορροπίας και ευστάθειας της ελληνικής οικονομίας: εφόσον το νόμισμα είναι, και παραμένει, κοινό, κάθε φορά που η αύξηση στο επίπεδο των ονομαστικών τιμών στην Ελλάδα θα υπερβαίνει τον πληθωρισμό στις άλλες χώρες της νομισματικής ένωσης, θα υπάρχουν ισχυρές ροπές στην οικονομία για μεταφορά παραγωγικών πόρων από τον μη προστατευμένο, ανταγωνιστικό τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών (που δεν μπορεί να αυξήσει τις τιμές του σε εθνικό επίπεδο), στον προστατευμένο τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών, όπου οι αυξανόμενες τιμές προσφέρουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Έτσι, χωρίς να έχει υπάρξει καμία αλλαγή στα επίπεδα παραγωγικότητας των δύο τομέων, οι «όροι εμπορίου» μεταξύ τους θα έχουν επιδεινωθεί εις βάρος του παραγωγικού τομέα, καθαρά για νομισματικούς λόγους. Αυτό είναι καταστροφικό για την μακροχρόνια ανάπτυξη, διότι ο προστατευμένος τομέας της οικονομίας (δηλαδή το κράτος, οι οικοδομές, το εμπόριο και οι υπόλοιπες υπηρεσίες) χαρακτηρίζεται από στασιμότητα της παραγωγικότητάς του, ενώ παράλληλα η υπερδιόγκωσή του, εις βάρος του ανταγωνιστικού τομέα, δημιουργεί ροπές για αύξηση των εξωτερικών ελλειμμάτων αφού η συρρίκνωση του τελευταίου επιτρέπει όλο και λιγότερο την κάλυψη της ζήτησης «διεθνώς εμπορευσίμων» από την εγχώρια παραγωγή. Αποτέλεσμα είναι να εξάγονται θέσεις εργασίας και εισόδημα (με τη μορφή χρέους) στο εξωτερικό.

2.

Η καταστροφική «εσωτερική ανατίμηση»

Με την είσοδο στην Ευρωζώνη η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας ήταν a disaster in waiting. Παρά δε το γεγονός ότι θα ήταν δυνατόν να συμβεί με πολλούς τρόπους, η φιλοπαίγμων ειμαρμένη επέλεξε να συμβεί με τον πλέον ειρωνικό, δηλαδή μέσω μίας overdose του βασικού οικονομικού ωφελήματος που η συμμετοχή στην Ευρωζώνη υποτίθεται ότι θα προσέφερε στην ελληνική οικονομία: της επάρκειας χρηματοπιστωτικών πόρων. Και τούτο διότι η δημιουργία της Ευρωζώνης συνέπεσε με το διεθνές φαινόμενο που έγινε γνωστό ως global savings glut. Τεράστια ποσά κεφαλαίου ανά την υφήλιο αναζητούσαν επικερδείς, αλλά και ασφαλείς, τοποθετήσεις. Οι πολιτικές και νομισματικές αρχές της Ελλάδας δεν παρέλειψαν να αδράξουν την λαμπρή ευκαιρία και να προσφέρουν άφθονη ρευστότητα, και πρωτόγνωρη ευημερία! Άλλωστε, ακόμη και αν, θεωρητικά, κάποιος διαφωνούσε δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να ανατρέψει την καλπάζουσα «υπερθέρμανση», την υπερχρέωση και την ανατροπή του έρματος στο σκάφος της ελληνικής οικονομίας. Από τη στιγμή που τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού της ΕΚΤ ήταν τόσο χαμηλά για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, τα μακροχρόνια –καθώς ουσιαστικά δεν υπήρχε και risk premium– δεν γινόταν να είναι πολύ υψηλότερα.
Το αποτέλεσμα του άκριτου υπερδανεισμού ήταν μία δεκαετία «υπερθέρμανσης», υπερχρέωσης και ραγδαίας μετατόπισης των δομικών ισορροπιών της οικονομίας. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα ασκούσε διαρκώς αυξητικές πιέσεις στο επίπεδο των τιμών. Όχι όμως όλων των προϊόντων. Αυτά που προέρχονταν από τον μη προστατευμένο, ανταγωνιστικό τομέα παρέμεναν σταθερά διότι η (factory gate) τιμή τους καθοριζόταν, όπως πάντοτε, σε διεθνές επίπεδο. (Η «μικρή ανοικτή οικονομία» της Ελλάδας είναι «λήπτρια τιμών»: οι μεταβολές στην ζήτησή της είναι σταγόνα στον ωκεανό για την παγκόσμια οικονομία). Αυξάνονταν οι τιμές μόνο των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» προϊόντων. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα οι παραγωγικοί πόροι να εγκαταλείπουν τον πρώτο τομέα και να μεταφέρονται στον δεύτερο, όπου η αύξηση των τιμών δημιουργούσε μεγαλύτερα περιθώρια αμοιβών για τους συντελεστές της παραγωγής. Έτσι ήταν πιο επικερδές να εισάγεις προϊόντα από το εξωτερικό και να τα εμπορεύσεσαι, παρά να τα παράγεις εγχωρίως. Επίσης ήταν πιο επικερδές να αγοράζεις γη και τίτλους στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα.
Τελείως φυσιολογικά, στη δεκαετία μέχρι το 2009, η χώρα είχε μέσο ετήσιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που πλησίαζε στο 10% του ΑΕΠ. Το 2008 προσέγγισε το απίστευτο ύψος του 15%. Παράλληλα, δεδομένου ότι οι αμοιβές καθορίζονταν με βάση το κριτήριο πως έπρεπε να «συλλάβουν» όλον τον πληθωρισμό ώστε να «διαφυλάξουν» το εισόδημα των εργαζομένων, οι αυξήσεις τους ακολουθούσαν το μέσο επίπεδο τιμών, ανεξαρτήτως του επιπέδου της παραγωγικότητας.
Αποτέλεσμα ήταν να διαβρώνεται ταχέως η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων»). Για παράδειγμα, σε σύγκριση με τη Γερμανία, τον μεγαλύτερο εμπορικό μας εταίρο στην Ευρωζώνη, η μισθολογική δαπάνη ανά μονάδα προϊόντος, στη διάρκεια της δεκαετίας, εκτιμάται ότι αυξήθηκε από 20 έως 40%. Κάπως μικρότερη, αλλά αντίστοιχα καταστροφική, ήταν η αύξηση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για τη σχέση με διάφορες άλλες εκτός Ευρωζώνης ανταγωνίστριες χώρες, όπου η υποτίμηση του νομίσματός τους τις κατέστησε πολλαπλάσια ανταγωνιστικές εν συγκρίσει με την Ελλάδα.
Συνεπώς, ό,τι συνέβη στην Ελλάδα, από την είσοδό της στην Ευρωζώνη έως την εκδήλωση της κρίσης το 2009, δεν ήταν απλά μία τραγική υπερχρέωση του δημόσιου τομέα. Ταυτόχρονα, εξαιτίας της απατηλής νομισματικής σταθερότητας που μέχρι τότε προσέφερε το ευρώ, αυτό που συνέβαινε ήταν, επίσης, μία διαρκής «εσωτερική ανατίμηση», που κατέστρεψε ανεπανόρθωτα τον ήδη ισχνό παραγωγικό τομέα της χώρας. (Γιατί η «καλή» ανατίμηση προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας. Εκείνη που οφείλεται σε χρηματονομισματικές αιτίες είναι πάντοτε νοσηρή, ενίοτε δε και καταστροφική). Έτσι, στο τέλος του 2009 η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους ταμειακής και λειτουργικής χρεοκοπίας.
Εάν υπάρχει κάτι που είναι ακόμη πιο εξοργιστικό από την ανέμελη περιδιάβαση της προηγούμενης δεκαετίας, αυτό είναι οι επαίσχυντοι ισχυρισμοί ότι η σημερινή κατάρρευση οφείλεται στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα της ελληνικής οικονομίας. Και επίσης οι ισχυρισμοί ότι υπήρχαν, και υπάρχουν, «άλλες» δυνατότητες διαφυγής από την κρίση μέσω μίας πολιτικής «τόνωσης» της οικονομίας. Στο πνεύμα αυτό διάφοροι σύγχρονοι λαοκράτες-πατριώτες, από όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος, αναφέρονται στην ανάγκη μίας κεϋνσιανής πολιτικής

3.

Η αναπόφευκτη «διόρθωση» των σφαλμάτων της «χρυσής δεκαετίας»

Όταν ο Κέυνς το 1936 δημοσίευε τη Γενική Θεωρία η Μεγάλη Βρετανία, στην οποία αναφερόταν, ήταν μία χώρα η οποία είχε εξέλθει πέντε χρόνια νωρίτερα από τον «κανόνα χρυσού», ενώ είχε το δικό της νόμισμα και τη δική της Κεντρική Τράπεζα με δυνατότητες αυτόνομης νομισματικής πολιτικής. Οι απόψεις που διατύπωσε στη Γενική Θεωρία έχουν, τω όντι, επανειλημμένως επαληθευθεί από την εμπειρία, σε αντίθεση με διάφορες αντίδικες θεωρίες (από τον νομισματισμό μέχρι τις «ορθολογικές προσδοκίες») που η δοκιμασία της πραγματικότητας έχει αμείλικτα κονιορτοποιήσει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε για το σημερινό πρόβλημα της Ελλάδας. Και ο Μέσι είναι καταπληκτικός παίκτης, όμως δεν θα σταδιοδρομούσε στο ΝΒΑ. Η Γενική Θεωρία αφορά μία οικονομία που δεν ακολουθεί τον «κανόνα χρυσού», έχει δικό της νόμισμα και δική της νομισματική (και φυσικά δημοσιονομική) πολιτική, και δεν βρίσκεται σε συνθήκες χρεοκοπίας. Επίσης, πράγμα που είναι ακόμη πιο σημαντικό, είναι μία θεωρία για την αντιμετώπιση κρίσεων υποκατανάλωσης, και μάλιστα υποκατανάλωσης των προϊόντων του παραγωγικού ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας.
Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι μακρύτερα σε όλα αυτά όσο οι συνθήκες της σημερινής ελληνικής κρίσης. Εδώ έχουμε την περίπτωση μιας οικονομίας η οποία ακολουθεί έναν οιονεί «κανόνα χρυσού», εφόσον δεν ελέγχει το νόμισμα στο οποίο συναλλάσσεται και δεν μπορεί να το υποτιμήσει. Επίσης δεν έχει δυνατότητα κατά βούλησιν άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, καθότι τυγχάνει χρεοκοπημένη. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Ελλάδα σήμερα δεν αντιμετωπίζει μία κρίση υποκατανάλωσης που οφείλεται σε κάποια αύξηση της ροπής για αποταμίευση ή στη μεταστροφή των «αγελαίων ενστίκτων» των επιχειρηματιών. Αντιμετωπίζει, αντιθέτως, μία κρίση υπερσυσσώρευσης. Πρόκειται για μία υπερσυσσώρευση που έλαβε χώρα, κυρίως, στην προηγούμενη δεκαετία και αφορούσε τους προστατευμένους κλάδους της οικονομίας, δηλαδή εκείνους που χαρακτηρίζονται από χαμηλή μέση παραγωγικότητα, κλάδους η μεγέθυνση των οποίων σε συνθήκες υγιούς ανάπτυξης έπεται, και δεν προηγείται, της μεγεθύνσεως των ανταγωνιστικών κλάδων με την υψηλή μέση παραγωγικότητα.
Στην Ελλάδα, λόγω των στρεβλωτικών επιδράσεων που ασκήθηκαν στην οικονομία εξαιτίας της συμμετοχής στην Ευρωζώνη, οι παραγωγικοί συντελεστές εγκατέλειψαν τον, ήδη ισχνό, διεθνώς ανταγωνιστικό τομέα για να στραφούν (παράλληλα με το όλο και πιο υπερτροφικό κράτος) στους πρόσκαιρα αλλά εξαιρετικά προσοδοφόρους κλάδους των κατασκευών, του εμπορίου και των άλλων υπηρεσιών. Στράφηκαν εκεί διότι η παροδική έξαρση του καταναλωτισμού, που τροφοδοτήθηκε από την άκρατη δημόσια δαπάνη της επίμαχης περιόδου, δημιούργησε ανορθολογικές και πεπλανημένες προσδοκίες. Οι συντελεστές της οικονομίας μετέφεραν τη δραστηριότητά τους στον τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών προσβλέποντας, λανθασμένα, σε μία σταθερή διαχρονική ροή εισοδήματος στην ελληνική οικονομία, η οποία εν τούτοις δεν ήταν εφικτή διότι ο ισχνότατος παραγωγικός τομέας δεν θα μπορούσε να τη δημιουργήσει και να την υποστηρίξει.
Εάν υπήρχε υγιής επένδυση στον παραγωγικό τομέα δεν θα επρόκειτο για υπερσυσσώρευση: η ελληνική είναι μία «μικρή ανοικτή οικονομία» και κάθε αύξηση της ανταγωνιστικής παραγωγής της σε «διεθνώς εμπορεύσιμα» προϊόντα μπορεί εύκολα να απορροφηθεί από την αχανή διεθνή αγορά. Πρόκειται για κρίση υπερσυσσώρευσης ακριβώς διότι το μεγαλύτερο μέρος της πρόσφατης επένδυσης στον μη παραγωγικό τομέα δεν είναι βιώσιμο και μοιραία θα απαξιωθεί.
Εάν υποθέσουμε ότι φιλέλληνες εξωγήινοι από τον Σείριο δάνειζαν την Ελλάδα με τα (άγνωστα) εκείνα ποσά τα οποία απαιτούν οι επιχώριοι κεϋνσιανοί να διατεθούν για να «ξεκινήσει και πάλι η ανάπτυξη», ποιο θα ήταν, άραγε, το αποτέλεσμα; Εάν δεχθούμε ότι θα «ξανάρχιζε η ανάπτυξη» (που φυσικά δεν θα ξανάρχιζε) το αποτέλεσμα θα ήταν να συνεχισθεί ακριβώς αυτό που γινόταν μέχρι το 2008. Με προφανή κατάληξη η χώρα, πολύ σύντομα, να μην παράγει πια απολύτως τίποτε, να εισάγει το σύνολο των προϊόντων που καταναλώνει και να έχει ετήσιες δανειακές ανάγκες ίσες με το συνολικό ποσοστό κατανάλωσης στο ΑΕΠ συν τα απαιτητά τοκοχρεολύσια. Και τότε οι επισκέπτες από τον Σείριο θα αναχωρούσαν απελπισμένοι για τον μακρινό πλανήτη τους, πεπεισμένοι ότι δεν υπάρχει λύση για το ελληνικό οικονομικό πρόβλημα.
Και όμως υπάρχει. Αλλά, δυστυχώς, με δεδομένο τον χαρακτήρα της διαρθρωτικής κρίσης της ελληνικής οικονομίας, η μόνη δυνατότητα, για την ανάταξή της είναι τα λεγόμενα «μη κεϋνσιανά αποτελέσματα». Πρόκειται για την «εσωτερική υποτίμηση» που θα επαναφέρει την ανά μονάδα προϊόντος μισθολογική δαπάνη σε επίπεδα που θα καταστήσουν την ελληνική οικονομία διεθνώς ανταγωνιστική, και την εξ αυτού συνεπαγόμενη σταδιακή μετακίνηση των παραγωγικών συντελεστών από τον προστατευμένο στον ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας. Ας ληφθεί δε υπ’ όψιν ότι, παρά την ονομασία τους, τα «μη-κεϋνσιανά αποτελέσματα» δεν προέρχονται από το θεωρητικό οπλοστάσιο του άκρατου φιλελευθερισμού και του ανάλγητου νομισματισμού. Προέρχονται και αυτά, πρωτογενώς, από την γραφίδα του Κέυνς, ο οποίος σε μία γνωστή εργασία του, το 1925, με αφορμή την εκ νέου τότε πρόσδεση της στερλίνας στον «κανόνα χρυσού», και μάλιστα σε υπερτιμημένη ισοτιμία, εξηγούσε ότι στις δεδομένες συνθήκες η μόνη δυνατότητα να ισορροπήσει η οικονομία ήταν μέσα από τη μείωση των πραγματικών μισθών, κάτι πολύ σκληρό και ανάλγητο που θα προκαλούσε κοινωνικές συγκρούσεις.
Δυστυχώς, στην ίδια ακριβώς κατάσταση με τη Μεγάλη Βρετανία του 1925, προσδεδεμένη σε έναν οιονεί «κανόνα χρυσού», που λέγεται ευρώ, και σε μία υπερτιμημένη ισοτιμία, βρίσκεται και η σημερινή Ελλάδα (πέραν βεβαίως της «ασήμαντης» λεπτομέρειας ότι είναι και χρεοκοπημένη δημοσιονομικά). Για τον λόγο αυτό η μόνη υπαρκτή διέξοδος είναι μεν κεϋνσιανών προδιαγραφών, πλην όμως των απευκταίων, από τον Κέυνς, εκείνων του 1925 και όχι των «καλών» του 1936.
Είναι αλήθεια ότι η «εσωτερική υποτίμηση» δεν είναι μία απλή έκφραση. Κρύβει πίσω της πόνο, δυστυχία και ανασφάλεια. Είναι όμως εξαιρετικά παράλογο να της επιτίθεται κανείς και να την καταδικάζει. Αυτό ισοδυναμεί με το να καταριέται τον νόμο της βαρύτητας ή τους νόμους της υδροστατικής. Η «εσωτερική υποτίμηση» είναι αναπόφευκτη, και αν δεν εφαρμοσθεί ελεγχόμενα, συνειδητοποιημένα και με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, θα πραγματοποιηθεί καταστροφικά μέσω της χρεοκοπίας. Αιτία της δεν είναι η σημερινή οικονομική πολιτική. Είναι η χθεσινή ανεύθυνη «εσωτερική ανατίμηση». Αυτό που κρύβουν, ή αγνοούν, οι εξορκιστές της «εσωτερικής υποτίμησης» είναι πως οι αμοιβές των εργαζομένων δεν είναι δυνατόν, σε μεσο-μακροχρόνια βάση, να καθορισθούν με πολιτικές επιλογές της εξουσίας. Όταν επιχειρείται κάτι παρόμοιο είναι καταστροφικό. Οι αμοιβές καθορίζονται από τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας και, μέσα σε αυτήν, από την ειδική παραγωγικότητα του κάθε ξεχωριστού εργαζόμενου.
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι οικοδομές πλημμύρισαν για πρώτη φορά από Αλβανούς εργάτες, οι αμοιβές τους πολύ συχνά βρίσκονταν στο 1/10 της αντίστοιχης αμοιβής των Ελλήνων συναδέλφων τους. Αυτή η δυσαναλογία ήταν συνάρτηση πολλών παραγόντων: της διακαούς επιθυμίας τους να εργασθούν, της άγνοιάς τους για τις συνθήκες της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, του γεγονότος ότι ήταν ανασφάλιστοι κ.λπ. Περί τις αρχές όμως της επόμενης δεκαετίας οι αμοιβές Ελλήνων και Αλβανών στην οικοδομή είχαν πλήρως εξισωθεί. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από τη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και ειδικότερα του σκέλους της ζήτησης. Όσο κάποιος εργολάβος, μέσα στις συνθήκες του οικοδομικού οργασμού που επικρατούσαν τότε, έκρινε ότι τον συμφέρει να προσελκύσει Αλβανούς οικοδόμους καταβάλλοντάς τους αμοιβή υψηλότερη από εκείνην που εθεωρείτο δεδομένη για την ειδική αυτή ομάδα εργαζομένων, τόσο η μέση αμοιβή τους πλησίαζε τη μέση αμοιβή των ντόπιων οικοδόμων, μέχρις ότου ταυτίστηκε μαζί της. Ο μηχανισμός της προσφοράς και της ζήτησης οδήγησε έτσι την αγορά εργασίας στο μεσο-μακροχρόνιο σημείο ισορροπίας.
Το αντίστροφο συνέβη στην περίοδο 1999-2009 με τις μέσες αμοιβές των εργαζομένων. Αντί αυτές να ακολουθούν την αναιμική, έως μηδενική, αύξηση της παραγωγικότητας στον ανταγωνιστικό, μη προστατευμένο, τομέα της οικονομίας, όλως αντιθέτως, υπείκοντας σε μία διεστραμμένη αντίληψη «φιλολαϊκότητας», με τη βοήθεια και της άφθονης δανειακής ρευστότητας, προσδιορίζονταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, προκειμένου –υποτίθεται– να συλλαμβάνουν τον πληθωρισμό και να μην υποβιβάζεται το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Ό,τι συνέβαινε, βεβαίως, στην πραγματικότητα ήταν πως και ο πληθωρισμός ενισχυόταν και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας καταβαραθρωνόταν. Επειδή δε οι αμοιβές των παραγωγικών συντελεστών δεν μπορεί να παραμείνουν για μεγάλο διάστημα σε επίπεδο ανώτερο εκείνου που η παραγωγικότητά τους δικαιολογεί, η αναπόφευκτη διαδικασία επιστροφής τους στο σημείο ισορροπίας άρχισε αμέσως μόλις εκδηλώθηκε και η κρίση χρέους της ελληνικής οικονομίας.
Δυστυχώς όμως η διαδικασία επιστροφής της αγοράς εργασίας στο φυσιολογικό σημείο ισορροπίας που είναι χαμηλότερο από το τεχνητά, αυθαίρετα και πρόσκαιρα επιβληθέν, είναι πάντοτε οδυνηρή. Σε αντίθεση με την ισορρόπηση σε υψηλότερο σημείο που είναι ανώδυνη, όπως συνέβη με τους ξένους εργάτες στη δεκαετία του 1990, η προσαρμογή «προς τα κάτω» γίνεται πάντοτε μέσω της οδυνηρής παρενέργειας που λέγεται ανεργία. Αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα.