Πείτε ότι γίνονται πρόωρες εκλογές και
έχουμε τα εξής αποτελέσματα: Ν.Δ. 35%, ΣΥΡΙΖΑ 31%, ΠΑΣΟΚ 5%, Ποτάμι 4%,
Ενωση Κεντρώων 4%, ΑΝΕΛ 3% (και ΚΚΕ 5%, Χ.Α. 7%). Σε αυτή την περίπτωση,
η Ν.Δ. και το Ποτάμι θα άθροιζαν 39% και πιθανότατα θα είχαν την
αυτοδυναμία. Ε, λοιπόν, πώς θα σας φαινόταν αν σε μια τέτοια περίπτωση
προέκυπτε και πάλι κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ; Πώς; Ο κ. Τσίπρας θα ισχυριζόταν
ότι εκείνος είναι ο πραγματικός νικητής των εκλογών και θα ξανασχημάτιζε
κυβέρνηση αποτελούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, τον κ. Λεβέντη και
τους ΑΝΕΛ, καθώς τα κόμματα αυτά θα άθροιζαν 43%!
Οποιος βρίσκει εξωπραγματικό τον πρόλογο μάλλον δεν έχει διαβάσει προσεκτικά τις σκέψεις της κυβέρνησης για την αλλαγή του εκλογικού νόμου (τις δημοσίευσε η «Κ» την προηγούμενη Κυριακή). Τι έχουν σκεφτεί με απλά λόγια οι σύμβουλοι του κ. Τσίπρα; Προκειμένου να μείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι ακόμη και σε περίπτωση ήττας του, να μειώσει το περιβόητο μπόνους από 50 σε 30 έδρες, και επιπλέον αυτό να μοιράζεται αναλογικά στα κόμματα που θα συγκυβερνήσουν.
Η «λεπτομέρεια», ωστόσο, που αποκρύπτουν οι εμπνευστές του εν λόγω σχεδίου, είναι η εξής: Με το νέο σύστημα που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, το μπόνους δεν θα το παίρνει απαραίτητα ο νικητής των εκλογών, αλλά ακόμη και ο δεύτερος αν έχει εκ των προτέρων συνασπισθεί με κόμματα τα οποία στις εκλογές θα αθροίσουν μαζί του μεγαλύτερο ποσοστό από τον νικητή. «Δεν θα το δικαιούται πλέον μόνο το πρώτο κόμμα, αλλά θα το μοιράζονται αναλογικά συνασπισμοί κομμάτων ή και κόμματα που δεσμεύονται πριν από τις εκλογές ότι θα συνεργαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο» είναι η φράση-κλειδί που χρησιμοποιούν οι διαρρέοντες το σχετικό σενάριο.
Η κρίσιμη λεπτομέρεια
Και πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη το παράδοξο αυτό σύστημα, θα ρωτήσετε. H πρόταση που επεξεργάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως εξής: Oλα τα μικρά κόμματα, χωρίς να χάνουν την αυτονομία τους, θα προαναγγέλλουν προεκλογικά -αν θέλουν- ότι βρίσκονται σε έναν άτυπο συνασπισμό με έναν εκ των δύο μεγάλων. Παραδείγματος χάριν, η κ. Γεννηματά, ο κ. Λεβέντης και ο Καμμένος θα δεσμεύονται για την πρόθεσή τους να συγκυβερνήσουν με τον ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι με τη Ν.Δ., χωρίς βέβαια να μπορούν να αλλαξοπιστήσουν μετά τις εκλογές.
Ο σκοπός που γέννησε την πολιτικά πρωτότυπη αυτή ιδέα είναι προφανής. Οι σύμβουλοι του κ. Τσίπρα πιστεύουν ότι στην Ελλάδα οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «Κεντροαριστεροί» είναι παραδοσιακά περισσότεροι από τους «κεντροδεξιούς». Επιπλέον, εκτιμούν ότι αν στις επόμενες εκλογές καταρρεύσουν τα κόμματα του κεντρώου χώρου (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, Ενωση Κεντρώων) θα ωφεληθεί πρωτίστως ο κ. Μητσοτάκης. Και γι’ αυτό σκέφτηκαν να δώσουν ένα κίνητρο στους πολίτες για να ξαναψηφίσουν τα συγκεκριμένα κόμματα. Μερίδιο από το μπόνους που θα λάβει ο νικητής. Το δίλημμα θα είναι αυτό που περιγράφει ήδη ο κ. Τσίπρας: «Θέλετε έναν προοδευτικό συνασπισμό που θα στηρίζει τα συμφέροντα των πολλών ή να κυβερνήσει η απεχθής Δεξιά του κ. Μητσοτάκη που επιθυμεί να σας... ξεζουμίσει περαιτέρω;».
Πιθανώς θα αναρωτιέστε αν εφαρμόζεται πουθενά στον κόσμο ένας τέτοιος νόμος. Οχι, είναι η απάντηση. Το μοναδικό σύστημα που έμοιαζε κάπως με αυτό που απεργάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόστηκε για ένα διάστημα στην Ιταλία με τα γνωστά αποτελέσματα των συνεχών ασταθών κυβερνήσεων και γι’ αυτό και άλλαξε προ επταετίας.
Για να αντιληφθείτε, ωστόσο, πόσο έχουν προχωρήσει οι συζητήσεις στο κυβερνών κόμμα, οι εμπνευστές του εν λόγω συστήματος σκέφτονται, κατά πληροφορίες, να εισηγηθούν και δύο επιπλέον αλλαγές. Πρώτον, να μειωθεί η είσοδος ενός κόμματος στη Βουλή στο 2% (για να διασφαλισθεί η επανεκλογή του κ. Καμμένου) και δεύτερον, να υπάρχει ένας επαναληπτικός γύρος εκλογών ανάμεσα στους δύο νικητές, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αυτοδυναμία από κανέναν από τους συνασπισμούς κομμάτων. Δηλαδή, να καλούνται οι ψηφοφόροι και σε ένα δεύτερο στάδιο να πουν αν προτιμούν την τάχα «δίκαιη Κεντροαριστερά ή τον απεχθή νεοφιλελευθερισμό»...
Υπενθυμίζεται, βέβαια, ότι για να εφαρμοσθεί οποιαδήποτε αλλαγή στον εκλογικό νόμο από τις επόμενες εκλογές χρειάζεται η ψήφος 200 βουλευτών. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ψηφισθεί από λιγότερους βουλευτές, το νέο σύστημα εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Κατόπιν τούτων, γεννάται ασφαλώς το ερώτημα αν τα μικρότερα κόμματα έχουν συμφέρον να ψηφίσουν την προαναφερθείσα πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση που τελικώς την καταθέσει. Η απάντηση εδώ δεν είναι προφανής. Διότι μπορεί μεν η κ. Γεννηματά να σκέφτεται π.χ. ότι θα πριμοδοτηθεί με κάποιες επιπλέον έδρες, αν προαναγγείλει ότι επιθυμεί να συγκυβερνήσει με τον κ. Τσίπρα, αλλά θα της είναι μάλλον δύσκολο να πείσει τους ψηφοφόρους της για ποιους ακριβώς λόγους θα πρέπει να εμπιστευθούν εκείνη και όχι απευθείας τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως εκ τούτου, μπορεί τελικά και όσα διαβάσατε να μείνουν επί χάρτου ως ανομολόγητα σχέδια των συμβούλων του κ. Τσίπρα και να εξακολουθούν να κυβερνούν ακόμη και ως ηττημένοι...
Οποιος βρίσκει εξωπραγματικό τον πρόλογο μάλλον δεν έχει διαβάσει προσεκτικά τις σκέψεις της κυβέρνησης για την αλλαγή του εκλογικού νόμου (τις δημοσίευσε η «Κ» την προηγούμενη Κυριακή). Τι έχουν σκεφτεί με απλά λόγια οι σύμβουλοι του κ. Τσίπρα; Προκειμένου να μείνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι ακόμη και σε περίπτωση ήττας του, να μειώσει το περιβόητο μπόνους από 50 σε 30 έδρες, και επιπλέον αυτό να μοιράζεται αναλογικά στα κόμματα που θα συγκυβερνήσουν.
Η «λεπτομέρεια», ωστόσο, που αποκρύπτουν οι εμπνευστές του εν λόγω σχεδίου, είναι η εξής: Με το νέο σύστημα που προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, το μπόνους δεν θα το παίρνει απαραίτητα ο νικητής των εκλογών, αλλά ακόμη και ο δεύτερος αν έχει εκ των προτέρων συνασπισθεί με κόμματα τα οποία στις εκλογές θα αθροίσουν μαζί του μεγαλύτερο ποσοστό από τον νικητή. «Δεν θα το δικαιούται πλέον μόνο το πρώτο κόμμα, αλλά θα το μοιράζονται αναλογικά συνασπισμοί κομμάτων ή και κόμματα που δεσμεύονται πριν από τις εκλογές ότι θα συνεργαστούν σε κυβερνητικό επίπεδο» είναι η φράση-κλειδί που χρησιμοποιούν οι διαρρέοντες το σχετικό σενάριο.
Η κρίσιμη λεπτομέρεια
Και πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη το παράδοξο αυτό σύστημα, θα ρωτήσετε. H πρόταση που επεξεργάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως εξής: Oλα τα μικρά κόμματα, χωρίς να χάνουν την αυτονομία τους, θα προαναγγέλλουν προεκλογικά -αν θέλουν- ότι βρίσκονται σε έναν άτυπο συνασπισμό με έναν εκ των δύο μεγάλων. Παραδείγματος χάριν, η κ. Γεννηματά, ο κ. Λεβέντης και ο Καμμένος θα δεσμεύονται για την πρόθεσή τους να συγκυβερνήσουν με τον ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι με τη Ν.Δ., χωρίς βέβαια να μπορούν να αλλαξοπιστήσουν μετά τις εκλογές.
Ο σκοπός που γέννησε την πολιτικά πρωτότυπη αυτή ιδέα είναι προφανής. Οι σύμβουλοι του κ. Τσίπρα πιστεύουν ότι στην Ελλάδα οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «Κεντροαριστεροί» είναι παραδοσιακά περισσότεροι από τους «κεντροδεξιούς». Επιπλέον, εκτιμούν ότι αν στις επόμενες εκλογές καταρρεύσουν τα κόμματα του κεντρώου χώρου (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, Ενωση Κεντρώων) θα ωφεληθεί πρωτίστως ο κ. Μητσοτάκης. Και γι’ αυτό σκέφτηκαν να δώσουν ένα κίνητρο στους πολίτες για να ξαναψηφίσουν τα συγκεκριμένα κόμματα. Μερίδιο από το μπόνους που θα λάβει ο νικητής. Το δίλημμα θα είναι αυτό που περιγράφει ήδη ο κ. Τσίπρας: «Θέλετε έναν προοδευτικό συνασπισμό που θα στηρίζει τα συμφέροντα των πολλών ή να κυβερνήσει η απεχθής Δεξιά του κ. Μητσοτάκη που επιθυμεί να σας... ξεζουμίσει περαιτέρω;».
Πιθανώς θα αναρωτιέστε αν εφαρμόζεται πουθενά στον κόσμο ένας τέτοιος νόμος. Οχι, είναι η απάντηση. Το μοναδικό σύστημα που έμοιαζε κάπως με αυτό που απεργάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, εφαρμόστηκε για ένα διάστημα στην Ιταλία με τα γνωστά αποτελέσματα των συνεχών ασταθών κυβερνήσεων και γι’ αυτό και άλλαξε προ επταετίας.
Για να αντιληφθείτε, ωστόσο, πόσο έχουν προχωρήσει οι συζητήσεις στο κυβερνών κόμμα, οι εμπνευστές του εν λόγω συστήματος σκέφτονται, κατά πληροφορίες, να εισηγηθούν και δύο επιπλέον αλλαγές. Πρώτον, να μειωθεί η είσοδος ενός κόμματος στη Βουλή στο 2% (για να διασφαλισθεί η επανεκλογή του κ. Καμμένου) και δεύτερον, να υπάρχει ένας επαναληπτικός γύρος εκλογών ανάμεσα στους δύο νικητές, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αυτοδυναμία από κανέναν από τους συνασπισμούς κομμάτων. Δηλαδή, να καλούνται οι ψηφοφόροι και σε ένα δεύτερο στάδιο να πουν αν προτιμούν την τάχα «δίκαιη Κεντροαριστερά ή τον απεχθή νεοφιλελευθερισμό»...
Υπενθυμίζεται, βέβαια, ότι για να εφαρμοσθεί οποιαδήποτε αλλαγή στον εκλογικό νόμο από τις επόμενες εκλογές χρειάζεται η ψήφος 200 βουλευτών. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ψηφισθεί από λιγότερους βουλευτές, το νέο σύστημα εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Κατόπιν τούτων, γεννάται ασφαλώς το ερώτημα αν τα μικρότερα κόμματα έχουν συμφέρον να ψηφίσουν την προαναφερθείσα πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση που τελικώς την καταθέσει. Η απάντηση εδώ δεν είναι προφανής. Διότι μπορεί μεν η κ. Γεννηματά να σκέφτεται π.χ. ότι θα πριμοδοτηθεί με κάποιες επιπλέον έδρες, αν προαναγγείλει ότι επιθυμεί να συγκυβερνήσει με τον κ. Τσίπρα, αλλά θα της είναι μάλλον δύσκολο να πείσει τους ψηφοφόρους της για ποιους ακριβώς λόγους θα πρέπει να εμπιστευθούν εκείνη και όχι απευθείας τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως εκ τούτου, μπορεί τελικά και όσα διαβάσατε να μείνουν επί χάρτου ως ανομολόγητα σχέδια των συμβούλων του κ. Τσίπρα και να εξακολουθούν να κυβερνούν ακόμη και ως ηττημένοι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα