Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Ποια ήταν η Χιροσίμα της Βραζιλίας: Η τραγωδία που ακόμα και σήμερα 72 χρόνια μετά ουδείς έχει ξεχάσει


«Κάθε έθνος έχει τη δική του εθνική καταστροφή, σαν τη Χιροσίμα στην Ιαπωνία. Η δική μας Χιροσίμα ήταν η ήττα από την Ουρουγουάη το 1950»… Τα είπε όλα!
Ό,τι και να επιχειρήσεις να γράψεις 70 τόσα χρόνια μετά την Τραγωδία του Μαρακανά θα είναι σαν να πετάς μια πέτρα στον ωκεανό της λογοτεχνίας που «ξοδεύτηκε» για να περιγράψει μιαν ανεπανάληπτη καταστροφή.
Η σπουδαία ποιήτρια μας Κική Δημουλά με το ποδόσφαιρο δεν τα ‘χε καλά όμως οι «ήττες» την γοήτευαν: «Θ’ απαρνηθείς την ήττα; Η ήττα είναι παράδοση μιλιέται από σώμα σε σώμα διαιωνίζεται. Είδες ποτέ κανένα όνειρο μεταμοντέρνας νίκης να διαρκεί;»
Φανταστείτε λοιπόν, ότι η Τραγωδία του Μαρακανά γοητεύει ακόμα και σήμερα τους Βραζιλιάνους με τρόπο μακάβριο και μάλιστα όσο κανένα άλλο ιστορικό γεγονός. Είναι τόσο ξεχωριστή ώστε υπάρχει και μία μοναδική λέξη που την εκφράζει και την λένε οι Αργεντίνοι τρίβοντας τα χέρια από χαρά: Μαρακανάζο!

Τόσα βιβλία για την ήττα...
Στην ίδια τη Βραζιλία αφθονούν τα σχετικά βιβλία για εκείνη τη μοιραία μέρα του 1950. Σκεφτείτε ότι στην 50η επέτειο του αγώνα εκδόθηκαν δύο νέα και ανατυπώθηκε ένα τρίτο που περιείχε ολόκληρη την ραδιοφωνική μετάδοση του αγώνα! Και για να γίνει αντιληπτή το παράδοξο: για την εθνική ομάδα της Βραζιλίας του 1970, την ομάδα δηλαδή που κατέκτησε το τρίτο της Παγκόσμιο Κύπελλο, την ομάδα του Πελέ, που οι ειδικοί παραδέχονται ως την καλύτερη που πέρασε ποτέ από τα γήπεδα, υπάρχει μόνο ένα βιβλίο και αυτό έχει εκδοθεί στη Μεγάλη Βρετανία, στα αγγλικά και δεν πωλείται καν στη Βραζιλία!
Τι είχε γίνει εκείνη την… αποφράδα ημέρα λοιπόν;
Ο ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο περιγράφει το γεγονός τόσο παραστατικά με λίγες μονάχα λέξεις: «Οι ετοιμοθάνατοι καθυστέρησαν το θάνατό τους και τα μωρά βιάστηκαν να γεννηθούν. Ρίο ντε Τζανέιρο, 16 Ιουλίου 1950. Την προηγούμενη δεν κοιμήθηκε κανείς. Την επόμενη δεν ήθελε κανείς να ξυπνήσει»…
Και με ισοπαλία πανηγύριζε, αλλα...
Η Εθνική ομάδα της Βραζιλίας, η Σελεσάο, για τους οπαδούς της ήταν η υπερομάδα στις τελειώματα της 10ετίας του ’40. Σε κάθε παιχνίδι μια ασυναγώνιστη επιθετική γραμμή με Αντεμίρ, Φριάκα, Τσίκο και Ζαΐρ. Είχαν μέσο όρο πάνω από τέσσερα γκολ και στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950, που γινόταν στη Βραζιλία, είχαν συντρίψει 7-1 την Ισπανία, 6-1 τη Σουηδία και πια χρειάζονταν μόνο το βαθμό της ισοπαλίας στη μονομαχία με την Ουρουγουάη, μπροστά σε 200.000 (Οι 173.850 θεατές που καταγράφηκαν επίσημα είναι ρεκόρ για αγώνα ποδοσφαίρου, όμως υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι βρέθηκαν στο Μαρακανά εκείνη την ημέρα) οπαδούς τους στο ιερό Μαρακανά για να πανηγυρίσουν τον πρώτο Παγκόσμιο τιτλο.
Η κατάκτηση του Κυπέλλου έμοιαζε ως η καλύτερη ευκαιρία για ένα έθνος που είχε προσφάτως επανακτήσει τη δημοκρατία του, ύστερα από 15 χρόνια δικτατορίας, να ορθώσει ξανά το ανάστημα του και να νοιώσει περήφανο για το ποδόσφαιρο που λατρεύει σαν θρησκεία. Προηγήθηκαν στο σκορ οι Βραζιλιάνοι με τον Φριάκα, όμως ο ιταλοπαραγουανός στην καταγωγή Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο ισοφάρισε. Και μετά ήρθε η καταστροφή: Ο Αλτσίδες Γκίτζια ήταν εκείνος που με ένα 2ο γκολ για την Ουρουγουάη, έκανε το Μαρακανά να σωπάσει.
«Κάθε έθνος έχει τη δική του εθνική καταστροφή, σαν τη Χιροσίμα στην Ιαπωνία. Η δική μας Χιροσίμα ήταν η ήττα από την Ουρουγουάη το 1950». Με αυτήν τη φράση ο περίφημος Βραζιλιάνος δημοσιογράφος Νέλσον Ροντρίγκεζ είχε αποδώσει το Βατερλώ της Σελεσάο. Το σφύριγμα της λήξης βρήκε χιλιάδες Βραζιλιάνους να κλαίνε στις κερκίδες και εκατομμύρια να θρηνούν.
Λέγεται ότι δύο οπαδοί αυτοκτόνησαν πέφτοντας από τις κερκίδες και δεκάδες άλλοι έβαλαν τέλος στη ζωή τους. Ένας μικρός που οι φίλοι του αποκαλούσαν Πελέ, πλησίασε τότε τον δακρυσμένο πατέρα του και του υποσχέθηκε: Μην κλαις, εγώ θα σου φέρω ένα Μουντιάλ. Και του έφερε τρία! Οι Βραζιλιάνοι από τότε έχουν κατακτήσει 5 Παγκόσμια Κύπελλα, εκείνο όμως που χάθηκε έτσι αναπάντεχα στο Ρίο δεν το ξεχνούν και τους πονάει ακόμα!

«Εγώ υποφέρω 50 χρόνια χωρίς καν να φταίω»

Οι θρύλοι του Μπαρμπόσα
Ο τερματοφύλακας της Βραζιλίας Μοασίρ Μπαρμπόσα από τότε στιγματίστηκε. Οπως είχε διηγηθεί κάποτε, 20 χρόνια μετά το Μαρακανά, μια γυναίκα τον αναγνώρισε σε ένα κατάστημα και γύρισε κι είπε στο παιδί της: «Αυτός είναι ο άνθρωπος που έκανε όλη τη Βραζιλία να κλαίει»! Μάλιστα το 1993, ο Μπαρμπόσα, επρόκειτο να επισκεφθεί το προπονητικό κέντρο της Εθνικής Βραζιλίας, αλλά του απαγορεύτηκε από φόβο μήπως φέρει γρουσουζιά στην εθνική ομάδα!
«Το βράδυ της παραμονής του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου ο Μοασίρ Μπαρμπόσα κοιμήθηκε με το νανούρισμα των αγγέλων… Ήταν ο άνθρωπος που στη Βραζιλία τον λάτρευαν περισσότερο από κάθε άλλον. Όμως την επόμενη, ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου, μετατράπηκε σε προδότη της πατρίδας: Ο Μπαρμπόσα δεν κατάφερε να αποτρέψει το γκολ της Ουρουγουάης, η οποία έκλεψε από τη Βραζιλία το τρόπαιο.
Δεκατρία χρόνια μετά, όταν ανακαινίστηκε το στάδιο του Μαρακανά ο Μπαρμπόσα μάζεψε τα τρία δοκάρια κάτω από τα οποία είχε ταπεινωθεί, εξαιτίας εκείνου του γκολ, τα έκανε κομμάτια με το τσεκούρι και τα έκαψε να γίνουν στάχτη. Ο εξορκισμός δεν τον γλίτωσε από την κατάρα».
Λέγεται ότι ο Μπαρμπόσα κάλεσε φίλους του για μπάρμπεκιου στο σπίτι του στο βόρειο Ρίο. Την αφορμή την έμαθαν αφού έφτασαν. Η φωτιά ήταν ασυνήθιστα μεγάλη και τσίριζε από τη φλεγόμενη λαδομπογιά. Ο Μπαρμπόσα δεν έκαιγε συνηθισμένα ξύλα, έκαιγε τα γκολπόστ του Μαρακανά κάνοντας στάχτη εκείνα τα δοκάρια που του είχαν στιγματίσει τη ζωή…


Ο Μπαρμπόσα πέθανε εξαθλιωμένος το 2000 και ελάχιστοι παρέστησαν στην κηδεία του. «Η μέγιστη ποινή για ένα έγκλημα στη Βραζιλία είναι 30 χρόνια, αλλά εγώ υποφέρω 50 χρόνια χωρίς καν να φταίω», δήλωσε λίγο πριν ακούσει… το τελευταίο σφύριγμα της ζωής του.
Να μην ξεχάσουμε: η φανέλα της Βραζιλίας ήταν λευκή, όμως ύστερα από εκείνο του Μουντιάλ, του 1950, το λευκό θεωρήθηκε γρουσούζικο και το χρώμα άλλαξε μια για πάντα. Και οι νικητές;
«Εμείς στην Ουρουγουάη ζούμε τη στιγμή»
Τη μέρα του τελικού ένας 15χρονος Βραζιλιάνος, o Αλντίρ είχε πεταχτεί στην Ουρουγουάη περνώντας τη γέφυρα Μαόα για να πάει σινεμά. Η απογευματινή προβολή ξαφνικά διακόπηκε, τα φώτα άναψαν και μία φωνή τρεμάμενη από συγκίνηση και επισημότητα, ανακοίνωσε στα ισπανικά: «Προσοχή έχουμε τη χαρά να σας ανακοινώσουμε ότι η Ουρουγουάη είναι πρωταθλήτρια κόσμου στο ποδόσφαιρο!». Το κοινό σηκώθηκε όρθιο και τραγούδησε τον εθνικό ύμνο!

«Καμιά φορά νιώθω λες και είμαι το φάντασμα της Βραζιλίας». 

Ο Αλτσίδες Γκίτζια, ο ποδοσφαιριστής που είχε μαρμαρώσει 200.000 ανθρώπους στο Μαρακανά έζησε μέχρι το 2015 λέγοντας συχνά: «Στη ζωή όλα γίνονται σε για μία στιγμή, που άμα περάσει την ξεχνάς».
Το ήξερε καλά όμως ότι η Βραζιλία - σε αντίθεση με την Ουρουγουάη - δεν τον ξέχασε ποτέ: Το 2000 τον κάλεσαν να επισκεφτεί το Ρίο. Στο αεροδρόμιο έδωσε το διαβατήριο του για έλεγχο. Η κοπέλα στο γκισέ ήταν δεν ήταν 23 - 24 χρονών. Πήρε το διαβατήριο και το κοιτούσε με περιέργεια.
«Υπάρχει πρόβλημα», ρώτησε ο Γκίτζια. «Συγνώμη» του απάντησε «εσείς είστε ο γνωστός Γκίτζια;» - Εγώ της είπε έκπληκτος, αναλογιζόμενος ότι ήταν πολύ μικρή και είχαν φύγει χρόνια πολλά από το 1950. Εκείνη όμως έβαλε το χέρι της στην καρδιά και του είπε κοιτάζοντάς τον με δέος: «Εμείς εδώ το νιώθουμε σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα»!
Ο Γκίτζια είχε πει κάποτε: «Καμιά φορά νιώθω λες και είμαι το φάντασμα της Βραζιλίας. Είμαι πάντα εκεί, στις αναμνήσεις τους! Εμείς στην Ουρουγουάη ζούμε τη στιγμή. Πάει και τελείωσε…»
Κι είχε πει κι ακόμα κάτι: «Το ιερό του ποδοσφαίρου ήταν τόσο ήσυχο όσο ένας τάφος. Μόνο τρεις άνθρωποι, με μία μόνο κίνηση, έκαναν το Μαρακανά να σιγήσει: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' και εγώ»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα