Να μη ληφθούν υπόψη οι εκκλήσεις ορισμένων για χαλάρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, ώστε να γίνουν οι τράπεζες πιο ανταγωνιστικές στον τομέα της χρηματοδότησης της οικονομίας, προειδοποιεί η Anneli Tuominen, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Αφήνει, ωστόσο, ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγών στο συνολικό κανονιστικό πλαίσιο, υπογραμμίζοντας ότι ο τραπεζικός τομέας παραμένει ανθεκτικός συνολικά, όπως αποδεικνύεται από την ικανότητά του να αντέχει σε μεγάλους και ξαφνικούς εξωτερικούς κραδασμούς τα τελευταία χρόνια.
«Από τη δεκαετία του 1970 έχουν σημειωθεί περίπου 150 τραπεζικές κρίσεις. Αυτές έχουν υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τους πληγέντες. Επομένως, δεν πρέπει να κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος.
Ωστόσο, υπάρχει περίπτωση να εξορθολογιστεί το συνολικό τραπεζικό κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο είναι επί του παρόντος περίπλοκο. Η ΕΚΤ συμμετέχει σε συζητήσεις σχετικά με αυτό, μαζί με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών», ανέφερε το στέλεχος του SSM στη συζήτηση που είχε με τον Managing Director της JP Morgan, Kian Abouhossein, στο πλαίσιο του Financials Conference στο Λονδίνο.
Γιατί είναι σημαντικό το σύστημα EDIS
Στην ερώτηση πόσο σημαντικό είναι να σημειωθεί πρόοδος για το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων (EDIS), η Anneli Tuominen υπογραμμίζει ότι to EDIS είναι σημαντικό για τρεις τουλάχιστον λόγους.
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με την επίτευξη μιας πιο ενοποιημένης τραπεζικής αγοράς, με το μέλος της Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να υπενθυμίζει ότι η υπέρβαση του κατακερματισμού του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο ήταν ένας από τους κύριους στόχους που είχαν κατά νου οι πολιτικοί ηγέτες όταν αποφάσισαν την ίδρυση της τραπεζικής ένωσης.
«Ωστόσο, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε σε άλλους τομείς τα τελευταία χρόνια, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται ακόμη πιο κοντά στο να είναι ένα σύνολο εθνικών τραπεζικών τομέων παρά μια πραγματικά ολοκληρωμένη αγορά (…) Επί του παρόντος, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί παράγοντες που εμποδίζουν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις τραπεζών.
Αυτό εξηγεί γιατί, σε αντίθεση με τις εγχώριες συγχωνεύσεις τραπεζών, τέτοιες συναλλαγές ήταν περισσότερο η εξαίρεση παρά ο κανόνας την τελευταία δεκαετία. Ως εκ τούτου, η πρόοδος προς ένα EDIS θα μπορούσε να βοηθήσει τις αρχές υποδοχής να παράσχουν πρόσθετη ευελιξία για τη διαχείριση κινδύνου σε επίπεδο ομίλου και να αυξήσει τη συνολική διασφάλιση», σημείωσε η A. Tuominen.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου διαχείρισης κρίσεων. Ένα κοινό σύστημα για τις ασφαλισμένες καταθέσεις στην Ευρώπη θα επέτρεπε την ομαλή μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων και την ανάληψη υποχρεώσεων για τις τράπεζες υπό εξυγίανση και εκκαθάριση.
Αυτές οι συναλλαγές, όπως εξηγεί, θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν πιο αποτελεσματικά σε ολόκληρη την τραπεζική αγορά, αντί να περιοριστούν σε μια εγχώρια λύση, όπως είναι η κατάσταση επί του παρόντος, δεδομένου του εθνικού χαρακτήρα των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων. Αυτό θα ήταν, επομένως, μια ευπρόσδεκτη προσθήκη στην εργαλειοθήκη της ΕΕ για τη διαχείριση κρίσεων.
Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με την ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας, καθώς, όπως εξηγεί η Anneli Tuominen, ένα κοινό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων είναι σημαντικό εργαλείο διαχείρισης κρίσης σε περίπτωση πτώχευσης μιας τράπεζας, ενώ θα έκανε εξαρχής λιγότερο πιθανό να εμφανιστεί μια κρίση.
Οι δεσμοί κρατών - τραπεζών
Η πρόοδος που έγινε στην εποπτεία και την εξυγίανση στο πλαίσιο των δύο πρώτων πυλώνων (Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός - SSM, Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης – SRM) συνέβαλε στην αποδυνάμωση των δεσμών μεταξύ των τραπεζών και των κρατών τους.
Ωστόσο, όσο λείπει ο τρίτος πυλώνας – ένα κοινό ασφαλιστικό σύστημα για τις τραπεζικές καταθέσεις – είναι πιθανό ο δεσμός της καταστροφής μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζών να επανεμφανιστεί. Και η πρόοδος σε ένα EDIS θα βοηθούσε να αποκοπούν οι εναπομείναντες δεσμοί κρατών – τραπεζών και να ενισχυθεί περαιτέρω η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα, υποστηρίζει η Tuominen.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης καταθέσεων της ΕΕ, που είναι υπό αναθεώρηση, το μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ σημειώνει ότι η πρακτική εμπειρία σε περιπτώσεις πιθανών ή πραγματικών τραπεζικών χρεοκοπιών έδειξε ότι ορισμένες πτυχές του πλαισίου, το οποίο συνολικά λειτουργεί καλά, θα μπορούσαν να βελτιωθούν.
«Για παράδειγμα, η διαδικασία για την έξοδο μη βιώσιμων τραπεζών από την αγορά θα μπορούσε να βελτιωθεί. Το πεδίο της εξυγίανσης θα μπορούσε να επεκταθεί για να διασφαλιστεί ότι η πτώχευση των μικρομεσαίων τραπεζών αντιμετωπίζεται με εναρμονισμένο τρόπο σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Η αποτελεσματική εξυγίανση για ένα ευρύτερο φάσμα τραπεζών θα ελαχιστοποιούσε την πιθανότητα να χρειαστούν χρήματα των φορολογουμένων για την κάλυψη ζημιών.
»Ωστόσο, η εξυγίανση των τραπεζών απαιτεί συχνά χρηματοδότηση. Εάν πρέπει να διευρυνθεί το φάσμα των τραπεζών για τις οποίες η εξυγίανση μπορεί να είναι προς το δημόσιο συμφέρον, τότε πρέπει επίσης να διασφαλίσουμε ότι αυτές οι τράπεζες έχουν επαρκή πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης», ανέφερε η Tuominen, προσθέτοντας ότι οι σχετικές συζητήσεις με την ΕΕ είναι σε εξέλιξη και υπάρχουν ανοιχτά θέματα, όπως αυτό της χρηματοδότησης, στα οποία δεν έχει επιτευχθεί ακόμα συναίνεση, αλλά «ελπίζουμε ότι θα επιλυθούν ευνοϊκά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα