Επιτόκια που να ενσωματώνουν και τον αναλαμβανόμενο
κίνδυνο επιβάλλει η συγκυρία. Η ανακεφαλαιοποίηση, η ενεργοποίηση της
διάταξης για bail in καταθέσεων από 1η Ιανουαρίου και το «cash is the
king» που πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι τράπεζες.
Πριν λίγες μέρες, δημοσίευσα ένα άρθρο μου
στο Euro2day.gr με το οποίο προσπάθησα να προσδιορίσω τις παραμέτρους
που θα επηρεάσουν την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες από θυρίδες
και στρώματα.
Συστήθηκα ως Μάξιμος Μαξιλάρης και το ίδιο θα κάνω και με το σημερινό μου άρθρο, αφού πρώτα ευχαριστήσω πολλούς αναγνώστες του Euro2day.gr που σχολίασαν θετικά αλλά και το μοιράστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ως συνέχεια λοιπόν του προηγούμενου άρθρου μου, θα ήθελα να αναδείξω ότι η επιστροφή των καταθέσεων από τα στρώματα και τις θυρίδες στις τράπεζες -κάτι που όλοι δείχνουν να θέλουν πολύ- έχει και κάποια τεχνικά προαπαιτούμενα και σίγουρα αν αυτά δεν ικανοποιηθούν, η επιστροφή δεν θα γίνει. Παρότι τα τεχνικά ζητήματα είναι συνήθως πολύπλοκα, η βάση τους είναι εξαιρετικά απλή.
Εγώ ο «Στρωματάκιας» που έχω αποφασίσει να κρατώ χρήματα εκτός τραπεζών το κάνω γιατί, είτε ασυνείδητα είτε ενσυνείδητα, θεωρώ ότι μεταξύ των δύο επιλογών μου (α) λεφτά εκτός με μηδενική απόδοση και (β) λεφτά εντός με κάποια απόδοση, η ωφέλεια (*) της επιλογής (α) είναι μεγαλύτερη από την ωφέλεια της επιλογής (β).
Για να αποφασίσω να επιστρέψω τα χρήματα σε τραπεζικές καταθέσεις θα πρέπει να αντιστραφεί μέσα μου η παραπάνω άποψη.
Να δούμε ένα παράδειγμα. Αν π.χ. φοβάμαι το κούρεμα των καταθέσεων και του δίνω πιθανότητα να
γίνει 5% και να είναι 30% του ποσού (πάνω από τις 100.000), ουσιαστικά έχω μετρήσει ότι το τμήμα αυτό των χρημάτων μου, αν γυρίσει στην Τράπεζα, θα έχει μια προσδοκία απώλειας που είναι 5% x 30% = 1,5%. Άρα εκτιμώ ότι η ωφέλειά μου θα είναι θετική μόνον αν η καθαρή απόδοση των χρημάτων μου στην Τράπεζα (μετά την αφαίρεση φόρων δηλαδή) θα είναι μεγαλύτερη από 1,5%. Λογικά λοιπόν για μένα -με αυτή τη στάση απέναντι στην εκτίμηση των κινδύνων-, οποιοδήποτε επιτόκιο στην κατάθεσή μου είναι κάτω από καθαρό 1,5% δεν με πείθει να γυρίσω τα λεφτά από το στρώμα στην Τράπεζα, γιατί η προσδοκία της ωφέλειάς μου είναι αρνητική.
Κάθε «Στρωματάκιας» έχει τη δική του στάση απέναντι στον κίνδυνο της απώλειας των καταθέσεων. Αν κάποιος εκτιμά ότι θα γίνει σε ποσοστό 50% και δίνει στο ενδεχόμενο αυτό την ίδια με μένα πιθανότητα 5%, η ωφέλειά του γίνεται θετική, με καθαρό επιτόκιο πάνω από 5%x50%=2,5%.
Αν κάποιος άλλος θεωρεί το ενδεχόμενο πιο πιθανό π.χ. στο 10% και πιστεύει ότι θα χάσει το 40%, η δική του ωφέλεια γίνεται θετική μόνο με καθαρό επιτόκιο πάνω από 10%x40%=4% κ.ο.κ. Αυτή είναι μια άσκηση απλής αριθμητικής και μπορεί να την κάνει οποιοσδήποτε, για να εκτιμήσει το ελάχιστο επίπεδο επιτοκίου που αντιστοιχεί σε θετική ωφέλεια για την κατάθεση των χρημάτων του στην τράπεζα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κατά τη γνώμη μου τα εξής:
1. Όσο υπάρχει κίνδυνος απώλειας χρημάτων από καταθέσεις στις Τράπεζες, ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική στάση απέναντι στο ενδεχόμενο να επιστρέψει λεφτά από τις θυρίδες και τα σπίτια, γιατί η αποτίμηση του κινδύνου της επιστροφής είναι προσωπική υπόθεση και έχει να κάνει με το προφίλ του καθενός. Σε τέτοιες συνθήκες αβεβαιότητας, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί απόδοση (επιτόκιο) που οι Τράπεζες θα δίνουν για να πείσουν τους πελάτες τους να επιστρέψουν τα χρήματά τους. Λογικά λοιπόν, όσο υπάρχουν τέτοιες συνθήκες που προκαλούν αντίληψη (perception) αρνητικής ή μηδενικής ωφέλειας, εκτιμώ ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή των χρημάτων στους λογαριασμούς των τραπεζών.
2. Επιστροφή θα αρχίσει όταν η εκτιμώμενη απώλεια θα είναι σε επίπεδα που θα μπορεί να γυρίσει θετική η ωφέλεια, με επιτόκια που οι τράπεζες θα μπορούν και θα θέλουν να δώσουν. Επιμένω να γράφω για εκτιμώμενη απώλεια και όχι για μηδενική απώλεια, γιατί αυτό που θα ισχύει μετά την 1/1/16 θα είναι ένα σύστημα που σε καμία περίπτωση δεν θα έχει μηδενικό ρίσκο για τις άνω των 100.000 καταθέσεις. Η οδηγία που υιοθετήθηκε ως προαπαιτούμενο μέτρο για το 3ο Μνημόνιο αυτό λέει, ότι ποσά άνω των 100.000 θα υπόκεινται στο ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις μελλοντικής ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών.
3. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι από τη στιγμή που κάποιος κίνδυνος θα υπάρχει και ο καθένας μας θα τον αποτιμά με βάση το προσωπικό του προφίλ, μάλλον τα επιτόκια που θα προσφέρουν οι τράπεζες (τουλάχιστον στο ανασφάλιστο τμήμα τους) θα πρέπει λογικά να ανέβουν. Αυτό ακούγεται λογικό. Σε συνθήκες τόσο ελλειμματικής ρευστότητας, με πάνω από 100 δισ. να έχουν «αποδράσει» τα τελευταία 5 χρόνια, οι τράπεζες θα ζητούν να τους εμπιστευόμαστε χρήματα σε περιβάλλον που κίνδυνος θα υπάρχει, άρα θα πρέπει να ανταμείψουν την εμπιστοσύνη αυτή πιο ακριβά από ό,τι πριν. Ουσιαστικά λοιπόν οι τράπεζες θα πρέπει να «εκχωρήσουν» μεγαλύτερο ποσοστό των επιτοκιακών κερδών τους στους καταθέτες τους, αν πραγματικά θέλουν να προκαλέσουν την επιστροφή των καταθέσεων στα ταμεία τους.
4. Η συνήθης πρακτική των τραπεζών που θέλει το ίδιο επιτόκιο για όλους με βάση μόνο τη διάρκεια και το ποσό της κατάθεσης, δεν θα παίζει πια. Θα πρέπει προϊόντα, επιτόκια, χαρακτηριστικά συνθετικά των καταθέσεων, πακέτα προνομίων κ.λπ. να απορροφήσουν το γεγονός ότι διαφορετικές ομάδες πελατών θα έχουν διαφορετικές προσδοκίες ωφέλειας, δεν θα είναι πια όλοι το ίδιο. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να ερευνούν συνεχώς την εξέλιξη των προσδοκιών και των συμπεριφορών των πελατών τους και να εφαρμόσουν πολύ σύγχρονες, διαφοροποιημένες και τμηματοποιημένες στρατηγικές marketing.
Το τραπεζικό σκηνικό θα αλλάξει άρδην. Σε μια τραπεζική αγορά που διψάει για ρευστότητα, η κατάθεση κάθε πελάτη -μικρή ή μεγάλη- έχει αξία μεγαλύτερη από όση είχε όταν η επάρκεια των καταθέσεων και η απόλυτη ασφάλειά τους ήταν αναμφισβήτητα δεδομένα. Το κατά πόσο βέβαια όλα τα παραπάνω θα συμβούν στην πράξη σχετίζεται με τη λειτουργία του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών. Όπως πάντα συμβαίνει, αν υπάρξει ουσιαστικός ανταγωνισμός -που είναι πολύ υποτονικός τα τελευταία χρόνια-, ο καταναλωτής θα βγει κερδισμένος.
Τα πρώτα δείγματα προθέσεων και από τις τράπεζες και από τους καταθέτες θα τα δούμε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης. Ως τότε, οι συνθήκες δεν επιτρέπουν να αναμένουμε σοβαρές αλλαγές.
* Στην οικονομική επιστήμη αυτή η μέθοδος της σύγκρισης επιλογών και της μέτρησης της ωφέλειας (utility) είναι πολύ διαδεδομένη και με βάση αυτή παίρνονται από καθημερινές απλές αποφάσεις ιδιωτών καταναλωτών μέχρι αποφάσεις επιχειρήσεων και κρατών αξίας πολλών δισ.
** Ο ειδικός συνεργάτης είναι πρώην στέλεχος της τραπεζικής αγοράς.
Συστήθηκα ως Μάξιμος Μαξιλάρης και το ίδιο θα κάνω και με το σημερινό μου άρθρο, αφού πρώτα ευχαριστήσω πολλούς αναγνώστες του Euro2day.gr που σχολίασαν θετικά αλλά και το μοιράστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ως συνέχεια λοιπόν του προηγούμενου άρθρου μου, θα ήθελα να αναδείξω ότι η επιστροφή των καταθέσεων από τα στρώματα και τις θυρίδες στις τράπεζες -κάτι που όλοι δείχνουν να θέλουν πολύ- έχει και κάποια τεχνικά προαπαιτούμενα και σίγουρα αν αυτά δεν ικανοποιηθούν, η επιστροφή δεν θα γίνει. Παρότι τα τεχνικά ζητήματα είναι συνήθως πολύπλοκα, η βάση τους είναι εξαιρετικά απλή.
Εγώ ο «Στρωματάκιας» που έχω αποφασίσει να κρατώ χρήματα εκτός τραπεζών το κάνω γιατί, είτε ασυνείδητα είτε ενσυνείδητα, θεωρώ ότι μεταξύ των δύο επιλογών μου (α) λεφτά εκτός με μηδενική απόδοση και (β) λεφτά εντός με κάποια απόδοση, η ωφέλεια (*) της επιλογής (α) είναι μεγαλύτερη από την ωφέλεια της επιλογής (β).
Για να αποφασίσω να επιστρέψω τα χρήματα σε τραπεζικές καταθέσεις θα πρέπει να αντιστραφεί μέσα μου η παραπάνω άποψη.
Να δούμε ένα παράδειγμα. Αν π.χ. φοβάμαι το κούρεμα των καταθέσεων και του δίνω πιθανότητα να
γίνει 5% και να είναι 30% του ποσού (πάνω από τις 100.000), ουσιαστικά έχω μετρήσει ότι το τμήμα αυτό των χρημάτων μου, αν γυρίσει στην Τράπεζα, θα έχει μια προσδοκία απώλειας που είναι 5% x 30% = 1,5%. Άρα εκτιμώ ότι η ωφέλειά μου θα είναι θετική μόνον αν η καθαρή απόδοση των χρημάτων μου στην Τράπεζα (μετά την αφαίρεση φόρων δηλαδή) θα είναι μεγαλύτερη από 1,5%. Λογικά λοιπόν για μένα -με αυτή τη στάση απέναντι στην εκτίμηση των κινδύνων-, οποιοδήποτε επιτόκιο στην κατάθεσή μου είναι κάτω από καθαρό 1,5% δεν με πείθει να γυρίσω τα λεφτά από το στρώμα στην Τράπεζα, γιατί η προσδοκία της ωφέλειάς μου είναι αρνητική.
Κάθε «Στρωματάκιας» έχει τη δική του στάση απέναντι στον κίνδυνο της απώλειας των καταθέσεων. Αν κάποιος εκτιμά ότι θα γίνει σε ποσοστό 50% και δίνει στο ενδεχόμενο αυτό την ίδια με μένα πιθανότητα 5%, η ωφέλειά του γίνεται θετική, με καθαρό επιτόκιο πάνω από 5%x50%=2,5%.
Αν κάποιος άλλος θεωρεί το ενδεχόμενο πιο πιθανό π.χ. στο 10% και πιστεύει ότι θα χάσει το 40%, η δική του ωφέλεια γίνεται θετική μόνο με καθαρό επιτόκιο πάνω από 10%x40%=4% κ.ο.κ. Αυτή είναι μια άσκηση απλής αριθμητικής και μπορεί να την κάνει οποιοσδήποτε, για να εκτιμήσει το ελάχιστο επίπεδο επιτοκίου που αντιστοιχεί σε θετική ωφέλεια για την κατάθεση των χρημάτων του στην τράπεζα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Κατά τη γνώμη μου τα εξής:
1. Όσο υπάρχει κίνδυνος απώλειας χρημάτων από καταθέσεις στις Τράπεζες, ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική στάση απέναντι στο ενδεχόμενο να επιστρέψει λεφτά από τις θυρίδες και τα σπίτια, γιατί η αποτίμηση του κινδύνου της επιστροφής είναι προσωπική υπόθεση και έχει να κάνει με το προφίλ του καθενός. Σε τέτοιες συνθήκες αβεβαιότητας, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί απόδοση (επιτόκιο) που οι Τράπεζες θα δίνουν για να πείσουν τους πελάτες τους να επιστρέψουν τα χρήματά τους. Λογικά λοιπόν, όσο υπάρχουν τέτοιες συνθήκες που προκαλούν αντίληψη (perception) αρνητικής ή μηδενικής ωφέλειας, εκτιμώ ότι δεν θα υπάρξει επιστροφή των χρημάτων στους λογαριασμούς των τραπεζών.
2. Επιστροφή θα αρχίσει όταν η εκτιμώμενη απώλεια θα είναι σε επίπεδα που θα μπορεί να γυρίσει θετική η ωφέλεια, με επιτόκια που οι τράπεζες θα μπορούν και θα θέλουν να δώσουν. Επιμένω να γράφω για εκτιμώμενη απώλεια και όχι για μηδενική απώλεια, γιατί αυτό που θα ισχύει μετά την 1/1/16 θα είναι ένα σύστημα που σε καμία περίπτωση δεν θα έχει μηδενικό ρίσκο για τις άνω των 100.000 καταθέσεις. Η οδηγία που υιοθετήθηκε ως προαπαιτούμενο μέτρο για το 3ο Μνημόνιο αυτό λέει, ότι ποσά άνω των 100.000 θα υπόκεινται στο ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν σε περιπτώσεις μελλοντικής ανακεφαλαιοποίησης τραπεζών.
3. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι από τη στιγμή που κάποιος κίνδυνος θα υπάρχει και ο καθένας μας θα τον αποτιμά με βάση το προσωπικό του προφίλ, μάλλον τα επιτόκια που θα προσφέρουν οι τράπεζες (τουλάχιστον στο ανασφάλιστο τμήμα τους) θα πρέπει λογικά να ανέβουν. Αυτό ακούγεται λογικό. Σε συνθήκες τόσο ελλειμματικής ρευστότητας, με πάνω από 100 δισ. να έχουν «αποδράσει» τα τελευταία 5 χρόνια, οι τράπεζες θα ζητούν να τους εμπιστευόμαστε χρήματα σε περιβάλλον που κίνδυνος θα υπάρχει, άρα θα πρέπει να ανταμείψουν την εμπιστοσύνη αυτή πιο ακριβά από ό,τι πριν. Ουσιαστικά λοιπόν οι τράπεζες θα πρέπει να «εκχωρήσουν» μεγαλύτερο ποσοστό των επιτοκιακών κερδών τους στους καταθέτες τους, αν πραγματικά θέλουν να προκαλέσουν την επιστροφή των καταθέσεων στα ταμεία τους.
4. Η συνήθης πρακτική των τραπεζών που θέλει το ίδιο επιτόκιο για όλους με βάση μόνο τη διάρκεια και το ποσό της κατάθεσης, δεν θα παίζει πια. Θα πρέπει προϊόντα, επιτόκια, χαρακτηριστικά συνθετικά των καταθέσεων, πακέτα προνομίων κ.λπ. να απορροφήσουν το γεγονός ότι διαφορετικές ομάδες πελατών θα έχουν διαφορετικές προσδοκίες ωφέλειας, δεν θα είναι πια όλοι το ίδιο. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να ερευνούν συνεχώς την εξέλιξη των προσδοκιών και των συμπεριφορών των πελατών τους και να εφαρμόσουν πολύ σύγχρονες, διαφοροποιημένες και τμηματοποιημένες στρατηγικές marketing.
Το τραπεζικό σκηνικό θα αλλάξει άρδην. Σε μια τραπεζική αγορά που διψάει για ρευστότητα, η κατάθεση κάθε πελάτη -μικρή ή μεγάλη- έχει αξία μεγαλύτερη από όση είχε όταν η επάρκεια των καταθέσεων και η απόλυτη ασφάλειά τους ήταν αναμφισβήτητα δεδομένα. Το κατά πόσο βέβαια όλα τα παραπάνω θα συμβούν στην πράξη σχετίζεται με τη λειτουργία του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών. Όπως πάντα συμβαίνει, αν υπάρξει ουσιαστικός ανταγωνισμός -που είναι πολύ υποτονικός τα τελευταία χρόνια-, ο καταναλωτής θα βγει κερδισμένος.
Τα πρώτα δείγματα προθέσεων και από τις τράπεζες και από τους καταθέτες θα τα δούμε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης. Ως τότε, οι συνθήκες δεν επιτρέπουν να αναμένουμε σοβαρές αλλαγές.
* Στην οικονομική επιστήμη αυτή η μέθοδος της σύγκρισης επιλογών και της μέτρησης της ωφέλειας (utility) είναι πολύ διαδεδομένη και με βάση αυτή παίρνονται από καθημερινές απλές αποφάσεις ιδιωτών καταναλωτών μέχρι αποφάσεις επιχειρήσεων και κρατών αξίας πολλών δισ.
** Ο ειδικός συνεργάτης είναι πρώην στέλεχος της τραπεζικής αγοράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα