Η ακρίβεια, και ιδιαίτερα στις τιμές των προϊόντων σούπερ μάρκετ, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, καθώς παρά τις συνεχείς προσπάθειες της κυβέρνησης, οι τιμές δεν μειώνονται στον επιθυμητό βαθμό.
Αν και διάφορες έρευνες δείχνουν μια οριακή υποχώρηση, η καθημερινή πραγματικότητα για τους καταναλωτές είναι πολύ διαφορετική.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, η Ελλάδα παραμένει μία από τις ακριβότερες χώρες στην Ευρωζώνη για τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ.
Στη μελέτη καταγράφονται σημαντικές διαφορές στις τιμές, με χαρακτηριστικά παραδείγματα όπως το ανθρακούχο νερό, όπου η διαφορά φτάνει το 129%, και το γάλα UHT με 56%.
Παράπονα
Την ίδια στιγμή, παράπονα εκφράζουν και οι ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετ, οι οποίοι ζητούν την κατάργηση του νόμου για το πλαφόν στα περιθώρια κέρδους.
Σε μια κίνηση αντεπίθεσης, οι εκπρόσωποι των σούπερ μάρκετ ζητούν τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, ο οποίος είναι ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Παράλληλα, αντιτίθενται στην απόφαση της κυβέρνησης να διατηρήσει το πλαφόν κέρδους και εκφράζουν δυσαρέσκεια για τις υψηλές προμήθειες στις συναλλαγές με κάρτες.
Εν μέσω των προθέσεων της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης για τη συνέχιση του νόμου που καθορίζει ανώτατο όριο κέρδους, η Ένωση Σούπερ Μάρκετ Ελλάδος επισημαίνει την ανάγκη κατάργησης του συγκεκριμένου μέτρου.
Σύμφωνα με την Ένωση, το πλαφόν όχι μόνο δεν ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της αγοράς, αλλά περιορίζει τον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα να μην συμβάλλει στη μείωση των τιμών. Αξιοσημείωτο είναι ότι, το 2023, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ ξεπέρασαν τα 12 δισ. ευρώ, ενώ το καθαρό περιθώριο κέρδους τους ανήλθε μόλις στο 1,8%.
Η σύγκριση
Αναφορικά με τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, που συγκρίνει 41 κατηγορίες επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων σούπερ μάρκετ, καταδεικνύεται ότι οι τιμές στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο περίπου 10% υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι διαφορές αυτές οφείλονται σε διάφορους παράγοντες, όπως η αυξημένη συγκέντρωση στην αγορά των προμηθευτών, οι οποίοι προέρχονται από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που εισάγουν τα προϊόντα στην αγορά, καθώς και στις στρεβλώσεις στην αγορά λιανικής πώλησης. Επιπλέον, η καταναλωτική συμπεριφορά, όπως η αγορά μικρών συσκευασιών, επηρεάζει αρνητικά τις τιμές.
Οι μεγαλύτερες διαφορές σε σύγκριση με την Ευρωζώνη παρατηρούνται, εκτός από το ανθρακούχο νερό, σε προϊόντα όπως οι χαρτοπετσέτες (100%), η μαργαρίνη (60%), το γάλα μακράς διαρκείας (56%), το βούτυρο (54%), ο αλεσμένος καφές (50%), το χαρτί υγείας (25%) και η οδοντόκρεμα (16%).
Πώς θα μπορούσαμε να δούμε μειώσεις
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αν η ελληνική αγορά υιοθετούσε μια δομή και συμπεριφορά καταναλωτών πιο κοντά σε αυτήν της Ευρωζώνης, θα μπορούσαν να επιτευχθούν σημαντικές μειώσεις τιμών.
Ειδικότερα, για την ομάδα των προϊόντων με τις υψηλότερες πωλήσεις, η μείωση τιμών θα μπορούσε να φτάσει κατά μέσο όρο τις 17 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τα προϊόντα όπου η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες, η μείωση τιμών θα μπορούσε να φτάσει τις 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, από το 2011 έως το 2023, οι διαφορές τιμών μειώθηκαν κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που δείχνει ότι υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω βελτίωση μέσω παρεμβάσεων που θα αυξήσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών και θα οδηγήσουν σε αλλαγές στη δομή της αγοράς λιανεμπορίου. Στόχος είναι η ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού και η μεγαλύτερη διάδοση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, που θα μειώσουν την εξάρτηση από πολυεθνικές εταιρείες.
Επιπλέον, στη μελέτη τονίζεται ότι μειώσεις τιμών μπορούν να προέλθουν και από την ενίσχυση του τοπικού ανταγωνισμού και τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων, οι οποίες θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των ολιγοπωλιακών πρακτικών των πολυεθνικών και θα επιτύχουν καλύτερες τιμές χονδρικής.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, εκτός από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα, η Ελλάδα καταγράφει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων, όπως τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα και οι εγχώριες υπηρεσίες, που συχνά προσφέρονται σε πολύ χαμηλότερες τιμές σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Οι μικροί τοπικοί παραγωγοί φαίνεται ότι ακολουθούν διαφορετικές στρατηγικές τιμολόγησης, καθώς δεν αντιμετωπίζουν τις ίδιες πιέσεις από τις πολυεθνικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα