Πράγματι ασυνήθιστο για την Ελλάδα: Ο Νικόλαος Πλαστήρας, ήταν ο τελευταίος Έλληνας πρωθυπουργός με λευκό Πόθεν Έσχες (δεν υπήρχαν τα πόθεν έσχες τότε...). Ο Πλαστήρας πέθανε πάμπτωχος, αφήνοντας μόλις 216 δραχμές κληρονομιά. Ανεπαρκής ως πολιτικός, πλην όμως τίμιος!
«Είναι κοινός ανθρώπινος κλήρος ο θάνατος. Αλλά είναι προνομίων της ζωής ή δικαίωσις. Έφερες εις το μέτωπον την σφραγίδα της δωρεάς. Μεταξύ των πρώτων χριστιανών υπάρχουν οι όμοιοί σου. Άνθρωποι οι οποίοι έχουν καταργήσει την ύλην και ασκητεύουν εις τον Ναόν της Ιδέας. Ως στρατιώτης ησκήτευσες εις τον Βωμόν της Πατρίδος. Και ως πολίτης εις τον Βωμόν του Λαού!»…
Ο Γεώργιος Παπανδρέου – δεινός ρήτωρ – είχε απέναντί του το ταπεινό κιβούρι που έκλεινε μέσα του 70 χρόνια Ιστορίας και μια σεπτή – άγια σορό. Ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο Μαύρος Καβαλάρης κάλπαζε πια στα σύννεφα του θρύλου.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας κατέχει στη συλλογή των παρασήμων του ένα ακόμη, άυλο: ήταν ο τελευταίος έλληνας πρωθυπουργός που «έκλεισε τα μάτια» του δίχως να τον απασχολεί καν η διαθήκη του· «έφυγε» σχεδόν πένης!
Ήταν Ιούλιος του 1953. Ο Πλαστήρας είχε ξυπνήσει ευδιάθετος· ξυρίστηκε και αφού έφαγε ελαφρά είπε: «Τώρα είμαι έτοιμος». Γύρω στο μεσημέρι κρίση δύσπνοιας ακολουθείται από καρδιακό παροξυσμό.
«Μιχάλη τετέλεσται», ήταν τα στερνά του λόγια προς τον πιστό του Μιχάλη Μινιουδάκη. Στις 15:35 η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει.
Ο Πλαστήρας νεαρός με στολή υπαξιωματικού
«Ήταν, πάντως, πράγματι αγνός»
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης γράφει στη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας» του: «Η δράση του Νικολάου Πλαστήρα παρουσιάζει σειρά εναλλασσόμενων φάσεων. Η πρώτη περίοδος καλύπτεται από τη στρατιωτική του δράση. Χαρακτηρίζεται από τον θρύλο ενός ηγέτη. Το 1922, αποδεικνύεται ικανός να ηγηθεί της πολιτικής μεταβολής και, παρά σειρά σφαλμάτων, να επιτύχει εντός συντομότατου χρόνου κυρώσεις για τους υπεύθυνους, εξασφάλιση της ειρήνης και αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού βίου.
»Ακολουθεί η περίοδος της δράσης του στο παρασκήνιο. Είναι και πάλι παράδοξο ότι δεν αποβαίνει καταδικαστική. Ο Πλαστήρας υπάρχει ως παρουσία ακόμα και την ώρα της ακμής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, οι οποίες για οποιονδήποτε άλλον θα αποτελούσαν το πλέον άδοξο τέλος. Ακόμα και κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, αλλά και κατά την Κατοχή, η παρουσία του υπάρχει. Βεβαίως, αμφιλεγόμενη και καταδικαστική όταν αποδεικνύεται κήρυκας της δικτατορίας, αλλά, φυσικά, υπ’ εκείνον. Κατά παράδοξο τρόπο, κατηγορούσε τον Ιωάννη Μεταξά ότι βρήκε την ώρα να συμμαχήσει με τους Άγγλους, όταν, κατ’ εκείνον η Αγγλία είχε χάσει τον πόλεμο.
»Εν τούτοις και το 1945 σ' αυτόν ανατίθεται η έξοδος από τις ανωμαλίες των Δεκεμβριανών. Κατά την τελευταία μάλιστα περίοδο, ακριβώς το 1945 και μέχρι το θάνατό του, διετήρησε ο γράφων (Σπύρος Μαρκεζίνης) συχνή και φιλική επαφή και κατέστη γνώστης ανέκδοτων στοιχείων τα οποία φωτίζουν την όλη προσωπικότητα του στρατηγού. Ακόμη και πόσο τον επηρέαζαν ο πνευματισμός αλλά και η καφετζού. Υπήρξε όμως ο Νικόλαος Πλαστήρας, κατά την προσωπική γνώση και κρίση του γράφοντος, γενναίος στρατιώτης, τίμιος άνθρωπος, απλοϊκός στη σκέψη, πλανώμενος συχνά στις εκτιμήσεις του. Ήταν, πάντως, πράγματι αγνός»!
«Ήταν, πάντως, πράγματι αγνός»
Ο Σπύρος Μαρκεζίνης γράφει στη «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας» του: «Η δράση του Νικολάου Πλαστήρα παρουσιάζει σειρά εναλλασσόμενων φάσεων. Η πρώτη περίοδος καλύπτεται από τη στρατιωτική του δράση. Χαρακτηρίζεται από τον θρύλο ενός ηγέτη. Το 1922, αποδεικνύεται ικανός να ηγηθεί της πολιτικής μεταβολής και, παρά σειρά σφαλμάτων, να επιτύχει εντός συντομότατου χρόνου κυρώσεις για τους υπεύθυνους, εξασφάλιση της ειρήνης και αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού βίου.
»Ακολουθεί η περίοδος της δράσης του στο παρασκήνιο. Είναι και πάλι παράδοξο ότι δεν αποβαίνει καταδικαστική. Ο Πλαστήρας υπάρχει ως παρουσία ακόμα και την ώρα της ακμής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, οι οποίες για οποιονδήποτε άλλον θα αποτελούσαν το πλέον άδοξο τέλος. Ακόμα και κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, αλλά και κατά την Κατοχή, η παρουσία του υπάρχει. Βεβαίως, αμφιλεγόμενη και καταδικαστική όταν αποδεικνύεται κήρυκας της δικτατορίας, αλλά, φυσικά, υπ’ εκείνον. Κατά παράδοξο τρόπο, κατηγορούσε τον Ιωάννη Μεταξά ότι βρήκε την ώρα να συμμαχήσει με τους Άγγλους, όταν, κατ’ εκείνον η Αγγλία είχε χάσει τον πόλεμο.
»Εν τούτοις και το 1945 σ' αυτόν ανατίθεται η έξοδος από τις ανωμαλίες των Δεκεμβριανών. Κατά την τελευταία μάλιστα περίοδο, ακριβώς το 1945 και μέχρι το θάνατό του, διετήρησε ο γράφων (Σπύρος Μαρκεζίνης) συχνή και φιλική επαφή και κατέστη γνώστης ανέκδοτων στοιχείων τα οποία φωτίζουν την όλη προσωπικότητα του στρατηγού. Ακόμη και πόσο τον επηρέαζαν ο πνευματισμός αλλά και η καφετζού. Υπήρξε όμως ο Νικόλαος Πλαστήρας, κατά την προσωπική γνώση και κρίση του γράφοντος, γενναίος στρατιώτης, τίμιος άνθρωπος, απλοϊκός στη σκέψη, πλανώμενος συχνά στις εκτιμήσεις του. Ήταν, πάντως, πράγματι αγνός»!
«Σύμβολο της πολιτικής εντιμότητας»
Και η άποψη του δημοσιογράφου Βασιλη Ραφαηλίδη στην «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830 1974»: «Ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας είναι μια ιδιάζουσα μορφή στην πολιτική ζωή της χώρας μας. Άνθρωπος αναμφισβήτητα τίμιος και γενναίος, μπέρδεψε τόσο τους Έλληνες όσον αφορά τις έννοιες προοδευτικός-αντιδραστικός, που ακόμα δεν καταφέραμε να βγούμε από τη σύγχυση. Εκλάβαμε σαν προοδευτικότητα την εντιμότητά του και αυτό από μόνο του δείχνει την πάντα επείγουσα ανάγκη που έχει η ελληνική πολιτική ζωή από εντιμότητα πριν από το καθετί. Αυτό που θα ‘πρεπε να είναι προϋπόθεση για να μην συζητιέται καν γίνεται αναγκαίος όρος. Και έτσι δια του Πλαστήρα, ο πολιτικός λαϊκισμός εγκαθίσταται μονίμως στην Ελλάδα ακόμα που συνεχίζει να ψάχνει για έντιμους και όχι για ικανούς πολιτικούς προκειμένου να μπει κάποιο φρένο στο όργιο της κλοπής και της απάτης. Δικαίως ο Πλαστήρας έγινε το σύμβολο της πολιτικής εντιμότητας.
»Ο Πλαστήρας ούτε πολιτική παιδεία είχε ούτε παιδεία καν. Ήταν μόνο ένας απέραντα έντιμος άνθρωπος, που κάτι άρχισε να καταλαβαίνει ζώντας για πολλά χρόνια σαν αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Το γεγονός πως αυτός τουλάχιστον υπήρξε έντιμος είναι αρκετό, έτσι που έχουν τα πράγματα στη χώρα των μεγάλων κλεφτών, να τον καταξιώσει στη συνείδηση του ελληνικού λαού».
Και η άποψη του δημοσιογράφου Βασιλη Ραφαηλίδη στην «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830 1974»: «Ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας είναι μια ιδιάζουσα μορφή στην πολιτική ζωή της χώρας μας. Άνθρωπος αναμφισβήτητα τίμιος και γενναίος, μπέρδεψε τόσο τους Έλληνες όσον αφορά τις έννοιες προοδευτικός-αντιδραστικός, που ακόμα δεν καταφέραμε να βγούμε από τη σύγχυση. Εκλάβαμε σαν προοδευτικότητα την εντιμότητά του και αυτό από μόνο του δείχνει την πάντα επείγουσα ανάγκη που έχει η ελληνική πολιτική ζωή από εντιμότητα πριν από το καθετί. Αυτό που θα ‘πρεπε να είναι προϋπόθεση για να μην συζητιέται καν γίνεται αναγκαίος όρος. Και έτσι δια του Πλαστήρα, ο πολιτικός λαϊκισμός εγκαθίσταται μονίμως στην Ελλάδα ακόμα που συνεχίζει να ψάχνει για έντιμους και όχι για ικανούς πολιτικούς προκειμένου να μπει κάποιο φρένο στο όργιο της κλοπής και της απάτης. Δικαίως ο Πλαστήρας έγινε το σύμβολο της πολιτικής εντιμότητας.
»Ο Πλαστήρας ούτε πολιτική παιδεία είχε ούτε παιδεία καν. Ήταν μόνο ένας απέραντα έντιμος άνθρωπος, που κάτι άρχισε να καταλαβαίνει ζώντας για πολλά χρόνια σαν αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Το γεγονός πως αυτός τουλάχιστον υπήρξε έντιμος είναι αρκετό, έτσι που έχουν τα πράγματα στη χώρα των μεγάλων κλεφτών, να τον καταξιώσει στη συνείδηση του ελληνικού λαού».
Ο Πλαστήρα με τον Γονατά και τον Γεώργιο Παπανδρέου μπαίνουν στη Μουσουνίτσα
Όταν ο αδελφός του έψαχνε εργασία...
Ας σταθούμε σε κάποια περιστατικά της προσωπικής ζωής του Νικολάου Πλαστήρα που καταδεικνύουν την απέραντη εντιμότητά του
Ο αδελφός του Πλαστήρα, ο Γιώργος, πάνω από 60 χρονών τότε, αναζητούσε εργασία· όταν το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» έψαχνε να προσλάβει υπάλληλο, έκανε αίτηση και επισκέφθηκε τα Γραφεία της εταιρείας.
Ακολούθησε – όπως λέγεται – ο εξής διάλογος:
- Μήπως, κύριοι, χρειάζεσθε υπάλληλο; Σας παρακαλώ να με δοκιμάσετε...
- Σ’ αυτή την ηλικία, τι δουλειά μπορείς να κάνης;
- Μια απλή δουλειά, σαν αυτή που σας προσφέρει ένας κοινός υπάλληλος.
Τον ρώτησαν πώς ονομάζεται.
- Πλαστήρας, απάντησε.
- Έχετε καμμιά συγγένεια με τον πρωθυπουργό;
- Ναι, ναι, είπε. Είμαι αδελφός του!
Η αίτηση έγινε δεκτή, ο Πλαστήρας προσλήφθηκε και παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του.
Ο 65άρης άνδρας βρέθηκε γρήγορα σκυμμένος πάνω από λογιστικές καταστάσεις να εργάζεται ακριβώς όπως κι όλοι οι άλλοι κατώτεροι υπάλληλοι των γραφείων της εταιρίας Φιξ.
Στην εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος της Αλεξανδρείας» στο φύλλο της 25ης Νοεμβρίου του 1951 δημοσιεύτηκε το παρακάτω κείμενο: «Τυπικός και υπάκουος ο κ. Γεώργιος Χρήστου Πλαστήρας, ερώτησε, πριν μας δεχθή, τον προϊστάμενό του, τον κ. Μελά, αν μπορή να... διακόψη τη δουλειά του για πέντε λεπτά! Κι όταν του είπαμε την ιδιότητά μας φοβήθηκε τον θόρυβο και θερμότατα μας παρεκάλεσε να μη γράφουμε τίποτε.
- Τι σημασία έχει, μας είπε, κι αν είμαι αδελφός του πρωθυπουργού; Εφόσον άλλους πόρους ζωής δεν έχουμε, πρέπει να δουλέψουμε. Για να είμαι, όμως, εν τάξει, δεν θέλησα να διορισθώ σε δημόσια θέσι. Γι’ αυτό ζήτησα δουλειά σε ιδιωτική επιχείρησι. Και είμαι ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω ως ιδιωτικός υπάλληλος, ελεύθερος από τις κακές γλώσσες..
- Τι κάνατε παλαιότερα, κ. Πλαστήρα;
- Ζούσα στη Δράμα με τα έσοδα μιας μικρή αλωνιστικής μηχανής. Αλλ’ η δουλειά αυτή τα τελευταία χρόνια, δεν πήγαινε καλά. Γι’ αυτό με βλέπετε τώρα, σ’ αυτήν την θέσιν.
Και ο αστικός μύθος λέει πως ο Πρωθυπουργός ενημερώθηκε κάποτε και κάλεσε αμέσως στο σπίτι τον αδελφό τον οποίο επέπληξε σκληρά και του απαγόρευσε να συνεχίσει να εργάζεται: «Αν έχεις ανάγκη, κατσ’ εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου», του είπε με λόγια κοφτά!
Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος -έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλ’ αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».
Υιοθετούσε ορφανά!
Ένας πολεμικός ανταποκριτής στον Μικρασιατικό Πόλεμο συνάντησε μια μέρα του συνταγματάρχη Πλαστήρα στη Μαγνησία.
«Για πού, συνταγματάρχα;» τον ρώτησε.
«Έρχομαι από τη μητρόπολη. Ο θεός μου έστειλε τρία παιδιά ακόμα. Πέθανε χθες ο πατέρας τους και τα άφησε πεντάρφανα. Πήγα και τα υιοθέτησα και αυτά επισήμως».
«Γύρισα πάλι και τον είδα» γράφει ο ανταποκριτής. «Μου φάνηκε πως μεγάλωνε και ψήλωνε εμπρός μου».
Ο στρατηγός Πλαστήρας, κατά τη διάρκεια των πολέμων στους οποίους είχε συμμετάσχει είχε υιοθετήσει 5 ορφανά παιδιά. Ήταν η Κυριακούλα από τη Μακεδονία, ο Αλέξανδρος από τη Θράκη, η Μαρία, η Λυδία και ο Γιάννης από τη Μικρά Ασία. Να σημειωθεί ότι ο Πλαστήρας δεν είχε ποτέ δημιουργήσει δική του οικογένεια.
Ας σταθούμε σε κάποια περιστατικά της προσωπικής ζωής του Νικολάου Πλαστήρα που καταδεικνύουν την απέραντη εντιμότητά του
Ο αδελφός του Πλαστήρα, ο Γιώργος, πάνω από 60 χρονών τότε, αναζητούσε εργασία· όταν το εργοστάσιο ζυθοποιίας «ΦΙΞ» έψαχνε να προσλάβει υπάλληλο, έκανε αίτηση και επισκέφθηκε τα Γραφεία της εταιρείας.
Ακολούθησε – όπως λέγεται – ο εξής διάλογος:
- Μήπως, κύριοι, χρειάζεσθε υπάλληλο; Σας παρακαλώ να με δοκιμάσετε...
- Σ’ αυτή την ηλικία, τι δουλειά μπορείς να κάνης;
- Μια απλή δουλειά, σαν αυτή που σας προσφέρει ένας κοινός υπάλληλος.
Τον ρώτησαν πώς ονομάζεται.
- Πλαστήρας, απάντησε.
- Έχετε καμμιά συγγένεια με τον πρωθυπουργό;
- Ναι, ναι, είπε. Είμαι αδελφός του!
Η αίτηση έγινε δεκτή, ο Πλαστήρας προσλήφθηκε και παρακάλεσε να μη το μάθει ο αδελφός του.
Ο 65άρης άνδρας βρέθηκε γρήγορα σκυμμένος πάνω από λογιστικές καταστάσεις να εργάζεται ακριβώς όπως κι όλοι οι άλλοι κατώτεροι υπάλληλοι των γραφείων της εταιρίας Φιξ.
Στην εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος της Αλεξανδρείας» στο φύλλο της 25ης Νοεμβρίου του 1951 δημοσιεύτηκε το παρακάτω κείμενο: «Τυπικός και υπάκουος ο κ. Γεώργιος Χρήστου Πλαστήρας, ερώτησε, πριν μας δεχθή, τον προϊστάμενό του, τον κ. Μελά, αν μπορή να... διακόψη τη δουλειά του για πέντε λεπτά! Κι όταν του είπαμε την ιδιότητά μας φοβήθηκε τον θόρυβο και θερμότατα μας παρεκάλεσε να μη γράφουμε τίποτε.
- Τι σημασία έχει, μας είπε, κι αν είμαι αδελφός του πρωθυπουργού; Εφόσον άλλους πόρους ζωής δεν έχουμε, πρέπει να δουλέψουμε. Για να είμαι, όμως, εν τάξει, δεν θέλησα να διορισθώ σε δημόσια θέσι. Γι’ αυτό ζήτησα δουλειά σε ιδιωτική επιχείρησι. Και είμαι ευχαριστημένος, γιατί δουλεύω ως ιδιωτικός υπάλληλος, ελεύθερος από τις κακές γλώσσες..
- Τι κάνατε παλαιότερα, κ. Πλαστήρα;
- Ζούσα στη Δράμα με τα έσοδα μιας μικρή αλωνιστικής μηχανής. Αλλ’ η δουλειά αυτή τα τελευταία χρόνια, δεν πήγαινε καλά. Γι’ αυτό με βλέπετε τώρα, σ’ αυτήν την θέσιν.
Και ο αστικός μύθος λέει πως ο Πρωθυπουργός ενημερώθηκε κάποτε και κάλεσε αμέσως στο σπίτι τον αδελφό τον οποίο επέπληξε σκληρά και του απαγόρευσε να συνεχίσει να εργάζεται: «Αν έχεις ανάγκη, κατσ’ εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου», του είπε με λόγια κοφτά!
Ο Πλαστήρας ήταν άρρωστος -έπασχε από φυματίωση – κι έμενε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο Μετς, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Του πρότειναν να του βάλουν ένα τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι αλλ’ αυτός αρνήθηκε λέγοντας: «Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;».
Υιοθετούσε ορφανά!
Ένας πολεμικός ανταποκριτής στον Μικρασιατικό Πόλεμο συνάντησε μια μέρα του συνταγματάρχη Πλαστήρα στη Μαγνησία.
«Για πού, συνταγματάρχα;» τον ρώτησε.
«Έρχομαι από τη μητρόπολη. Ο θεός μου έστειλε τρία παιδιά ακόμα. Πέθανε χθες ο πατέρας τους και τα άφησε πεντάρφανα. Πήγα και τα υιοθέτησα και αυτά επισήμως».
«Γύρισα πάλι και τον είδα» γράφει ο ανταποκριτής. «Μου φάνηκε πως μεγάλωνε και ψήλωνε εμπρός μου».
Ο στρατηγός Πλαστήρας, κατά τη διάρκεια των πολέμων στους οποίους είχε συμμετάσχει είχε υιοθετήσει 5 ορφανά παιδιά. Ήταν η Κυριακούλα από τη Μακεδονία, ο Αλέξανδρος από τη Θράκη, η Μαρία, η Λυδία και ο Γιάννης από τη Μικρά Ασία. Να σημειωθεί ότι ο Πλαστήρας δεν είχε ποτέ δημιουργήσει δική του οικογένεια.
Ο Πλαστήρας με τον ναύαρχο Χατζηκυριάκο
Και σκοπιά!
Μια νύχτα του Αυγούστου του 1922 ακόμα όταν ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε, οι άνδρες του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων ακόμα κουρασμένοι από την οδοιπορία και τις μάχες, αναπαύονταν. Όλοι, εκτός από τον διοικητή του συντάγματος, τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα. Τα χαράματα οι στρατιώτες της πρωινής περιπόλου είδαν έκπληκτοι το διοικητή τους όρθιο, με το όπλο στα χέρια ακόμα να φυλάει σκοπιά σαν απλός στρατιώτης.
«Εσείς κύριε διοικητά φυλάτε σκοπιά;»…
«Εγώ πηγαίνω καβάλα, είμαι ξεκούραστος. Εσείς πηγαίνετε με τα πόδια και είστε φορτωμένοι. Αν δεν σας φυλάξω εγώ ποιος θα σας φυλάξει;»!
Δώρα και... αντίδωρα
Ο εκδότης του Ελευθέρου Βήματος και των Αθηναϊκών Νέων (ΒΗΜΑ και ΝΕΑ αργότερα) Δημήτρης Λαμπράκης δώρισε κάποτε στον Πλαστήρα ένα ακριβό χρυσό στιλό. Ο πλαστήρας το επέστρεψε
- Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στιλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω, είπε στον γραμματέα του
- Μα θα προσβληθεί.
- Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!
«Τι Παπάγος τι Πλαστήρας»
Ο Πλαστήρας, έπειτα από μια πραγματικά θυελλώδη ζωή, το 1950 ίδρυσε πολιτικό, την ΕΠΕΚ μαζί με τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε στο πρωθυπουργικό αξίωμα μαζί με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Παρά την αντίδραση του, εκτελέστηκαν κατά την πρωθυπουργία του στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος με πιο σημαντικό τον Νίκο Μπελογιάννη. Εκείνη τη χρονιά έχασε τις εκλογές από τον στρατάρχη Παπάγο, που είχε ιδρύσει το κόμμα Εθνικός Συναγερμός. Πικράθηκε τότε, γιατί, ενώ ζητούσε από την Αριστερά να μην κατέβει στις εκλογές, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Παπάγο, αρνήθηκε με τη γνωστή φράση (που αποδίδεται στον Νίκο Μπελογιάννη) «Τι Παπάγος τι Πλαστήρας».
«Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;»
Το 1952, πρωθυπουργός ακόμη ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας η βασίλισσα στο λιτό διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ.».
Γράφει για το περιστατικό ο Κώστας Χατζηαντωνίου στο βιβλίο του «Νικόλαος Πλαστήρας»: Ο Πλαστήρας το πρωινό της 10ης Μαρτίου του 1951 ξυπνά άρρωστος και πέφτει πηγαίνοντας στο λουτρό του. Ο Μοάτσος με τον Μινιουδάκη τον βρήκαν κάτωχρο, χτυπημένο από την ημιπληγία. Ο γιατρός Κωνσταντίνος Σαμαράς απαγόρευσε κάθε επίσκεψη, επαφή, μετακίνηση και ο Σοφοκλής Βενιζέλος ανέλαβε χρέη πρωθυπουργεύοντος. Λίγες μέρες αργότερα ο στρατηγός δεχόταν μια ιστορική επίσκεψη. Το βασιλικό ζεύγος που ως τότε κρατούσε την παλαιά του ψυχρότητα απέναντι στον επαναστάτη του 1922 και του 1935 πήγε στο σπίτι του. Είδαν τη λιτή κάμαρα και το παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Είδαν να τους προσφέρει καφέ ένας λευκός πρεσβύτης με τη φθηνή, χοντρή πιτζάμα. Και κατάλαβαν ποιος ήταν ο Πλαστήρας μέσα από το μαύρο βλέμμα που ακόμα και τώρα σε κάρφωνε και αισθανόσουν δέος.
«Γιατί μένετε σε αυτό το μικρό σπίτι, εσείς που περάσατε όλες τις βαθμίδες της χώρας;» θα τον ρωτήσει η Φρειδερίκη.
«Πρώτον διότι είμαι φτωχός και ύστερα γιατί εδώ με ευχαριστεί. Ο περισσότερος λαός μας, μεγαλειοτάτη, διαμένει σε πολύ κατώτερα σπίτια μετά την καταστροφή που περάσαμε»…
«Όχι κύριε Πρόεδρε, θα φροντίσουμε να βρεθεί ένα καλύτερο σπίτι για να ζείτε άνετα»… Όσο και αν επέμενε η βασίλισσα ακόμα Πλαστήρας ήταν αμετάπειστος
«Δεν φοβούμαι το θάνατο, θα της πει. Θέλω να έρθει όταν πρέπει για να λυτρωθώ κάθε ζωή έχει το τέλος της».
Μια νύχτα του Αυγούστου του 1922 ακόμα όταν ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε, οι άνδρες του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων ακόμα κουρασμένοι από την οδοιπορία και τις μάχες, αναπαύονταν. Όλοι, εκτός από τον διοικητή του συντάγματος, τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα. Τα χαράματα οι στρατιώτες της πρωινής περιπόλου είδαν έκπληκτοι το διοικητή τους όρθιο, με το όπλο στα χέρια ακόμα να φυλάει σκοπιά σαν απλός στρατιώτης.
«Εσείς κύριε διοικητά φυλάτε σκοπιά;»…
«Εγώ πηγαίνω καβάλα, είμαι ξεκούραστος. Εσείς πηγαίνετε με τα πόδια και είστε φορτωμένοι. Αν δεν σας φυλάξω εγώ ποιος θα σας φυλάξει;»!
Δώρα και... αντίδωρα
Ο εκδότης του Ελευθέρου Βήματος και των Αθηναϊκών Νέων (ΒΗΜΑ και ΝΕΑ αργότερα) Δημήτρης Λαμπράκης δώρισε κάποτε στον Πλαστήρα ένα ακριβό χρυσό στιλό. Ο πλαστήρας το επέστρεψε
- Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στιλουδάκι μου. Να το στείλεις πίσω, είπε στον γραμματέα του
- Μα θα προσβληθεί.
- Δεν πειράζει. Ας μου κόψει το νερό από το κτήμα. Δεν θέλω δώρα. Γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα!
«Τι Παπάγος τι Πλαστήρας»
Ο Πλαστήρας, έπειτα από μια πραγματικά θυελλώδη ζωή, το 1950 ίδρυσε πολιτικό, την ΕΠΕΚ μαζί με τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε στο πρωθυπουργικό αξίωμα μαζί με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Παρά την αντίδραση του, εκτελέστηκαν κατά την πρωθυπουργία του στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος με πιο σημαντικό τον Νίκο Μπελογιάννη. Εκείνη τη χρονιά έχασε τις εκλογές από τον στρατάρχη Παπάγο, που είχε ιδρύσει το κόμμα Εθνικός Συναγερμός. Πικράθηκε τότε, γιατί, ενώ ζητούσε από την Αριστερά να μην κατέβει στις εκλογές, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Παπάγο, αρνήθηκε με τη γνωστή φράση (που αποδίδεται στον Νίκο Μπελογιάννη) «Τι Παπάγος τι Πλαστήρας».
«Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;»
Το 1952, πρωθυπουργός ακόμη ο Πλαστήρας, ήταν κατάκοιτος από την αρρώστια που τον βασάνιζε, όταν μία μέρα δέχθηκε την επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης. Μπαίνοντας η βασίλισσα στο λιτό διαμέρισμά του, εξεπλάγη όταν είδε τον πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί ράντζο για τον ύπνο του, και τον ρώτησε: «Νίκο, γιατί το κάνεις αυτό;» και η απάντηση ήρθε αφοπλιστική. «Συνήθισα, Μεγαλειοτάτη, το ράντζο από το στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ.».
Γράφει για το περιστατικό ο Κώστας Χατζηαντωνίου στο βιβλίο του «Νικόλαος Πλαστήρας»: Ο Πλαστήρας το πρωινό της 10ης Μαρτίου του 1951 ξυπνά άρρωστος και πέφτει πηγαίνοντας στο λουτρό του. Ο Μοάτσος με τον Μινιουδάκη τον βρήκαν κάτωχρο, χτυπημένο από την ημιπληγία. Ο γιατρός Κωνσταντίνος Σαμαράς απαγόρευσε κάθε επίσκεψη, επαφή, μετακίνηση και ο Σοφοκλής Βενιζέλος ανέλαβε χρέη πρωθυπουργεύοντος. Λίγες μέρες αργότερα ο στρατηγός δεχόταν μια ιστορική επίσκεψη. Το βασιλικό ζεύγος που ως τότε κρατούσε την παλαιά του ψυχρότητα απέναντι στον επαναστάτη του 1922 και του 1935 πήγε στο σπίτι του. Είδαν τη λιτή κάμαρα και το παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Είδαν να τους προσφέρει καφέ ένας λευκός πρεσβύτης με τη φθηνή, χοντρή πιτζάμα. Και κατάλαβαν ποιος ήταν ο Πλαστήρας μέσα από το μαύρο βλέμμα που ακόμα και τώρα σε κάρφωνε και αισθανόσουν δέος.
«Γιατί μένετε σε αυτό το μικρό σπίτι, εσείς που περάσατε όλες τις βαθμίδες της χώρας;» θα τον ρωτήσει η Φρειδερίκη.
«Πρώτον διότι είμαι φτωχός και ύστερα γιατί εδώ με ευχαριστεί. Ο περισσότερος λαός μας, μεγαλειοτάτη, διαμένει σε πολύ κατώτερα σπίτια μετά την καταστροφή που περάσαμε»…
«Όχι κύριε Πρόεδρε, θα φροντίσουμε να βρεθεί ένα καλύτερο σπίτι για να ζείτε άνετα»… Όσο και αν επέμενε η βασίλισσα ακόμα Πλαστήρας ήταν αμετάπειστος
«Δεν φοβούμαι το θάνατο, θα της πει. Θέλω να έρθει όταν πρέπει για να λυτρωθώ κάθε ζωή έχει το τέλος της».
Αν υπήρχε παράσημο τιμιότητας θα το είχε στη συλλογή του!
«Με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο;»
Ο Πλαστήρας φιλοξενείτο το 1950 στο σπίτι του φίλου και γραμματέα του Γιάννη Μοάτσου, στη Βασιλίσσης Σοφίας 6 και κοιμόταν σε ένα κρεβάτι εκστρατείας που το πρωί το έλυναν γιατί ο ίδιος χώρος ήταν και Γραφείο, με την εικόνα του Αγίου Νικολάου πάνω από το προσκέφαλο του. Στους τοίχους αλλά τρία κάδρα: Γάλλοι Επαναστάτες του 1789, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Λιτή η επίπλωση: τρεις καναπέδες, τέσσερις καρέκλες και ένα τραπέζι για γραφείο. Και όμως, ο Πλαστήρας, θα απορρίψει την πρωτοβουλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να αγοραστεί διαμέρισμα για να διατεθεί στον άστεγο πρωθυπουργό της χώρας!
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό: Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο κύριος πρωθυπουργός; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο και το πέταξε.
Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω: «Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα 10δόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».
Ο γιος του ράφτη κάλπασε στην Ελληνική Ιστορία
Έχει γράψει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς το 1965: «Στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων ύστερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μόνο δύο δημόσιοι άνδρες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα θερμό ρεύμα συναισθηματικής επαφής με τις μάζες, ο Παπανδρέου τώρα και ο Πλαστήρας άλλοτε».
Γιος του ράφτη Χρήστου Πλαστήρα και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, ο Νικόλαος Πλαστήρας γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας (τότε Βούνεσι) το 1883. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, κατατάχθηκε στον στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα, όπου προήχθη σε επιλοχίας. Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρέτησε ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σ.Π.. Ο Πλαστήρας διακρίθηκε σε πολλές μάχες, ιδιαίτερα στη Μάχη του Λαχανά, όπου οι συμπολεμιστές του έδωσαν το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης».
Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα. Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης και συμμετείχε σ' αυτό. Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων. Μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε Συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του πήγε στη Σμύρνη. Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας. Στην Μικρασιατική Εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους Τούρκους. Οι τελευταίοι τον ονόμασαν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε γνωστό ως «Σεϊτάν Ασκέρ».
Ο Πλαστήρας φιλοξενείτο το 1950 στο σπίτι του φίλου και γραμματέα του Γιάννη Μοάτσου, στη Βασιλίσσης Σοφίας 6 και κοιμόταν σε ένα κρεβάτι εκστρατείας που το πρωί το έλυναν γιατί ο ίδιος χώρος ήταν και Γραφείο, με την εικόνα του Αγίου Νικολάου πάνω από το προσκέφαλο του. Στους τοίχους αλλά τρία κάδρα: Γάλλοι Επαναστάτες του 1789, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Λιτή η επίπλωση: τρεις καναπέδες, τέσσερις καρέκλες και ένα τραπέζι για γραφείο. Και όμως, ο Πλαστήρας, θα απορρίψει την πρωτοβουλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να αγοραστεί διαμέρισμα για να διατεθεί στον άστεγο πρωθυπουργό της χώρας!
Ο Βάσος Τσιμπιδάρος, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ακρόπολη», περιγράφει το εξής περιστατικό: Κάποτε, ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος, είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια Τράπεζα και μίλησε με τον διοικητή. «Τι;», απόρησε εκείνος. «Δεν έχει σπίτι ο κύριος πρωθυπουργός; Βεβαίως και θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους!»
Ο Μοάτσος έτρεξε περιχαρής στον Πλαστήρα, του το ανήγγειλε και εισέπραξε την αντίδραση: «Άντε ρε Γιάννη, με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;». Έσχισε το έντυπο και το πέταξε.
Ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, φίλος του Πλαστήρα, σε επιστολή του περιγράφει, το παρακάτω: «Όταν πέθανε ο Πλαστήρας, δεν άφησε πίσω του σπίτι, ακίνητα ή καταθέσεις σε τράπεζες. Η κληρονομιά που άφησε στην ορφανή προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, ήταν 216 δρχ., ένα 10δόλλαρο και μια λακωνική προφορική διαθήκη: «Όλα για την Ελλάδα!». Βρέθηκε επίσης στα ατομικά του είδη ένα χρεωστικό του Στρατού (ΣΥΠ 108) για ένα κρεβάτι που είχε χάσει κατά την διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και 8 δρχ. με σημείωση να δοθούν στο Δημόσιο για την αξία του κρεβατιού, ώστε να μην χρωστά στην Πατρίδα».
Ο γιος του ράφτη κάλπασε στην Ελληνική Ιστορία
Έχει γράψει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς το 1965: «Στο πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων ύστερα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο μόνο δύο δημόσιοι άνδρες κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα θερμό ρεύμα συναισθηματικής επαφής με τις μάζες, ο Παπανδρέου τώρα και ο Πλαστήρας άλλοτε».
Γιος του ράφτη Χρήστου Πλαστήρα και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, ο Νικόλαος Πλαστήρας γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας (τότε Βούνεσι) το 1883. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, κατατάχθηκε στον στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα, όπου προήχθη σε επιλοχίας. Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρέτησε ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σ.Π.. Ο Πλαστήρας διακρίθηκε σε πολλές μάχες, ιδιαίτερα στη Μάχη του Λαχανά, όπου οι συμπολεμιστές του έδωσαν το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης».
Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα. Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης και συμμετείχε σ' αυτό. Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων. Μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε Συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του πήγε στη Σμύρνη. Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας. Στην Μικρασιατική Εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους Τούρκους. Οι τελευταίοι τον ονόμασαν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε γνωστό ως «Σεϊτάν Ασκέρ».
Φωτογραφία του Πλαστήρα με προσωπική αφιέρωση
στον φίλο του στρατηγό Λουκά Σακελλαρόπουλο
Αντί για κατηγορούμενος, κατήγορος!
Για μη συμμόρφωση σε διαταγές τον Αύγουστο του 1922 προτάθηκε η παραπομπή του σε στρατοδικείο. Το στρατοδικείο δεν έγινε διότι ήδη τον Σεπτέμβριο ο Πλαστήρας έκανε κίνημα και όρισε δική του κυβέρνηση: Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β' και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση, χωρίς όμως να συμμετάσχει σ' αυτήν. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «Εκτέλεση των Έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Πλαστήρας πίστευε ότι η θέση των στρατιωτικών είναι στους στρατώνες και μόνο δεινά θα προκαλούσε η άσκηση εξουσίας από αυτούς. Έτσι, οδήγησε τη χώρα στις κάλπες στις 16 Δεκεμβρίου 1923. Οργάνωσε δύο κινήματα υπέρ του Βενιζέλου (1933 και 1935) τα οποία απέτυχαν.
Toν Σεπτέμβριο του 1937, ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος του Μεταξά. Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945. Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο και συμμετείχε στην Συμφωνία της Βάρκιζας. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου παρέμεινε εκτός πολιτικής σκηνής. Κατήγγειλε τόσο την Αριστερά, όσο και τη Δεξιά, για τις μεθοδεύσεις τους που οδήγησαν στον αδελφοκτόνο σπαραγμό. Πρώτος αυτός από τους αστούς πολιτικούς τόλμησε να χρησιμοποιήσει την έκφραση «Εμφύλιος Πόλεμος», αντί του καθιερωμένου τότε όρου «Συμμοριτοπόλεμος».
Με την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής. Απέτυχε να αποτρέψει την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του στις 30 Μαρτίου 1952.
Για μη συμμόρφωση σε διαταγές τον Αύγουστο του 1922 προτάθηκε η παραπομπή του σε στρατοδικείο. Το στρατοδικείο δεν έγινε διότι ήδη τον Σεπτέμβριο ο Πλαστήρας έκανε κίνημα και όρισε δική του κυβέρνηση: Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α' σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β' και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση, χωρίς όμως να συμμετάσχει σ' αυτήν. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «Εκτέλεση των Έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Πλαστήρας πίστευε ότι η θέση των στρατιωτικών είναι στους στρατώνες και μόνο δεινά θα προκαλούσε η άσκηση εξουσίας από αυτούς. Έτσι, οδήγησε τη χώρα στις κάλπες στις 16 Δεκεμβρίου 1923. Οργάνωσε δύο κινήματα υπέρ του Βενιζέλου (1933 και 1935) τα οποία απέτυχαν.
Toν Σεπτέμβριο του 1937, ο Πλαστήρας άρχισε έντονη αντιδικτατορική δραστηριότητα κατά του καθεστώτος του Μεταξά. Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945. Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο και συμμετείχε στην Συμφωνία της Βάρκιζας. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου παρέμεινε εκτός πολιτικής σκηνής. Κατήγγειλε τόσο την Αριστερά, όσο και τη Δεξιά, για τις μεθοδεύσεις τους που οδήγησαν στον αδελφοκτόνο σπαραγμό. Πρώτος αυτός από τους αστούς πολιτικούς τόλμησε να χρησιμοποιήσει την έκφραση «Εμφύλιος Πόλεμος», αντί του καθιερωμένου τότε όρου «Συμμοριτοπόλεμος».
Με την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής. Απέτυχε να αποτρέψει την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του στις 30 Μαρτίου 1952.
Η καρδιά του Πλαστήρα εκτίθεται σε χρυσή κάψουλα στο Μουσείο της Καρδίτσας
Η καρδιά του συνεχίζει να χτυπά...
Ο προσωπικός γιατρός του Πλαστήρα, ο Αντώνιος Παπαϊωάννου, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν εξέπνευσε ο Πλαστήρας, αφαίρεσε την καρδιά του Μαύρου Καβαλάρη διατηρώντας την στη φορμόλη επί 27 χρόνια και φυλάσσοντάς την σε θυρίδα της Εθνικής Τράπεζας και στην οικία του. Η λήκυθος με την καρδιά, σκεπασμένη με την ελληνική σημαία, μεταφέρθηκε (όπως ήταν η επιθυμία του ίδιου του Πλαστήρα) στην Καρδίτσα και εκτίθεται από τότε σε αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου της πόλης.
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας τον σαβάνωσαν με κοστούμι, που το προσέφερε φίλος του!
Η διαθήκη του Πλαστήρα δεν άφηνε στους μετέπειτα πρωθυπουργούς παρά την λιτή ζωή του, την τιμιότητά του και τον ασκητικό βίο του… Α, και 27 σημάδια στο κορμί από χτυπήματα με σπάθες και εννιά ουλές από βλήματα πυροβόλων όπλων…
Όλοι οι μετέπειτα πρωθυπουργοί της Ελλάδας, αποποιήθηκαν της διαθήκης…
Ο προσωπικός γιατρός του Πλαστήρα, ο Αντώνιος Παπαϊωάννου, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν εξέπνευσε ο Πλαστήρας, αφαίρεσε την καρδιά του Μαύρου Καβαλάρη διατηρώντας την στη φορμόλη επί 27 χρόνια και φυλάσσοντάς την σε θυρίδα της Εθνικής Τράπεζας και στην οικία του. Η λήκυθος με την καρδιά, σκεπασμένη με την ελληνική σημαία, μεταφέρθηκε (όπως ήταν η επιθυμία του ίδιου του Πλαστήρα) στην Καρδίτσα και εκτίθεται από τότε σε αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου της πόλης.
Όταν πέθανε ο Πλαστήρας τον σαβάνωσαν με κοστούμι, που το προσέφερε φίλος του!
Η διαθήκη του Πλαστήρα δεν άφηνε στους μετέπειτα πρωθυπουργούς παρά την λιτή ζωή του, την τιμιότητά του και τον ασκητικό βίο του… Α, και 27 σημάδια στο κορμί από χτυπήματα με σπάθες και εννιά ουλές από βλήματα πυροβόλων όπλων…
Όλοι οι μετέπειτα πρωθυπουργοί της Ελλάδας, αποποιήθηκαν της διαθήκης…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα