Στην πλούσια σε γεγονότα και μακρόχρονη ελληνική ιστορία, υπάρχουν δυστυχώς και ορισμένες μελανές σελίδες, που επισκιάζουν την κατά τ’άλλα ένδοξη παράδοση της χώρας ,με τα επιτεύγματα και τους αγώνες για την υπεράσπιση και των Εθνικών Δικαίων αλλά και σημαντικών αρχών παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η Ελευθερία και η Δημοκρατία.
Μια από αυτές τις μελανές σελίδες είναι και η σύλληψη,φυλάκιση και δίκη του στρατηγού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του στρατιωτικού ηγέτη και ήρωα της ελληνικής επανάστασης του 1821. Θύμα των εγχώριων παθών και των απροσχημάτιστων παρεμβάσεων ξένων δυνάμεων, ο Κολοκοτρώνης που συνέβαλε τα μέγιστα στον Αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας από τον Οθωμανικό ζυγό θα υποστεί την ταπείνωση και την πίκρα που επέβαλαν οι
ίντριγκες και οι ξένοι παράγοντες, οι οποίοι δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να δουν την Ελλάδα να ισχυροποιείται και να ξαναζεί κατά αναλογία την δόξα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,μετά την απελευθέρωσή της.
Η ενηλικίωση του ‘Οθωνα -τον οποίο επέβαλαν στη χώρα οι ξένες δυνάμεις– θα γινόταν τον Μάιο του 1835, ως τότε λοιπόν τα βασιλικά καθήκοντα ασκούσε μια πενταμελής επιτροπή-η αντιβασιλεία- η οποία αποτελούνταν από τον κόμη Αρμανσμπέργκ τον καθηγητή Μάουερ τον υποστράτηγο Χάιντεκ και μέλη τους ‘Αμπελ και Γκρένερ και είχε την πληρεξουσιότητα να ασκεί πλήρως την εξουσία.
Οι λεγόμενες «προστάτιδες δυνάμεις» ήθελαν με κάθε τρόπο να εδραιώσουν την επιρροή τους στην Ελλάδα, πρωτοπόρος ήταν η Αγγλία η οποία ήθελε να εξαφανίσει την Ρωσική και τη Γαλλική επιρροή. Για την επίτευξη των στόχων της χρησιμοποιούσε τον κόμη Αρμανσμπέργκ. Αντίστοιχα η Γαλλία χρησιμοποιούσε τους Μάουερ και ‘Αμπελ ενώ η Ρωσία τον Χάιντεκ.
Ωστόσο η Αγγλία γνώριζε ότι έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική στις κινήσεις της, ώστε να μην συσπειρώσει τις άλλες δύο δυνάμεις Γαλλία και Ρωσία εναντίον της. ‘Ετσι συμμάχησε πρόσκαιρα με τη Γαλλική προκειμένου να εξαφανίσει τη Ρωσική η οποία ήταν και η πιο δύσκολη και ισχυρή, καθώς την εκπροσωπούσαν οι δυναμικότεροι ‘Ελληνες στρατιωτικοί ηγέτες με επικεφαλής τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Τότε εξυφάνθει μια από τις μεγαλύτερες μηχανοραφίες της ελληνικής ιστορίας της οποίας τα νήματα κινούσαν άλλοτε οι αντιβασιλείς, άλλοτε οι πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων και όσοι βρισκόταν πίσω από αυτούς και που οδήγησε στην φυλάκιση και την δίκη του στρατηγού και στρατιωτικού ηγέτη Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Τον Απρίλιο του 1833 η αντιβασιλεία όρισε το υπουργικό συμβούλιο το οποίο αποτελούνταν από τον Σπ.Τρικούπη τον Αλ. Μαυροκορδάτο τον Ι.Κωλέτη τον Γ.Ψύλλα και τον Γ.Πραϊδη με φανερή την υπεροχή της Αγγλικής επιρροής στη σύνθεσή του, αλλά και της ανύπαρκτης ρωσικής καθώς το ρωσικό κόμμα δεν εκπροσωπήθηκε από κανένα εκπρόσωπο, διότι αποκλείστηκαν όλοι οι ισχυροί άνδρες του καποδιστριακού κόμματος και δεν δόθηκε (αν είναι δυνατόν) στον Κολοκοτρώνη η αρχιστρατηγία. Αποκλείστηκαν επίσης από τιμητικά αξιώματα οι Κίτσος Τζαβέλας και Θεόδωρος Γρίβας.
Ετσι όλη η δύναμη συγκεντρώθηκε στην αντιβασιλεία, καθώς όλες οι άλλες δυνάμεις αποτελούσαν απειλή για την εξουσία.Τα κόμματα συχνά κατέφευγαν στην αντιβασιλεία για να ρυθμίζουν τις επιδιώξεις τους και έτσι της έδιναν πάτημα να επεμβαίνει στις ελληνικές υποθέσεις,ενώ φρόντιζε εντέχνως να μην υπάρχει θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη και την επιβίωσή τους.Το Φεβρουάριο του 1833 ο Κολοκοτρώνης έστειλε επιστολή στον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας εκφράζοντας την ανησυχία του για την εκκλησιαστική πολιτική της αντιβασιλείας. Την ίδια περίοδο "οι Ναπαίοι" το ρωσικό κόμμα κυκλοφορούσε προς υπογραφή ένα κείμενο απευθυνόμενο προς τον Τσάρο με το οποίο ζητούσε να αναλάβει καθήκοντα άμεσα ο ‘Οθωνας και βέβαια την ανάκληση της αντιβασιλείας.
Αυτές οι δύο ενέργειες αποτέλεσαν την αιτία της "συνωμοσίας" και μερικές εβδομάδες αργότερα διετάχθει η σύλληψη των ρωσόφρονων οπλαρχηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Φρατζή, Κίτσου Τζαβέλλα, Γεναίου Κολοκοτρώνη, Σπυρομήλιου,Γρίβα και άλλων στρατιωτικών που ήταν γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα και τον Κολοκοτρώνη. Η διαταγή σύλληψης είχε υπογραφεί μόνο από τους αντιβασιλείς Μάουερ και ‘Αμπελ. Ο Μαυροκορδάτος εκπρόσωπος του Αγγλικού κόμματος ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών και Ναυτιλίας.
Οι συλλήψεις έγιναν με απόλυτη μυστικότητα χωρίς να γνωστοποιηθούν στο υπουργικό συμβούλιο και τους περισσότερους από αυτούς τους έφεραν αλυσοδεμένους και τους περιέφεραν στους δρόμους του Ναυπλίου για να τους διαπομπεύσουν, ενώ τους φυλάκισαν είτε στο Ιτς Καλέ είτε στο Μπούρτζι.
Η δίκη άρχισε στις 30 Απριλίου του 1834 στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου και ολοκληρώθηκε στις 26 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Στην εισαγγελική έδρα ήταν ο Σκωτσέζος Μάσσον «φιλέλλην» και θερμός υπερασπιστής του δολοφόνου του Καποδίστρια, Γεωργίου Μαυρομιχάλη τον οποίο υπερασπίστηκε με πάθος, ενώ με αντίστοιχο μένος τάχθηκε εναντίον του Κολοκοτρώνη, θεωρώντας πως έχει ιδιαίτερα δικαιώματα, όπως το να κρίνει επί της ζωής των επιφανέστερων ανδρών αυτής της χώρας.
Από το στάδιο της προανάκρισης και μόνο φάνηκε ότι η δίκη ήταν κατασκευασμένη με ψευδομάρτυρες και ο ίδιος παρουσιάστηκε από την αρχή απόλυτα πεπεισμένος για την ενοχή του γέρου του Μοριά.
Οι κατηγορίες δεινές, βαρύτατες "επί εσχάτη προδοσία" καμία όμως από αυτές δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Οι κατηγορούμενοι στρατηγοί παρουσιάστηκαν με στολή απλή καπετάνιου, χωρίς παράσημα. Η εμφάνιση του Κολοκοτρώνη στο εδώλιο συγκλόνισε το ακροατήριο και όταν ο Γέρος ρωτήθηκε «τι επάγγελμα έχεις;» και εκείνος έδωσε την ιστορική απάντηση «Στρατιωτικός, κρατάω σαράντα εννιά χρόνους στο χέρι το τουφέκι και πολεμάω για την πατρίδα» ρίγος και δέος κατέλαβε ακόμη και τους εχθρούς του μεγάλου στρατηγού.
Επί είκοσι ημέρες κατά τη διάρκεια του δικαστηρίου παρέλασαν 44 ψευδομάρτυρες κατηγορίας και δυστυχώς βγήκαν όλα τα κομματικά πάθη που συγκλόνιζαν την Ελλάδα που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να θεμελιώσει την ανεξαρτησία της. Επίσης φάνηκε ξεκάθαρα ο ρόλος των ξένων δυνάμεων που προσπαθούσαν να αντλήσουν εξουσία και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους σε ξένη χώρα, για την ανεξαρτησία της οποίας, άλλοι είχαν πολεμήσει και είχαν δώσει την ψυχή τους και τη ζωή τους και τώρα αυτοί κυνικά και με θράσος τους είχαν καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Μπήκε ο πρόεδρος Πολυζωίδης στην αίθουσα και ανέλυσε το κατηγορητήριο στους στρατηγούς ως εξής –παρακίνησαν το λαό σε εμφύλιο –παρακίνησαν σε ληστεία διάφορους αρχιληστάς με σκοπό την συνομωσίαν και τον εμφύλιον πόλεμο –συνέταξαν αναφορά ζητώντας την επέμβαση ξένης δύναμης(της Ρωσίας) κατά της αντιβασιλέιας – και συνέδραμαν τον κόντε Δ. Ρώμα στο σχέδιο περί καταργήσεως των δύο μελών της αντιβασιλείας.
Αμέσως μετά ξεκινά η απολογία του Κολοκοτρώνη ο οποίος σηκώθηκε και προχώρησε αγέρωχος προς τους δικαστές. Μπροστά τους στέκεται ολόκληρο το ’21, η ελληνική επανάσταση προσωποποιημένη. Φέρνουν το Ευαγγέλιο και ο Κολοκοτρώνης απλώνει το χέρι του» Ορκίζομαι» «ονομάζομαι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από το Λιμποβίσι Καρύταινας, είμαι στρατιωτικός, κράταγα επί 49 χρόνια το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν,τ’αδέλφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου …..να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και δεν θα την έπαιρνε πίσω».
Αφού έγιναν και οι άλλες απολογίες του Πλαπούτα και των άλλων στρατηγών και εξετάστηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, ο Μάσσον έκανε την αγόρευσή του με μεγάλο πάθος λέγοντας πως «Επιμένω εις την κατηγορία και με τα νύχια και τα δόντια θα την υποστηρίξω.Διακηρύττω λοιπόν τους εγκαλουμένους ως ενόχους και απαιτώ τον θάνατό τους».
Οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης Π.Βαλσαμάκης (ρωσόφιλος, διορισμένος από τον Καποδίστρια ως επιθεωρητής των εισαγγελέων, αλλά είχε παυτεί από την αντιβασιλεία) του Κολοκοτρώνη και Χ.Κλωνάρης ( αγγλόφιλος ,ο οποίος ήταν φανατικός αντικαποδιστριακός, αλλά το αίσθημα της δικαιοσύνης και της υπεράσπισης της αλήθειας,τον έκαναν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων) του Πλαπούτα, κατάφεραν με τις σπουδαίες ετυμηγορίες τους να ανατρέψουν όλα τα επιχειρήματα του επιτρόπου Μάσσον ,να είναι όλοι βέβαιοι για την αθωότητα των στρατηγών και να αποδείξουν «το πλαστόν και ψευδές της υποθέσεως».
Τώρα αρχίζει η πιο δραματική φάση της δίκης, όπου ο Μάσσον αιφνιδιαστικά αρνείται να απαντήσει στους συνηγόρους υπεράσπισης με την γελοία εξήγηση, ότι δεν μπορεί να χάνει τον καιρό του και ο πρόεδρος Πολυζωίδης βγαίνει μπροστά λέγοντας του, ότι χρωστά μια απάντηση και έτσι αρχίζει η ιστορική μάχη του Πολυζωίδη με τον Μάσσον και τον Μάουερ που θα τον καταστήσει σύμβολο της ελληνικής δικαιοσύνης . Οι Μάσσον και Μάουερ προσπάθησαν να εξαγοράσουν τους δύο δικαστές Πολυζωίδη και Τερτσέτη,όπως έκαναν και με τους άλλους τρεις, εις μάτην, αργότερα τους απείλησαν ότι αν δεν συμμορφωνόταν με την ήδη ειλημμένη απόφαση τους, για καταδίκη των στρατηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα είς θάνατο,θα καταδιώκονταν και τα μέλη του δικαστηρίου που αρνούνταν να συμμορφωθούν.
Η ζωή του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα είχε κριθεί τελεσίδικα. Στην αίθουσα του δικαστηρίου διαδραματίστηκαν σκηνές συγκλονιστικές με τους Πολυζωίδη και Τερτσέτη να δίνουν τη μάχη ακόμη και την ύστατη στιγμή και τον Τερτσέτη με δραματική έξαρση να δηλώνει πως » Ναι έκλαυσα ενώπιον των τριών. Ναι σχεδόν εγονάτισα φιλώντας τα χέρια των τριών«. ‘Ομως τα δάκρυα του Τερτσέτη δεν επηρέασαν τους τρεις εξαγορασμένους δικαστές.
Οι δύο δικαστές Πολυζωίδης και Τερτσέτης αρνούνται να υπογράψουν την απόφαση λέγοντας «όποιαι και αν είναι αι συνέπειαι δεν θα γίνω συνεργός δικαστικού εγκλήματος «εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν υπογράφω, προτιμώ να μου κόψουν το χέρι αλλά δεν υπογράφω». Τότε οι χωροφύλακες δια της βίας χτυπώντας τους και σκίζοντας τους τα ρούχα, τους ανέβασαν στην έδρα για να ανακοινώσουν την απόφαση,τότε ο Τερτσέτης φώναξε «το σώμα μου μπορείτε να το κάμετε ότι θέλετε το στοχασμό μου όμως και τη συνέιδησή μου δεν μπορείτε να την παραβιάσετε«, μια σκηνή ασύλληπτη μοναδική,έχει βραδιάσει πια και οι χωροφύλακες φέρνουν από τη φυλακή τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα οι οποίοι μόλις αντικρίζουν το θέαμα μέσα στην αίθουσα, καταλαβαίνουν την δραματική απόφαση που έχει παρθεί.
Ο Πολυζωίδης γέρνει το κεφάλι του και κλείνει τα μάτια του με το χέρι του σε στάση οδύνης και ντροπής για όσα διαδραματίζονται. Ο Κολοκοτρώνης ακούει την καταδικαστική απόφαση » ο Δ.Πλαπούτας και ο Θ. Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας» ψύχραιμος, παίζοντας τις χάντρες του κομπολογιού του, ενώ στο τέλος έκανε τον σταυρό του λέγοντας «Κύριε ελέησον, Μνήστητι μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου». ‘Υστερα πήρε από την ταμπακιέρα του λίγο καπνό,τον ρούφηξε και είπε στους δικηγόρους του » αντίκρυσα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα, ούτε τώρα τον φοβάμαι «,τότε ακούστηκε από την αίθουσα «άδικα σε σκοτώνουν στρατηγέ» και ο Κολοκοτρώνης τους απάντησε » γι’ αυτό λυπάστε! καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα παρά δίκαια».
Ο Πλαπούτας είχε ταραχθεί και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καθώς σκεφτόταν τα οχτώ ορφανά ανήλικα που θα άφηνε πίσω του και τότε ο Κολοκοτρώνης τον παρηγόρησε και του είπε "Ξάδελφε εσύ δεν φοβήθηκες τους Τούρκους, τώρα κλαίς ; Τ’όνειρό μας ήταν να ελευθερώσουμε την πατρίδα. Μην λυπάσαι το λοιπόν. Εμείς κάναμε το χρέος μας και αυτοί ας μας καταδικάζουν».
‘Οταν τους οδήγησαν στο Ιτς Καλέ αλυσοδεμένους ο Κολοκοτρώνης έβγαλε το δαχτυλίδι του το έδωσε στο δεσμοφύλακα και του είπε «Δώστο στο μικρό μου γιο τον Κολίνο και πες του να με θυμάται».
Δυστυχώς η απόφαση του δικαστηρίου έγινε δεκτή χωρίς την έκρηξη της λαϊκής οργής που θα περίμενε κανείς. ‘Ενα φαινόμενο το οποίο πραγματικά είναι άξιο προσοχής και επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αφού λογικά με δεδομένα τα όσα προσέφερε ο Κολοκοτρώνης για την απελευθέρωση της πατρίδας θα έπρεπε να υπάρχει εντονότατη λαϊκή αντίδραση και διαμαρτυρία.
Με πληροφορίες από τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη -Διήγησις Συμβάντων Ελληνικής Φυλής , Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους εκδοτική Αθηνών 1977, ΓΕΣ βιβλίο ταξίαρχου Γ.Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα», Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα.
Πηγή: Της Μαρίνας Μπαμπαλιάρη - alltimeclassic.net
Η δίκη του Κολοκοτρώνη – Όλη η ιστορική απολογία
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς ονομάζεσαι;
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από πού κατάγεσαι;
Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσων ετών είσαι;
Εξήντα τέσσερων.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι επάγγελμα κάνεις;
Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ΄ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και τι λέγατε;
Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ΄ Ανάπλι;
Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν άκουσες τίποτα;
Όχι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
Όχι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
Ναι, είναι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί έφυγες;
Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
Τούτο δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.
Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος». Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία. Πηγή: onalert,verianet.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα