
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε ως Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης· θεωρείται- και είναι- ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες της χώρας μας. Έργα του: Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Το Αμάρτημα της μητρός μου, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, Ο Μοσκώβ-Σελήμ, Ατθίδες Αύραι…Ο Βιζυηνός, πέραν της δεινότητας του ως λογοτέχνης, κέρδισε ξεχωριστό και εξέχων- είναι η αλήθεια- κεφάλαιο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (και) για την τραγική προσωπική ζωή του.
Ο Βιζυηνός διαγνώστηκε με προϊούσα γενική παράλυση, γεγονός που τον οδήγησε να περάσει την πόρτα του «Δρομοκαΐτειου». Ο αγαπητός ποιητής και πεζογράφος περιήλθε σε σημείο μεγάλης πνευματικής διατάραξης, αλλά παρ’ όλη τη βαριά του φρενοβλάβεια- που στα χρόνια του η ανυπαρξία θεραπείας την καθιστούσε ακόμη δριμύτερη- έγραψε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του αριστουργήματα· η ασθένεια του Βιζυηνού χτυπούσε ανελέητα τις πιο λεπτές πνευματικές λειτουργίες, όπως η μνήμη και- προπαντός- η κρίση, στάθηκε ανίσχυρη στο να καταστρέψει εντελώς ένα σπουδαίο λογοτεχνικό ταλέντο. Έγραψε ο Βιζυηνός μέσα στο δωμάτιο με τους φαγωμένους σοβάδες και τα υγρά ταβάνια ένα ποίημα που συγκλόνισε: «… Και από τότε που θρηνώ, το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου μετεβλήθει εντός μου, και ο ρυθμός του κόσμου»!
Στην άμαξα με λουλούδια σκορπισμένα...
Επίσης, μέσα στην ομιχλώδη και τεταμένη ατμόσφαιρα του Ψυχιατρείου, ο Βιζυηνός θα γράψει το υπέροχο του «Μοσκώβ-Σελήμ»!
Μάρτιος του 1892 και ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης βλέπει τον Βιζυηνό στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Πανεπιστημίου, στα Χαυτεία, μέσα σε ένα ιππήλατο όχημα- μια άμαξα δηλαδή- να κάθεται με χέρια σταυρωμένα στο μπροστινό κάθισμα και να κοιτάζει περίλυπος ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα και άλλα λουλούδια που βρίσκονταν στο πίσω κάθισμα. Όταν εκείνη η εικόνα μεταφέρθηκε από στόμα σε αυτιά, όλοι ψιθύρισαν: «…δεν έχει γυρισμό, ο Βιζυηνός έχασε το μυαλό του»· και το είχε χάσει!
Το 1892 το νόσημα εξελίσσεται σε φρενική νόσο και ο Βιζυηνός κατέληξε έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Το πάθος του του για τη 14χρονη Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί, βύθισε ακόμα περισσότερο τον νου του λογοτέχνη σε σκοτεινή άβυσσο.
Προσπάθησε να πείσει τους οικείους της της να του επιτρέψουν να παντρευτεί την Μπετίνα, αλλά αντιμετώπισε αρνητική αντίδραση, κάτι που έκανε τον Βιζυηνό να καταρρεύσει. Στις 14 Απριλίου του 1892, ο συγγραφέας κυριεύεται από παραισθήσεις: προετοιμάζεται για γάμο με την Μπετίνα, ντύνεται γαμπρός, στη συνέχεια αποπειράται να αυτοκτονήσει!

Ο Βιζυηνός και η Μπετίνα.
«Για την ασφάλεια της κοινωνίας…»
Η ιατρική γνωμάτευση για τον Βιζυηνό έγραφε: «… πάσχει εκ γενικής παραλύσεως των φρένων μετά κινητικής αταξίας. Συνεπεία της διανοητικής ταύτης καταστάσεως φρένων του ειρημένου ασθενούς, γνωμοδοτούμεν όπως εισαχθεί εις ειδικόν τι θεραπευτικό κατάστημα προς θεραπείαν αυτού και την ασφάλεια της κοινωνίας…».
Πάνω στην τρέλα του, ο Βιζυηνός (έκανε πως) σκορπούσε νοητά ροδοπέταλα γύρω του, άρπαζε ένα φτυάρι κι’ έπαιρνε τα βουνά να βρει χρυσάφι και- κυρίως- αναζητούσε τον μεγάλο του έρωτα τη μικρή Μπετίνα. Μετά ακριβώς τέσσερα χρόνια εγκλεισμού στο Ψυχιατρείο, ο Βιζυηνός πέθανε στις 15 Απριλίου του 1896, σε ηλικία 47 χρονών.
Τραγική ειρωνεία: ενώ ήταν υφηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (τώρα Καποδιστριακό), ο Βιζυηνός, εξέδωσε ένα από τα λαμπρά έργα του με τίτλο «Στοιχεία Εμπειρικής Ψυχολογίας- προς χρήσιν των γυμνασίων και διδασκαλείων»!
Κι ακόμα μια τραγική ειρωνεία: ο έρωτας του Βιζυηνού, η Μπετίνα πέθανε από σακχαρώδη διαβήτη σε ηλικία είκοσι ετών, έξι μήνες μετά τον θάνατο του συγγραφέα και τέσσερις μόλις ημέρες μετά τον γάμο της. «Την πήρε μαζί του», έλεγαν τότε οι Αθηναίοι…

«Για την ασφάλεια της κοινωνίας…»
Η ιατρική γνωμάτευση για τον Βιζυηνό έγραφε: «… πάσχει εκ γενικής παραλύσεως των φρένων μετά κινητικής αταξίας. Συνεπεία της διανοητικής ταύτης καταστάσεως φρένων του ειρημένου ασθενούς, γνωμοδοτούμεν όπως εισαχθεί εις ειδικόν τι θεραπευτικό κατάστημα προς θεραπείαν αυτού και την ασφάλεια της κοινωνίας…».
Πάνω στην τρέλα του, ο Βιζυηνός (έκανε πως) σκορπούσε νοητά ροδοπέταλα γύρω του, άρπαζε ένα φτυάρι κι’ έπαιρνε τα βουνά να βρει χρυσάφι και- κυρίως- αναζητούσε τον μεγάλο του έρωτα τη μικρή Μπετίνα. Μετά ακριβώς τέσσερα χρόνια εγκλεισμού στο Ψυχιατρείο, ο Βιζυηνός πέθανε στις 15 Απριλίου του 1896, σε ηλικία 47 χρονών.
Τραγική ειρωνεία: ενώ ήταν υφηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (τώρα Καποδιστριακό), ο Βιζυηνός, εξέδωσε ένα από τα λαμπρά έργα του με τίτλο «Στοιχεία Εμπειρικής Ψυχολογίας- προς χρήσιν των γυμνασίων και διδασκαλείων»!
Κι ακόμα μια τραγική ειρωνεία: ο έρωτας του Βιζυηνού, η Μπετίνα πέθανε από σακχαρώδη διαβήτη σε ηλικία είκοσι ετών, έξι μήνες μετά τον θάνατο του συγγραφέα και τέσσερις μόλις ημέρες μετά τον γάμο της. «Την πήρε μαζί του», έλεγαν τότε οι Αθηναίοι…

Ο τάφος...
Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης ήταν από εκείνος που παρέστησαν στο ξόδι του Βιζυηνού· έγραφε: «Τρελός ησυχώτατος, εντελώς ακίνδυνος, και γι’ αυτό τον άφηναν να περιφέρεται ελεύθερα μ’ έναν φύλακα γύρω στα πεύκα. Δεν είχε συναίσθηση της καταστάσεώς του κ’ ενόμιζε πως αυτός ήτον ο φύλακας κι’ ο φύλαξ ήτον ο τρελός, που τον είχαν εμπιστευθή στη φύλαξή του. Και τον παρηγορούσε, πως θα γίνη καλά γρήγορα και πως, όταν θα γυρίση στην κοινωνία, θα του δώση θέση στα μεταλλεία του! Γιατί μέσα στην τρέλα του είχε καρφωτή ιδέα για κάποια μεταλλεία δικά του στη Θράκη, που θα τον έκαναν αφάνταστα πλούσιον!
»Τον θάψαμε οι φίλοι του σε τάφο, που παραχώρησεν ο Δήμος Αθηναίων, κοντά στο μεσημβρινό μαντρότοιχο του Νεκροταφείου, λίγο παρέκει από το Λυσικράτειο μνημείο Καραπάνου. Η Ιφιγένεια Συγγρού, που τον συμπαθούσε πολύ, μας έδωσεν όσα χρειάστηκαν για να εξασφαλίσωμε τον τάφο με μια μαρμάρινη πλάκα κ’ ένα μαρμάρινο περίζωμα. Θέλαμε να χαράξωμε και κάτι από τους δικούς του στίχους κι’ ο Παλαμάς το διάλεξε: “Κι’ αντηχούνε στη μαύρη σιγή / τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια”»...
»Τον θάψαμε οι φίλοι του σε τάφο, που παραχώρησεν ο Δήμος Αθηναίων, κοντά στο μεσημβρινό μαντρότοιχο του Νεκροταφείου, λίγο παρέκει από το Λυσικράτειο μνημείο Καραπάνου. Η Ιφιγένεια Συγγρού, που τον συμπαθούσε πολύ, μας έδωσεν όσα χρειάστηκαν για να εξασφαλίσωμε τον τάφο με μια μαρμάρινη πλάκα κ’ ένα μαρμάρινο περίζωμα. Θέλαμε να χαράξωμε και κάτι από τους δικούς του στίχους κι’ ο Παλαμάς το διάλεξε: “Κι’ αντηχούνε στη μαύρη σιγή / τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια”»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα