Νεκροφάνεια θεωρείται η κατάσταση του ανθρώπου η οποία χαρακτηρίζεται από προσωρινή παύση ή επιβράδυνση των βιολογικών λειτουργιών του, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι είναι νεκρός. Είναι πιθανό κάποιες παθολογίες ή βίαιες αιτίες να οδηγήσουν σε τέτοια κατάσταση.
Τα παλαιότερα χρόνια μάλιστα, που η ιατρική δεν είχε αναπτυχθεί και που η πιστοποίηση του θανάτου δεν ακολουθούσε πάντα τους κανόνες της επιστήμης, άνθρωποι που βρίσκονταν σε κατάσταση νεκροφάνειας είχαν ταφεί και αρκετοί από αυτούς επέστρεφαν από τον τάφο, προκαλώντας λιποθυμίες. Κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, καταγεγραμμένες στην Ιστορία θα… ξεθάψουμε σήμερα.
Η Αν Γκριν γύρισε και εκδικήθηκε με τη ζωή της
1. Ο Θεός διόρθωσε το λάθος των ανθρώπων…
Η Αν Γκριν γεννήθηκε το 1628 στο Όξφορντσαιτ. Στα 22 της εργάστηκε ως καμαριέρα στο σπίτι του σερ Τόμας Ριντ, όπου βιάστηκε από τον έφηβο εγγονό του αφεντικού της. Η Αν Γκριν έμεινε έγκυος και γέννησε πρόωρα ένα νεκρό παιδί. Αυτό μπορεί να ήταν το τέλος της τραγικής ιστορίας της Γκριν αν είχε γεννηθεί σε άλλη εποχή. Ωστόσο, εκείνα τα σκοτεινά και μουχλιασμένα χρόνια του 18ου αιώνα - μιλάμε για το 1650 - η Άν διώχθηκε από το νόμο περί βρεφοκτονίας, που είχε ψηφιστεί το 1624. Σύμφωνα με εκείνον το νόμο, εάν μια μητέρα ήταν ανύπαντρη και γεννούσε νεκρό παιδί, έπρεπε να προσκομίσει μάρτυρα, που να επιβεβαίωνε το γεγονός. Στην περίπτωση που η ανύπαντρη μητέρα δεν μπορούσε να αποδείξει ότι το παιδί ήταν νεκρό κατά τη γέννηση, θεωρούνταν ένοχη για φόνο! Η Αν απέβαλε ενώ εργαζόταν και έθαψε το μικροκαμωμένο νεκρό μωρό της κοντά σε έναν βάλτο. Το κορμάκι του βρέφους ανακαλύφθηκε και η Αν οδηγήθηκε σε δίκη. Μη έχοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αθωότητά της, η Αν κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό.
Κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων οι δήμιοι ήταν, οι περισσότεροι, ερασιτέχνες και προκαλούσαν αργούς επώδυνους θανάτους στα θύματα τους, προσπαθώντας να τα κρεμάσουν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένας μελλοθάνατος επιζούσε μετά τον απαγχονισμό και στη συνέχεια χρειαζόταν να τον ξανακρεμάσουν!
Η δύσμοιρη Αν ζήτησε από τους δικούς της να τραβήξουν το σώμα της για να επισπεύσουν τον θάνατό της και να μην βασανιστεί στην αγχόνη. Μετά τον απαγχονισμό της, η νεαρή γυναίκα κρίθηκε ότι ήταν πια νεκρή και αποκόπηκε από το σχοινί. Το σώμα της, στάλθηκε σε χειρουργό για μάθημα ανατομίας στην Οξφόρδη. Την επόμενη μέρα, όταν το φέρετρο άνοιξε, η γυναίκα ανέπνεε κανονικά!
Ο χειρουργός κατάφερε να επαναφέρει τη γυναίκα προσφέροντάς της πρώτες βοήθειες και ό,τι μπορούσε να κάνει με ζεστά επιθέματα και μαλάξεις. Μέσα σε λίγες μέρες η Αν ανάρρωσε πλήρως. Μέχρι να ξανασταθεί στα πόδια της, η Αν, ο σερ Τόμας Ριντ, ο εργοδότης της, αλλά και ο γενικός εισαγγελέας είχαν πεθάνει. Αυτό οδήγησε τον χειρουργό στο να παρακαλέσει τους δικαστές να απαλλάξουν τη γυναίκα· κατέθεσε μάλιστα μια μελέτη, όπου διατύπωνε ότι το βρέφος ήταν πολύ αδύναμο για να επιβιώσει και μάλιστα μια μαία κατέθεσε, επιβεβαιώνοντας τον θάνατο του βρέφους στον τοκετό. Μετά από αυτά, η Αν Γκριν αθωώθηκε και άρχισε – κυριολεκτικά – νέα ζωή: παντρεύτηκε, απέκτησε τρία παιδιά, πριν πεθάνει στην τελευταία γέννα της το 1665. Η ιστορία της Αν Γκριν έγινε δημοφιλής και διαδόθηκε ως πράξη του Θεού που έσωσε μια αθώα γυναίκα.
2. Την ανάστησαν οι τυμβωρύχοι
Η ιστορία της Μάργκορι ΜακΚόλ παραμένει σε ομιχλώδες πεδίο, που περισσότερο θρύλο θυμίζει, αφού λίγες είναι οι αποδείξεις για τα πραγματικά γεγονότα. Είναι μια ιστορία, που συνεχίζει να λέγεται σαν παραμύθι περισσότερο, αφού ερευνητές δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν κανένα αρχείο γυναίκας που έφερε το όνομα Μάργκορι ΜακΚόλ ή να βρουν στοιχεία της ταφής της. Όποια και αν είναι η αλήθεια, η ιστορία που έχει καταστήσει τη Μάργκορι ΜακΚόλ θρυλικό πρόσωπο άρχισε το 1705.
Η Αν Γκριν γεννήθηκε το 1628 στο Όξφορντσαιτ. Στα 22 της εργάστηκε ως καμαριέρα στο σπίτι του σερ Τόμας Ριντ, όπου βιάστηκε από τον έφηβο εγγονό του αφεντικού της. Η Αν Γκριν έμεινε έγκυος και γέννησε πρόωρα ένα νεκρό παιδί. Αυτό μπορεί να ήταν το τέλος της τραγικής ιστορίας της Γκριν αν είχε γεννηθεί σε άλλη εποχή. Ωστόσο, εκείνα τα σκοτεινά και μουχλιασμένα χρόνια του 18ου αιώνα - μιλάμε για το 1650 - η Άν διώχθηκε από το νόμο περί βρεφοκτονίας, που είχε ψηφιστεί το 1624. Σύμφωνα με εκείνον το νόμο, εάν μια μητέρα ήταν ανύπαντρη και γεννούσε νεκρό παιδί, έπρεπε να προσκομίσει μάρτυρα, που να επιβεβαίωνε το γεγονός. Στην περίπτωση που η ανύπαντρη μητέρα δεν μπορούσε να αποδείξει ότι το παιδί ήταν νεκρό κατά τη γέννηση, θεωρούνταν ένοχη για φόνο! Η Αν απέβαλε ενώ εργαζόταν και έθαψε το μικροκαμωμένο νεκρό μωρό της κοντά σε έναν βάλτο. Το κορμάκι του βρέφους ανακαλύφθηκε και η Αν οδηγήθηκε σε δίκη. Μη έχοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αθωότητά της, η Αν κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό.
Κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων οι δήμιοι ήταν, οι περισσότεροι, ερασιτέχνες και προκαλούσαν αργούς επώδυνους θανάτους στα θύματα τους, προσπαθώντας να τα κρεμάσουν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένας μελλοθάνατος επιζούσε μετά τον απαγχονισμό και στη συνέχεια χρειαζόταν να τον ξανακρεμάσουν!
Η δύσμοιρη Αν ζήτησε από τους δικούς της να τραβήξουν το σώμα της για να επισπεύσουν τον θάνατό της και να μην βασανιστεί στην αγχόνη. Μετά τον απαγχονισμό της, η νεαρή γυναίκα κρίθηκε ότι ήταν πια νεκρή και αποκόπηκε από το σχοινί. Το σώμα της, στάλθηκε σε χειρουργό για μάθημα ανατομίας στην Οξφόρδη. Την επόμενη μέρα, όταν το φέρετρο άνοιξε, η γυναίκα ανέπνεε κανονικά!
Ο χειρουργός κατάφερε να επαναφέρει τη γυναίκα προσφέροντάς της πρώτες βοήθειες και ό,τι μπορούσε να κάνει με ζεστά επιθέματα και μαλάξεις. Μέσα σε λίγες μέρες η Αν ανάρρωσε πλήρως. Μέχρι να ξανασταθεί στα πόδια της, η Αν, ο σερ Τόμας Ριντ, ο εργοδότης της, αλλά και ο γενικός εισαγγελέας είχαν πεθάνει. Αυτό οδήγησε τον χειρουργό στο να παρακαλέσει τους δικαστές να απαλλάξουν τη γυναίκα· κατέθεσε μάλιστα μια μελέτη, όπου διατύπωνε ότι το βρέφος ήταν πολύ αδύναμο για να επιβιώσει και μάλιστα μια μαία κατέθεσε, επιβεβαιώνοντας τον θάνατο του βρέφους στον τοκετό. Μετά από αυτά, η Αν Γκριν αθωώθηκε και άρχισε – κυριολεκτικά – νέα ζωή: παντρεύτηκε, απέκτησε τρία παιδιά, πριν πεθάνει στην τελευταία γέννα της το 1665. Η ιστορία της Αν Γκριν έγινε δημοφιλής και διαδόθηκε ως πράξη του Θεού που έσωσε μια αθώα γυναίκα.
2. Την ανάστησαν οι τυμβωρύχοι
Η ιστορία της Μάργκορι ΜακΚόλ παραμένει σε ομιχλώδες πεδίο, που περισσότερο θρύλο θυμίζει, αφού λίγες είναι οι αποδείξεις για τα πραγματικά γεγονότα. Είναι μια ιστορία, που συνεχίζει να λέγεται σαν παραμύθι περισσότερο, αφού ερευνητές δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν κανένα αρχείο γυναίκας που έφερε το όνομα Μάργκορι ΜακΚόλ ή να βρουν στοιχεία της ταφής της. Όποια και αν είναι η αλήθεια, η ιστορία που έχει καταστήσει τη Μάργκορι ΜακΚόλ θρυλικό πρόσωπο άρχισε το 1705.
Η Μάργκορι ήταν νεαρή Ιρλανδή που είχε αρρωστήσει με συμπτώματα υψηλού πυρετού, κάτι που της κόστισε τη ζωή. Οι επικεφαλής στο χωριό αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερο να θάψουν τη σορό της γρήγορα πριν η θανατηφόρα ασθένεια που την είχε σκοτώσει εξαπλωνόταν. Τοποθέτησαν λοιπόν το άψυχο σώμα της Μάργκορι σε ένα φέρετρο ενώ της αφαιρέθηκαν όλα τα ενδύματα και ό,τι άλλο έφερε στο σώμα της· όλα, εκτός από ένα πολύτιμο δαχτυλίδι. Η ασθένεια της είχε προκαλέσει πρήξιμο στα άκρα και ο σύζυγός της Μάργκορι δεν μπορούσε να βγάλει το δαχτυλίδι από το δάχτυλό της.
Τότε ήταν συχνή η τυμβωρυχία και οι αρπαγές σορών ή τιμαλφών από μνήματα. Οι ανόσιοι λωποδύτες έσκαβαν φρέσκους τάφους για να πάρουν και να πουλήσουν τα πτώματα σε γιατρούς και ίσως - αν ήταν τυχεροί - να έβρισκαν τιμαλφή που είχαν θαφτεί μαζί με τους νεκρούς. Όταν έπεσε το σκοτάδι οι κλέφτες έκαναν την εμφάνιση τους πάνω από τον τάφο της Μάργκορι· έσκαψαν γρήγορα το μαλακό χώμα και βρήκαν εύκολα το σώμα της φτωχής γυναίκας· πρώτα προσπάθησαν να αφαιρέσουν το δαχτυλίδι, αλλά απέτυχαν όπως και ο σύζυγός της.
Οι κλέφτες κατάλαβαν ότι από το να προσπαθούν να βγάλουν το δαχτυλίδι, θα ήταν ευκολότερο και πιο γρήγορο να κόψουν απλώς το δάχτυλο. Ήταν η λεπίδα που βυθίστηκε στο δάχτυλό της Μάργκορι που συγκλόνισε τη γυναίκα και την επανάφερε ξανά στη ζωή! Οι τυμβωρύχοι τράπηκαν σε φυγή και η Μάργκορι ΜακΚαλ, βρώμικη βουτηγμένη στα χώματα και ματωμένη επέστρεψε στο σπίτι της· χτύπησε την πόρτα και όταν ο άντρας της άνοιξε και είδε την ματωμένη σιλουέτα της «νεκρής» συζύγου του, έπεσε ξέπνοος επί τόπου! Η Μάργκορι επέστρεψε σπίτι, στα παιδιά της και ο αγαπημένος της σύζυγος θάφτηκε στον χώρο που μόλις είχε αδειάσει! Η Μάργκορι ΜακΚόλ ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε κι άλλα παιδιά πριν τελικά πεθάνει οριστικά και ενταφιαστεί στο ίδιο νεκροταφείο από όπου είχε… δραπετεύσει πριν από χρόνια.
3. Της έδωσε ζωή ο ταριχευτής!
Η Νοέλια Σέρνα ήταν 45 χρονών και ζούσε στο Κάλι (διαβόητο για το καρτέλ της κοκαΐνης) της Κολομβίας όταν η ζωή της πήρε αναπάντεχη τροπή. Η Νοέλια έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας και πολεμούσε χρόνια την ασθένεια από την οποία κάποια στιγμή υπέστη καρδιακή προσβολή, τον Φεβρουάριο του 2010. Η Νοέλια εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Κάλι όπου η κατάστασή της συνέχισε να επιδεινώνεται· επέζησε για τις επόμενες 10 ώρες με μηχανική υποστήριξη πριν υποστεί ακόμα μια καρδιακή προσβολή. Μετά το δεύτερο έμφραγμα, οι γιατροί προσπάθησαν απεγνωσμένα να την επαναφέρουν στη ζωή χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Δεν υπήρχε ανιχνεύσιμος καρδιακός παλμός και η αρτηριακή πίεση ήταν μηδενική. Όταν οι γιατροί αφαίρεσαν τον αναπνευστήρα, αποδείχθηκε ότι η γυναίκα δεν μπορούσε να ανασάνει μόνη της. Και σύντομα η Νοέλια Σέρνα κηρύχθηκε νεκρή. Οι γιατροί στο νοσοκομείο υπέγραψαν το πιστοποιητικό θανάτου της και κατέφθασε το Γραφείο Τελετών για να την ταριχευτεί και να προετοιμάσει την ταφή της. Δύο ώρες αφότου διαπιστώθηκε ο τυπικός θάνατός της γυναίκας, ένας εργαζόμενος του Γραφείου Τελετών άρχισε τη διαδικασία ταρίχευσης.
Ακριβώς τη στιγμή που η βελόνα του ενέσιμου υγρού ταρίχευσης μπήκε στο δέρμα, η Νοέλια Σέρνα κούνησε το χέρι της. Ο σοκαρισμένος υπάλληλος πλησίασε την ανάστροφη της παλάμης του στη μύτη και το στόμα της Νοέλια και τότε ένιωσε τη… σορό να αναπνέει. Ο εργαζόμενος διέκοψε αμέσως τη διαδικασία ταρίχευσης και μετέφερε τη γυναίκα πίσω στο νοσοκομείο. Ήταν ζωντανή, αλλά σε κρίσιμη κατάσταση και οι γιατροί προσπάθησαν και πάλι να την επαναφέρουν· οι προσδοκίες στο νοσοκομείο για κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες επειδή τα σημάδια ζωής της ήταν εξαιρετικά αδύναμα, όμως η κατάσταση της ήταν πολύ καλύτερη από ό,τι πριν από αρκετές ώρες.
Η υπόθεση μπορεί να φαίνεται περίεργη, αλλά δεν είναι εντελώς ασυνήθιστη. Ο νευροχειρουργός Χουάν Μεντόζα ανέφερε ότι σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις ο καρδιακός παλμός και η αναπνοή ενός ατόμου μπορεί να πέσει σε ανεπαίσθητα επίπεδα. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται Σύνδρομο του Λαζάρου (Το συγκεκριμένο φαινόμενο συνδέεται συνήθως με πρότερη προσπάθεια καρδιοαναπνευστικής αναζωογόνησης) και μπορεί να οδηγήσει τους γιατρούς να διαπιστώσουν ότι ένας άνθρωπος έχει πεθάνει ενώ αυτός είναι ακόμα ζωντανός. Ποτέ δεν μάθαμε αν η Νοέλια Σέρνα ανέκαμψε ώστε να πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο ή αν κηρύχθηκε και πάλι νεκρή, αλλά η ιστορία της ακόμη συζητείται στην Κολομβία.
Ακούς να θέλει να ζήσει ο Τόμας α Κέμπις
4. Ήθελε να ζήσει; Δεν είναι άγιος!
Ο Τόμας α’ Κέμπις (Θωμάς ο Κεμπήσιος ή Θωμάς εκ Κέμπης ή Θωμάς του Κέμπεν) γεννήθηκε στο Κέμπεν της Ρηνανίας το 1380· παρακολούθησε το σχολείο στο Ντεβέντερ το 1392 έως το 1399 και στη συνέχεια εντάχθηκε σε μοναστικό σώμα στη Μονή του St. Agnes. Ο Τόμας α’ Κέμπις είναι περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή της «Μίμησης του Χριστού» (Η Μίμηση του Χριστού έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες. Στην Ελλάδα είναι δημοφιλές βιβλίο καθώς από το έτος 1956 γνωρίζει αλλεπάλληλες εκδόσεις), που είναι ένα από τα τα πιο δημοφιλή και πιο γνωστά χριστιανικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ για την πίστη· θεωρήθηκε από πολλούς επιφανείς Χριστιανούς ως ένα βιβλίο που θα έπρεπε να έχει ο καθένας στη βιβλιοθήκη του.
Ο Τόμας α’ Κέμπις πέρασε τη ζωή του γράφοντας, διδάσκοντας και δημιουργώντας αντίτυπα του έργου του. Ένα από τα πρωτότυπα αντίγραφά του βιβλίου του φυλάσσεται αυτή τη στιγμή στο Ντάρμσταντ της Γερμανίας.
Ο Τόμας α’ Κέμπις πέθανε το 1471 και ενταφιάστηκε με πλήρες χριστιανικό τελετουργικό. Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά τον θάνατό του και η Εκκλησία εξέτασε τη ζωή και τα έργα του Τόμας α’ Κέμπις και αποφάσισε ότι έπρεπε να τον αγιοποιήσει. Ο καθολικός μοναχός ήταν γνωστός για τα έργα του και την ικανότητά του να γοητεύει τους ανθρώπους με τις διδαχές του. Η αφοσίωσή του στα βιβλία και στον Θεό ήταν προσόντα που τον αγιοποιούσαν από μόνα τους· να τονίσουμε πως ακόμη και σήμερα τα έργα του και η ζωή του συνεχίζουν να αποτελούν μεγάλη έμπνευση για τους φανατικούς οπαδούς της χριστιανικής πίστης.
Για να αρχίσει η διαδικασία αγιοποίησης έγινε εκταφή στα λείψανα του Τόμας α’ Κέμπις. Ο άνδρας ήταν πάνω από 90 χρονών και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν νεκρός, όταν πέθανε... Όμως όταν αφαιρέθηκε το καπάκι από το φέρετρό του, όλοι έμειναν έκθαμβοι. Το εσωτερικό του ξύλινου καπακιού ήταν σημαδεμένο από βαθιές γρατσουνιές και υπήρχαν κομμάτια από ξύλο βαθιά μέσα στα νύχια του δυσμοιρου μοναχού. Σίγουρα κάποια στιγμή μετά την ταφή του, ο Τόμας είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, ξαναζωντανέψει πιο σωστά και είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα να βγει από τον λάκκο του. Και δεν ατύχησε ο μοναχός μόνο επειδή υπέφερε τραγικά πριν πεθάνει μέσα στον σκοτεινό τάφο του, αλλά η Εκκλησία επανεξέτασε τη θέση της για την αγιοκατάταξή του. Οι γρατσουνιές στο φέρετρο αποδείκνυαν ότι ο Τόμας δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί τη μοίρα του! Η αδυναμία του να δεχτεί και να αντιμετωπίσει ήρεμα τον θάνατό του, έδειξε ότι ήταν συνδεδεμένος περισσότερο με τον φυσικό κόσμο παρά με τον Θεό και επομένως του αρνήθηκαν την αγιοποίηση. Άντε να βρεις άκρη με την Εκκλησία…
Ο Τόμας α’ Κέμπις (Θωμάς ο Κεμπήσιος ή Θωμάς εκ Κέμπης ή Θωμάς του Κέμπεν) γεννήθηκε στο Κέμπεν της Ρηνανίας το 1380· παρακολούθησε το σχολείο στο Ντεβέντερ το 1392 έως το 1399 και στη συνέχεια εντάχθηκε σε μοναστικό σώμα στη Μονή του St. Agnes. Ο Τόμας α’ Κέμπις είναι περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή της «Μίμησης του Χριστού» (Η Μίμηση του Χριστού έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες. Στην Ελλάδα είναι δημοφιλές βιβλίο καθώς από το έτος 1956 γνωρίζει αλλεπάλληλες εκδόσεις), που είναι ένα από τα τα πιο δημοφιλή και πιο γνωστά χριστιανικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ για την πίστη· θεωρήθηκε από πολλούς επιφανείς Χριστιανούς ως ένα βιβλίο που θα έπρεπε να έχει ο καθένας στη βιβλιοθήκη του.
Ο Τόμας α’ Κέμπις πέρασε τη ζωή του γράφοντας, διδάσκοντας και δημιουργώντας αντίτυπα του έργου του. Ένα από τα πρωτότυπα αντίγραφά του βιβλίου του φυλάσσεται αυτή τη στιγμή στο Ντάρμσταντ της Γερμανίας.
Ο Τόμας α’ Κέμπις πέθανε το 1471 και ενταφιάστηκε με πλήρες χριστιανικό τελετουργικό. Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά τον θάνατό του και η Εκκλησία εξέτασε τη ζωή και τα έργα του Τόμας α’ Κέμπις και αποφάσισε ότι έπρεπε να τον αγιοποιήσει. Ο καθολικός μοναχός ήταν γνωστός για τα έργα του και την ικανότητά του να γοητεύει τους ανθρώπους με τις διδαχές του. Η αφοσίωσή του στα βιβλία και στον Θεό ήταν προσόντα που τον αγιοποιούσαν από μόνα τους· να τονίσουμε πως ακόμη και σήμερα τα έργα του και η ζωή του συνεχίζουν να αποτελούν μεγάλη έμπνευση για τους φανατικούς οπαδούς της χριστιανικής πίστης.
Για να αρχίσει η διαδικασία αγιοποίησης έγινε εκταφή στα λείψανα του Τόμας α’ Κέμπις. Ο άνδρας ήταν πάνω από 90 χρονών και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν νεκρός, όταν πέθανε... Όμως όταν αφαιρέθηκε το καπάκι από το φέρετρό του, όλοι έμειναν έκθαμβοι. Το εσωτερικό του ξύλινου καπακιού ήταν σημαδεμένο από βαθιές γρατσουνιές και υπήρχαν κομμάτια από ξύλο βαθιά μέσα στα νύχια του δυσμοιρου μοναχού. Σίγουρα κάποια στιγμή μετά την ταφή του, ο Τόμας είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του, ξαναζωντανέψει πιο σωστά και είχε προσπαθήσει απεγνωσμένα να βγει από τον λάκκο του. Και δεν ατύχησε ο μοναχός μόνο επειδή υπέφερε τραγικά πριν πεθάνει μέσα στον σκοτεινό τάφο του, αλλά η Εκκλησία επανεξέτασε τη θέση της για την αγιοκατάταξή του. Οι γρατσουνιές στο φέρετρο αποδείκνυαν ότι ο Τόμας δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχτεί τη μοίρα του! Η αδυναμία του να δεχτεί και να αντιμετωπίσει ήρεμα τον θάνατό του, έδειξε ότι ήταν συνδεδεμένος περισσότερο με τον φυσικό κόσμο παρά με τον Θεό και επομένως του αρνήθηκαν την αγιοποίηση. Άντε να βρεις άκρη με την Εκκλησία…
Κάποιος χτυπάει από το νεκροτομείο...
5. Άντε να τους πείσεις ότι δεν είσαι ζόμπι…
Ο Σίφο Ουίλιαμ Εμντλέτσε είναι ένας Νοτιοαφρικανός που είχε τα πάντα όταν ήταν 24 χρονών: ήταν εύπορος, αρραβωνιασμένος και ευτυχής. Όλα αυτά μέχρι μια μοιραία ημέρα που οδηγούσε έχοντας στο πλάι τη μνηστή του. Το ζευγάρι ενεπλάκη σε σοβαρό τροχαίο. Οι διασώστες που έφτασαν στον τόπο του ατυχήματος πίστεψαν ότι τα τραύματα του Σίφο ήταν πολύ σοβαρά και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να είχε επιζήσει.
Δεν υπήρχαν σημάδια ζωής, ο Σίφο δεν ανέπνεε κι έτσι αντί να διακομιστεί στο νοσοκομείο μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο. Η μνηστή του επέζησε από τη συντριβή και άρχισε να θρηνεί για τον χαμό του αρραβωνιαστικού της.
Ο Σίφο πέρασε δύο μέρες μέσα σε ένα παγωμένο, κλειδωμένο συρτάρι στο νεκροτομείο. Κάποια στιγμή όμως ο «νεκρός» αναστήθηκε! Καθώς πέρασε η ώρα, ο Σίφο ανέκτησε τις αισθήσεις του και συνειδητοποίησε ότι ήταν κλεισμένος κάπου σε ένα μικρό, σκοτεινό κουτί· σκέφτηκε για μια στιγμή ότι μπορεί και να τον είχαν θάψει. Μόλις αντιλήφθηκε πλήρως την κατάστασή του, άρχισε να προκαλεί δυνατούς θορύβους και να χτυπάει μέσα από το κουτί. Για καλή του τύχη, οι εργαζόμενοι στο νεκροτομείο άκουσαν τη φασαρία και τρόμαξαν· κατάλαβαν από ποιο συρτάρι προερχόταν ο θόρυβος και το άνοιξαν για να βρεθούν μπροστά σε έναν απόλυτα διαυγή και υγιέστατο άνθρωπο.
Παρά τους τραυματισμούς που είχε από το τροχαίο, ήταν τόσο χαρούμενος που ζούσε και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει ήταν να επισκεφτεί την μνηστή του. Πήρε το δρόμο για το σπίτι της και χτύπησε την πόρτα. Όταν εκείνη του άνοιξε, ούρλιαξε και αρνήθηκε να τον αφήσει να μπει στο σπίτι πιστεύοντας ότι ήταν ζόμπι. Ο φόβος της ήταν κατανοητός αν σκεφτεί κάποιος ότι ο Σίφο είχε θεωρηθεί νεκρός για δύο ημέρες και μόλις είχε βγει φρέσκος από το νεκροτομείο έμοιαζε ακριβώς όπως ήταν πριν από το τροχαίο· γρήγορα ανάρρωσε από τα τραύματά του και έπεισε και την νεαρή μνηστή του ότι δεν ήταν ζόμπι. Και η ζωή του συνεχίζεται ακόμη.
Ο Σίφο Ουίλιαμ Εμντλέτσε είναι ένας Νοτιοαφρικανός που είχε τα πάντα όταν ήταν 24 χρονών: ήταν εύπορος, αρραβωνιασμένος και ευτυχής. Όλα αυτά μέχρι μια μοιραία ημέρα που οδηγούσε έχοντας στο πλάι τη μνηστή του. Το ζευγάρι ενεπλάκη σε σοβαρό τροχαίο. Οι διασώστες που έφτασαν στον τόπο του ατυχήματος πίστεψαν ότι τα τραύματα του Σίφο ήταν πολύ σοβαρά και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να είχε επιζήσει.
Δεν υπήρχαν σημάδια ζωής, ο Σίφο δεν ανέπνεε κι έτσι αντί να διακομιστεί στο νοσοκομείο μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο. Η μνηστή του επέζησε από τη συντριβή και άρχισε να θρηνεί για τον χαμό του αρραβωνιαστικού της.
Ο Σίφο πέρασε δύο μέρες μέσα σε ένα παγωμένο, κλειδωμένο συρτάρι στο νεκροτομείο. Κάποια στιγμή όμως ο «νεκρός» αναστήθηκε! Καθώς πέρασε η ώρα, ο Σίφο ανέκτησε τις αισθήσεις του και συνειδητοποίησε ότι ήταν κλεισμένος κάπου σε ένα μικρό, σκοτεινό κουτί· σκέφτηκε για μια στιγμή ότι μπορεί και να τον είχαν θάψει. Μόλις αντιλήφθηκε πλήρως την κατάστασή του, άρχισε να προκαλεί δυνατούς θορύβους και να χτυπάει μέσα από το κουτί. Για καλή του τύχη, οι εργαζόμενοι στο νεκροτομείο άκουσαν τη φασαρία και τρόμαξαν· κατάλαβαν από ποιο συρτάρι προερχόταν ο θόρυβος και το άνοιξαν για να βρεθούν μπροστά σε έναν απόλυτα διαυγή και υγιέστατο άνθρωπο.
Παρά τους τραυματισμούς που είχε από το τροχαίο, ήταν τόσο χαρούμενος που ζούσε και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε πως έπρεπε να κάνει ήταν να επισκεφτεί την μνηστή του. Πήρε το δρόμο για το σπίτι της και χτύπησε την πόρτα. Όταν εκείνη του άνοιξε, ούρλιαξε και αρνήθηκε να τον αφήσει να μπει στο σπίτι πιστεύοντας ότι ήταν ζόμπι. Ο φόβος της ήταν κατανοητός αν σκεφτεί κάποιος ότι ο Σίφο είχε θεωρηθεί νεκρός για δύο ημέρες και μόλις είχε βγει φρέσκος από το νεκροτομείο έμοιαζε ακριβώς όπως ήταν πριν από το τροχαίο· γρήγορα ανάρρωσε από τα τραύματά του και έπεισε και την νεαρή μνηστή του ότι δεν ήταν ζόμπι. Και η ζωή του συνεχίζεται ακόμη.
Το τέλος ελέγχεται...
6. Δολοφόνος; Να πάει στην Αμερική!
Ο Γουίλιαμ Ντούελ ήταν ένα νεαρό αγόρι 17 χρονών που έζησε εκεί στα 1740, αλλά δεν ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που θα ήθελαν οι περισσότεροι στην παρέα τους: είχε καταδικαστεί για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Ντούελ ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Τα αρχεία δείχνουν ότι υπέφερε από πυρετό και παραλήρημα σε όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και δεν ανέρρωσε ποτέ. Παρόλα αυτά, η δίκη συνεχίστηκε και το νεαρό αγόρι καταδικάστηκε σε θάνατο για το έγκλημά του.
Η ποινή του έπρεπε να εκτελεστεί με απαγχονισμό, όπως συνηθιζόταν τότε. Στις 24 Νοεμβρίου του 1740, μαζί με άλλους τέσσερις άνδρες, ο Ντούελ οδηγήθηκε στο ικρίωμα για να απαγχονιστεί· καθώς κρεμόταν πια από την αγχόνη έχασε τις αισθήσεις του και σταμάτησε κάθε σημάδι ζωής. Ο δήμιος τον κήρυξε νεκρό και τον κατέβασαν από τη θηλιά και τον ετοίμασαν για τη μεταφορά στο νεκροταφείο ή την ιατρική σχολή της πόλης. Ήταν επίσης συνήθεια της εποχής τα νεκρά σώματα των εγκληματιών να στέλνονται σε ιατρικές σχολές για να ασκηθούν οι φοιτητές στην ανατομία.
Εκείνη την εποχή, η ανατομία αντιμετωπιζόταν με προκατάληψη τόσο θρησκευτικά όσο και πολιτισμικά, επομένως ήταν δύσκολο για τους φοιτητές ιατρικής να βρουν σώματα με στα οποία θα μπορούσαν να ασκηθούν. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο υπήρχαν νομικές ρυθμίσεις ώστε τα πτώματα των νεκρών εγκληματιών να αποστέλλονται στις σχολές ώστε να ασκούνται πάνω τους μαθητές και καθηγητές. Αλλά, όπως το έγραφε η μοίρα, ο Γουίλιαμ Ντούελ δεν ήταν καθόλου έτοιμος να τεμαχιστεί πάνω σε ένα ανατομικό τραπέζι.
Είχαν περάσει αρκετές ώρες μετά το θάνατό του, όταν ο Ντούελ προετοιμαζόταν για να πειραματιστούν πάνω του οι φοιτητές· τον έγδυσαν και τον ξάπλωσαν στον πάγκο και όταν άρχισαν να πλένουν το σώμα του, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν ίχνη ζωής μέσα του.
Εδώ υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές για τη συνέχεια. Η μία λέει ότι ο χειρουργός συνεννοήθηκε με τους άλλους και αποφάσισε ότι επειδή το αγόρι καταδικάστηκε για άγριο φόνο, η ανατομία θα έπρεπε να συνεχιστεί. Έπειτα από αυτή την απόφαση, ο χειρουργός βύθισε το νυστέρι στο στήθος του Ντούελ και όλα τέλειωσαν. Στην άλλη εκδοχή, ο χειρουργός έκανε προσπάθειες να επαναφέρει στη ζωή τον νεαρό δολοφόνο και μέσα σε λίγες ώρες ο 17χρονος έφηβος στεκόταν όρθιος και συνομιλούσε με τους φοιτητές. Μόλις αποκαταστάθηκε η υγεία του, στάλθηκε πίσω στη φυλακή όπου η ποινή του μετατράπηκε από απαγχονισμό σε εξορία· εκτοπίστηκε στη Βόρεια Αμερική και δεν του επέτρεψαν ποτέ να επιστρέψει στον τόπο του. Τώρα όποια εκδοχή θέλουμε πιστεύουμε, πάντως ο Ντούελ δεν πέθανε στην αγχόνη!
Ο Γουίλιαμ Ντούελ ήταν ένα νεαρό αγόρι 17 χρονών που έζησε εκεί στα 1740, αλλά δεν ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που θα ήθελαν οι περισσότεροι στην παρέα τους: είχε καταδικαστεί για τον βιασμό και τη δολοφονία μιας νεαρής γυναίκας στο Λονδίνο. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Ντούελ ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Τα αρχεία δείχνουν ότι υπέφερε από πυρετό και παραλήρημα σε όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και δεν ανέρρωσε ποτέ. Παρόλα αυτά, η δίκη συνεχίστηκε και το νεαρό αγόρι καταδικάστηκε σε θάνατο για το έγκλημά του.
Η ποινή του έπρεπε να εκτελεστεί με απαγχονισμό, όπως συνηθιζόταν τότε. Στις 24 Νοεμβρίου του 1740, μαζί με άλλους τέσσερις άνδρες, ο Ντούελ οδηγήθηκε στο ικρίωμα για να απαγχονιστεί· καθώς κρεμόταν πια από την αγχόνη έχασε τις αισθήσεις του και σταμάτησε κάθε σημάδι ζωής. Ο δήμιος τον κήρυξε νεκρό και τον κατέβασαν από τη θηλιά και τον ετοίμασαν για τη μεταφορά στο νεκροταφείο ή την ιατρική σχολή της πόλης. Ήταν επίσης συνήθεια της εποχής τα νεκρά σώματα των εγκληματιών να στέλνονται σε ιατρικές σχολές για να ασκηθούν οι φοιτητές στην ανατομία.
Εκείνη την εποχή, η ανατομία αντιμετωπιζόταν με προκατάληψη τόσο θρησκευτικά όσο και πολιτισμικά, επομένως ήταν δύσκολο για τους φοιτητές ιατρικής να βρουν σώματα με στα οποία θα μπορούσαν να ασκηθούν. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο υπήρχαν νομικές ρυθμίσεις ώστε τα πτώματα των νεκρών εγκληματιών να αποστέλλονται στις σχολές ώστε να ασκούνται πάνω τους μαθητές και καθηγητές. Αλλά, όπως το έγραφε η μοίρα, ο Γουίλιαμ Ντούελ δεν ήταν καθόλου έτοιμος να τεμαχιστεί πάνω σε ένα ανατομικό τραπέζι.
Είχαν περάσει αρκετές ώρες μετά το θάνατό του, όταν ο Ντούελ προετοιμαζόταν για να πειραματιστούν πάνω του οι φοιτητές· τον έγδυσαν και τον ξάπλωσαν στον πάγκο και όταν άρχισαν να πλένουν το σώμα του, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν ίχνη ζωής μέσα του.
Εδώ υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές για τη συνέχεια. Η μία λέει ότι ο χειρουργός συνεννοήθηκε με τους άλλους και αποφάσισε ότι επειδή το αγόρι καταδικάστηκε για άγριο φόνο, η ανατομία θα έπρεπε να συνεχιστεί. Έπειτα από αυτή την απόφαση, ο χειρουργός βύθισε το νυστέρι στο στήθος του Ντούελ και όλα τέλειωσαν. Στην άλλη εκδοχή, ο χειρουργός έκανε προσπάθειες να επαναφέρει στη ζωή τον νεαρό δολοφόνο και μέσα σε λίγες ώρες ο 17χρονος έφηβος στεκόταν όρθιος και συνομιλούσε με τους φοιτητές. Μόλις αποκαταστάθηκε η υγεία του, στάλθηκε πίσω στη φυλακή όπου η ποινή του μετατράπηκε από απαγχονισμό σε εξορία· εκτοπίστηκε στη Βόρεια Αμερική και δεν του επέτρεψαν ποτέ να επιστρέψει στον τόπο του. Τώρα όποια εκδοχή θέλουμε πιστεύουμε, πάντως ο Ντούελ δεν πέθανε στην αγχόνη!
Ζει ακόμα ο Ρασπούτιν;
7. Πόσες φορές θα πεθάνει πια;
Ο Γκριγκόρι Εφίμοβιτς Ρασπούτιν ήταν ένας Ρώσος, μυστικιστής - καλόγερος που αυτοανακηρύχτηκε άγιος και με κάποιο τρόπο κατάφερε να κερδίσει την εύνοια της τσαρικής οικογένειας των Ρομανόφ. Ο Ρασπούτιν, πίστευαν πολλοί ότι ήταν ένας θαυματουργός θεραπευτής που ήταν απαραίτητος για να κρατήσει στη ζωή τον νεαρό τσάρεβιτς Αλέξιο. Το μικρό αγόρι έπασχε από αιμορροφιλία και ήταν ο διάδοχος του τσάρου Νικολάου Β’. Η τσαρίνα Αλεξάνδρα πίστευε ότι ο Ρασπούτιν όχι μόνο κρατούσε το αγόρι της στη ζωή, αλλά θα το έκανε αρκετά δυνατό ώστε μια μέρα να γίνει ο μονάρχης της Ρωσίας.
Όταν ο Τσάρος Νικόλαος έφυγε από την Αγία Πετρούπολη για να επιβλέπει προσωπικά τα στρατεύματα στις μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, άφησε τη Ρωσία στα χέρια της Αλεξάνδρας και του Ρασπούτιν! Το ζευγάρι γινόταν όλο και πιο απεχθές στον λαό της Ρωσίας. Το 1914 μια αγρότισσα, η Κιόνια Γκούσεβα επιχείρησε να σκοτώσει τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν μαχαιρώνοντάς τον στο στομάχι. Αν και τραυματίστηκε σοβαρά, ο διαβολοκαλόγερος επέζησε.
Μια ομάδα ευγενών με επικεφαλής τον πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του Ρασπούτιν. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1916 , ο Πρίγκιπας κάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του και λίγο μετά τα μεσάνυχτα τον οδήγησε στο υπόγειο. Εκεί προσφέρθηκαν στον Ρασπούτιν κέικ και κρασί που περιείχαν κυάνιο, όμως το θανατηφόρο δηλητήριο δεν είχε αποτέλεσμα. Συνειδητοποιώντας ότι το φαρμάκι δεν λειτούργησε, ο Γιουσούποφ πυροβόλησε τον Ρασπούτιν στο στήθος και στη συνέχεια τον είδε να σωριάζεται στο ξύλινο πάτωμα. Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ οι δολοφόνοι σκέπτονταν πώς θα ξεφορτωθούν το πτώμα, ο Γιουσούποφ δέχτηκε επίθεση από τον αιμόφυρτο Ρασπούτιν!
Ο Γιουσούποφ κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του γιγαντιαίου άνδρα και τράπηκε σε φυγή ενώ τον ακολούθησε ο Ρασπούτιν. Ένας από τους ευγενείς που εμπλέκονταν στη συνωμοσία έσωσε τη ζωή του Γιουσούποφ πυροβολώντας ξανά και ξανά τον Ρασπόυτιν. Στη συνέχεια, οι δολοφόνοι τύλιξαν το πτώμα και το πέταξαν στο παγωμένο ποτάμι, τον παραπόταμο του Νέβα, Μαλάια. Το σώμα του Ρασπούτιν ανασύρθηκε λίγες μέρες αργότερα και λέγεται ότι διαπιστώθηκε, έπειτα από ιατροδικαστική νεκροψία, ότι είχε νερό στους πνεύμονες, κάτι που έδειχνε ότι είχε πεθάνει από πνιγμό και όχι από τις σφαίρες και το δηλητήριο των δολοφόνων του. Αλλά είχε πεθάνει τελικά;
Ο Γκριγκόρι Εφίμοβιτς Ρασπούτιν ήταν ένας Ρώσος, μυστικιστής - καλόγερος που αυτοανακηρύχτηκε άγιος και με κάποιο τρόπο κατάφερε να κερδίσει την εύνοια της τσαρικής οικογένειας των Ρομανόφ. Ο Ρασπούτιν, πίστευαν πολλοί ότι ήταν ένας θαυματουργός θεραπευτής που ήταν απαραίτητος για να κρατήσει στη ζωή τον νεαρό τσάρεβιτς Αλέξιο. Το μικρό αγόρι έπασχε από αιμορροφιλία και ήταν ο διάδοχος του τσάρου Νικολάου Β’. Η τσαρίνα Αλεξάνδρα πίστευε ότι ο Ρασπούτιν όχι μόνο κρατούσε το αγόρι της στη ζωή, αλλά θα το έκανε αρκετά δυνατό ώστε μια μέρα να γίνει ο μονάρχης της Ρωσίας.
Όταν ο Τσάρος Νικόλαος έφυγε από την Αγία Πετρούπολη για να επιβλέπει προσωπικά τα στρατεύματα στις μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, άφησε τη Ρωσία στα χέρια της Αλεξάνδρας και του Ρασπούτιν! Το ζευγάρι γινόταν όλο και πιο απεχθές στον λαό της Ρωσίας. Το 1914 μια αγρότισσα, η Κιόνια Γκούσεβα επιχείρησε να σκοτώσει τον Γκριγκόρι Ρασπούτιν μαχαιρώνοντάς τον στο στομάχι. Αν και τραυματίστηκε σοβαρά, ο διαβολοκαλόγερος επέζησε.
Μια ομάδα ευγενών με επικεφαλής τον πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του Ρασπούτιν. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1916 , ο Πρίγκιπας κάλεσε τον Ρασπούτιν στο σπίτι του και λίγο μετά τα μεσάνυχτα τον οδήγησε στο υπόγειο. Εκεί προσφέρθηκαν στον Ρασπούτιν κέικ και κρασί που περιείχαν κυάνιο, όμως το θανατηφόρο δηλητήριο δεν είχε αποτέλεσμα. Συνειδητοποιώντας ότι το φαρμάκι δεν λειτούργησε, ο Γιουσούποφ πυροβόλησε τον Ρασπούτιν στο στήθος και στη συνέχεια τον είδε να σωριάζεται στο ξύλινο πάτωμα. Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ οι δολοφόνοι σκέπτονταν πώς θα ξεφορτωθούν το πτώμα, ο Γιουσούποφ δέχτηκε επίθεση από τον αιμόφυρτο Ρασπούτιν!
Ο Γιουσούποφ κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του γιγαντιαίου άνδρα και τράπηκε σε φυγή ενώ τον ακολούθησε ο Ρασπούτιν. Ένας από τους ευγενείς που εμπλέκονταν στη συνωμοσία έσωσε τη ζωή του Γιουσούποφ πυροβολώντας ξανά και ξανά τον Ρασπόυτιν. Στη συνέχεια, οι δολοφόνοι τύλιξαν το πτώμα και το πέταξαν στο παγωμένο ποτάμι, τον παραπόταμο του Νέβα, Μαλάια. Το σώμα του Ρασπούτιν ανασύρθηκε λίγες μέρες αργότερα και λέγεται ότι διαπιστώθηκε, έπειτα από ιατροδικαστική νεκροψία, ότι είχε νερό στους πνεύμονες, κάτι που έδειχνε ότι είχε πεθάνει από πνιγμό και όχι από τις σφαίρες και το δηλητήριο των δολοφόνων του. Αλλά είχε πεθάνει τελικά;
Ο Ρασπούτιν νεκρός...
Η σορός του Ρασπούτιν θάφτηκε από την Αλεξάνδρα με τιμές, αλλά μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου ξεθάφτηκε και μια ομάδα εργατών αποφάσισε να κάψει το σώμα του - καθώς ο μυστικιστής μοναχός είχε τρομακτική φήμη. Οι ρώσοι επαναστάτες, δεν ήθελαν ο τάφος του Ρασπούτιν να γίνει τόπος προσκυνήματος των εύπιστων θρησκόληπτων. Ξέθαψαν τον καλόγερο, λοιπόν, άναψαν μια μεγάλη φωτιά και τον έριξαν μέσα. Κι' ενώ το λείψανο καιγόταν, ο Ρασπούτιν φάνηκε σαν να καθόταν στις φλόγες, κάνοντας πολλούς να πιστέψουν ότι είχε αναστηθεί. Η επιστημονική θεωρία υποστηρίζει ότι απλώς οι τένοντες του σώματος δεν κόπηκαν πριν καούν και απλώς συρρικνώθηκαν από την φωτιά, δίνοντας την εντύπωση ότι ο Ρασπούτιν για μια φορά ακόμα είχε εξαπατήσει τον θάνατο! Εκείνοι όμως που βρέθηκαν στο μακάβριο τελετουργικό, ακόμα τρέχουν...
Αυτά με τον θάνατο και την... ανάσταση. Και οι πιο πάνω περιπτώσεις είναι ελάχιστες μόνο από τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις νεκροφάνειας. Τελικά από το σκοτάδι γενιέται το φως... Λέμε τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα