Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Επιδόματα, μισθοί, συντάξεις «εξαφανίζονται» - Τι και αν υπάρχει προστασία αυτά κατάσχονται

Τι και αν έχει δηλωθεί ακατάσχετος λογαριασμός, τι και αν νομοθετικά τα ποσά είναι ακατάσχετα ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) σε έκθεση του που δημοσιεύτηκε σήμερα διαπιστώνει, ότι πάσης φύσεως επιδόματα έκτακτα ή μόνιμα παραμένουν βορά στις κατασχέσεις από τράπεζες, εφορία και ΚΕΑΟ. Παράλληλα ο ΣτΠ επισημαίνει ότι της κατάσχεσης δεν προηγείται καμία απολύτως ενημέρωση θέτοντας σε πολλές περιπτώσεις τον δικαιούχο και οφειλέτη σε πολύ δυσχερή θέση
Ο Συνήγορος όπως αναφέρει στην έκθεση του διαπιστώνει ότι, παρά τις νομοθετικές προβλέψεις που υφίστανται ήδη, τα προνοιακά επιδόματα αποτελούν ακόμη αντικείμενο κατάσχεσης για πάσης φύσεως οφειλές, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση και ανατρέπει τόσο τον σκοπό τους όσο και την βούληση του θεσπίσαντος αυτά νομοθέτη, και εξακολουθούν να χρήζουν άμεσης, πλήρους και αποτελεσματικής κατά πάντων ρητής νομοθετικής προστασίας και προτείνει μια γενικού χαρακτήρα ρύθμιση, ώστε να διατυπωθεί με διάταξη νόμου ότι τα πάσης φύσεως προνοιακά βοηθήματα και επιδόματα

τα οποία χορηγούνται προς πολίτες ευπαθείς και οικονομικά ευάλωτους από διαφορετικούς λόγους, υγείας ή ανεργίας ή κοινωνικής περιθωριοποίησης, είτε είναι περιοδικώς καταβαλλόμενα, είτε έκτακτα.

Όπως τονίζει ο Συνήγορος του Πολίτη υποβλήθηκαν αναφορές από γονείς/κηδεμόνες/ δικαστικούς συμπαραστάτες ανηλίκων και ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ), οι οποίοι διαμαρτύρονταν ότι προνοιακά βοηθήματα και επιδόματα τα οποία χορηγούντο σε ανηλίκους/αναπήρους/συμπαραστατούμενους κατασχέθηκαν για οφειλές των γονέων/κηδεμόνων/δικαστικών συμπαραστατών. Η περίπτωση αυτή αποτελεί μια υποπερίπτωση της κατάσχεσης των κοινών λογαριασμών. Ωστόσο η Αρχή δέχθηκε και αναφορές από μοναδικούς δικαιούχους λογαριασμού, στον οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση, ενώ στον λογαριασμό αυτόν κατατίθετο το προνοιακό επίδομα ή το ασφαλιστικό βοήθημα. Ο λογαριασμός αυτός δεν ήταν προστατευμένος, επειδή ο δικαιούχος είχε δηλώσει ως προστατευόμενο μόνο το λογαριασμό του μισθού ή της σύνταξης.

Αρχικά ο Συνήγορος του Πολίτη παρενέβη στις ατομικές περιπτώσεις, με έγγραφά του προς τους φορείς που είχαν ζητήσει την κατάσχεση (Δήμοι/ ΔΟΥ) και ανέπτυξε τη θέση ότι τα χρήματα που είχαν κατασχεθεί δεν ανήκαν στους οφειλέτες/τις οφειλέτριες, αλλά αντίθετα ανήκαν σε άτομα που έχρηζαν ιδιαίτερης προστασίας, και τους είχαν χορηγηθεί προς το σκοπό αυτό. Σε αρκετές περιπτώσεις πέτυχε την επιστροφή των κατασχεθέντων ποσών. Εν συνεχεία απευθύνθηκε προς τη διοίκηση/πολιτική ηγεσία, ζητώντας να προστατευθούν ρητά από κατασχέσεις παρόμοια βοηθήματα-επιδόματα.

Η διοίκηση ανταποκρίθηκε αρχικά με νομοθετική ρύθμιση (άρθρο 51, ν. 4483/2017, ΦΕΚ Α 107/31.07.2017) του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου προβλέφθηκε ότι τα βοηθήματα που χορηγούνται εκτάκτως από τους δήμους σε οικονομικά αδύναμους και πολύτεκνους «..είναι αφορολόγητα, δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε κράτηση, δεν κατάσχονται ούτε συμψηφίζονται με ήδη βεβαιωμένα χρέη προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, ΟΤΑ και νομικά πρόσωπα αυτών ή πιστωτικά ιδρύματα και δεν υπολογίζονται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή οποιοσδήποτε άλλης παροχής κοινωνικού ή προνοιακού χαρακτήρα5». Στη συνέχεια, η ΑΑΔΕ με την ΠΟΛ 1146/2017, επέκτεινε το μέτρο του περιορισμού της κατάσχεσης και στα επιδόματα αυτά, με την ιδιαιτερότητα της αποδέσμευσης του συνόλου του επίμαχου ποσού. Το μέτρο του περιορισμού της κατάσχεσης έχει εισαχθεί με το άρθ. 30 παρ. 4 N.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) που προβλέπει ότι «Η κατάσχεση μπορεί να περιοριστεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσό ή ποσοστό μετά από αιτιολογημένη απόφαση εκείνου που την επέβαλε». Εν συνεχεία, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ΠΟΛ 1092/2014 παρασχέθηκε η διακριτική ευχέρεια στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης, «χωρίς διακρίσεις με κριτήρια απολύτως αντικειμενικά σχετιζόμενα με ιδιαίτερους λόγους, όπως πραγματική οικονομική αδυναμία, λόγοι υγείας, ύψος οφειλής, παλαιότητα και είδος αυτής και ποτέ επιλεκτικά χωρίς δηλαδή, να σχετίζονται με το πρόσωπο του οφειλέτη». Για τον περιορισμό της κατάσχεσης απαιτείται, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, η διαπίστωση ότι η κατασχεθείσα απαίτηση, εφάπαξ ή περιοδικώς καταβαλλόμενη, είναι σημαντικό μέσο για τη διαβίωση του υπόχρεου.

Η ΑΑΔΕ με την ΠΟΛ 1146/2017 επεσήμανε ότι επί καταθέσεων προερχομένων από καταβολή προνοιακού ή άλλου «κοινωνικού επιδόματος» ή βοηθήματος, η κατάσχεση περιορίζεται, μετά από αίτηση του οφειλέτη, ενώ το σύνολο του δεσμευθέντος ποσού αποδεσμεύεται, εφόσον κατά την κείμενη νομοθεσία τα ανωτέρω ποσά προβλέπονται ρητά ως ακατάσχετα.

Η αποδέσμευση του συνόλου των καταθέσεων ισχύει και στην περίπτωση που ως δικαιούχος ή συνδικαιούχος του κατασχεθέντος τραπεζικού λογαριασμού αναγράφεται υποχρεωτικά τρίτο πρόσωπο, όπως ο δικαστικός συμπαραστάτης του δικαστικώς συμπαραστατούμενου τέκνου ή ένας εκ των δύο γονέων στην περίπτωση διατροφής ανηλίκου τέκνου6. Ωστόσο, ο Συνήγορος έχει παρατηρήσει φαινόμενα δυστοκίας από τις ΔΟΥ να προχωρήσουν στον περιορισμό.

Επίσης στο Συνήγορο περιήλθε αναφορά σχετιζόμενη με δύο θέματα: α. Δέσμευση, επί τη βάσει κατασχετηρίου εκδοθέντος από την αρμόδια ΔΟΥ, τμήματος του επιδόματος κύησης που υπερέβαινε το ποσό των 1250 ευρώ, για οφειλές της αναφερόμενης προς το δημόσιο, αφού εν λόγω επίδομα είχε κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό δηλωθέντα στο TAXIS ως μοναδικό ακατάσχετο. Σε διαμαρτυρία της προς την Τράπεζα, η αναφερόμενη έλαβε την απάντηση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να γνωρίζει την αιτιολογία και την προέλευση των χρημάτων, και συνεπώς, εφόσον υπήρχε κατασχετήριο, υποχρεούτο να δεσμεύσει τα χρήματα. Περαιτέρω, ενώ αρχικά μετά την προσκόμιση δικαιολογητικών ως προς την προέλευση των χρημάτων, δέχθηκε να αποδεσμεύσει το ποσό, στη συνέχεια, μετά από επικοινωνία του υποκαταστήματος με τη Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας, ενημέρωσαν την αναφερόμενη ότι το επίδομα αυτό δεν είναι ακατάσχετο, και καλώς κατασχέθηκε, και φυσικά την ίδια τύχη θα έχει και το επίδομα λοχείας.

Όσον αφορά τη συμπληρωματική παροχή προστασίας μητρότητας, η αναφερόμενη ενημερώθηκε από τον ΟΑΕΔ ότι το σχετικό ποσό, κατά παγία τακτική του ΟΑΕΔ, πρόκειται να κατατεθεί σε λογαριασμό που τηρεί η δικαιούχος σε πιστωτικό ίδρυμα άλλο από αυτό όπου κατατίθεται ο λογαριασμός μισθοδοσίας της, και ο οποίος είναι προστατευμένος από κατάσχεση. Η αναφερόμενη διαμαρτυρήθηκε στον ΟΑΕΔ ότι εάν συμβεί αυτό, η παροχή αυτή θα κατασχεθεί εξ ολοκλήρου, μια και δεν δικαιούται να προστατεύει από κατάσχεση περισσότερους του ενός λογαριασμούς, ωστόσο έλαβε από το φορέα την απάντηση ότι δεν είναι δυνατή η κατάθεση του ποσού σε άλλη Τράπεζα.

Ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε ότι τα επιδόματα μητρότητας τα οποία χορηγούνται από τα ασφαλιστικά ταμεία προς τις ασφαλισμένες τους, μισθωτές ή αυτοαπασχολούμενες, κατά την περίοδο πριν και μετά τον τοκετό (επίδομα κύησης και επίδομα λοχείας), αλλά και η συμπληρωματική παροχή μητρότητας και η ειδική παροχή προστασίας μητρότητας αποτελούν ασφαλιστικές παροχές κοινωνικού χαρακτήρα, οι οποίες σκοπό έχουν την οικονομική διασφάλιση της εργαζόμενης εγκύου και λεχούσας, κατά την περίοδο που προηγείται και έπεται του τοκετού, από τον 7ο μήνα της κύησης έως και τον 9ο μετά τον τοκετό για τις δικαιούχους της ειδικής παροχής, περιόδους δηλαδή κατά τις οποίες η ίδια δεν εργάζεται, αλλά αντιθέτως νομίμως ευρίσκεται εκτός εργασίας.

Η πρόβλεψη και η χορήγησή τους στοχεύουν στην διασφάλιση της εργασιακής συνέχειας της εργαζόμενης μητέρας αλλά και στην προστασία της ψυχοσωματικής υγείας τόσο της μητέρας όσο και του βρέφους. Αντιστοίχως η δέσμευση των ποσών αυτών για οφειλές, σε μια περίοδο όπου και η μητέρα και το βρέφος είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι, αλλά και οι οικονομικές ανάγκες είναι ιδιαίτερα αυξημένες, πέραν του ότι αποτελεί στέρηση παροχών τις οποίες η εργαζόμενη δικαιούται λόγω της ασφαλιστικής της κάλυψης και των εισφορών που έχει καταβάλει, δημιουργεί αγωνία και πιθανή διακινδύνευση της υγείας τους.

Συνεπώς, για να εκπληρούται η πρόθεση και ο σκοπός του νομοθέτη, τα εν λόγω επιδόματα θα πρέπει να είναι ρητά προβλεπόμενα στο νόμο ως προστατευμένα από κατάσχεση έναντι πάντων.

Ως ασφαλιστικά βοηθήματα, οι παροχές αυτές θα έπρεπε να καλύπτονται από το άρθρο 31 παρ.1 περ. ε) του ΚΕΔΕ, διότι πρόκειται για ασφαλιστικά βοηθήματα τα οποία δεν είναι μεν περιοδικά καταβαλλόμενα, αλλά είναι τακτικά και όχι έκτακτα βοηθήματα, που βασίζονται σε ασφαλιστικές εισφορές και καταβάλλονται κατά παγία τακτική σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ωστόσο, η προστασία του 31 του ΚΕΔΕ έχει υποστεί τον περιορισμό που αναφέραμε ανωτέρω, με την Γνωμοδότηση ΝΣΚ 41/2016. Επιπλέον, με την υποχρεωτική προστασία ενός και μοναδικού λογαριασμού, και δη του μισθοδοτικού/συνταξιοδοτικού, εάν υπάρχει, δημιουργήθηκαν προβλήματα όπως αυτό που έχει η αναφερόμενη όσον αφορά την κατάθεση της συμπληρωματικής παροχής εκ μέρους του ΟΑΕΔ σε λογαριασμό άλλον του συνταξιοδοτικού/προστατευόμενου.

Ωστόσο η Αρχή θεωρεί ότι το γράμμα της σχετικής διάταξης που θεσπίζει την υποχρέωση δήλωσης ενός μοναδικού λογαριασμού ως ακατάσχετου αναφέρεται στην προστασία του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 και όχι στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

Κατόπιν των ανωτέρω, ο Συνήγορος έχει υποβάλλει προς την φορολογική διοίκηση και τις λοιπές συναρμόδιες δημόσιες αρχές τις ακόλουθες προτάσεις:

- Όλα τα ασφαλιστικά βοηθήματα και επιδόματα που σχετίζονται με την ευαίσθητη και προστατευόμενη περίοδο της κύησης, λοχείας και γαλουχίας, όπως είναι το επίδομα μητρότητας, η συμπληρωματική παροχή του ΟΑΕΔ και η ειδική παροχή προστασίας μητρότητας, να ορισθούν εκ του νόμου προστατευμένα από κατάσχεση ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια η οποία θα τα στερήσει από τη μητέρα και το βρέφος που τα έχουν απόλυτη ανάγκη.

- Ο ΟΑΕΔ, αλλά και τα ασφαλιστικά ταμεία τα οποία χορηγούν τα επιδόματα αυτά, θα πρέπει να διασφαλίζουν κατά την κατάθεση των ποσών, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να αντιληφθούν αμέσως ότι πρόκειται για τα επιδόματα αυτά, και να τα εξαιρούν αυτομάτως από οποιαδήποτε δέσμευση.

- Όσον αφορά το πρόβλημα που έχει ανακύψει στη συμπληρωματική παροχή, και την κατάθεσή της σε συγκεκριμένη Τράπεζα, φρονούμε ότι ο ΟΑΕΔ, κατόπιν σχετικού αιτήματος, θα πρέπει να έχει την ευελιξία να τροποποιεί την τράπεζα κατάθεσης, όταν αυτό εκθέτει το επίδομα σε δέσμευση λόγω μη προστασίας του σχετικού λογαριασμού (επειδή άλλος λογαριασμός έχει δηλωθεί ως μοναδικός ακατάσχετος). Η ανταπόκριση της Διοίκησης αναμένεται.

Κατάσχεση στεγαστικού επιδόματος φοιτητών

Το στεγαστικό επίδομα φοιτητών που χορηγείται από τα ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Στη χαρακτηριστική περίπτωση που εκθέτει η Αρχή, το επίδομα κατατέθηκε από Α.Ε.Ι. στον τραπεζικό λογαριασμό της δικαιούχου-μητέρας της φοιτήτριας και κατόπιν εντολής κατάσχεσης της ΔΟΥ, εξαιτίας των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, κατασχέθηκε στα χέρια της Τράπεζας, δεδομένου ότι ο λογαριασμός της δεν είχε δηλωθεί ως ακατάσχετος. Το δεσμευμένο ποσό αποδόθηκε από την Τράπεζα προς τη ΔΟΥ και η τελευταία, προκειμένου να προβεί στον περιορισμό της κατάσχεσης, ζήτησε από την πολίτη να προσκομίσει απόδειξη κατάθεσης του ποσού, από την οποία να προκύπτει ο καταθέτης, η ημερομηνία, το ποσό και η αιτιολογία, καθώς το Α.Ε.Ι. είχε εκδώσει ένα χρηματικό ένταλμα για το σύνολο των επιδομάτων.

Το Πανεπιστήμιο απέστειλε στην πολίτη το χρηματικό ένταλμα για την καταβολή του στεγαστικού επιδόματος και κατάσταση κίνησης του λογαριασμού του Α.Ε.Ι. από την Τράπεζα, ως αποδεικτικό της μεταφοράς του ποσού στην πολίτη. Τα εν λόγω δικαιολογητικά κατατέθηκαν στη ΔΟΥ και αναμένεται η απόφαση περιορισμού της κατάσχεσης κατά 1.000 €, που αντιστοιχεί στο ποσό του στεγαστικού επιδόματος φοιτητών, βάσει των ανωτέρω δικαιολογητικών.

Ωστόσο, ο Συνήγορος έχει λάβει προφορικές καταγγελίες για κατάσχεση του στεγαστικού επιδόματος στα χέρια του πιστωτικού ιδρύματος, εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών του δικαιούχου-γονέα του φοιτητή και αρνητική στάση της ΔΟΥ ως προς το ενδεχόμενο του περιορισμού της κατάσχεσης, επειδή η φορολογική αρχή υποστηρίζει ότι το επίδομα δεν ορίζεται εκ του νόμου ρητά ως ακατάσχετο, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τις διατάξεις το επίδομα δεν κατάσχεται, χορηγείται ολόκληρο χωρίς καμία κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου και δεν υπόκειται σε φορολογία.

Κατασχέσεις απο την εφορία και το ΚΕΑΟ

Στον Συνήγορο του Πολίτη διαμαρτυρήθηκαν πολίτες, που κατά την ηλεκτρονική τους συναλλαγή (e-banking) με την Τράπεζα παρεισέφρησε σφάλμα, δηλαδή προστέθηκε ένα μηδενικό παραπάνω στο κατατιθέμενο ποσό από τον καταθέτη προς τον τρίτο - ιδιώτη, ή σε μισθοδοσία υπαλλήλου το λογιστήριο της εταιρίας έκανε λάθος στη θέση της υποδιαστολής. Ωστόσο, εις βάρος του τρίτου που εισέπραξε το εκ λάθους πολλαπλάσιο ποσό εκκρεμούσε εντολή κατάσχεσης, λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών του. Ως αποτέλεσμα, η Τράπεζα δέσμευσε και απέδωσε (υποχρεωτικά εντός 10ημέρου κατά τον ΚΕΔΕ) προς τη ΔΟΥ το ποσό της λανθασμένης συναλλαγής και η ΔΟΥ πίστωσε με αυτό το χρέος του οφειλέτη της. Όταν το λάθος έγινε αντιληπτό, ούτε η φορολογική διοίκηση ούτε η Τράπεζα επέτρεψαν την ακύρωση της συναλλαγής, λόγω της υφιστάμενης κατάσχεσης.

Μάλιστα, παρατηρούνται περιπτώσεις υπερείσπραξης απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο της αναγκαστικής είσπραξης στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, λόγω του ότι κατά την ακολουθούμενη ηλεκτρονική διαδικασία κοινοποίησης των κατασχετηρίων από το ΚΕΑΟ προς τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν έχει προβλεφθεί τρόπος ελέγχου, σχετικά με το αν το ποσό που δεσμεύεται σε μία τράπεζα όπου τηρεί λογαριασμό ο οφειλέτης έχει ήδη δεσμευθεί και αποδοθεί στο ΚΕΑΟ από άλλη τράπεζα.

Συνεπώς οι πολίτες είναι εξαναγκασμένοι να προσφύγουν δικαστικά για να αποδείξουν ότι εκ παραδρομής κατατέθηκε λανθασμένο χρηματικό ποσό προς τρίτο και ότι, αν δεν εκκρεμούσε εντολή κατάσχεσης εις βάρος του τρίτου, το πρόβλημα θα λυνόταν με απλή ακύρωση της συναλλαγής.

Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, η δικαστική προστασία, είτε με τη μορφή της προσωρινής δικαστικής προστασίας (αναστολή εκτέλεσης κατάσχεσης, αναστολή καταδιωκτικών μέτρων), είτε με τη μορφή της υπαγωγής σε διαδικασία διαγραφής οφειλών λόγω οικονομικής αδυναμίας, αποδεικνύεται δύσχρηστη και αναποτελεσματική.

Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, η υπέρμετρη χρήση καταδιωκτικών μέτρων, κυρίως σε βάρος των οικονομικά αλλά και κοινωνικά πλέον ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των μισθοσυντήρητων, των συνταξιούχων, των αγροτών, των ΑμεΑ, των φοιτητών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των οποίων η οικονομική αντοχή έχει εξαντληθεί από τη μακρόχρονη οικονομική κρίση, δεν πρόκειται να επιλύσει ουσιαστικά τη χαμηλή εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων.

Η Πολιτεία οφείλει να διερευνήσει και να αναδείξει λύσεις που θα δώσουν στους φορολογούμενους τη δυνατότητα να αυξήσουν τα εισοδήματά τους, μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης και οικονομικής ασφάλειας, ώστε να δύνανται εν τοις πράγμασι να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Και τότε θα το πράξουν.

Επιπλέον, η αυτοματοποίηση και η διασύνδεση με τα τραπεζικά ιδρύματα επιτρέπουν τη διαρκή αύξηση των δυνατοτήτων του συστήματος για βεβαίωση οφειλών και επιβολή κατασχέσεων. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι περίπου 4 εκατομμύρια υπόχρεοι ανήκουν στην ομάδα των οφειλετών, είτε προς τη φορολογική διοίκηση, είτε προς την ασφαλιστική, είτε και προς τις δύο, το ενδεχόμενο ενεργοποίησης διαδικασίας κατάσχεσης τραπεζικού λογαριασμού αφορά ανησυχητικά μεγάλη ομάδα του πληθυσμού.

Ειδικότερα, η κατάσχεση απαιτήσεων και κινητών πραγμάτων στα χέρια τρίτων και ιδίως η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών προσλαμβάνει συνεχώς όλο και μεγαλύτερη σημασία στην προσπάθεια του δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. να εισπράξουν, με την τήρηση ελάχιστων διατυπώσεων, τις απαιτήσεις τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχει περιέλθει στον Συνήγορο του Πολίτη προς εξέταση αξιοσημείωτος αριθμός αναφορών, με τις οποίες αναδεικνύονται διάφορες δυσλειτουργίες που συνδέονται με την επιβολή των μέτρων αυτών..

Σύμφωνα με τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 30 του ΚΕΔΕ, η κατάσχεση εις χείρας τρίτων ενεργείται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ με κατασχετήριο έγγραφο, το οποίο δεν κοινοποιείται στον οφειλέτη.

Η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 30 ΚΕΔΕ είχε κριθεί αρχικά αντισυνταγματική με την υπ’ αριθμ. 366/2014 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ). Στη συνέχεια, το ζήτημα παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του ίδιου Δικαστηρίου, οπότε εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2080/2014 απόφαση με την οποία οι σχετικές διατάξεις του ΚΕΔΕ που προβλέπουν ότι η κατάσχεση εις χείρας τρίτων ενεργείται με κατασχετήριο έγγραφο, χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στον οφειλέτη του δημοσίου, κρίθηκαν συνταγματικά ανεκτές, προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του δημοσίου, και δεδομένου ότι ο οφειλέτης είναι εν γνώσει των ληξιπρόθεσμων οφειλών του και των μέτρων που η Πολιτεία δύναται να λάβει σε βάρος του.

Όπως είναι προφανές, οι πολίτες αιφνιδιάζονται, δεδομένου ότι, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, αδυνατούν εφεξής να εισπράξουν από τον οφειλέτη τους τα κατασχεθέντα ποσά, ενώ στην περίπτωση της κατάσχεσης τραπεζικών λογαριασμών ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι οι λογαριασμοί τους είναι δεσμευμένοι και σε κάποιες περιπτώσεις αποστερούνται ακόμη και των απαραίτητων για τη διαβίωσή τους. Εξάλλου, κι αν ακόμη προβούν εκ των υστέρων σε ρύθμιση των οφειλών τους προς το δημόσιο, τα αναγκαστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί σε βάρος τους δεν αίρονται.

Το ζήτημα καθίσταται ακόμα πιο περίπλοκο στις περιπτώσεις των κοινών λογαριασμών. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου είναι η πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Αυτή η θεμελιακή συνταγματική διάταξη έχει το νόημα ότι δεν επιτρέπεται κατάσχεση που θα στερούσε τον οφειλέτη και την οικογένειά του από τα απολύτως αναγκαία μέσα για τη στοιχειώδη διαβίωσή τους. Επομένως, από το Σύνταγμα δεν επιτρέπεται να κατασχεθούν μισθοί και συντάξεις κάτω από το όριο στοιχειώδους επιβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του.

Όπως προκύπτει λοιπόν, αφενός το ακατάσχετο όριο μειώθηκε στα 1.000 ευρώ, ενώ ο προσδιορισμός συγκεκριμένου ακατάσχετου ποσού επεκτάθηκε και στις καταθέσεις φυσικών προσώπων σε πιστωτικά ιδρύματα, είτε σε ατομικό είτε σε κοινό λογαριασμό, και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε ένα φυσικό πρόσωπο, ώστε να διασφαλίζεται ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης για όλους τους πολίτες.

Ωστόσο, για την εφαρμογή της νέας αυτής παραγράφου, τέθηκε συγκεκριμένη διαδικαστική προϋπόθεση: η γνωστοποίηση από το φυσικό πρόσωπο ενός μοναδικού λογαριασμού, με υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης. Εξάλλου, εφόσον υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, γνωστοποιείται αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Η πρόβλεψη αυτή δημιούργησε επιπλέον προβλήματα, καθώς οι καταθέσεις των οφειλετών του δημοσίου προστατεύονται μόνον από το χρονικό σημείο της δήλωσης του συγκεκριμένου λογαριασμού ως ακατάσχετου και εφεξής.

Ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με την ενημέρωση του οφειλέτη είναι και το γεγονός ότι οι αρμόδιες ΔΟΥ αποστέλλουν σε κάθε υπερήμερο φορολογούμενο σχετική «Ατομική Ειδοποίηση Καταβολής - Υπερημερίας», που αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς την Εφορία.

Η εν λόγω Ατομική Ειδοποίηση αποσκοπεί στη συνολική καταβολή της οφειλής εκ μέρους του οφειλέτη φορολογούμενου εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης ή και ρύθμιση της καταβολής αυτής σε δόσεις. Ο φορολογούμενος ειδοποιείται ότι από την άπρακτη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας, η ΔΟΥ δύναται να προχωρήσει σε διάφορα καταδιωκτικά μέτρα, όπως κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη. Ωστόσο, η ίδια ατομική ειδοποίηση ενέχει την αντιφατική πληροφόρηση ότι η φορολογική διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα επιβολής του καταδιωκτικού μέτρου της κατάσχεσης χρημάτων ή απαιτήσεων στα χέρια του φορολογούμενου ή τρίτου και πριν από την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των 30 ημερών.

Όντως, σε γνώση του Συνηγόρου έχουν περιέλθει υποθέσεις όπου ο οφειλέτης προσήλθε εντός της προθεσμίας των 30 ημερών και ρύθμισε την οφειλή του, για να πληροφορηθεί αργότερα ότι η ΔΟΥ είχε προχωρήσει στην έκδοση κατασχετηρίου προ της λήξης της προθεσμίας, και, παρά τη ρύθμιση, οι τραπεζικοί του λογαριασμοί είχαν δεσμευθεί.

Ο Συνήγορος εκτιμά ότι τόσο η επί της ειδοποίησης πληροφόρηση όσο και η εφαρμογή της από τη διοίκηση αντίκεινται στην αρχή της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και η σχετική πρόβλεψη του ΚΦΔ θα πρέπει να τροποποιηθεί.

Παράλληλα όπως αναφέρεται στην έκθεση, πολίτες προσέρχονται στις ΔΟΥ ως κληρονόμοι μετά τον θάνατο συγγενικών τους προσώπων και επιμελούνται τη διαγραφή των θανόντων από το μητρώο της ΔΟΥ, χωρίς να διαπιστώσουν κάποια οφειλή. Εν συνεχεία, ωστόσο, απειλούνται σε βάρος τους μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης για οφειλές για τις οποίες δεν ενημερώθηκαν από τη ΔΟΥ κατά τη δήλωση του θανάτου.

Επί παραδείγματι σε πολίτη ζητήθηκε να καταβάλει οφειλή του αποθανόντος συζύγου της από εκκαθάριση συμπληρωματικής δήλωσης φόρου εισοδήματος, που ο ίδιος είχε υποβάλει λίγο πριν τον θάνατό του. Η οφειλή αυτή φαίνεται να έχει βεβαιωθεί στον αποθανόντα μετά τον θάνατό του (σε μη υπαρκτό δηλαδή πρόσωπο) και να έχει συσχετισθεί με τον ΑΦΜ του, ενώ ξεκίνησε να επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Οι κληρονόμοι του, παρά το ότι ήταν καταχωρημένοι στο μητρώο του TAXIS ως κληρονόμοι, δεν είχαν ειδοποιηθεί ποτέ για την ύπαρξη της οφειλής αυτής, παρά μόνο πρόσφατα, οπότε και τους αναζητήθηκε το ποσό της οφειλής με τις αντίστοιχες προσαυξήσεις.

Με τη δήλωση του θανάτου ενός προσώπου, το Μητρώο της ΔΟΥ ενημερώνεται για την ταυτότητα των κληρονόμων και τους ΑΦΜ τους. Ο ΑΦΜ του θανόντος «κλείνει», δηλαδή στην ουσία καθίσταται ανενεργός, οι κληρονόμοι δεν έχουν πια πρόσβαση σε αυτόν, εύλογα, δε, θεωρούν ότι οποιαδήποτε μεταγενέστερη οφειλή που σχετίζεται με την περιουσία του θανόντος είτε θα τους βεβαιωθεί, είτε κατά κάποιο τρόπο θα τους γνωστοποιηθεί.

Ωστόσο, η πρακτική της φορολογικής διοίκησης, όπως προκύπτει μέσα από τις αναφορές που έχει λάβει ο Συνήγορος του Πολίτη, είναι να συνεχίζει να «συσχετίζει» τις οφειλές που βεβαιώνονται μετά τον θάνατο του κληρονομούμενου αποκλειστικά με τον «κλειστό» πλέον ΑΦΜ του, έτσι ώστε οι κληρονόμοι λαμβάνουν γνώση αυτών πολύ αργότερα και ενώ ο κληρονόμος καλόπιστα αγνοούσε την ύπαρξή τους. Από τη φορολογική διοίκηση προβάλλεται ως επιχείρημα η κατάργηση του άρ. 6 παρ. 4 ΚΕΔΕ, και κατά συνέπεια η αφαίρεση από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ της δυνατότητας να διαγράψει μερικώς ή ολικώς ανάλογης αιτίας προσαυξήσεις.

Παρόμοια είναι και η περίπτωση φυσικών προσώπων που βαρύνονται με οφειλές νομικών προσώπων στα οποία μετείχαν και τα οποία έχουν λυθεί, ενώ για τις εν λόγω οφειλές δεν έχουν λάβει ποτέ ειδοποίηση από τις φορολογικές αρχές, οι οποίες κοινοποιούν τις σχετικές πράξεις προς το ήδη μη υφιστάμενο νομικό πρόσωπο.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση φορολογούμενου ο οποίος ήταν μέλος κοινοπραξίας χωρίς διαχειριστικές αρμοδιότητες, η οποία έχει λυθεί από τον Μάρτιο του 2005. Ως μέλος της Κοινοπραξίας, δεν βαρύνεται με ίδια φορολογική υποχρέωση αλλά με πρόσθετη ευθύνη προς πληρωμή βεβαιωθέντος φόρου, η οποία ανάγεται στο στάδιο της είσπραξής του (ν. 1882/1990 άρ. 4). Στην περίπτωση αυτή το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος της κοινοπραξίας και κοινοποιείται στα μέλη της, το καθένα από τα οποία ευθύνεται απεριόριστα και στο σύνολο (άρ. 20 παρ. 1 του πδ. 134/1996). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, κατ’ εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων, διενεργούσαν κατά το άρ. 2 ν. 2523/1997 νέες εκκαθαρίσεις, κοινοποιώντας τις αντίστοιχες πράξεις στην ανύπαρκτη πλέον κοινοπραξία, ενώ ο πολίτης καλείται να τις εξοφλήσει χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την ορθότητά τους και να ασκήσει τα δικαιώματά του.

Στον Συνήγορο έχουν κατά καιρούς περιέλθει αναφορές πολιτών σε βάρος των οποίων επιβλήθηκε κατάσχεση σε λογαριασμό μισθοδοσίας. Ειδικότερα, κατασχέθηκαν ποσά που προέρχονταν από μισθούς και συντάξεις, τα οποία εντούτοις τους είχαν καταβληθεί αναδρομικά από τους εργοδότες τους ή τους ασφαλιστικούς τους φορείς. Οι πολίτες ενημερώθηκαν από την Τράπεζά τους ότι κατάσχεται το συνολικό ποσό που περιλαμβάνεται στον τραπεζικό λογαριασμό τους, παρόλο ότι επρόκειτο αποκλειστικά για ποσό μισθού ή σύνταξης, η οποία μηνιαία ανερχόταν σε ποσό μικρότερο του ακατάσχετου ορίου.
Κατάσχεση προνοιακών επιδομάτων

Στον Συνήγορο του Πολίτη υποβλήθηκαν αναφορές από γονείς/κηδεμόνες/ δικαστικούς συμπαραστάτες ανηλίκων και ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ), οι οποίοι διαμαρτύρονταν ότι προνοιακά βοηθήματα και επιδόματα τα οποία χορηγούντο σε ανηλίκους/αναπήρους/ συμπαραστατούμενους κατασχέθηκαν για οφειλές των γονέων/κηδεμόνων/δικαστικών συμπαραστατών.

Στον Συνήγορο περιήλθε αναφορά που αφορούσε: δέσμευση, επί τη βάσει κατασχετηρίου εκδοθέντος από την αρμόδια ΔΟΥ, τμήματος του επιδόματος κύησης που υπερέβαινε το ποσό των 1.250 ευρώ, για οφειλές της αναφερόμενης προς το δημόσιο, αφού το εν λόγω επίδομα είχε κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό δηλωθέντα στο TAXIS ως μοναδικό ακατάσχετο.

Σε διαμαρτυρία της προς την Τράπεζα, η αναφερόμενη έλαβε την απάντηση ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να γνωρίζει την αιτιολογία και την προέλευση των χρημάτων, και συνεπώς, εφόσον υπήρχε κατασχετήριο, υποχρεούτο να δεσμεύσει τα χρήματα. Περαιτέρω, ενώ αρχικά μετά την προσκόμιση δικαιολογητικών ως προς την προέλευση των χρημάτων, δέχθηκε να αποδεσμεύσει το ποσό, στη συνέχεια, μετά από επικοινωνία του υποκαταστήματος με τη Νομική Υπηρεσία της Τράπεζας, ενημέρωσαν την αναφερόμενη ότι το επίδομα αυτό δεν είναι ακατάσχετο, και καλώς κατασχέθηκε, και φυσικά την ίδια τύχη θα έχει και το επίδομα λοχείας.
Προσοχή στα ψηφία και στις υποδιαστολές!   dikaiologitika

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα