Η συγκρουσιακή σχέση του Μεντερές με τους Κεμαλιστές είχε διαφανεί από την μεγάλη εκλογική νίκη του με το Δημοκρατικό Κόμμα το 1950. Οι βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος έβλεπαν με καχυποψία όλο τον κρατικό μηχανισμό. Ωστόσο, το σοβαρότερο πεδίο σύγκρουσης υπήρξε το θρησκευτικό. Τη δεκαετία του 1950, ανάμεσα σε άλλα, νομιμοποιήθηκε η λειτουργία των ισλαμικών, χτίστηκαν νέα τεμένη, η διδασκαλία του Κορανίου στα σχολεία έγινε σχεδόν υποχρεωτική, και επανήλθε η ανάγνωση αποσπασμάτων του από το ραδιόφωνο. Το πρόγραμμα του Μεντερές στόχευε στη δημιουργία μιας δυτικού τύπου αγροτικής οικονομίας, βασιζόμενο και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Η άνθηση της οικονομίας της χώρας και η βοήθεια που προσέφερε στους αγρότες τόν κατέστησαν στα πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας του ιδιαίτερα δημοφιλή. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όμως, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, θα παρουσιάζονταν μεγάλες ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης και άνθηση της μαύρης αγοράς.
Ο Μεντερές, σε μια προσπάθεια να ελέγξει την κατάσταση, και χάρη στη μεγάλη πλειοψηφία που λάμβανε το κόμμα του στη Βουλή, θα ακολουθούσε μια πολιτική αυταρχική, με επιβολή ελέγχου του Τύπου. Τον Απρίλιο του 1960, συνέστησε μια επιτροπή η οποία στόχευε στον έλεγχο της αντιπολίτευσης και στη διαλεύκανση του κατά πόσο η τελευταία είχε συμμαχήσει με τον στρατό για ανατροπή της κυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, απαγορεύθηκε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα αλλά και κριτική εναντίον της κυβέρνησης.
Στις 27 Απριλίου, ξέσπασαν μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις κατά της επιτροπής αυτής, στην Κωνσταντινούπολη. Δέκα χιλιάδες φοιτητές, κρατώντας πορτρέτα του Κεμάλ Ατατούρκ, απαιτούσαν την παραίτηση του Τούρκου πρωθυπουργού. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους. Ο επίσημος απολογισμός ήταν δύο νεκροί, τριάντα ένας τραυματίες και χίλιοι περίπου συλληφθέντες. Κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας σε Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα. Παρ’ όλα αυτά όμως, διαδηλώσεις ξέσπασαν εκ νέου στις 29 Απριλίου.
Ο Μεντερές προσπαθούσε μάταια να ελέγξει την κατάσταση. Στις 3 Μαΐου, η κυβέρνηση έδωσε υποχρεωτική δίμηνη άδεια στον αρχηγό Στρατού Τζεμάλ Γκιουρσέλ, ενώ στις 21 Μαΐου, εκατοντάδες μαθητές της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Άγκυρας, ένστολοι και με επικεφαλής τον διοικητή τους, πήραν μέρος σε αντικυβερνητική διαδήλωση με τη στήριξη πλήθους πολιτών. Στις 27 Μαΐου, μονάδες στρατού κατέλαβαν αναίμακτα όλα τα κυβερνητικά κτίρια και συνέλαβαν τον Μεντερές, τους υπουργούς και βουλευτές του, καθώς και τον πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Τζελάλ Μπαγιάρ.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή» της 28ης Μαΐου, «εκ συνήθως καλών πληροφορημένων πηγών εγνώσθη ότι ο κ. Τζελάλ Μπαγιάρ απεπειράθη ν’ αυτοκτονήση όταν συνελήφθη υπό αξιωματικού του στρατού. Ανηγγέλθη ότι ο κ. Μεντερές θα παραπεμφθή εις δίκην». Παράλληλα, τονίζεται ότι «η αστυνομία, ως μη εμπνέουσα εμπιστοσύνην, αφωπλίσθη. Κατηρτίσθη ήδη επιτροπή ήτις θα εκπονήση νέον Σύνταγμα, μέχρι δε της δημοσίευσής του, αναστέλλεται η δραστηριότης των κομμάτων». Σύμφωνα με το διάγγελμα που απηύθυνε ο στρατηγός Γκιουρσέλ στο ραδιόφωνο, το οποίο δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», προσπάθησε να κάνει τους πολιτικούς να λογικευτούν αλλά οι τελευταίοι «απέβλεπαν εις την ικανοποίησιν των ιδίων αυτών φιλοδοξιών. Δεν ήθελαν να ακούσουν και ηναγκάσθημεν να προσφύγωμεν εις την βίαν». Τόνιζε ότι σκοπός του ήταν να εγκαταστήσει «μίαν έντιμον και δίκαιαν δημοκρατικήν τάξιν» και να παραδώσει «την διοίκησιν εις χείρας του έθνους». Όπως αναφέρεται και στο πρωτοσέλιδο της 29ης Μαΐου, «ο στρατηγός Γκιουρσέλ ανέλαβε την Προεδρίαν και Πρωθυπουργίαν», ενώ παράλληλα «απηλευθερώθησαν οι κρατούμενοι δημοσιογράφοι». Για τον αρθρογράφο, εάν ο στρατηγός Γκιουρσέλ και οι φίλοι του τηρούσαν την υπόσχεση που έδωσαν περί «ελευθέρων και τιμίων εκλογών, τότε ο τουρκικός στρατός θα έχη εις το ενεργητικόν του ένα πολύ σπάνιον προηγούμενον εις τας παγκοσμίους υποθέσεις. Θα έχη δώσει το πρώτο παράδειγμα ενός σύγχρονου στρατού ο οποίος κατέλαβε την εξουσίαν με αποκλειστικόν σκοπόν να επιβάλη την δημοκρατίαν επί του έθνους το οποίον υπηρετεί».
Πράγματι, αμέσως μετά το πραξικόπημα ξεκίνησαν οι εργασίες για την κατάρτιση νέου Συντάγματος, στις οποίες συμμετείχαν καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης αλλά και βουλευτές που δεν είχαν συλληφθεί κατά το πραξικόπημα. Τον Οκτώβριο του 1961, διεξήχθησαν οι εκλογές με βάση το νέο Σύνταγμα, στις οποίες νικητής αναδείχθηκε ο Ισμέτ Ινονού.
Οι δίκες κατά του παλαιού καθεστώτος κράτησαν 11 μήνες. Σύμφωνα με τις τελικές αποφάσεις, 15 άτομα καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό, 31 σε ισόβια δεσμά και άλλοι 400 σε μικρότερες ποινές. Μόνο τρεις από τις θανατικές καταδίκες πραγματοποιήθηκαν: εις βάρος του Μεντερές, του υπουργού Εξωτερικών, Φατίν Ζορλού, και του υπουργού Οικονομικών, Χασάν Πολατκάν.
Το 1990, αποκαταστάθηκε η τιμή τους με τελετή που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα