Το δυστύχημα στα Τέμπη που ξημέρωσε την άνοιξη στον τόπο μας, βαμμένη με αίμα και ανθρώπινα τραγικά λάθη, δεν είναι το μοναδικό σιδηροδρομικό που έχει χτυπήσει την Ελλάδα. Ας γυρίσουμε τον χρόνο πίσω σε χρόνια σκοτεινά και ομιχλώδη
Είναι 30 Σεπτεμβρίου του 1968. Στην Ελλάδα δικτατορία. Δύο αμαξοστοιχίες, ασφυκτικά γεμάτες από ψηφοφόρους, επέστρεφαν στην Αθήνα και τον Πειραιά από την Κυπαρισσία με μιάμιση ώρα διαφορά μεταξύ τους. Στα βαγόνια κάθε τρένου, κατάκοποι 2500 επιβάτες – ετεροδημότες γρίζουν από εκλογική διαδικασία.
Το χουντικό καθεστώς είχε διοργανώσει δημοψήφισμα - παρωδία για την έγκριση νέου Συντάγματος. Η αμαξοστοιχία «304» αφού στάθμευσε στον σταθμό του Δερβενίου και πήρε επιβάτες, συνέχισε το δρομολόγιο της, αλλά λίγα μέτρα πιο κάτω ακινητοποιήθηκε. Ειπώθηκε τότε ότι κάποιος είχε τραβήξει το μοχλό κινδύνου. Γράφτηκαν πολλά για τη λεπτομέρεια που οδήγησε στην τραγωδία: «Ένας ναύτης λιποθύμησε και πανικόβλητη μια γυναίκα τράβηξε τον μοχλό κινδύνου. Μια ηλικιωμένη λιποθύμησε, μια ετοιμόγεννη γυναίκα λιποθύμησε…». Όποιος κι αν είχε λιποθυμήσει τα λεπτά που ακολούθησαν έφεραν τον θάνατο! Το δεύτερο τρένο, η «Υπερταχεία», που έκανε στάσεις μόνο σε κεντρικούς σταθμούς, πέρασε το σταθμό του Δερβενίου, χωρίς να σταματήσει.
Συντρίμμια...
Της μοίρας το παιχνίδι...
Πρωταγωνιστής στα δημοσιεύματα της εποχής ήταν ο 14χρονος τότε Γιάννης Τ., που κατάφερε να σώσει την τρίχορονη αδελφή του, ενώ η μητέρα και ο πατριός του «έφυγαν» στο δυστύχημα. Η οικογένεια επέστρεφε από το χωριό της στην Πελοπόννησο, όπου οι γονείς είχαν βρεθεί για να ψηφίσουν. Λίγα λεπτά μετά τις έξι το απόγευμα, το τρένο ακινητοποιήθηκε αιφνιδίως λίγο μετά το σταθμό του Δερβενίου. Οι επιβάτες αναστατωμένοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. «Κάποια γυναίκα αισθάνθηκε αδιαθεσία και τράβηξε το μοχλό» ακούστηκε από το βάθος του βαγονιού, που βρισκόταν ο ο Γιάννης με την οικογένειά του. Τις φωνές των επιβατών άρχισε να καλύπτει ένας εκκωφαντικός ήχος. Ο Γιάννης έριξε μια ματιά από το παράθυρο και στιγμιαία κοκκάλωσε. Ένα τρένο τους πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα. Κατευθείαν άρπαξε την τρίχρονη αδελφή του Έλενα και πήδηξαν από το βαγόνι. Τα επόμενα λεπτά τους βρήκαν με ελαφρά τραύματα από την πτώση και δίχως την μητέρα και τον πατριό του Γιάννη και πατέρα της αδελφής του, που σκοτώθηκαν μαζί με 32 ακόμη άτομα σε ένα από τα πλέον πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης θα γίνει θέμα στις εφημερίδες της εποχής για την ηρωϊκή του πράξη, αλλά μέσα από τα συντρίμμια θα ξεκινήσει μια ακόμη πιο δραματική ιστορία. Η επόμενη ημέρα βρήκε τα αδέλφια ζωντανά, αλλά χώρια. Ο πατέρας του Γιάννη είχε πεθάνει κάποια χρόνια νωρίτερα, με αποτέλεσμα ο 14χρονος να βρεθεί σε σπίτι συγγενών του στον Πύργο Ηλείας. Η μικρή Έλενα υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και τα δύο αδέλφια τράβηξαν χωριστούς δρόμους.
Η εφηβεία του Γιάννη εξελίχθηκε δύσκολα και λίγο καιρό αργότερα αποφάσισε να φύγει από τον Πύργο και να οδεύσει προς την πρωτεύουσα για να εργασθεί. Σύντομα, βρέθηκε σε αναμορφωτήριο, αφού απέκτησε χόμπι τις μικροκλοπές. Βγαίνοντας από εκεί, εργάσθηκε ως οικοδόμος, αλλά η ροπή του προς την αφαίρεση ξένων πραγμάτων θα τον οδηγήσει και πάλι σε κλοπές, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε τεσσάρων ετών φυλάκιση.
Στο μεταξύ η μικρή Έλενα μεγάλωνε στο πλευρό των εκπαιδευτικών που την είχαν υιοθετήσει. Δέκα χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα, αποφάσισαν να της μιλήσουν για το παρελθόν της, τους βιολογικούς της γονείς και το δυστύχημα. Αυτό που σόκαρε περισσότερο την Έλενα ήταν η ύπαρξη του αδελφού της. Το μικρό κορίτσι δεν μπορούσε να διαχειριστεί όσα έμαθε και σταδιακά άρχισε να παρουσιάζει ασταθή συμπεριφορά. Εξαφανιζόταν από το σπίτι και στο μυαλό της είχε ένα μόνο στόχο. Να βρει τον αδελφό της. Τα δύο αδέλφια βρέθηκαν. Οι πρώτες αμήχανες συναντήσεις έδωσαν τη σειρά τους στη στενή παρέα, που μετεξελίχθηκε σε ερωτική σχέση, με τον νεαρό Γιάννη να αποκτά σχέση εξάρτησης από την αδελφή του. Το «μυστικό» τους δεν έμεινε για καιρό κρυφό και όταν οι γονείς της Έλενας έμαθαν τι συμβαίνει, επιχείρησαν να τους χωρίσουν με κάθε τρόπο. Στο διάστημα που ακολούθησε η Έλενα προσπάθησε πολλές φορές να «φύγει» από τον Γιάννη, όμως εκείνος κατάφερνε πάντα να την πείθει να επιστρέψει.
Η αλλαγή της χρονιάς σε συνδυασμό με τις νουθεσίες των θετών γονιών της, έκαναν την 18χρονη Έλενα στις αρχές του 1983 να πάρει την απόφασή της. Ανακοίνωσε στον Γιάννη ότι θέλει να χωρίσουν οριστικά. Στο άκουσμα της απόφασης ο 29χρονος τότε Γιάννης σοκαρίστηκε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί την ζωή του χωρίς εκείνη. Τα τηλέφωνα και οι πιέσεις οδήγησαν τα δύο αδέλφια σε ενα ραντεβού, που έμελλε να είναι μοιραίο. Τα δυο αδέλφια βρέθηκαν το μεσημέρι της 11 Φεβρουαρίου στην Ομόνοια. Η Έλενα ανέβηκε στην μηχανή του Γιάννη και κατευθύνθηκαν προς τον δασικό δρόμο που οδηγεί από την Καισαριανή στα Γλυκά Νερά Παιανίας.
Κάποιες ώρες αργότερα, ένας οικοδόμος θα δει το πτώμα μιας γυναίκας στην άκρη του δρόμου. Η πρώτη εκτίμηση της αστυνομίας ήταν πως η γυναίκα ήταν νεκρή κάποιες ώρες και επρόκειτο για σεξουαλικό έγκλημα, αφού το πτώμα βρέθηκε ανάσκελα στο έδαφος, με το παντελόνι κατεβασμένο και το εσώρουχο σκισμένο. Οι προσπάθειες της αστυνομίας να ταυτοποιήσει τα δακτυλικά της αποτυπώματα με κάποια εκδιδόμενη γυναίκα δεν ευοδώθηκαν και η ταυτότητα της Έλενας αποκαλύφθηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν την αναζήτησε η οικογένειά της,
Μια εβδομάδα αργότερα, συνελήφθη ο 29χρονος ετεροθαλής αδελφός της, ο οποίος φώναζε: «Ήμουν μεθυσμένος, την στραγγάλισα για να μην την χάσω». Την είχε στραγγάλισε με το καλσόν και τη ζώνη της, ενώ έδωσε την χαριστική βολή με μια πέτρα στο κεφάλι. Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος της δεν σταμάτησε λεπτό να κατηγορεί τους θετούς γονείς της, λέγοντας πως την βασάνιζαν και προσπαθούσαν να τους χωρίσουν.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας καταδίκασε τον Γιάννη Τ. σε ισόβια κάθειρξη για την δολοφονία της νεαρής αδελφής του αλλά και για αιμομιξία κατ’ εξακολούθηση. Σε δεύτερο βαθμό ο 36χρονος τότε Γιάννης κατάφερε να κερδίσει το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και να μειώσει την ποινή του σε 21 χρόνια κάθειρξης.
Ο τσομπάνος κουνούσε την κάπα...
Το 1972, στις 16 του Γενάρη, στη Θεσσαλία ξανά όπως και τώρα, από τη μετωπική σύγκρουση συρμών, ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Δοξαρά της Λάρισας και των Ορφανών της Καρδίτσας, 21 άνθρωποι - 19 λένε άλλοι - άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες τραυματίστηκαν. Το ένα τρένο είχε ξεκινήσει στις 13.30 από τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό την Αθήνα, ενώ το άλλο, στις 09:30 από τον Πειραιά με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Δύο Πειραιώτες μηχανοδηγοί, οι Πολίτης και Σταματίου παρέλαβαν τη ντιζελάμαξα ALCO.A323 και κατευθύνθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Εκεί, η Α323, μπαίνει επικεφαλής του τρένου που πριν λίγο είχε φτάσει με μικρή καθυστέρηση από το Μόναχο. Τελικός προορισμός για την υπερταχεία απολύτου προτεραιότητας «Ακρόπολις Εξπρές», ήταν η Αθήνα. Στις 13.30, το «Ακρόπολις», ξεκίνησε από τη συμπρωτεύουσα. Με σχετικά μεγάλη καθυστέρηση, το «Ακρόπολις» έφτασε στη Λάρισα, όπου έκανε μία σύντομη στάση και συνέχισε την πορεία του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο σταθμάρχης Παλαιοφάρσαλου, δίνει εντολή αναχώρησης στην αμαξοστοιχία 121, Πειραιά-Θεσσαλονίκης, γνωστότερη σαν «πόστα».
Επρόκειτο για ένα τρένο που έκανε στάση σε όλους τους σταθμούς. Πίσω από την ντιζελομηχανή της, βρισκόταν ένα βαγόνι-ταχυδρομείο ιταλικής κατασκευής, δύο επίκουρες κλειστές φορτάμαξες και δύο επιβατάμαξες. Στη μία από αυτές, επέβαιναν 30 στρατιώτες του Πυροβολικού, που από τη Θήβα πήγαιναν με μετάθεση σε μονάδες της Βόρειας Ελλάδας.
Η διασταύρωση των δύο τρένων, προγραμματίστηκε να γίνει είτε στο σταθμό των Ορφανών, είτε στον σταθμό του Δοξαρά. Οι δύο σταθμάρχες, Νικόλαος Γκέκας των Ορφανών και Δημήτριος Παπαδόπουλος του Δοξαρά, διαφωνούσαν μεταξύ τους, καθώς ο ένας ήθελε να γίνει η διασταύρωση στον σταθμό του άλλου. Τη διαφωνία τους κλήθηκε να επιλύσει ο ρυθμιστής κίνησης των τρένων Γεώργιος Χαλιώτης, από την Αθήνα. Οι συνεννοήσεις μεταξύ των τριών υπαλλήλων του ΟΣΕ, δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας. Το «Ακρόπολις», πέρασε κανονικά από τον Δοξαρά, χωρίς να σταματήσει, καθώς είχε προτεραιότητα, ενώ και ο Γκέκας έδωσε εντολή να ξεκινήσει η «πόστα» από τα Ορφανά!
Τα δύο τρένα πλέον, μόνο με ένα θαύμα δεν θα συγκρούονταν. Στο μεταξύ, ο βοηθός μηχανοδηγός τις 121 Σακελλαρίου, έχοντας δεχτεί παράπονα από τον προϊστάμενο της «πόστας», ότι υπήρχε πρόβλημα θέρμανσης, άφησε τη θέση του και πήγε στο μηχανοστάσιο να δει την ατμογεννήτρια. Έτσι, ο μηχανοδηγός Σύρμας, που καθόταν δεξιά, δεν είχε ορατότητα προς τα αριστερά, απ’ όπου ερχόταν η υπερταχεία.
Έχει γραφτεί, ότι οι μηχανοδηγοί της Α323, άκουγαν στο ραδιόφωνο την αναμετάδοση του αγώνα ποδοσφαίρου Πανιώνιου-Ολυμπιακού, που διεξαγόταν εκείνη τη μέρα και πιθανότατα ήταν απορροφημένοι. Ένας βοσκός, από ένα γειτονικό ύψωμα βλέποντας τα δύο τρένα να πλησιάζουν το ένα το άλλο, έβγαλε την κάπα του και έκανε νόημα στους μηχανοδηγούς του «Ακρόπολις». Αυτοί νόμισαν ότι τους χαιρετάει και ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό! Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «Ακρόπολις», με ταχύτητα 100 km/h, και η Α121 συγκρούστηκαν μετωπικά. Η ντιζελομηχανή του «Ακρόπολις» συνέθλιψε τη μηχανή της «πόστας», ενώ και τα τρία πρώτα βαγόνια της, έγιναν συντρίμμια. Στον παγωμένο θεσσαλικό κάμπο, μέσα στο χιονόνερο,21 άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή και περισσότεροι από 40 τραυματίστηκαν.
Πηγές: εφημερίδες ΕΘΝΟΣ, ΤΑ ΝΕΑ
Προσπάθησαν, αλλά δεν σταματούσε
Όπως έγραψε η εφημερίδα «Πελοπόννησος» οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι είχαν πιάσει την κουβέντα και η αμαξοστοιχία 306 κινούνταν με ταχύτητα, μεγαλύτερη των 50 χιλιομέτρων. Δεν είδε κανείς το προειδοποιητικό σήμα που είχε τοποθετηθεί. Όταν οι μηχανοδηγοί της 306 αντιλήφθηκαν την ακινητοποιημένη αμαξοστοιχία ήταν αργά. Προσπάθησαν να σταματήσουν το τρένο, αλλά απέτυχαν. Η μηχανή της 306 έπεσε πάνω στο τελευταίο βαγόνι της 304, το οποίο μεταβλήθηκε σε μια άμορφη μάζα ,ενώ τρία ακόμα βαγόνια εκτροχιάστηκαν. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν 18.50, όταν ακούστηκε το μεγάλο «μπαμ» σε ολόκληρο το χωριό, το Δερβένι. Οι κάτοικοι πίστεψαν στην αρχή ότι τρένο έπεσε στον ποταμό Ζαχολίτικο και έτρεξαν να βοηθήσουν. Τους περίμενε ένας εφιάλτης! Λίγη ώρα μετά τη σύγκρουση στρατιώτες του Μηχανικού από το Λουτράκι, αστυνομικοί, γιατροί και νοσηλευτές έφτασαν στο σημείο της τραγωδίας. Απολογισμός 34 νεκροί και 125 τραυματίες!
Οι εφημερίδες της εποχής περιγράφουν τραγικές εικόνες από το σημείο του δυστυχήματος. Η «Πελοπόννησος» είναι γλαφυρή και αποκαλυπτική: «Η πρόσκρουση ήταν βίαιη καθώς το τελευταίο βαγόνι στο οποίο έπεσε η μηχανή μεταβλήθηκε σε άμορφη μάζα, ενώ τρία ακόμη βαγόνια εκτροχιάστηκαν και ανατράπηκαν. Οι φωνές των έντρομων επιβατών και οι επικλήσεις των παγιδευμένων για βοήθεια προκαλούν σύγχυση και πανικό. Επρόκειτο αναμφισβήτητα για την πιο τραγική νύχτα που έζησε η περιοχή μεταπολεμικά. Σκηναί αλλοφροσύνης επακολούθησαν, καθ’ ον χρόνο πολλοί μη τραυματισθέντες επεχείρουν να πηδήσουν δια των παραθύρων των οχημάτων. Η τραγωδία έπαιρνε ακόμα πιο οδυνηρές διαστάσεις από τις φωνές των συγγενών, που καλούσαν τους δικούς τους να δώσουν, μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο της συγχύσεως και του πανικού, απάντηση αν ζουν, αν βρίσκονται μέσα στο μοιραίο τραίνο ή κάπου εκεί κοντά».
Όπως έγραψε η εφημερίδα «Πελοπόννησος» οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι είχαν πιάσει την κουβέντα και η αμαξοστοιχία 306 κινούνταν με ταχύτητα, μεγαλύτερη των 50 χιλιομέτρων. Δεν είδε κανείς το προειδοποιητικό σήμα που είχε τοποθετηθεί. Όταν οι μηχανοδηγοί της 306 αντιλήφθηκαν την ακινητοποιημένη αμαξοστοιχία ήταν αργά. Προσπάθησαν να σταματήσουν το τρένο, αλλά απέτυχαν. Η μηχανή της 306 έπεσε πάνω στο τελευταίο βαγόνι της 304, το οποίο μεταβλήθηκε σε μια άμορφη μάζα ,ενώ τρία ακόμα βαγόνια εκτροχιάστηκαν. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν 18.50, όταν ακούστηκε το μεγάλο «μπαμ» σε ολόκληρο το χωριό, το Δερβένι. Οι κάτοικοι πίστεψαν στην αρχή ότι τρένο έπεσε στον ποταμό Ζαχολίτικο και έτρεξαν να βοηθήσουν. Τους περίμενε ένας εφιάλτης! Λίγη ώρα μετά τη σύγκρουση στρατιώτες του Μηχανικού από το Λουτράκι, αστυνομικοί, γιατροί και νοσηλευτές έφτασαν στο σημείο της τραγωδίας. Απολογισμός 34 νεκροί και 125 τραυματίες!
Οι εφημερίδες της εποχής περιγράφουν τραγικές εικόνες από το σημείο του δυστυχήματος. Η «Πελοπόννησος» είναι γλαφυρή και αποκαλυπτική: «Η πρόσκρουση ήταν βίαιη καθώς το τελευταίο βαγόνι στο οποίο έπεσε η μηχανή μεταβλήθηκε σε άμορφη μάζα, ενώ τρία ακόμη βαγόνια εκτροχιάστηκαν και ανατράπηκαν. Οι φωνές των έντρομων επιβατών και οι επικλήσεις των παγιδευμένων για βοήθεια προκαλούν σύγχυση και πανικό. Επρόκειτο αναμφισβήτητα για την πιο τραγική νύχτα που έζησε η περιοχή μεταπολεμικά. Σκηναί αλλοφροσύνης επακολούθησαν, καθ’ ον χρόνο πολλοί μη τραυματισθέντες επεχείρουν να πηδήσουν δια των παραθύρων των οχημάτων. Η τραγωδία έπαιρνε ακόμα πιο οδυνηρές διαστάσεις από τις φωνές των συγγενών, που καλούσαν τους δικούς τους να δώσουν, μέσα σε κείνο το πανδαιμόνιο της συγχύσεως και του πανικού, απάντηση αν ζουν, αν βρίσκονται μέσα στο μοιραίο τραίνο ή κάπου εκεί κοντά».
Πρωταγωνιστής στα δημοσιεύματα της εποχής ήταν ο 14χρονος τότε Γιάννης Τ., που κατάφερε να σώσει την τρίχορονη αδελφή του, ενώ η μητέρα και ο πατριός του «έφυγαν» στο δυστύχημα. Η οικογένεια επέστρεφε από το χωριό της στην Πελοπόννησο, όπου οι γονείς είχαν βρεθεί για να ψηφίσουν. Λίγα λεπτά μετά τις έξι το απόγευμα, το τρένο ακινητοποιήθηκε αιφνιδίως λίγο μετά το σταθμό του Δερβενίου. Οι επιβάτες αναστατωμένοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. «Κάποια γυναίκα αισθάνθηκε αδιαθεσία και τράβηξε το μοχλό» ακούστηκε από το βάθος του βαγονιού, που βρισκόταν ο ο Γιάννης με την οικογένειά του. Τις φωνές των επιβατών άρχισε να καλύπτει ένας εκκωφαντικός ήχος. Ο Γιάννης έριξε μια ματιά από το παράθυρο και στιγμιαία κοκκάλωσε. Ένα τρένο τους πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα. Κατευθείαν άρπαξε την τρίχρονη αδελφή του Έλενα και πήδηξαν από το βαγόνι. Τα επόμενα λεπτά τους βρήκαν με ελαφρά τραύματα από την πτώση και δίχως την μητέρα και τον πατριό του Γιάννη και πατέρα της αδελφής του, που σκοτώθηκαν μαζί με 32 ακόμη άτομα σε ένα από τα πλέον πολύνεκρα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης θα γίνει θέμα στις εφημερίδες της εποχής για την ηρωϊκή του πράξη, αλλά μέσα από τα συντρίμμια θα ξεκινήσει μια ακόμη πιο δραματική ιστορία. Η επόμενη ημέρα βρήκε τα αδέλφια ζωντανά, αλλά χώρια. Ο πατέρας του Γιάννη είχε πεθάνει κάποια χρόνια νωρίτερα, με αποτέλεσμα ο 14χρονος να βρεθεί σε σπίτι συγγενών του στον Πύργο Ηλείας. Η μικρή Έλενα υιοθετήθηκε από μια οικογένεια και τα δύο αδέλφια τράβηξαν χωριστούς δρόμους.
Η εφηβεία του Γιάννη εξελίχθηκε δύσκολα και λίγο καιρό αργότερα αποφάσισε να φύγει από τον Πύργο και να οδεύσει προς την πρωτεύουσα για να εργασθεί. Σύντομα, βρέθηκε σε αναμορφωτήριο, αφού απέκτησε χόμπι τις μικροκλοπές. Βγαίνοντας από εκεί, εργάσθηκε ως οικοδόμος, αλλά η ροπή του προς την αφαίρεση ξένων πραγμάτων θα τον οδηγήσει και πάλι σε κλοπές, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε τεσσάρων ετών φυλάκιση.
Στο μεταξύ η μικρή Έλενα μεγάλωνε στο πλευρό των εκπαιδευτικών που την είχαν υιοθετήσει. Δέκα χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα, αποφάσισαν να της μιλήσουν για το παρελθόν της, τους βιολογικούς της γονείς και το δυστύχημα. Αυτό που σόκαρε περισσότερο την Έλενα ήταν η ύπαρξη του αδελφού της. Το μικρό κορίτσι δεν μπορούσε να διαχειριστεί όσα έμαθε και σταδιακά άρχισε να παρουσιάζει ασταθή συμπεριφορά. Εξαφανιζόταν από το σπίτι και στο μυαλό της είχε ένα μόνο στόχο. Να βρει τον αδελφό της. Τα δύο αδέλφια βρέθηκαν. Οι πρώτες αμήχανες συναντήσεις έδωσαν τη σειρά τους στη στενή παρέα, που μετεξελίχθηκε σε ερωτική σχέση, με τον νεαρό Γιάννη να αποκτά σχέση εξάρτησης από την αδελφή του. Το «μυστικό» τους δεν έμεινε για καιρό κρυφό και όταν οι γονείς της Έλενας έμαθαν τι συμβαίνει, επιχείρησαν να τους χωρίσουν με κάθε τρόπο. Στο διάστημα που ακολούθησε η Έλενα προσπάθησε πολλές φορές να «φύγει» από τον Γιάννη, όμως εκείνος κατάφερνε πάντα να την πείθει να επιστρέψει.
Η αλλαγή της χρονιάς σε συνδυασμό με τις νουθεσίες των θετών γονιών της, έκαναν την 18χρονη Έλενα στις αρχές του 1983 να πάρει την απόφασή της. Ανακοίνωσε στον Γιάννη ότι θέλει να χωρίσουν οριστικά. Στο άκουσμα της απόφασης ο 29χρονος τότε Γιάννης σοκαρίστηκε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί την ζωή του χωρίς εκείνη. Τα τηλέφωνα και οι πιέσεις οδήγησαν τα δύο αδέλφια σε ενα ραντεβού, που έμελλε να είναι μοιραίο. Τα δυο αδέλφια βρέθηκαν το μεσημέρι της 11 Φεβρουαρίου στην Ομόνοια. Η Έλενα ανέβηκε στην μηχανή του Γιάννη και κατευθύνθηκαν προς τον δασικό δρόμο που οδηγεί από την Καισαριανή στα Γλυκά Νερά Παιανίας.
Κάποιες ώρες αργότερα, ένας οικοδόμος θα δει το πτώμα μιας γυναίκας στην άκρη του δρόμου. Η πρώτη εκτίμηση της αστυνομίας ήταν πως η γυναίκα ήταν νεκρή κάποιες ώρες και επρόκειτο για σεξουαλικό έγκλημα, αφού το πτώμα βρέθηκε ανάσκελα στο έδαφος, με το παντελόνι κατεβασμένο και το εσώρουχο σκισμένο. Οι προσπάθειες της αστυνομίας να ταυτοποιήσει τα δακτυλικά της αποτυπώματα με κάποια εκδιδόμενη γυναίκα δεν ευοδώθηκαν και η ταυτότητα της Έλενας αποκαλύφθηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν την αναζήτησε η οικογένειά της,
Μια εβδομάδα αργότερα, συνελήφθη ο 29χρονος ετεροθαλής αδελφός της, ο οποίος φώναζε: «Ήμουν μεθυσμένος, την στραγγάλισα για να μην την χάσω». Την είχε στραγγάλισε με το καλσόν και τη ζώνη της, ενώ έδωσε την χαριστική βολή με μια πέτρα στο κεφάλι. Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος της δεν σταμάτησε λεπτό να κατηγορεί τους θετούς γονείς της, λέγοντας πως την βασάνιζαν και προσπαθούσαν να τους χωρίσουν.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας καταδίκασε τον Γιάννη Τ. σε ισόβια κάθειρξη για την δολοφονία της νεαρής αδελφής του αλλά και για αιμομιξία κατ’ εξακολούθηση. Σε δεύτερο βαθμό ο 36χρονος τότε Γιάννης κατάφερε να κερδίσει το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και να μειώσει την ποινή του σε 21 χρόνια κάθειρξης.
Το 1972, στις 16 του Γενάρη, στη Θεσσαλία ξανά όπως και τώρα, από τη μετωπική σύγκρουση συρμών, ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Δοξαρά της Λάρισας και των Ορφανών της Καρδίτσας, 21 άνθρωποι - 19 λένε άλλοι - άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες τραυματίστηκαν. Το ένα τρένο είχε ξεκινήσει στις 13.30 από τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό την Αθήνα, ενώ το άλλο, στις 09:30 από τον Πειραιά με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Δύο Πειραιώτες μηχανοδηγοί, οι Πολίτης και Σταματίου παρέλαβαν τη ντιζελάμαξα ALCO.A323 και κατευθύνθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης.
Εκεί, η Α323, μπαίνει επικεφαλής του τρένου που πριν λίγο είχε φτάσει με μικρή καθυστέρηση από το Μόναχο. Τελικός προορισμός για την υπερταχεία απολύτου προτεραιότητας «Ακρόπολις Εξπρές», ήταν η Αθήνα. Στις 13.30, το «Ακρόπολις», ξεκίνησε από τη συμπρωτεύουσα. Με σχετικά μεγάλη καθυστέρηση, το «Ακρόπολις» έφτασε στη Λάρισα, όπου έκανε μία σύντομη στάση και συνέχισε την πορεία του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο σταθμάρχης Παλαιοφάρσαλου, δίνει εντολή αναχώρησης στην αμαξοστοιχία 121, Πειραιά-Θεσσαλονίκης, γνωστότερη σαν «πόστα».
Επρόκειτο για ένα τρένο που έκανε στάση σε όλους τους σταθμούς. Πίσω από την ντιζελομηχανή της, βρισκόταν ένα βαγόνι-ταχυδρομείο ιταλικής κατασκευής, δύο επίκουρες κλειστές φορτάμαξες και δύο επιβατάμαξες. Στη μία από αυτές, επέβαιναν 30 στρατιώτες του Πυροβολικού, που από τη Θήβα πήγαιναν με μετάθεση σε μονάδες της Βόρειας Ελλάδας.
Η διασταύρωση των δύο τρένων, προγραμματίστηκε να γίνει είτε στο σταθμό των Ορφανών, είτε στον σταθμό του Δοξαρά. Οι δύο σταθμάρχες, Νικόλαος Γκέκας των Ορφανών και Δημήτριος Παπαδόπουλος του Δοξαρά, διαφωνούσαν μεταξύ τους, καθώς ο ένας ήθελε να γίνει η διασταύρωση στον σταθμό του άλλου. Τη διαφωνία τους κλήθηκε να επιλύσει ο ρυθμιστής κίνησης των τρένων Γεώργιος Χαλιώτης, από την Αθήνα. Οι συνεννοήσεις μεταξύ των τριών υπαλλήλων του ΟΣΕ, δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς δεν υπήρχαν σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας. Το «Ακρόπολις», πέρασε κανονικά από τον Δοξαρά, χωρίς να σταματήσει, καθώς είχε προτεραιότητα, ενώ και ο Γκέκας έδωσε εντολή να ξεκινήσει η «πόστα» από τα Ορφανά!
Τα δύο τρένα πλέον, μόνο με ένα θαύμα δεν θα συγκρούονταν. Στο μεταξύ, ο βοηθός μηχανοδηγός τις 121 Σακελλαρίου, έχοντας δεχτεί παράπονα από τον προϊστάμενο της «πόστας», ότι υπήρχε πρόβλημα θέρμανσης, άφησε τη θέση του και πήγε στο μηχανοστάσιο να δει την ατμογεννήτρια. Έτσι, ο μηχανοδηγός Σύρμας, που καθόταν δεξιά, δεν είχε ορατότητα προς τα αριστερά, απ’ όπου ερχόταν η υπερταχεία.
Έχει γραφτεί, ότι οι μηχανοδηγοί της Α323, άκουγαν στο ραδιόφωνο την αναμετάδοση του αγώνα ποδοσφαίρου Πανιώνιου-Ολυμπιακού, που διεξαγόταν εκείνη τη μέρα και πιθανότατα ήταν απορροφημένοι. Ένας βοσκός, από ένα γειτονικό ύψωμα βλέποντας τα δύο τρένα να πλησιάζουν το ένα το άλλο, έβγαλε την κάπα του και έκανε νόημα στους μηχανοδηγούς του «Ακρόπολις». Αυτοί νόμισαν ότι τους χαιρετάει και ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό! Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «Ακρόπολις», με ταχύτητα 100 km/h, και η Α121 συγκρούστηκαν μετωπικά. Η ντιζελομηχανή του «Ακρόπολις» συνέθλιψε τη μηχανή της «πόστας», ενώ και τα τρία πρώτα βαγόνια της, έγιναν συντρίμμια. Στον παγωμένο θεσσαλικό κάμπο, μέσα στο χιονόνερο,21 άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή και περισσότεροι από 40 τραυματίστηκαν.
Πηγές: εφημερίδες ΕΘΝΟΣ, ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα