Γιαννούλης Χαλεπάς - ο μύθος ...
"Εθνος"
Ο γλύπτης με την εύθραυστη ψυχή
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι για την νεοελληνική γλυπτική ο μεγάλος τραγικός της μύθος. Ο νεαρός ταλαντούχος καλλιτέχνης με την τεράστια αναγνώριση, την τραγική μοίρα, την τρέλα και την απομόνωση, τη μάνα που καταστρέφει τα έργα του, του απαγορεύει τη γλυπτική και θέλουν να την ταυτίζει με την Μήδεια.
Τέλος, η ανακάλυψη του γηραιού πλέον Γιαννούλη, η επιστροφή του με το εξαιρετικό έργο των τελευταίων χρόνων και η αναγνώριση. Διθυραμβικά σχόλια για την Κοιμωμένη του και συγκίνηση για την τραγική του μοίρα. Αυτός είναι ο Χαλεπάς για το πανελλήνιο, μια μυθιστορηματική μορφή με χαρακτηριστικά αγίου, που εξακολουθεί να συγκινεί ειδικούς, καλλιτέχνες, αλλά και ένα ευρύτερο κοινό.
Ο πατέρας του Γιαννούλη Χαλεπά τον προόριζε για υπαλληλάκο, εκείνος όμως αντέδρασε, ήθελε να γίνει καλλιτέχνης. Hταν η πρώτη σημαντική ρήξη στη ζωή του. Στο Μόναχο, όπου φοιτούσε, διακόπτουν την υποτροφία του για χάρη άλλου. Δεν έχει σημασία η καταπληκτική πρόοδος των σπουδών του, ούτε η αξία της προσωπικότητάς του, αλλά τα «μέσα», εκείνα που ανοίγουν εύκολους δρόμους στη ζωή και την τέχνη. Αποκτά έτσι μια δεύτερη σκληρή εμπειρία, αυτή τη φορά σε κοινωνικό επίπεδο. Τότε παρουσιάστηκαν τα πρώτα συμπτώματα μελαγχολίας και εσωτερικής απομόνωσης.
Oταν επέστρεψε από το Μόναχο πήγε στην Τήνο. Εκεί γνώρισε τη δεκαοχτάχρονη Μαριγώ Χριστοδούλου. Μαζί της δημιούργησε ένα αγνό και τρυφερό σύνδεσμο, αλλά ακολούθησε ένα άτυχο τέλος. Ετσι απόκτησε μια τρίτη εμπειρία, που προστέθηκε στις προηγούμενες για να οξύνει περισσότερο το προσωπικό του δράμα.
Οταν τοποθετήθηκε στο Α' Νεκροταφείο η «Κοιμωμένη» και έγινε φασαρία μεγάλη γύρω από το όνομά του, ο δάσκαλός του, Λ. Δρόσης, είπε, «Δεν είναι και τόσο σπουδαίο γλυπτό!». Αυτήν τη φορά γνώρισε ότι την επιτυχία την ακολουθεί ο φθόνος και η πολεμική των ανθρώπων, έστω κι αν ανάμεσα σ' αυτούς βρίσκονται και οι δάσκαλοι.
Ετσι, αισθάνθηκε ολότελα ξεκομμένος από το κοινωνικό σύνολο. Δεν ήταν μόνο η εχθρική συμπεριφορά που αντιμετώπιζε σε κάθε του βήμα, αλλά και το γεγονός, ότι η πνευματική του σκέψη με τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντα, συναντούσε στην κοινωνική συναναστροφή ένα άγονο και αδιάφορο περιβάλλον. Και τα σημάδια της απομακρύνσεώς του έγιναν πλέον εμφανή.
Οι πρώτες εκδηλώσεις της αρρώστιας του φάνηκαν το 1878. Ηταν πλημμυρισμένος απογοήτευση, αισθανόταν μόνος, η μελαγχολία τον βασάνιζε οδυνηρά, άρχισε από αντίδραση να εκδηλώνεται βίαια. Εφτιαχνε σατύρους, τους γρατζούνιζε, τους έσπαζε, τους πετούσε πηλό για να χαλάσει το γέλιο, νόμιζε πως τον χλεύαζαν. Βρισκόταν σε τρομερή ένταση των πνευματικών του δυνάμεων, εργαζόταν είκοσι ώρες το ημερονύχτιο, η υπερκόπωση τον εξασθένισε. Δούλευε την «Μήδεια» όταν το μυαλό του θόλωσε. Το πνεύμα υπέκυψε εμπρός στην αδυναμία περισσότερης αντοχής των ζωτικών οργάνων του σώματος που καθορίζουν την ισορροπία.
Η κρίση εκδηλώθηκε στα Αλάτσατα της Μ. Ασίας που βρισκόταν με τον αδερφό του. Αρχισε με απόπειρες αυτοκτονίας. Τον Σεπτέμβρη 1879 ο αδερφός του τον πήγε στην Ιταλία, μήπως καλυτερεύσει. Οταν γύρισαν στην Τήνο, το θολωμένο μυαλό άρχισε πάλι να σωπαίνει. Γύριζε στην εξοχή ολομόναχος, τον έχαναν και έστελναν ανθρώπους στις ερημιές να τον βρουν.
Οταν η κατάσταση χειροτέρεψε, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις της μητέρας του, τον έκλεισαν στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Ο πατέρας του πέθανε το 1901. Τον επόμενο χρόνο πήγε η μητέρα του στην Κέρκυρα και τον πήρε κοντά της στην Τήνο. Ο Χαλεπάς ήταν πια πενηντάρης...
Αν όμως νόμιζε κανείς πως η ζωή του επιτέλους θα βελτιωνόταν, γελιόταν, γιατί μια νέα ανήλεη κηδεμονία τον περίμενε. Πεπεισμένη η μητέρα του πως η Τέχνη έφταιγε για όλα, τον κυνηγούσε αδυσώπητα, μόλις τον έβλεπε να πιάνει κοντύλι. Κι ενώ ξετρύπωνε ο δύστυχος πηλό από μακρινές σπηλιές κι όλο κάτι πάλευε να σκαρώσει, εκείνη σαν έβρισκε τ' αρχινισμένα έργα στο υπόγειο, καταχωνιασμένα σε κάθε λογής κρυψώνες, του τα 'σπαγε σκορπώντας τα κομμάτια τους στον κήπο...
Αντ' αυτού, τον έστελνε στη βοσκή, γι' άρμεγμα, στη βρύση για νερό, να την ξαλαφρώνει κάπως απ' τις σπιτικές δουλειές, ενώ τον εκμεταλλεύονταν από πάνω και οι ντόπιοι για θελήματα, μ' ένα κομμάτι ψωμί... Εκείνος μολαταύτα δεν ξεχνούσε ποτέ την τέχνη του. Κάποια αχτίδα επέμενε να μισοφέγγει στο σαλεμένο του μυαλό, σποραδικά σκιρτήματα μιας ναρκωμένης συνείδησης.
Οταν ο καθηγητής του Πολυτεχνείου και γνωστός γλύπτης, Θωμάς Θωμόπουλος, θαυμαστής του από νέος, μαθαίνοντας πως βγήκε επιτέλους απ' το Ψυχιατρείο, πήγε να τον δει, τον βρήκε να σκαλίζει ένα ψόφιο σκυλί στ' ανήλιαγο κατώι του, παρατηρώντας την ανατομία του.
Τα πράγματα αλλάζουν με το θάνατο της μάνας του το 1916. Ο Χαλεπάς δείχνοντας να μην έχει επαφή με το περιβάλλον, χωμένος στο κατώι του, μετά βίας ανεβαίνει στο μοιρολόι, στέκεται για λίγα λεπτά και μετά γυρνάει πίσω στο αυτοσχέδιο εργαστήρι του ν' ανακατέψει, ελεύθερος πια, τους πηλούς του, γι' άλλα δεκατρία χρόνια απόλυτης μοναξιάς.
Δούλευε μ' εντελώς πρωτόγονα μέσα, μ' ακονισμένα καλάμια αντί γλυφίδας, μ' ένα καρφί αντί καλέμι, δίχως καν συρμάτινο σκελετό για τα προπλάσματά του -κάτι που προσδιόριζε και τη στατική τους, αφού το χώμα που 'βρισκε δεν βάσταγε μετέωρα τα μέλη των σκαλισμένων μορφών.
Ενώ οι χωριανοί εξακολουθούσαν να τον περιγελάνε, τον ανακάλυψαν κάποιοι ερασιτέχνες δημοσιογράφοι τοπικών εφημερίδων κι άρχισαν να τον επισκέπτονται, εξετάζοντας τα περίεργα δημιουργήματά του με την παράξενη κι άγρια γοητεία τους.
Ακολούθησαν ζωγράφοι και ειδήμονες τεχνοκρίτες, όπως ο Νικόλας Λύτρας, ο Θωμόπουλος ξανά (που φρόντισε να βγάλει και τα πρώτα γύψινα εκμαγεία των έργων του για να εκτεθούν επιτέλους στην Αθήνα), ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (φωτό) κ.ά.
Η δόξα ερχόταν αργά, όσο εκείνος βρισκόταν ακόμα στο χωριό του. Βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, εκθέσεις, ομιλίες και τιμητικές εκδηλώσεις για τον εβδομηνταεξάχρονο γέροντα, που συνέχιζε απτόητος στη μονιά του, λες και δεν είχε ποτέ ανάγκη τον κόσμο, που τόσο τον είχε ταπεινώσει κρεμώντας του κουδούνια...
Το 1930, τα ανίψια του Βασίλης και Ειρήνη Χαλεπά τον φέρνουν στο σπίτι τους, στην οδό Δαφνομήλη 35 όπου ζει περιστοιχισμένος από προσφιλή του πρόσωπα τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του, χωρίς ποτέ να σταματήσει να εργάζεται.
Γεμίζει το υπόγειο του συγγενικού σπιτιού με νέα πρωτότυπα γλυπτά, κι όταν ο χώρος σώνεται, τ' αραδιάζει στον ακάλυπτο της αυλής, κι ας τα λιώνει η βροχή... Ολοι τον τιμούν, τον εξυμνούν, τον κολακεύουν, τον αναγορεύουν Πρόεδρο διαφόρων καλλιτεχνικών σωματείων, προσπαθούν να του αποσπάσουν κάποιο σχόλιο, κάποια συνέντευξη, κάποια φωτογραφία.
Εκείνος παραμένει απλός, ταπεινός, λιγόλογος, ατάραχος, δοσμένος φανατικά στην τέχνη του και μόνο, ωσότου μια ημιπληγία του αχρηστεύει τη δεξιά πλευρά και τότε, με τ' αριστερό του χέρι πια, γυρεύει ν' αποτελειώσει τα προπλάσματα που επίμονα ζητάει να του τ' ανεβάζουν ολοένα απ' το εργαστήρι. Πεθαίνει στις 15 Σεπτεμβρίου 1938.
"Εθνος"
Ο γλύπτης με την εύθραυστη ψυχή
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι για την νεοελληνική γλυπτική ο μεγάλος τραγικός της μύθος. Ο νεαρός ταλαντούχος καλλιτέχνης με την τεράστια αναγνώριση, την τραγική μοίρα, την τρέλα και την απομόνωση, τη μάνα που καταστρέφει τα έργα του, του απαγορεύει τη γλυπτική και θέλουν να την ταυτίζει με την Μήδεια.
Τέλος, η ανακάλυψη του γηραιού πλέον Γιαννούλη, η επιστροφή του με το εξαιρετικό έργο των τελευταίων χρόνων και η αναγνώριση. Διθυραμβικά σχόλια για την Κοιμωμένη του και συγκίνηση για την τραγική του μοίρα. Αυτός είναι ο Χαλεπάς για το πανελλήνιο, μια μυθιστορηματική μορφή με χαρακτηριστικά αγίου, που εξακολουθεί να συγκινεί ειδικούς, καλλιτέχνες, αλλά και ένα ευρύτερο κοινό.
Ο πατέρας του Γιαννούλη Χαλεπά τον προόριζε για υπαλληλάκο, εκείνος όμως αντέδρασε, ήθελε να γίνει καλλιτέχνης. Hταν η πρώτη σημαντική ρήξη στη ζωή του. Στο Μόναχο, όπου φοιτούσε, διακόπτουν την υποτροφία του για χάρη άλλου. Δεν έχει σημασία η καταπληκτική πρόοδος των σπουδών του, ούτε η αξία της προσωπικότητάς του, αλλά τα «μέσα», εκείνα που ανοίγουν εύκολους δρόμους στη ζωή και την τέχνη. Αποκτά έτσι μια δεύτερη σκληρή εμπειρία, αυτή τη φορά σε κοινωνικό επίπεδο. Τότε παρουσιάστηκαν τα πρώτα συμπτώματα μελαγχολίας και εσωτερικής απομόνωσης.
Oταν επέστρεψε από το Μόναχο πήγε στην Τήνο. Εκεί γνώρισε τη δεκαοχτάχρονη Μαριγώ Χριστοδούλου. Μαζί της δημιούργησε ένα αγνό και τρυφερό σύνδεσμο, αλλά ακολούθησε ένα άτυχο τέλος. Ετσι απόκτησε μια τρίτη εμπειρία, που προστέθηκε στις προηγούμενες για να οξύνει περισσότερο το προσωπικό του δράμα.
Οταν τοποθετήθηκε στο Α' Νεκροταφείο η «Κοιμωμένη» και έγινε φασαρία μεγάλη γύρω από το όνομά του, ο δάσκαλός του, Λ. Δρόσης, είπε, «Δεν είναι και τόσο σπουδαίο γλυπτό!». Αυτήν τη φορά γνώρισε ότι την επιτυχία την ακολουθεί ο φθόνος και η πολεμική των ανθρώπων, έστω κι αν ανάμεσα σ' αυτούς βρίσκονται και οι δάσκαλοι.
Ετσι, αισθάνθηκε ολότελα ξεκομμένος από το κοινωνικό σύνολο. Δεν ήταν μόνο η εχθρική συμπεριφορά που αντιμετώπιζε σε κάθε του βήμα, αλλά και το γεγονός, ότι η πνευματική του σκέψη με τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντα, συναντούσε στην κοινωνική συναναστροφή ένα άγονο και αδιάφορο περιβάλλον. Και τα σημάδια της απομακρύνσεώς του έγιναν πλέον εμφανή.
Οι πρώτες εκδηλώσεις της αρρώστιας του φάνηκαν το 1878. Ηταν πλημμυρισμένος απογοήτευση, αισθανόταν μόνος, η μελαγχολία τον βασάνιζε οδυνηρά, άρχισε από αντίδραση να εκδηλώνεται βίαια. Εφτιαχνε σατύρους, τους γρατζούνιζε, τους έσπαζε, τους πετούσε πηλό για να χαλάσει το γέλιο, νόμιζε πως τον χλεύαζαν. Βρισκόταν σε τρομερή ένταση των πνευματικών του δυνάμεων, εργαζόταν είκοσι ώρες το ημερονύχτιο, η υπερκόπωση τον εξασθένισε. Δούλευε την «Μήδεια» όταν το μυαλό του θόλωσε. Το πνεύμα υπέκυψε εμπρός στην αδυναμία περισσότερης αντοχής των ζωτικών οργάνων του σώματος που καθορίζουν την ισορροπία.
Η κρίση εκδηλώθηκε στα Αλάτσατα της Μ. Ασίας που βρισκόταν με τον αδερφό του. Αρχισε με απόπειρες αυτοκτονίας. Τον Σεπτέμβρη 1879 ο αδερφός του τον πήγε στην Ιταλία, μήπως καλυτερεύσει. Οταν γύρισαν στην Τήνο, το θολωμένο μυαλό άρχισε πάλι να σωπαίνει. Γύριζε στην εξοχή ολομόναχος, τον έχαναν και έστελναν ανθρώπους στις ερημιές να τον βρουν.
Οταν η κατάσταση χειροτέρεψε, παρά τις επίμονες αντιρρήσεις της μητέρας του, τον έκλεισαν στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Ο πατέρας του πέθανε το 1901. Τον επόμενο χρόνο πήγε η μητέρα του στην Κέρκυρα και τον πήρε κοντά της στην Τήνο. Ο Χαλεπάς ήταν πια πενηντάρης...
Αν όμως νόμιζε κανείς πως η ζωή του επιτέλους θα βελτιωνόταν, γελιόταν, γιατί μια νέα ανήλεη κηδεμονία τον περίμενε. Πεπεισμένη η μητέρα του πως η Τέχνη έφταιγε για όλα, τον κυνηγούσε αδυσώπητα, μόλις τον έβλεπε να πιάνει κοντύλι. Κι ενώ ξετρύπωνε ο δύστυχος πηλό από μακρινές σπηλιές κι όλο κάτι πάλευε να σκαρώσει, εκείνη σαν έβρισκε τ' αρχινισμένα έργα στο υπόγειο, καταχωνιασμένα σε κάθε λογής κρυψώνες, του τα 'σπαγε σκορπώντας τα κομμάτια τους στον κήπο...
Αντ' αυτού, τον έστελνε στη βοσκή, γι' άρμεγμα, στη βρύση για νερό, να την ξαλαφρώνει κάπως απ' τις σπιτικές δουλειές, ενώ τον εκμεταλλεύονταν από πάνω και οι ντόπιοι για θελήματα, μ' ένα κομμάτι ψωμί... Εκείνος μολαταύτα δεν ξεχνούσε ποτέ την τέχνη του. Κάποια αχτίδα επέμενε να μισοφέγγει στο σαλεμένο του μυαλό, σποραδικά σκιρτήματα μιας ναρκωμένης συνείδησης.
Οταν ο καθηγητής του Πολυτεχνείου και γνωστός γλύπτης, Θωμάς Θωμόπουλος, θαυμαστής του από νέος, μαθαίνοντας πως βγήκε επιτέλους απ' το Ψυχιατρείο, πήγε να τον δει, τον βρήκε να σκαλίζει ένα ψόφιο σκυλί στ' ανήλιαγο κατώι του, παρατηρώντας την ανατομία του.
Τα πράγματα αλλάζουν με το θάνατο της μάνας του το 1916. Ο Χαλεπάς δείχνοντας να μην έχει επαφή με το περιβάλλον, χωμένος στο κατώι του, μετά βίας ανεβαίνει στο μοιρολόι, στέκεται για λίγα λεπτά και μετά γυρνάει πίσω στο αυτοσχέδιο εργαστήρι του ν' ανακατέψει, ελεύθερος πια, τους πηλούς του, γι' άλλα δεκατρία χρόνια απόλυτης μοναξιάς.
Δούλευε μ' εντελώς πρωτόγονα μέσα, μ' ακονισμένα καλάμια αντί γλυφίδας, μ' ένα καρφί αντί καλέμι, δίχως καν συρμάτινο σκελετό για τα προπλάσματά του -κάτι που προσδιόριζε και τη στατική τους, αφού το χώμα που 'βρισκε δεν βάσταγε μετέωρα τα μέλη των σκαλισμένων μορφών.
Ενώ οι χωριανοί εξακολουθούσαν να τον περιγελάνε, τον ανακάλυψαν κάποιοι ερασιτέχνες δημοσιογράφοι τοπικών εφημερίδων κι άρχισαν να τον επισκέπτονται, εξετάζοντας τα περίεργα δημιουργήματά του με την παράξενη κι άγρια γοητεία τους.
Ακολούθησαν ζωγράφοι και ειδήμονες τεχνοκρίτες, όπως ο Νικόλας Λύτρας, ο Θωμόπουλος ξανά (που φρόντισε να βγάλει και τα πρώτα γύψινα εκμαγεία των έργων του για να εκτεθούν επιτέλους στην Αθήνα), ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (φωτό) κ.ά.
Η δόξα ερχόταν αργά, όσο εκείνος βρισκόταν ακόμα στο χωριό του. Βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών, εκθέσεις, ομιλίες και τιμητικές εκδηλώσεις για τον εβδομηνταεξάχρονο γέροντα, που συνέχιζε απτόητος στη μονιά του, λες και δεν είχε ποτέ ανάγκη τον κόσμο, που τόσο τον είχε ταπεινώσει κρεμώντας του κουδούνια...
Το 1930, τα ανίψια του Βασίλης και Ειρήνη Χαλεπά τον φέρνουν στο σπίτι τους, στην οδό Δαφνομήλη 35 όπου ζει περιστοιχισμένος από προσφιλή του πρόσωπα τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του, χωρίς ποτέ να σταματήσει να εργάζεται.
Γεμίζει το υπόγειο του συγγενικού σπιτιού με νέα πρωτότυπα γλυπτά, κι όταν ο χώρος σώνεται, τ' αραδιάζει στον ακάλυπτο της αυλής, κι ας τα λιώνει η βροχή... Ολοι τον τιμούν, τον εξυμνούν, τον κολακεύουν, τον αναγορεύουν Πρόεδρο διαφόρων καλλιτεχνικών σωματείων, προσπαθούν να του αποσπάσουν κάποιο σχόλιο, κάποια συνέντευξη, κάποια φωτογραφία.
Εκείνος παραμένει απλός, ταπεινός, λιγόλογος, ατάραχος, δοσμένος φανατικά στην τέχνη του και μόνο, ωσότου μια ημιπληγία του αχρηστεύει τη δεξιά πλευρά και τότε, με τ' αριστερό του χέρι πια, γυρεύει ν' αποτελειώσει τα προπλάσματα που επίμονα ζητάει να του τ' ανεβάζουν ολοένα απ' το εργαστήρι. Πεθαίνει στις 15 Σεπτεμβρίου 1938.
...όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς μπορούν με χίλιους τρόπους, ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής όταν ακούσεις ανθρώπους... αυτό το ποιήμα του Καρυωτάκη μου έρχεται πρώτο στη σκέψη της ζωής του ευαίσθητου Χαλεπά.
ΑπάντησηΔιαγραφή