
Στις πρώτες ημέρες των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, όταν το Παναθηναϊκό Στάδιο πλημμύριζε από χιλιάδες θεατές και η Αθήνα φορούσε τα γιορτινά της, δύο αδέρφια από την Αμερική ήρθαν να ταράξουν τα νερά. Ο Τζον και ο Σάμνερ Πέιν δεν ήταν απλώς καλοί σκοπευτές. Ήταν εκπαιδευμένοι στρατιωτικοί, άψογα προετοιμασμένοι και — το κυριότερο — κρατούσαν στα χέρια τους όπλα που δεν είχε ξαναδεί ο κόσμος.
Το 1896, η σκοποβολή δεν είχε ενιαίους κανονισμούς για τον τύπο των όπλων. Έτσι, τα αδέρφια Πέιν εμφανίστηκαν με εξοπλισμό τόσο εξελιγμένο που έμοιαζε βγαλμένος από το μέλλον. Η διαφορά φάνηκε αμέσως. Ο Τζον συγκέντρωσε 442 βαθμούς με 25 χτυπήματα στον στόχο και ο Σάμνερ 380 με 23 — η πρώτη και η δεύτερη θέση στο στρατιωτικό πιστόλι ήταν δικές τους.
Όμως αυτό το πλεονέκτημα γύρισε μπούμερανγκ. Όταν δηλώθηκαν για το πιστόλι ταχείας βολής, οι κριτές τούς απέκλεισαν. Τα όπλα τους κρίθηκαν ακατάλληλα λόγω διαμετρήματος. Για τους διοργανωτές, δεν επρόκειτο πια για συναγωνισμό ίσων όρων. Οι Πέιν δεν αντέδρασαν δημόσια. Ο Τζον, μάλιστα, αποσύρθηκε από ένα άλλο αγώνισμα για να δώσει στον αδερφό του την ευκαιρία να πάρει χρυσό.
Το κοινό είχε εντυπωσιαστεί. Όχι μόνο από τις επιδόσεις αλλά και από την ψυχραιμία και την ευγένεια των δύο ανδρών. Οι Έλληνες θεατές, που για πρώτη φορά παρακολουθούσαν αθλήματα με αληθινά πυρά, ένιωσαν πως είχαν απέναντί τους κάτι νέο και δυσεξήγητο. Ήταν το πρώτο σημάδι ότι η τεχνολογική ανωτερότητα θα γινόταν στο μέλλον παράγοντας που θα καθόριζε νίκες — ή αποκλεισμούς.
Τα αδέρφια Πέιν έμειναν στην ιστορία όχι μόνο ως οι πρώτοι Ολυμπιονίκες της σκοποβολής, αλλά και ως οι πρώτοι που αναγκάστηκαν να σταματήσουν… επειδή απλώς ήταν πολύ μπροστά από την εποχή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα