‘Κύριε πρόεδρε, μπορείτε να μου αναφέρετε τις τιμές κάποιων βασικών τροφίμων;’. – ‘Πότε ήταν η τελευταία φορά επισκεφτήκατε δημόσιο νοσοκομείο’.- ‘ Πόσο συχνά στέκεστε στην ουρά δημόσιας υπηρεσίας για να εξυπηρετηθείτε;’- ‘Έχετε στείλει τα παιδιά σας σε δημόσιο σχολείο;’. -‘Δεδομένου ότι στην Ευρώπη η πολιτική γίνεται και με προσωπικές επαφές, πόσες ξένες γλώσσες μιλάτε;’
-‘ Έχετε μείνει ποτέ στη ζωή σας χωρίς δουλειά και χωρίς εισόδημα;’-‘Ποιες συγκεκριμένες επενδύσεις θα φέρετε στη χώρα;’ – ‘ Έχετε διαβάσει τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης;’- ‘Τι συγκεκριμένο είστε έτοιμοι να κάνει για το τάδε συγκεκριμένο θέμα;’ -‘Ποιοι θα είναι οι βασικοί υπουργοί σας’- ‘ Γιατί δεν συμπεριλάβατε προσωπικότητες αλλά κομματικά στελέχη στο αριστίνδην ψηφοδέλτιό σας;’.- ‘Ποια νομοσχέδια έχει προετοιμάσει και πότε θα τα καταθέσετε;’ -‘ Πώς κυκλοφορείτε στο δρόμο;’.
Κατά συνέπεια τι τα θες, τι τα γυρεύεις. Οι πολιτικοί όπως τους παίζουν χορεύουν. Ή αλλιώς: το είδος του γηπέδου ορίζει και το είδος του παιχνιδιού.Το παιχνίδι μπορεί να διέφερε τεχνικά από τις προηγούμενες φορές, αλλά ήταν εξ ίσου μακριά από την ουσία της πολιτικής. Το είδος των ερωτήσεων που τέθηκαν και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο τέθηκαν -μακροσκελείς πρόλογοι και άσχετες τοποθετήσεις που τις καθιστούσαν ενίοτε μη ερωτήσεις αλλά … πάσες– δεν υποχρέωνε τους δύο πολιτικούς αρχηγούς να απαντούν καθαρά, ευθέως και μόνο στο θέμα για το οποίο τους ρωτούσαν.
Αντίθετα το δημοσιογραφικό πάνελ έδειχνε να ενθουσιάζεται για τις στιγμές που την ουσία αντικαθιστούσαν οι προσωπικές αντιδικίες. Η ένταση διευκόλυνε να μην υπάρχει σαφής απάντηση. Έτσι πολιτικοί και δημοσιογράφοι λειτούργησαν συμπληρωματικά στην αποδυνάμωση της πολιτικής αξίας ενός τέτοιου γεγονότος.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η αξιολόγηση της απόδοσης των δύο πολιτικών αρχηγών δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Ήταν ωστόσο ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι υπήρχε διαφορά κλάσης.
Ο Τσίπρας ήταν επικοινωνιακός όπως πάντα, άνετος, εύστοχος και ευπρεπής. Απαντούσε ή υπέκφευγε με ηρεμία και αυτοπεποίθηση.
Αντίθετα ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης υπέκυψε στο στυλ με το οποίο πολιτεύεται συνήθως, αλλά το ‘ντε λα μαγκέν’ ύφος δεν του βγήκε. Εξετέθη σε πολλές περιπτώσεις, είτε από την άγνοια, είτε από την υπερβολή σε κάποια θέματα. Πόσο λογικό είναι να λέει τον Τσίπρα Πρωθυπουργό της ανεργίας;
Πόσο ευπρεπές είναι να επαναλαμβάνει ότι ο πρώην πρωθυπουργός “είναι μεταλλαγμένος”; Τι νόημα είχε να σχολιάζει “θα μας τρελάνει;” ή “έχετε ζαλίσει”- ευτυχώς χωρίς το “μας”.
Όσα λέγονται σε μια παρέα δεν λέγονται σε μια κρίσιμη στιγμή του δημοσίου βίου που θα κρίνει ποιος θα πάρει το τιμόνι της χώρας στην επομένης ή ποιος αξίζει να το πάρει. Δεν είναι και πολύ σοβαρό να καταγγέλλεις την ΕΡΤ ότι …έδειχνε τον Τσίπρα ψηλότερο;
Ο Μεϊμαράκης προσπάθησε να αντιμετωπίσει και στο τετ α τετ τον αντίπαλο του με το ύφος που τον αντιμετωπίζει στα μπαλκόνια και στα τηλεοπτικά παράθυρα και τον κατάπιε τα εγχείρημά του. Ο προφανής εκνευρισμός τον οδηγούσε σε εξυπνάδες του τύπου “ δεν είστε ωρομίσθιος για να υπερηφανεύεστε ότι διαπραγματευτήκατε 17 ώρες”, σε σοφίσματα όπως “υποσχέθηκα στους αγρότες προτού προκηρυχτούν επίσημα οι εκλογές, αρά δεν είναι προεκλογική υπόσχεση” , σε γκάφες, όπως η αντιστοίχηση των Γεωργιάδη- Βορίδη με τους Βαρουφάκη- Κωνσταντοπούλου και σε “κουφές” θεωρίες για τη βιωσιμότητα του χρέους επί Σαμαρά που …χάθηκε επί Τσίπρα.
Αυτά απλώς επιδείνωσαν τη θέση του και άρχισε να πατάει ο ίδιος τα κορδόνια του. Δεν μπορεί ως υποψήφιος πρωθυπουργός όταν ερωτάσαι για τη διαπλοκή και ειδικότερα την εμπλοκή του κόμματός σου να λες “έτυχε να πάνε κάποιοι στον Φαλσιανί’’. Δεν είναι “κάποιοι”, αλλά τέσσερις Έλληνες εισαγγελείς .
Από την πλευρά του ο Τσίπρας χωρίς να κάνει και να πει τίποτε ιδιαίτερο είχε μια εύκολη βραδιά. Κυρίως γιατί κατάλαβε με ποιον είχε να κάνει από την πρώτη ερώτηση -όταν ο αρχηγός της ΝΔ διαβεβαίωσε ότι “ο Μειμαράκης δεν την είδε πρωθυπουργός”- και σε κάθε ενότητα της συζήτηση του έδινε όσο σχοινί ήθελε για να κρεμαστεί μόνος του, χωρίς να σηκώνει το γάντι στις προσωπικές προσβολές.
Ο πρώην πρωθυπουργός δεν ήταν πειστικός. Ούτε μπορούσε να είναι, αν ληφθεί υπόψη η επτάμηνη διακυβέρνησή του και η σύγκριση όσων ανήγγειλε το 2014 με όσα έκανε το 2015. Αλλά τα πήγε καλά σε σχέση με τη βασική επιδίωξη του που είναι η εξασφάλιση δεύτερης ευκαιρίας– με τη “βοήθεια” φυσικά του “συνομιλητή” του. Με άλλα λόγια ήταν περισσότερο πρωθυπουργικός από τον αρχηγό της ΝΔ, αλλά και περισσότερο οικείος και ανθρώπινος, παρ’ ότι ο αντίπαλός του προσπαθούσε να μιλήσει τη γλώσσα του καφενείου.
Εν κατακλείδι, το debate ήταν τεχνικά πλήρες, χάρη στη διοίκηση και τα στελέχη της ΕΡΤ. Αλλά το κάδρο έφερνε όλο και πιο πολύ στη γνωστή γκραβούρα “ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών επί πιστώσει”. Αλλά ούτε σοφότερους μας έκανε, ούτε πως θα κυβερνηθεί η χώρα από τη Δευτέρα, αν κερδίσει ο ένας ή ο άλλος, μας έδειξε. Ίσως γιατί όποιος και να κερδίσει η πολιτική που θα εφαρμόσει θα είναι η ίδια. Αν δεν θα σημαίνει ότι η χώρα μπήκε οριστικά στην Οδό της Απώλειας.
Από αυτή την άποψη ο τυχερός και ταυτόχρονα ο άτυχος της βραδιάς ήταν ο Αλέξης Τσίπρας: πέτυχε το στόχο του και αυτό μπορεί να αποδειχτεί και η …τιμωρία του. Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν απλώς ο άτυχος, με την έννοια που ήταν ένας άλλος συνονόματος του πριν από τρεις δεκαετίες… Αλλά πιο πολύ άτυχη υπήρξε ή ουσία –παρά τη βελτίωση στη διαδικασία– του debate. Λίγο ως πολύ χάθηκε μια ευκαιρία να εξελιχτεί σε γεγονός που θα κρίνει τις εκλογές της Κυριακής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα