Μεγάλες αλήθεις που δεν θέλουμε να κατανοήσουμε....
Στην αρχή σύμπας ο πολιτικός κόσμος
κατηγορούσε τον κ. Γιώργο Παπανδρέου για κακή διαπραγμάτευση. Ο πρώτος
πρωθυπουργός του μνημονίου ήταν πολύ «κουτόφραγκος» στις αντιλήψεις για
να την φέρει στους γνήσιους κουτόφραγκους. Ετσι η χώρα δεν μπόρεσε να
συνεχίσει το πάρτι της μεταπολίτευσης με πρωτογενή ελλείμματα 2 δισ.
μηνιαίως. Κατόπιν ήρθε η σειρά του κ. Αντώνη Σαμαρά να γίνει «κακός
διαπραγματευτής». Ο ίδιος μάλλον ήταν πολύ αστός για να μπορέσει να
απειλήσει τους εταίρους και δανειστές με Grexit, ώστε να διατηρηθεί το
«επίδομα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία». Και μετά ήρθε η επτάμηνη
διαπραγμάτευση με τα πουκάμισα έξω. Η χώρα κινδύνευσε με την απόλυτη
καταστροφή, δηλαδή με Grexit διά του οποίου απειλούσαμε ως «καλοί
διαπραγματευτές». Την γλιτώσαμε με σοβαρές ζημιές στην οικονομία, με
κεφαλαιακούς ελέγχους και ουρές ηλικιωμένων στα ΑΤΜ για να παίρνουν 60
ευρώ ημερησίως. Ο κ. Βαρουφάκης έβαλε τα πουκάμισα μέσα και συνέχισε να
κάνει ομιλίες· ευτυχώς εξόδοις άλλων.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι είναι θεία δίκη οι κατηγορίες που εκτοξεύονται
κατά του κ. Αλέξη Τσίπρα για κακή διαπραγμάτευση και υποχώρηση της
κυβέρνησής του απέναντι στις αυθαίρετες κόκκινες γραμμές που είχε θέσει·
όχι μόνο ο ίδιος αλλά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Κι έτσι το παραμύθι
ότι το πρόβλημα της οικονομίας είναι διαπραγματευτικό και όχι δομικό
συνεχίζεται. Τώρα ως πρόσχημα για να μην υπάρξει εθνική συνεννόηση για
τα μεγάλα δομικά προβλήματα της χώρας. Ετσι οι πολίτες εναποθέτουν τις
ελπίδες τους σε όλο και πιο ακραίους, εκείνους δηλαδή που υπόσχονται να
βρίσουν τους δανειστές, για να μας δανείσουν περισσότερα.
Γράφαμε και παλιότερα (15.7.2012) πως η διαπραγμάτευση είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Και γι’ αυτό εξαιρετικά ασαφές. Στην Ελλάδα έγινε κάτι σαν τον Θεό. Είναι πανταχού παρούσα στη δημόσια συζήτηση, καλλιεργώντας την ελπίδα ότι ένα καλό αλισβερίσι θα συνέχιζε να πληρώνει και τα πάντα. Ακόμη και το αλήστου μνήμης «επίδομα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία». Ετσι, για κάθε επίπονο βήμα εξορθολογισμού της οικονομίας υπάρχει η εύκολη εξήγηση: «δεν έγινε καλή διαπραγμάτευση» και γι’ αυτό, π.χ., κόπηκαν οι πλασματικές υπερωρίες στον δημόσιο τομέα. Κανείς δεν συζητάει στα σοβαρά αν πρέπει να υπάρχουν εκατοντάδες άχρηστοι δημόσιοι οργανισμοί και φορείς. Ολοι μέμφονται την «κακή διαπραγμάτευση» που μας αναγκάζει να τους κλείσουμε· αν και όταν τους κλείσουμε.
Δυστυχώς η οικονομική πραγματικότητα δεν βελτιώνεται με «σου ’πα, μου ’πες». Αντιθέτως, χειροτερεύει. Η πολύ καλή διαπραγμάτευση που έκαναν όλες οι κυβερνήσεις ανέβαλε μέτρα απελευθέρωσης της οικονομίας, χαντάκωσε τις προοπτικές της, μετέθεσε τα βάρη στους ασθενέστερους, δηλαδή εκείνους που δεν έχουν πολιτική ισχύ και τέλος μείναμε μόνοι σε μνημόνιο. Ακόμη και η Κύπρος έκανε όλες τις αναγκαίες προσαρμογές και ετοιμάζεται για την τελική αξιολόγηση και την έξοδο στις αγορές.
Το πρόβλημα λοιπόν της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα δεν είναι το έλλειμμα διαπραγμάτευσης για να αναβληθούν ακόμη μια φορά όσα πρέπει να γίνουν. Είναι το έλλειμμα θέλησης να πραγματοποιήσει όσα συμφωνεί, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η οικονομία θα παραμείνει σε ύφεση, η συμπιεσμένη οικονομική δυναμική της χώρας δεν θα ξεδιπλωθεί και η χώρα θα παραμείνει σε μνημόνιο και με το παράπονο «ε, ρε πόσο καλά θα περνούσαμε αν κάναμε μια καλή διαπραγμάτευση».
Γράφαμε και παλιότερα (15.7.2012) πως η διαπραγμάτευση είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Και γι’ αυτό εξαιρετικά ασαφές. Στην Ελλάδα έγινε κάτι σαν τον Θεό. Είναι πανταχού παρούσα στη δημόσια συζήτηση, καλλιεργώντας την ελπίδα ότι ένα καλό αλισβερίσι θα συνέχιζε να πληρώνει και τα πάντα. Ακόμη και το αλήστου μνήμης «επίδομα έγκαιρης προσέλευσης στην εργασία». Ετσι, για κάθε επίπονο βήμα εξορθολογισμού της οικονομίας υπάρχει η εύκολη εξήγηση: «δεν έγινε καλή διαπραγμάτευση» και γι’ αυτό, π.χ., κόπηκαν οι πλασματικές υπερωρίες στον δημόσιο τομέα. Κανείς δεν συζητάει στα σοβαρά αν πρέπει να υπάρχουν εκατοντάδες άχρηστοι δημόσιοι οργανισμοί και φορείς. Ολοι μέμφονται την «κακή διαπραγμάτευση» που μας αναγκάζει να τους κλείσουμε· αν και όταν τους κλείσουμε.
Δυστυχώς η οικονομική πραγματικότητα δεν βελτιώνεται με «σου ’πα, μου ’πες». Αντιθέτως, χειροτερεύει. Η πολύ καλή διαπραγμάτευση που έκαναν όλες οι κυβερνήσεις ανέβαλε μέτρα απελευθέρωσης της οικονομίας, χαντάκωσε τις προοπτικές της, μετέθεσε τα βάρη στους ασθενέστερους, δηλαδή εκείνους που δεν έχουν πολιτική ισχύ και τέλος μείναμε μόνοι σε μνημόνιο. Ακόμη και η Κύπρος έκανε όλες τις αναγκαίες προσαρμογές και ετοιμάζεται για την τελική αξιολόγηση και την έξοδο στις αγορές.
Το πρόβλημα λοιπόν της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα δεν είναι το έλλειμμα διαπραγμάτευσης για να αναβληθούν ακόμη μια φορά όσα πρέπει να γίνουν. Είναι το έλλειμμα θέλησης να πραγματοποιήσει όσα συμφωνεί, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η οικονομία θα παραμείνει σε ύφεση, η συμπιεσμένη οικονομική δυναμική της χώρας δεν θα ξεδιπλωθεί και η χώρα θα παραμείνει σε μνημόνιο και με το παράπονο «ε, ρε πόσο καλά θα περνούσαμε αν κάναμε μια καλή διαπραγμάτευση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα