
Η σκόνη του καλοκαιριού κάθισε βαριά στα βουνά της Μακεδονίας εκείνο το απόγευμα του 1014. Στον στενό διάδρομο της Κλειδίου, η αυτοκρατορική λεπίδα έκοβε κάθε αντίσταση. Ο Βασίλειος Β’ είχε αποφασίσει να τελειώσει τον πόλεμο με έναν τρόπο που θα χαρασσόταν βαθιά όχι μόνο στη γη αλλά και στη μνήμη των λαών. Οι στρατιώτες του, σιωπηλοί και πειθαρχημένοι, αιχμαλώτισαν 15.000 άνδρες του βασιλιά Σαμουήλ. Ο αυτοκράτορας, με μάτια παγωμένα, έδωσε την εντολή: τύφλωση.
Ούτε εκδίκηση, ούτε στρατηγικό όφελος. Ήταν μια πράξη τιμωρίας, μια προειδοποίηση, μια σφραγίδα. Κάθε εκατό άνδρες, ένας έπρεπε να μείνει με ένα μάτι, για να οδηγήσει τους άλλους. Δεκαπέντε χιλιάδες τυφλωμένοι άνδρες ξεκίνησαν μια εφιαλτική επιστροφή. Μέσα σε ουρές, κρατώντας ο ένας τον άλλον, μισοπεθαμένοι, λιπόθυμοι, ακρωτηριασμένοι όχι από ξίφος, αλλά από απόφαση. Η διαταγή δεν είχε φωνή, μα αντηχούσε σε κάθε βήμα τους.
Ο Σαμουήλ τους περίμενε στις όχθες της λίμνης Πρέσπας. Ήταν άρρωστος, αλλά στεκόταν όρθιος. Ήθελε να τους δει. Να δει ποιον στρατό θα διοικούσε την επόμενη μέρα. Οι φρουροί του δεν του είπαν τίποτα. Όταν φάνηκαν οι πρώτες φιγούρες, νόμισε πως ερχόταν ο ίδιος ο εχθρός. Οι κραυγές τον διέψευσαν. Δεν ήταν στρατιώτες. Ήταν φαντάσματα.
Όταν έφτασε κοντά του η πρώτη εκατοντάδα, και αντίκρισε τα δεκαεννιά άδεια βλέμματα που σέρνονταν πίσω από έναν μονόφθαλμο, έπιασε την καρδιά του. Δεν φώναξε. Δεν μίλησε. Έπεσε. Δύο μέρες αργότερα πέθανε. Από τον πόνο. Από την ντροπή. Από την ήττα.
Ο Βασίλειος, χιλιόμετρα μακριά, δεν ήξερε ακόμη πως η εκδίκησή του είχε σκοτώσει χωρίς ξίφος τον ισχυρότερο εχθρό του. Όταν έμαθε τι είχε συμβεί, δεν θριάμβευσε. Δεν χαμογέλασε. Συνέχισε τον πόλεμο για τέσσερα ακόμα χρόνια, πιο σιωπηλός, πιο μόνος από ποτέ. Έλεγε στους αξιωματικούς του πως «η νίκη γράφεται με ιδρώτα, όχι με δάκρυα», μα εκείνο το καλοκαίρι, ολόκληρα έθνη έκλαψαν.
Η Βουλγαρία υποτάχθηκε το 1018, μα τίποτα δεν ήταν πια ίδιο. Ο Βασίλειος δεν παντρεύτηκε, δεν έκανε παιδιά, δεν άφησε διάδοχο από δική του σάρκα. Πέθανε μόνος, με γεμάτα τα ταμεία και άδεια την ψυχή. Ζήτησε να ταφεί σε ένα απλό μνήμα, έξω από τα τείχη, ανάμεσα στους στρατιώτες του. Σαν να ζητούσε συγχώρεση.
Κανείς δεν ξέρει αν εκείνοι οι 15.000 τον καταράστηκαν ή τον ευλόγησαν. Μα η πράξη του έμεινε. Κι ο θάνατος του Σαμουήλ, ξαφνικός, ακαριαίος, χωρίς μάχη, χωρίς αίμα, έγινε ο πιο σκληρός επιτάφιος ενός βασιλιά που πέθανε γιατί δεν άντεξε να δει τον λαό του τυφλό. sportime
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα