Μια συνολική παρέμβαση για το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης έκανε προχθές από τις Βρυξέλλες ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, σε εκδήλωσε που διοργάνωσε η αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Άννυ Ποδηματά.
Η Παραπολιτική είχε την τύχη να παρευρεθεί στην εκδήλωση και σας συνιστά να διαβάσετε ολόκληρη την τοποθέτηση του κ. Γιαννίτση, παρόλο που είναι αρκετά εκτενής. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακά δίκαιο και εύστοχο κείμενο που δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Αναλυτικά:
Η κρίση που πέρασε το Ευρώ και η Ευρώπη μετά το 2007, και που ακόμα δεν έχει κλείσει τον κύκλο της, εκφράζει το μέγεθος της ανευθυνότητας των οραματιστών του ενιαίου νομίσματος. Όχι ότι το όραμα ήταν λάθος. Όμως, πολλά λάθη έγιναν στον τρόπο υλοποίησης και διαχείρισης του εγχειρήματος στην εύκολη πρώτη δεκαετία, αλλά και στα χρόνια της κρίσης. Οι οραματιστές κάθε φορά έχουν σημαντική ευθύνη για το όραμά τους. Το ίδιο και οι κληρονόμοι των οραματιστών. Όμως, κάθε φορά, το λάθος των οραμάτων το πληρώνουν οι πιο αδύναμοι κρίκοι μιας ομάδας χωρών ή ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας στο εσωτερικό μιας χώρας -τα πιο εύπιστα και τα πιο αδύναμα.
Θα αδικούσα την Ευρώπη, αν παρέμενα μόνο στις ευθύνες των οραματιστών της. Σε μια σειρά από χώρες, κυρίως, αλλά όχι μόνο, στη Νότια Ευρώπη και, φυσικά, στην Ελλάδα, είχαμε τους εθνικούς πρωταγωνιστές του δράματος, που ήσαν πολυάριθμοι και βρίσκονταν σε πολλές και διαφορετικές θεσμικές θέσεις. Και γι αυτούς δεν μπορώ να αναφέρομαι μόνο στον παρατατικό. Πρέπει να προστεθεί και ο ενεστώτας, καθώς σήμερα, ως αποτέλεσμα της κρίσης, νέα οράματα πωλούνται στην πολιτική αγορά, που επιδιώκουν να ξεπεράσουν παλιά λάθη με νέα λάθη, στήνοντας νέα είδωλα. Όταν τα είδωλα γκρεμίζονται ξανά και ξανά, πάλι οι οραματιστές τους δεν πληρώνουν. Το πρόβλημα ανατροπής του παλιού δεν σημαίνει όμως, ούτε ότι νομιμοποιεί ο,τιδήποτε νέο εμφανίζεται, ούτε ότι μπορεί να καταπνίγει το ερώτημα για το πόσο δημιουργική ή καταστροφική θα είναι η λειτουργία των οραμάτων που αναδεικνύονται στην κρίση. Πολύ περισσότερο, όταν το άλλοθι της ανατροπής έχει επιτρέψει την εμφάνιση ακραίων ιδεολογιών και πολιτικών δυνάμεων, για τις οποίες η καταστροφή είναι η βάση της ύπαρξής τους.
Αλλά ας αφήσουμε τα οράματα που είναι μια πολιτικά φανταχτερή λέξη. Στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε μια φάση, όπου οι πολιτικές δυνάμεις που συνέπραξαν για να φτάσει η χώρα στην κατάρρευση –άρα, σε διαφορετικό βαθμό, όλες, ανεξάρτητα από τη θέση τους στο πολιτικό σύστημα- μάχονται για να βγούμε από την κρίση με εργαλεία, αντιλήψεις και πολιτικές υποσχέσεις, που εμπεριέχουν σε διαφορετικούς συνδυασμούς τα στοιχεία της ανικανότητας, της αναποτελεσματικότητας, της πολιτικής και ιδεολογικής διαφθοράς ή αφέλειας, του καταστροφικού αρνητισμού και της αδυναμίας κατανόησης των δύσκολων λύσεων και των σύνθετων πολιτικών που θα έδιναν μια απάντηση στα προβλήματα. Ολες έχουν ως κεντρικό μέλημα, όχι πώς θα συντομέψουν το διάστημα της επώδυνης σημερινής φάσης ή πώς θα περιορίσουν το κόστος της πολιτικής τους ανικανότητας για τον πολίτη, αλλά με ποια τεχνάσματα θα παρουσιάσουν μια αυριανή πλασματική πραγματικότητα.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει χάσει 25% του εθνικού της εισοδήματος, έχει βιώσει την καταστροφή ενός ουσιαστικού τμήματος του παραγωγικού της δυναμικού και έχει 28% ανεργία, που θα ήταν υψηλότερη, αν δεν μετανάστευαν στο εξωτερικό μερικές χιλιάδες νέοι για να βρουν τη δουλειά που τους αρνούνται τα πολιτικά λάθη. Με ουτοπικές υποθέσεις, ΑΕΠ και απασχόληση θα χρειαστούν το λιγότερο 12 χρόνια ευνοϊκής εξέλιξης για να επανέλθουν εκεί που ξεκίνησε η καταστροφική διαδικασία της κρίσης. Στο μεταξύ η Ευρώπη και το διεθνές τοπίο πιθανότατα θα εξελίσσονται προς τα πάνω. Ετσι, όταν έρθει η στιγμή της επιστροφής στην αφετηρία, το χάσμα Ελλάδας και πολλών ευρωπαϊκών ή άλλων χωρών πιθανότατα θα έχει διευρυνθεί.
Η απάντηση στην κρίση δεν καθορίζεται μόνο από τις εθνικές επιλογές και εξελίξεις. Καθορίζεται επίσης και από τις πολιτικές και τις εξελίξεις που θα υπάρξουν στην Ευρώπη. Λόγω της κρίσης, η Ελλάδα επικρίθηκε ως ανεύθυνος δανειολήπτης. Ηταν. Όμως, ένας υπεύθυνος δανειολήπτης προϋποθέτει και έναν υπεύθυνο δανειστή. Η συζήτηση για την Τραπεζική Ενωση στηρίζεται στην αρχή ότι οι χρηματοοικονομικοί επενδυτές πρέπει να φέρουν τον κίνδυνο των επιλογών τους. Θα ήταν ύβρις να ζητήσει κανείς μια καθαρή εφαρμογή της αρχής αυτής στο θέμα των δανείων προς την Ελλάδα. Όμως είναι και ύβρις να εφαρμόζεται μόνο όπου συμφέρει.
Σήμερα, μαθαίνουμε ότι είμαστε μια επιτυχημένη περίπτωση (ένα success story), επειδή το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα έχει πλησιάσει ή ίσως και έχει φτάσει σε σημείο ισορροπίας. Ακόμα περισσότερο, υποστηρίζεται, ότι έτσι βγαίνουμε από την κρίση. Όμως, αν από τη μια μπορούμε να πούμε –όχι πάντως με μεγάλο φανατισμό- ότι μετά από πέντε χρόνια αντιμετωπίσαμε το δημοσιονομικό big bang του 2009, από την άλλη, έτσι που προχωρήσαμε, βρισκόμαστε μισό βήμα πριν από δυο νέους τύπους big bang. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα κοινωνικό και ένα πολιτικό big bang, που, αν προκύψουν, θα δημιουργήσουν νέους μακρόχρονους κύκλους κρίσης, με απρόβλεπτα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα. Ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας είναι σήμερα βαθιά απογοητευμένα και στρέφονται όλο και περισσότερο προς τιμωρητικές επιλογές απέναντι στο πολιτικό σύστημα εξουσίας. Ο,τι κατηγορήσαμε την Γερμανία και την κα Μέρκελ πως έκαναν στην Ελλάδα, πάμε σήμερα να το αναπαράγουμε εμείς πάνω στη συλλογική μας υπόσταση.
Θεωρητικά, τέτοιες τιμωρητικές δυναμικές δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικές. Επανειλημμένως, στη διάρκεια της κρίσης, μιλάμε για την ανάγκη υπέρβασης και ανατροπής αντιλήψεων και επιλογών που λειτούργησαν καταστροφικά, γιατί οδήγησαν στην κρίση, και που γι αυτό νομιμοποιείται η ανατροπή τους. Οι τιμωρητικές επιλογές παράγουν, όμως, πολύ διαφορετικά αποτελέσματα, αν εκφράζουν μια σύγκρουση πολιτικών, π.χ. για το πώς κατανέμεται το βάρος της κρίσης, αν εκφράζουν επιλογές που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν πολιτικά οφέλη από τα αγριεμένα ένστικτα μιας κοινωνίας σε δοκιμασία ή αν εκφράζουν μια τυφλή αντίδραση, που απορρέει από το χάσμα μεταξύ μιας φαντασιωτικής πραγματικότητας που κοινωνικές ομάδες προσδοκούν ή τις έχουν πείσει ότι δικαιούνται να προσδοκούν και του πραγματικού κόσμου. Ένα τέτοιο χάσμα δημιουργήθηκε στην ελληνική κοινωνία στην πορεία πριν την κρίση και γιγαντώθηκε ακόμα περισσότερο μέσα στην κρίση. Πολιτικές δυνάμεις και πολλοί πολιτικοί αστέρες επένδυσαν πολλά στην υπεροψία και στην καλλιέργεια προσδοκιών που δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να υλοποιήσουν. Η Ευρώπη δεν ήταν αθώα της ευθύνης για το χάσμα αυτό, που σταδιακά διογκώθηκε και μετατράπηκε σε ισχυρή δύναμη καταστροφής (destructive power). Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, η Ε.Ε. έχει μια τεράστια ευθύνη: να ξεκαθαρίσει, αν θα συμπράξει ξανά, όπως πριν από λίγα χρόνια, ώστε οι επιδόσεις και τα προβλήματα της Ελλάδας να συγκαλύπτονται, με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να καλούνται οι Ελληνες να κάνουν νέες θυσίες, γιατί έγιναν δήθεν ‘κακές εκτιμήσεις’ ή αν θα είναι ένας πόλος διαφάνειας και αντικειμενικότητας στην εκτίμηση του ‘που βρίσκεται η Ελλάδα’.
Αναφερόμενος στις αβεβαιότητες και τις προοπτικές, θα ήθελα να κάνω μια γενική επισήμανση: Εξοδος από την κρίση δεν σημαίνει απλά εξισορρόπηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσα σε ένα μακρόχρονο τέλμα οικονομικής μιζέριας και πολιτικής βίας. Βέβαια, δεν περιμένει κανείς κάποια φάση ένδοξης μεγέθυνσης. Όμως, μιλώντας για την Ελλάδα, καμιά σοβαρή βελτίωση δεν θα προκύψει, αν η Ευρώπη δεν αντιμετωπίσει τα κρίσιμα θεσμικά κενά στην άσκηση πολιτικής, αν δεν αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα κεντρικά προβλήματα και αν δεν επιστρέψει σε ικανοποιητικές συνθήκες μεγέθυνσης και σταθερότητας, ώστε να ξεπεραστεί η συνεχής αβεβαιότητα για την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που συνεχώς εμφανίζονται.
Οι κυρίαρχες αβεβαιότητες και προτεραιότητες στην Ευρώπη είναι σήμερα επικεντρωμένες στην αντιμετώπιση των θεσμικών κενών της Ευρωζώνης και στο ανοικτό τραπεζικό πρόβλημα. Όμως, υπάρχουν περισσότερα σημαντικά ζητήματα:
1. Η απουσία πολιτικών προσαρμογής των πλεονασματικών χωρών, ώστε οι μακρο-οικονομικές ανισορροπίες και το χάσμα ανταγωνιστικότητας με τις χώρες σε κρίση να περιοριστεί. Μέχρι τώρα, η διαδικασία προσαρμογής ήταν ασύμμετρη. Οι χώρες κρίσης κάλυψαν την τελευταία τριετία σημαντικό τμήμα των αποκλίσεων στη δημοσιονομική ισορροπία και στην ανταγωνιστικότητα. Αντίθετα, οι πλεονασματικές χώρες δεν δείχνουν να πιέζονται για να κάνουν την δική τους προσαρμογή, εκμεταλλεύονται την ισχυρή θέση τους και αντλούν οφέλη από την εισροή ρευστότητας που κατευθύνεται σε αυτές για λόγους εμπιστοσύνης. Όπως επισημαίνουν περισσότεροι αναλυτές, μια τέτοια ασύμμετρη προσαρμογή καταδικάζει τις χώρες σε κρίση σε μια συνεχή υπερπροσπάθεια, ενώ σε συνδυασμό με την περιοριστική πολιτική που ακολουθείται σε όλες, ακόμα και τις οικονομικά ισχυρότερες, χώρες, και το ανατιμημένο ευρώ, έχει τον κίνδυνο, όχι απλώς να επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες των χωρών κρίσης, αλλά και να οδηγήσει όλη την Ευρωζώνη σε συνθήκες διαρθρωτικής στασιμότητας (secular stagnation).
2. Το πρόβλημα της μεγάλης απόκλισης που χαρακτηρίζει πλέον τις σχέσεις των χωρών κρίσης με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες έχουν επιστρέψει κατά 10, 15 ή και πάνω από 30 χρόνια πίσω, σε όρους σύγκλισης με τις χώρες της Ε.Ε.-15. Η εξέλιξη αυτή θέτει το θέμα των πολιτικών σύγκλισης. Στην ανάγκη σύγκλισης δεν αναφέρομαι από τη σκοπιά της αλληλεγγύης, που είναι ένας ηθικός όρος. Θεωρώ, ότι πολιτικά και οικονομικά η ικανότητα σύγκλισης στο εσωτερικό της Ευρώπης είναι κρίσιμο ζήτημα εσωτερικής σταθερότητας και εξέλιξης του ίδιου του ευρωπαϊκού συστήματος. Σύγκλιση με μοχλό τον συνεχή δανεισμό αποδείχτηκε πολύ ακριβό και καταστροφικό εργαλείο. Oμως, το πρόβλημα της σύγκλισης ως αναγκαίο συστημικό στοιχείο της λειτουργίας της Ευρώπης και του ευρώ συνδέεται με το πρόβλημα των ισχυρών αποκλίσεων σε ό,τι αφορά τις παραγωγικές ικανότητες και την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών, που στη διάρκεια της κρίσης έγιναν μεγαλύτερες. Και στο θέμα της παραγωγικής βάσης η ευρωπαϊκή πολιτική στα χρόνια αυτά ήταν περίπου ανύπαρκτη. Αν λόγω αυτής της αντίληψης η κρίση παρατείνεται, θα έχουμε συνθήκες αυξανόμενης απόκλισης μεταξύ των εταίρων της Ευρωζώνης στα επόμενα χρόνια. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι είτε ένας αριθμός χωρών θα αδυνατούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του ευρωπαϊκού συστήματος και θα βρεθούν σταδιακά σε μια ακόμα πιο αδύναμη θέση, είτε ότι η Ευρώπη θα αναγκαστεί να επιβραδύνει σοβαρά το ρυθμό των αλλαγών και της εξέλιξής της, που μέχρι τώρα αποτελούσαν βάση της επιτυχίας της. Μια τέτοια κατάσταση έχει δημιουργηθεί σήμερα, με την ακύρωση της ΟΝΕ για ένα τμήμα της Ευρωζώνης, όπου έπειτα από δέκα χρόνια λειτουργίας του ευρώ, αντί για συλλογικό όφελος προέκυψε ρήξη. Τα διαφορετικά επιτόκια που ισχύουν σε κάθε χώρα, σημαίνουν πρακτικά διαφορετικό νόμισμα, διαφορετική ανταγωνιστικότητα και διαφορετική προοπτική σε κάθε χώρα της Ευρωζώνης.
3. Ένα τρίτο ζήτημα αφορά το ρόλο της Ευρώπης στην οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας. Οι ευθύνες του ελληνικού πολιτικού συστήματος πριν και μέσα στην κρίση είναι αναμφίβολες και τεράστιες. Όμως και η στάση πολλών ευρωπαϊκών φορέων και δημόσιων προσώπων λειτούργησε αποσταθεροποιητικά και δεν εννοώ γενικά σε σχέση με την κρίση, αλλά ειδικά απέναντι στην Ελλάδα. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι προτάσεις της γερμανικής κυβέρνησης, μέσω της Bundesbank, για την επιβολή ενός νέου γενικευμένου κεφαλαιακού φόρου. Θα ήθελα να σημειώσω, ότι όσοι έχουμε ταχθεί υπέρ της ευρωπαϊκής ιδέας δεν είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπιζόμαστε ο,τιδήποτε αποσταθεροποιεί την οικονομία και σπρώχνει ξανά και ξανά προς τα πίσω την ελληνική κοινωνία. Μπορούμε να υποταχθούμε στη δύναμη του κυνισμού, στην ήττα που οδηγήθηκε η Ελλάδα με δικά της λάθη, αλλά και με τη θερμή συμπαράσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών και των κυβερνήσεών τους, μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας επιβάλλεται όσο δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, αλλά δεν μπορούμε και να το υπερασπιζόμαστε ως εάν έχει νεκρωθεί η σκέψη μας. Αν η Ε.Ε. ενδιαφέρεται για την Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να τρομοκρατεί μια ολόκληρη κοινωνία και να κάνει πολύ ξεκάθαρο το σχέδιο που θέλει να επιβάλλει ή να διαπραγματευτεί.
4. Ένα τέταρτο θέμα αφορά τους διαρθρωτικούς πόρους και την πολιτική της Ε.Ε. Οι πόροι αυτοί αποτελούν εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο για την προώθηση της μεγέθυνσης σε μια χώρα κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίστηκε πρόσφατα, ότι η πολιτική σύγκλισης (cohesion policy) δεν πρέπει να είναι business as usual. Στην πράξη, αποφασίστηκε το αντίθετο. Η Ε.Ε. προσποιείται ότι δεν κατανοεί, ότι όπως η επίτευξη των μακροοικονομικών στόχων μπορεί να τίθεται ως όρος για τη διάθεση επενδυτικών πόρων, έτσι και, αντίστροφα, η διάθεση των πόρων και η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και της μεγέθυνσης μιας χώρας είναι προϋπόθεση για τη βελτίωση της μακροοικονομικής προσαρμογής της. Προσποιείται ότι αγνοεί, ότι πίσω από τη δημοσιονομική ή χρηματοοικονομική κρίση βρίσκονται διαρθρωτικές αδυναμίες του παραγωγικού συστήματος, και δεν εννοώ μόνο στην Ελλάδα, αλλά στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Νότου και σε άλλες χώρες. Η Ε.Ε. θα έπρεπε συνεπώς να δει με όρους έκτακτης ανάγκης τις διαδικασίες για τη διάθεση αυτών των πόρων στην Ελλάδα, όπως βεβαίως και οι ελληνικές κυβερνήσεις οφείλουν να δουν με απόλυτη συναίσθηση ευθύνης τον καλύτερο δυνατό τρόπο αξιοποίησης των πόρων αυτών και ότι στη διαδικασία αυτή πρέπει να υπάρξει στενή συνεργασία και να εγκαταλειφθεί κάθε αναποτελεσματική διαδικασία. Όταν σε αυτά υπάρχει κενό, οι δυνάμεις που στη χώρα μιλούν για ανάπτυξη θα έπρεπε να έχουν το θέμα αυτό στην πρώτη γραμμή πίεσης και διαπραγμάτευσης.
5. Ένα πέμπτο σημείο αφορά τη θέση της Ευρώπης απέναντι στις μεγάλες, μη δυτικές, αναδυόμενες δυνάμεις. Η θέση αυτή εξασθενίζει συνεχώς. Η Ευρώπη εξασφάλισε μια βελτίωση της ευημερίας της, κυρίως χάρη στους θεσμούς, τη συσσώρευση κεφαλαίου, την έρευνα, την καινοτομία, την ανάπτυξη της Γνώσης. Όμως, φάνηκε ότι αυτά δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ικανοποιητικούς ρυθμούς ευημερίας και χρειάστηκε προσφυγή σε πρόσθετα δάνεια, τα οποία σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. -πέρα από τις χώρες κρίσης-, ανέβασαν τη σχέση χρέος/ΑΕΠ κατά 15 έως και 30 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η εύκολη μεγέθυνση με μοχλό το χρηματοικονομικό σύστημα των περασμένων ετών, έδειξε τα περιορισμένα και επικίνδυνα όρια της. Ευρωπαϊκή δύναμη στο διεθνές σύστημα και κοινωνική και οικονομική ευημερία προϋποθέτουν μια συνεχή ενίσχυση της πολιτικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, στην κατεύθυνση των επενδύσεων, της τεχνολογικής-εκπαιδευτικής πολιτικής, της βιομηχανικής πολιτικής με την έννοια της ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης και πολλά άλλα. Διαφορετικά, ίσως φανεί ότι βρισκόμαστε στην αρχή ενός ζοφερού κύκλου αποδυνάμωσης της ευρωπαϊκής ισχύος, που σε 10-20 χρόνια θα έχει ακυρώσει όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές ιδέες και οράματα.
Για την Ελλάδα, θα σταθώ σε τέσσερα σημεία-κλειδιά, η αντιμετώπιση των οποίων θα κρίνει το χρόνο, τον τρόπο και το κόστος κοινωνικής εξόδου από την κρίση.
Το πρώτο σημείο είναι αν η Ευρωζώνη θα δεχθεί να αντιμετωπίσει σε εύλογο διάστημα και με κάποιο τρόπο το πρόβλημα του χρέους και του βάρους εξυπηρέτησής του. Οπως είναι σήμερα τα δεδομένα, η Ελλάδα με χρέος περίπου 320 δισεκ ευρώ ή 175% του ΑΕΠ και επιβάρυνση χρέους περίπου 4,5% του ΑΕΠ είναι αφερέγγυα. Χωρίς καμιά αλλαγή, η εξυπηρέτηση του χρέους και μόνο θα απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα σε ιστορικά πρωτόγνωρη χρονική διάρκεια και ύψος και θα καταδικάζει τη χώρα σε μακροχρόνιο αναπτυξιακό τέλμα. Το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Είναι και ευρωπαϊκό.
Το δεύτερο σημείο αφορά το Κράτος. Καμιά πολιτική δεν μπορεί να πετύχει, αν δεν στηρίζεται από μια εξειδικευμένη και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση και αν το Κοινοβούλιο, η Εκτελεστική και η Δικαστική εξουσία δεν λειτουργήσουν σύμφωνα με το Σύνταγμα και την αίσθηση του συλλογικού συμφέροντος. Κανένα αποτελεσματικό Κράτος δεν στηρίζεται σε αναποτελεσματικούς θεσμούς. Η κρίση, η αλληλεγγύη, η ανάπτυξη, όλες οι σημαντικές αξίες μπορούν να πραγματωθούν μόνο μέσα από μια ευρύτατη ανατροπή του αναχρονιστικού κρατικού κατεστημένου και το μετασχηματισμό του σε εργαλείο πολιτικής . Αν το Κράτος λειτουργεί κυνικά ως εργαλείο νομής εξουσίας, δεν μπορεί να απορεί κανείς, ότι στα μάτια της κοινωνίας απονομιμοποιούνται τόσο η ιδέα του Κράτους, όσο και οι οποιεσδήποτε εκδοχές πολιτικής -αριστερές και δεξιές.
Το τρίτο σημείο αφορά τη μεγέθυνση και τη σχέση της με την κρίση. Η Τρόικα και τα Μνημόνια στην ουσία δεν ενδιαφέρονται για το παραγωγικό σύστημα, παρ’ όλον ότι η μεγέθυνση είναι ο δεύτερος κρίσιμος παράγοντας μαζί με τη δημοσιονομική προσαρμογή για την επαναϊσορρόπηση της οικονομίας. Όμως, ούτε και οι δικές μας πολιτικές, ούτε και οι θέσεις που έχουν προταθεί, ενδιαφέρονται πράγματι για το πρόβλημα. Ολο το βάρος έπεσε στα μακροοικονομικά και στην πολιτική σύγκρουση γύρω από θέματα που δημιουργούν πολιτική αδρεναλίνη, αδιαφορώντας για το ότι ένα σημαντικό τμήμα της κρίσης συνδεόταν με την ολοένα και πιο αδύναμη παραγωγική βάση της οικονομίας και τη συνεχή διάβρωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητάς μας. Γιατί; Θεωρώ ότι μια πιο ουσιαστική αναπτυξιακή και επενδυτική πολιτική για την ισχυροποίηση της παραγωγικής βάσης και της ανταγωνιστικότητας θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με τις πιο βαθιές συστημικές παθογένειες και να πλήξει ένα κατασκεύασμα που είναι το παιδί του πολιτικού αμοραλισμού. Έτσι, μια ανάκαμψη που στηρίζεται μόνο στα δημοσιονομικά έχει ένα εξαιρετικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, και, επιπλέον, όταν υπάρξει, θα είναι αναιμική.
Το τέταρτο σημείο αφορά το πολιτικό σκηνικό. Είναι κοινοτοπία να λεχθεί ξανά, ότι στην καρδιά της οικονομικής κρίσης βρίσκεται μια πολιτική κρίση και η πολιτική αποτυχία. Τα μηνύματα ότι η κοινωνία μας αναζητά κάτι διαφορετικό είναι ισχυρά. Το ερώτημα είναι τι θα εκφράζει αυτό το διαφορετικό. Θεωρώ, ότι ένας νέος πολιτικός πόλος σήμερα πρέπει να υπερβεί τα κλασικά σχήματα και να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες που θα έχουν ανοικτή και υπερβατική χροιά και θα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων που ψάχνονται, αρνούνται να αποδεχτούν ό,τι τους προσφέρεται και είναι έτοιμες να επενδύσουν σε ό,τι τις πείσει. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση διαχωριστικών ιδεολογικών και αξιακών γραμμών. Σημαίνει, όμως, αναγνώριση, ότι σε μια συγκεκριμένη φάση, όπου για τη χώρα διακυβεύονται τα πάντα, οι διαφορετικές αξίες και ιδεολογίες πρέπει να βγουν από τα χαρακώματα και να ανεχθούν να συνυπάρξουν με άλλες αξίες, ώστε να αποτραπεί κάθε μεγάλος κίνδυνος. Στην ουσία, οποιοδήποτε σοβαρό πολιτικό σχήμα έχει να απαντήσει στο δίλημμα, τι θεωρεί ως το μεγαλύτερο διακύβευμα: το πώς θα ξεφύγει η κοινωνία και η χώρα από την κρίση και πώς θα εξυπηρετηθεί καλύτερα το συλλογικό, το κοινωνικό και το εθνικό συμφέρον ή πώς θα διασωθούν προσωπικές εγωπάθειες, συμφέροντα , δογματισμοί και στερεότυπα, που έχουν στοιχειώσει;
Οι διεργασίες για την ανασυγκρότηση ενός τέτοιου πόλου πρέπει να προσφέρουν ισχυρή πολιτική έκφραση στις κοινωνικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την ανατροπή των αιτίων της χρεοκοπίας και είναι διατεθειμένες να εργαστούν για μια προοπτική επιτυχίας. Το κρίσιμο είναι η μάχη να δοθεί στο προσκήνιο και όχι στο παρασκήνιο, στο πεδίο των προτάσεων και των επιχειρημάτων, όχι της κατάταξης των προσώπων και της διαδικαστικής απεραντολογίας. Ακόμα και σήμερα, η συζήτηση αποφεύγει σταθερά να γίνει ουσιαστικά πολιτική ή να πάει στο κεντρικό ζητούμενο, δηλαδή τι πρέπει να κάνουμε εμείς για τη χώρα μας. Αντίθετα, μετατοπίζεται έντεχνα ή άτεχνα σε ένα πολιτικό κουτσομπολιό, γύρω από πρόσωπα, εγωπάθειες για πεθαμένα ζητήματα, γραφικές παρεμβάσεις, και σε ρητορείες-κλισέ για την ανάγκη μιας Δημοκρατικής Ευρώπης, την ανατροπή των φιλελεύθερων πολιτικών, την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος Βορρά και Νότου με χρηματικές ροές και άλλα χιλιοειπωμένα στερεότυπα, που ενώ είναι πολύ σημαντικά ζητήματα, με τον τρόπο που τίθενται έχουν μηδενική επίπτωση στη βελτίωση της πραγματικότητάς μας. Όταν στον εθνικό θάλαμο επιχειρήσεων έχουν ανάψει χίλιες κατακόκκινες λάμπες, οι μεγάλες πολιτικές διαμάχες στη χώρα περιπλανούνται γύρω από επικοινωνιακά ζητήματα και για το πού θα πουλιούνται οι ασπιρίνες, αν το γάλα θα έχει διάρκεια τρεις ή πέντε μέρες, αν ο ΦΠΑ στα εστιατόρια θα είναι 13% ή 23% ή πώς θα πουλιέται το ψωμί.
Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη και τα διακυβεύματα για τη Δημοκρατία, τη σταθερότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημιουργία μιας πραγματικής προοπτικής είναι πολλά. Είναι επείγουσα ανάγκη οι δυνάμεις που θέλουν να δώσουν μάχη, να δημιουργήσουν μια στρατηγική, αλλά και πραγματιστική αντίληψη για την ιεράρχηση των συλλογικών προτεραιοτήτων, να διασφαλίσουν και όχι να διαψεύσουν προσδοκίες, να συνεργαστούν με δυνάμεις εφ’ όσον η συνεργασία υπόσχεται κάτι θετικό, αλλά, προπάντων, να διατυπώσουν θέσεις για τα μεγάλα ζητήματα. Κατ’ αρχάς για το πώς θα πετύχουμε πραγματική ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας μας, καθώς, όλα τα άλλα, από μόνα τους, θα είναι αδιέξοδα. Να υπάρξουν και θέσεις για μείζονα θέματα, όπως τη μεταρρύθμιση του Κράτους, την ανεργία των νέων, τη δημιουργία ανταγωνιστικής παραγωγής στην μεταποίηση, τις υπηρεσίες, τα αγροτικά, το μεγάλο θέμα των μισθών στην ιδιωτική οικονομία, τη θεσμική ανασύνταξη, την αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, τη νέα επιχειρηματικότητα, το σύστημα υγείας, τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και την ισότητα στην φορολογική μεταχείριση των κοινωνικών ομάδων, τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, τους πνιγμούς γυναικών και μικρών παιδιών μεταναστών στα Φαρμακονήσια, μεγάλα συνταγματικά θέματα, τους κινδύνους της Δημοκρατίας.
Με βάση ένα πολύ διακριτό πολιτικό στίγμα, ας ακολουθήσουν όποιοι είναι σε θέση να αντέξουν μια τέτοια πολιτική ατζέντα. Οι δυνάμεις αυτές αναπόφευκτα θα βρουν απέναντί τους το σύστημα νομής της παλιάς, της σημερινής ή της μελλοντικής εξουσίας, όλο το σύστημα της αδράνειας, της αμορφωσιάς και της αντίδρασης απέναντι σε όποια αλλαγή ανατρέπει παλιές ισορροπίες συμφερόντων. Δεν πειράζει. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που ή θα εργαστούμε για μια συγκεκριμένη λύση, αν την έχουμε και αν την πιστεύουμε ή θα γενικολογούμε και θα χανόμαστε στο μεγάλο βιβλίο της αποτυχίας.
Η Παραπολιτική είχε την τύχη να παρευρεθεί στην εκδήλωση και σας συνιστά να διαβάσετε ολόκληρη την τοποθέτηση του κ. Γιαννίτση, παρόλο που είναι αρκετά εκτενής. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακά δίκαιο και εύστοχο κείμενο που δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Αναλυτικά:
Η κρίση που πέρασε το Ευρώ και η Ευρώπη μετά το 2007, και που ακόμα δεν έχει κλείσει τον κύκλο της, εκφράζει το μέγεθος της ανευθυνότητας των οραματιστών του ενιαίου νομίσματος. Όχι ότι το όραμα ήταν λάθος. Όμως, πολλά λάθη έγιναν στον τρόπο υλοποίησης και διαχείρισης του εγχειρήματος στην εύκολη πρώτη δεκαετία, αλλά και στα χρόνια της κρίσης. Οι οραματιστές κάθε φορά έχουν σημαντική ευθύνη για το όραμά τους. Το ίδιο και οι κληρονόμοι των οραματιστών. Όμως, κάθε φορά, το λάθος των οραμάτων το πληρώνουν οι πιο αδύναμοι κρίκοι μιας ομάδας χωρών ή ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας στο εσωτερικό μιας χώρας -τα πιο εύπιστα και τα πιο αδύναμα.
Θα αδικούσα την Ευρώπη, αν παρέμενα μόνο στις ευθύνες των οραματιστών της. Σε μια σειρά από χώρες, κυρίως, αλλά όχι μόνο, στη Νότια Ευρώπη και, φυσικά, στην Ελλάδα, είχαμε τους εθνικούς πρωταγωνιστές του δράματος, που ήσαν πολυάριθμοι και βρίσκονταν σε πολλές και διαφορετικές θεσμικές θέσεις. Και γι αυτούς δεν μπορώ να αναφέρομαι μόνο στον παρατατικό. Πρέπει να προστεθεί και ο ενεστώτας, καθώς σήμερα, ως αποτέλεσμα της κρίσης, νέα οράματα πωλούνται στην πολιτική αγορά, που επιδιώκουν να ξεπεράσουν παλιά λάθη με νέα λάθη, στήνοντας νέα είδωλα. Όταν τα είδωλα γκρεμίζονται ξανά και ξανά, πάλι οι οραματιστές τους δεν πληρώνουν. Το πρόβλημα ανατροπής του παλιού δεν σημαίνει όμως, ούτε ότι νομιμοποιεί ο,τιδήποτε νέο εμφανίζεται, ούτε ότι μπορεί να καταπνίγει το ερώτημα για το πόσο δημιουργική ή καταστροφική θα είναι η λειτουργία των οραμάτων που αναδεικνύονται στην κρίση. Πολύ περισσότερο, όταν το άλλοθι της ανατροπής έχει επιτρέψει την εμφάνιση ακραίων ιδεολογιών και πολιτικών δυνάμεων, για τις οποίες η καταστροφή είναι η βάση της ύπαρξής τους.
Αλλά ας αφήσουμε τα οράματα που είναι μια πολιτικά φανταχτερή λέξη. Στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε μια φάση, όπου οι πολιτικές δυνάμεις που συνέπραξαν για να φτάσει η χώρα στην κατάρρευση –άρα, σε διαφορετικό βαθμό, όλες, ανεξάρτητα από τη θέση τους στο πολιτικό σύστημα- μάχονται για να βγούμε από την κρίση με εργαλεία, αντιλήψεις και πολιτικές υποσχέσεις, που εμπεριέχουν σε διαφορετικούς συνδυασμούς τα στοιχεία της ανικανότητας, της αναποτελεσματικότητας, της πολιτικής και ιδεολογικής διαφθοράς ή αφέλειας, του καταστροφικού αρνητισμού και της αδυναμίας κατανόησης των δύσκολων λύσεων και των σύνθετων πολιτικών που θα έδιναν μια απάντηση στα προβλήματα. Ολες έχουν ως κεντρικό μέλημα, όχι πώς θα συντομέψουν το διάστημα της επώδυνης σημερινής φάσης ή πώς θα περιορίσουν το κόστος της πολιτικής τους ανικανότητας για τον πολίτη, αλλά με ποια τεχνάσματα θα παρουσιάσουν μια αυριανή πλασματική πραγματικότητα.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει χάσει 25% του εθνικού της εισοδήματος, έχει βιώσει την καταστροφή ενός ουσιαστικού τμήματος του παραγωγικού της δυναμικού και έχει 28% ανεργία, που θα ήταν υψηλότερη, αν δεν μετανάστευαν στο εξωτερικό μερικές χιλιάδες νέοι για να βρουν τη δουλειά που τους αρνούνται τα πολιτικά λάθη. Με ουτοπικές υποθέσεις, ΑΕΠ και απασχόληση θα χρειαστούν το λιγότερο 12 χρόνια ευνοϊκής εξέλιξης για να επανέλθουν εκεί που ξεκίνησε η καταστροφική διαδικασία της κρίσης. Στο μεταξύ η Ευρώπη και το διεθνές τοπίο πιθανότατα θα εξελίσσονται προς τα πάνω. Ετσι, όταν έρθει η στιγμή της επιστροφής στην αφετηρία, το χάσμα Ελλάδας και πολλών ευρωπαϊκών ή άλλων χωρών πιθανότατα θα έχει διευρυνθεί.
Η απάντηση στην κρίση δεν καθορίζεται μόνο από τις εθνικές επιλογές και εξελίξεις. Καθορίζεται επίσης και από τις πολιτικές και τις εξελίξεις που θα υπάρξουν στην Ευρώπη. Λόγω της κρίσης, η Ελλάδα επικρίθηκε ως ανεύθυνος δανειολήπτης. Ηταν. Όμως, ένας υπεύθυνος δανειολήπτης προϋποθέτει και έναν υπεύθυνο δανειστή. Η συζήτηση για την Τραπεζική Ενωση στηρίζεται στην αρχή ότι οι χρηματοοικονομικοί επενδυτές πρέπει να φέρουν τον κίνδυνο των επιλογών τους. Θα ήταν ύβρις να ζητήσει κανείς μια καθαρή εφαρμογή της αρχής αυτής στο θέμα των δανείων προς την Ελλάδα. Όμως είναι και ύβρις να εφαρμόζεται μόνο όπου συμφέρει.
Σήμερα, μαθαίνουμε ότι είμαστε μια επιτυχημένη περίπτωση (ένα success story), επειδή το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα έχει πλησιάσει ή ίσως και έχει φτάσει σε σημείο ισορροπίας. Ακόμα περισσότερο, υποστηρίζεται, ότι έτσι βγαίνουμε από την κρίση. Όμως, αν από τη μια μπορούμε να πούμε –όχι πάντως με μεγάλο φανατισμό- ότι μετά από πέντε χρόνια αντιμετωπίσαμε το δημοσιονομικό big bang του 2009, από την άλλη, έτσι που προχωρήσαμε, βρισκόμαστε μισό βήμα πριν από δυο νέους τύπους big bang. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα κοινωνικό και ένα πολιτικό big bang, που, αν προκύψουν, θα δημιουργήσουν νέους μακρόχρονους κύκλους κρίσης, με απρόβλεπτα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα. Ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας είναι σήμερα βαθιά απογοητευμένα και στρέφονται όλο και περισσότερο προς τιμωρητικές επιλογές απέναντι στο πολιτικό σύστημα εξουσίας. Ο,τι κατηγορήσαμε την Γερμανία και την κα Μέρκελ πως έκαναν στην Ελλάδα, πάμε σήμερα να το αναπαράγουμε εμείς πάνω στη συλλογική μας υπόσταση.
Θεωρητικά, τέτοιες τιμωρητικές δυναμικές δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητικές. Επανειλημμένως, στη διάρκεια της κρίσης, μιλάμε για την ανάγκη υπέρβασης και ανατροπής αντιλήψεων και επιλογών που λειτούργησαν καταστροφικά, γιατί οδήγησαν στην κρίση, και που γι αυτό νομιμοποιείται η ανατροπή τους. Οι τιμωρητικές επιλογές παράγουν, όμως, πολύ διαφορετικά αποτελέσματα, αν εκφράζουν μια σύγκρουση πολιτικών, π.χ. για το πώς κατανέμεται το βάρος της κρίσης, αν εκφράζουν επιλογές που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν πολιτικά οφέλη από τα αγριεμένα ένστικτα μιας κοινωνίας σε δοκιμασία ή αν εκφράζουν μια τυφλή αντίδραση, που απορρέει από το χάσμα μεταξύ μιας φαντασιωτικής πραγματικότητας που κοινωνικές ομάδες προσδοκούν ή τις έχουν πείσει ότι δικαιούνται να προσδοκούν και του πραγματικού κόσμου. Ένα τέτοιο χάσμα δημιουργήθηκε στην ελληνική κοινωνία στην πορεία πριν την κρίση και γιγαντώθηκε ακόμα περισσότερο μέσα στην κρίση. Πολιτικές δυνάμεις και πολλοί πολιτικοί αστέρες επένδυσαν πολλά στην υπεροψία και στην καλλιέργεια προσδοκιών που δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να υλοποιήσουν. Η Ευρώπη δεν ήταν αθώα της ευθύνης για το χάσμα αυτό, που σταδιακά διογκώθηκε και μετατράπηκε σε ισχυρή δύναμη καταστροφής (destructive power). Σε κάθε περίπτωση, σήμερα, η Ε.Ε. έχει μια τεράστια ευθύνη: να ξεκαθαρίσει, αν θα συμπράξει ξανά, όπως πριν από λίγα χρόνια, ώστε οι επιδόσεις και τα προβλήματα της Ελλάδας να συγκαλύπτονται, με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να καλούνται οι Ελληνες να κάνουν νέες θυσίες, γιατί έγιναν δήθεν ‘κακές εκτιμήσεις’ ή αν θα είναι ένας πόλος διαφάνειας και αντικειμενικότητας στην εκτίμηση του ‘που βρίσκεται η Ελλάδα’.
Αναφερόμενος στις αβεβαιότητες και τις προοπτικές, θα ήθελα να κάνω μια γενική επισήμανση: Εξοδος από την κρίση δεν σημαίνει απλά εξισορρόπηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσα σε ένα μακρόχρονο τέλμα οικονομικής μιζέριας και πολιτικής βίας. Βέβαια, δεν περιμένει κανείς κάποια φάση ένδοξης μεγέθυνσης. Όμως, μιλώντας για την Ελλάδα, καμιά σοβαρή βελτίωση δεν θα προκύψει, αν η Ευρώπη δεν αντιμετωπίσει τα κρίσιμα θεσμικά κενά στην άσκηση πολιτικής, αν δεν αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα κεντρικά προβλήματα και αν δεν επιστρέψει σε ικανοποιητικές συνθήκες μεγέθυνσης και σταθερότητας, ώστε να ξεπεραστεί η συνεχής αβεβαιότητα για την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που συνεχώς εμφανίζονται.
Οι κυρίαρχες αβεβαιότητες και προτεραιότητες στην Ευρώπη είναι σήμερα επικεντρωμένες στην αντιμετώπιση των θεσμικών κενών της Ευρωζώνης και στο ανοικτό τραπεζικό πρόβλημα. Όμως, υπάρχουν περισσότερα σημαντικά ζητήματα:
1. Η απουσία πολιτικών προσαρμογής των πλεονασματικών χωρών, ώστε οι μακρο-οικονομικές ανισορροπίες και το χάσμα ανταγωνιστικότητας με τις χώρες σε κρίση να περιοριστεί. Μέχρι τώρα, η διαδικασία προσαρμογής ήταν ασύμμετρη. Οι χώρες κρίσης κάλυψαν την τελευταία τριετία σημαντικό τμήμα των αποκλίσεων στη δημοσιονομική ισορροπία και στην ανταγωνιστικότητα. Αντίθετα, οι πλεονασματικές χώρες δεν δείχνουν να πιέζονται για να κάνουν την δική τους προσαρμογή, εκμεταλλεύονται την ισχυρή θέση τους και αντλούν οφέλη από την εισροή ρευστότητας που κατευθύνεται σε αυτές για λόγους εμπιστοσύνης. Όπως επισημαίνουν περισσότεροι αναλυτές, μια τέτοια ασύμμετρη προσαρμογή καταδικάζει τις χώρες σε κρίση σε μια συνεχή υπερπροσπάθεια, ενώ σε συνδυασμό με την περιοριστική πολιτική που ακολουθείται σε όλες, ακόμα και τις οικονομικά ισχυρότερες, χώρες, και το ανατιμημένο ευρώ, έχει τον κίνδυνο, όχι απλώς να επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες των χωρών κρίσης, αλλά και να οδηγήσει όλη την Ευρωζώνη σε συνθήκες διαρθρωτικής στασιμότητας (secular stagnation).
2. Το πρόβλημα της μεγάλης απόκλισης που χαρακτηρίζει πλέον τις σχέσεις των χωρών κρίσης με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Οι νοτιοευρωπαϊκές χώρες έχουν επιστρέψει κατά 10, 15 ή και πάνω από 30 χρόνια πίσω, σε όρους σύγκλισης με τις χώρες της Ε.Ε.-15. Η εξέλιξη αυτή θέτει το θέμα των πολιτικών σύγκλισης. Στην ανάγκη σύγκλισης δεν αναφέρομαι από τη σκοπιά της αλληλεγγύης, που είναι ένας ηθικός όρος. Θεωρώ, ότι πολιτικά και οικονομικά η ικανότητα σύγκλισης στο εσωτερικό της Ευρώπης είναι κρίσιμο ζήτημα εσωτερικής σταθερότητας και εξέλιξης του ίδιου του ευρωπαϊκού συστήματος. Σύγκλιση με μοχλό τον συνεχή δανεισμό αποδείχτηκε πολύ ακριβό και καταστροφικό εργαλείο. Oμως, το πρόβλημα της σύγκλισης ως αναγκαίο συστημικό στοιχείο της λειτουργίας της Ευρώπης και του ευρώ συνδέεται με το πρόβλημα των ισχυρών αποκλίσεων σε ό,τι αφορά τις παραγωγικές ικανότητες και την ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών, που στη διάρκεια της κρίσης έγιναν μεγαλύτερες. Και στο θέμα της παραγωγικής βάσης η ευρωπαϊκή πολιτική στα χρόνια αυτά ήταν περίπου ανύπαρκτη. Αν λόγω αυτής της αντίληψης η κρίση παρατείνεται, θα έχουμε συνθήκες αυξανόμενης απόκλισης μεταξύ των εταίρων της Ευρωζώνης στα επόμενα χρόνια. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι είτε ένας αριθμός χωρών θα αδυνατούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του ευρωπαϊκού συστήματος και θα βρεθούν σταδιακά σε μια ακόμα πιο αδύναμη θέση, είτε ότι η Ευρώπη θα αναγκαστεί να επιβραδύνει σοβαρά το ρυθμό των αλλαγών και της εξέλιξής της, που μέχρι τώρα αποτελούσαν βάση της επιτυχίας της. Μια τέτοια κατάσταση έχει δημιουργηθεί σήμερα, με την ακύρωση της ΟΝΕ για ένα τμήμα της Ευρωζώνης, όπου έπειτα από δέκα χρόνια λειτουργίας του ευρώ, αντί για συλλογικό όφελος προέκυψε ρήξη. Τα διαφορετικά επιτόκια που ισχύουν σε κάθε χώρα, σημαίνουν πρακτικά διαφορετικό νόμισμα, διαφορετική ανταγωνιστικότητα και διαφορετική προοπτική σε κάθε χώρα της Ευρωζώνης.
3. Ένα τρίτο ζήτημα αφορά το ρόλο της Ευρώπης στην οικονομική και πολιτική αποσταθεροποίηση της Ελλάδας. Οι ευθύνες του ελληνικού πολιτικού συστήματος πριν και μέσα στην κρίση είναι αναμφίβολες και τεράστιες. Όμως και η στάση πολλών ευρωπαϊκών φορέων και δημόσιων προσώπων λειτούργησε αποσταθεροποιητικά και δεν εννοώ γενικά σε σχέση με την κρίση, αλλά ειδικά απέναντι στην Ελλάδα. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι προτάσεις της γερμανικής κυβέρνησης, μέσω της Bundesbank, για την επιβολή ενός νέου γενικευμένου κεφαλαιακού φόρου. Θα ήθελα να σημειώσω, ότι όσοι έχουμε ταχθεί υπέρ της ευρωπαϊκής ιδέας δεν είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπιζόμαστε ο,τιδήποτε αποσταθεροποιεί την οικονομία και σπρώχνει ξανά και ξανά προς τα πίσω την ελληνική κοινωνία. Μπορούμε να υποταχθούμε στη δύναμη του κυνισμού, στην ήττα που οδηγήθηκε η Ελλάδα με δικά της λάθη, αλλά και με τη θερμή συμπαράσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών και των κυβερνήσεών τους, μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας επιβάλλεται όσο δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, αλλά δεν μπορούμε και να το υπερασπιζόμαστε ως εάν έχει νεκρωθεί η σκέψη μας. Αν η Ε.Ε. ενδιαφέρεται για την Ελλάδα πρέπει να σταματήσει να τρομοκρατεί μια ολόκληρη κοινωνία και να κάνει πολύ ξεκάθαρο το σχέδιο που θέλει να επιβάλλει ή να διαπραγματευτεί.
4. Ένα τέταρτο θέμα αφορά τους διαρθρωτικούς πόρους και την πολιτική της Ε.Ε. Οι πόροι αυτοί αποτελούν εξαιρετικά σημαντικό εργαλείο για την προώθηση της μεγέθυνσης σε μια χώρα κρίσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίστηκε πρόσφατα, ότι η πολιτική σύγκλισης (cohesion policy) δεν πρέπει να είναι business as usual. Στην πράξη, αποφασίστηκε το αντίθετο. Η Ε.Ε. προσποιείται ότι δεν κατανοεί, ότι όπως η επίτευξη των μακροοικονομικών στόχων μπορεί να τίθεται ως όρος για τη διάθεση επενδυτικών πόρων, έτσι και, αντίστροφα, η διάθεση των πόρων και η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και της μεγέθυνσης μιας χώρας είναι προϋπόθεση για τη βελτίωση της μακροοικονομικής προσαρμογής της. Προσποιείται ότι αγνοεί, ότι πίσω από τη δημοσιονομική ή χρηματοοικονομική κρίση βρίσκονται διαρθρωτικές αδυναμίες του παραγωγικού συστήματος, και δεν εννοώ μόνο στην Ελλάδα, αλλά στο σύνολο του Ευρωπαϊκού Νότου και σε άλλες χώρες. Η Ε.Ε. θα έπρεπε συνεπώς να δει με όρους έκτακτης ανάγκης τις διαδικασίες για τη διάθεση αυτών των πόρων στην Ελλάδα, όπως βεβαίως και οι ελληνικές κυβερνήσεις οφείλουν να δουν με απόλυτη συναίσθηση ευθύνης τον καλύτερο δυνατό τρόπο αξιοποίησης των πόρων αυτών και ότι στη διαδικασία αυτή πρέπει να υπάρξει στενή συνεργασία και να εγκαταλειφθεί κάθε αναποτελεσματική διαδικασία. Όταν σε αυτά υπάρχει κενό, οι δυνάμεις που στη χώρα μιλούν για ανάπτυξη θα έπρεπε να έχουν το θέμα αυτό στην πρώτη γραμμή πίεσης και διαπραγμάτευσης.
5. Ένα πέμπτο σημείο αφορά τη θέση της Ευρώπης απέναντι στις μεγάλες, μη δυτικές, αναδυόμενες δυνάμεις. Η θέση αυτή εξασθενίζει συνεχώς. Η Ευρώπη εξασφάλισε μια βελτίωση της ευημερίας της, κυρίως χάρη στους θεσμούς, τη συσσώρευση κεφαλαίου, την έρευνα, την καινοτομία, την ανάπτυξη της Γνώσης. Όμως, φάνηκε ότι αυτά δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν ικανοποιητικούς ρυθμούς ευημερίας και χρειάστηκε προσφυγή σε πρόσθετα δάνεια, τα οποία σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. -πέρα από τις χώρες κρίσης-, ανέβασαν τη σχέση χρέος/ΑΕΠ κατά 15 έως και 30 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η εύκολη μεγέθυνση με μοχλό το χρηματοικονομικό σύστημα των περασμένων ετών, έδειξε τα περιορισμένα και επικίνδυνα όρια της. Ευρωπαϊκή δύναμη στο διεθνές σύστημα και κοινωνική και οικονομική ευημερία προϋποθέτουν μια συνεχή ενίσχυση της πολιτικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, στην κατεύθυνση των επενδύσεων, της τεχνολογικής-εκπαιδευτικής πολιτικής, της βιομηχανικής πολιτικής με την έννοια της ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης και πολλά άλλα. Διαφορετικά, ίσως φανεί ότι βρισκόμαστε στην αρχή ενός ζοφερού κύκλου αποδυνάμωσης της ευρωπαϊκής ισχύος, που σε 10-20 χρόνια θα έχει ακυρώσει όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές ιδέες και οράματα.
Για την Ελλάδα, θα σταθώ σε τέσσερα σημεία-κλειδιά, η αντιμετώπιση των οποίων θα κρίνει το χρόνο, τον τρόπο και το κόστος κοινωνικής εξόδου από την κρίση.
Το πρώτο σημείο είναι αν η Ευρωζώνη θα δεχθεί να αντιμετωπίσει σε εύλογο διάστημα και με κάποιο τρόπο το πρόβλημα του χρέους και του βάρους εξυπηρέτησής του. Οπως είναι σήμερα τα δεδομένα, η Ελλάδα με χρέος περίπου 320 δισεκ ευρώ ή 175% του ΑΕΠ και επιβάρυνση χρέους περίπου 4,5% του ΑΕΠ είναι αφερέγγυα. Χωρίς καμιά αλλαγή, η εξυπηρέτηση του χρέους και μόνο θα απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα σε ιστορικά πρωτόγνωρη χρονική διάρκεια και ύψος και θα καταδικάζει τη χώρα σε μακροχρόνιο αναπτυξιακό τέλμα. Το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Είναι και ευρωπαϊκό.
Το δεύτερο σημείο αφορά το Κράτος. Καμιά πολιτική δεν μπορεί να πετύχει, αν δεν στηρίζεται από μια εξειδικευμένη και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση και αν το Κοινοβούλιο, η Εκτελεστική και η Δικαστική εξουσία δεν λειτουργήσουν σύμφωνα με το Σύνταγμα και την αίσθηση του συλλογικού συμφέροντος. Κανένα αποτελεσματικό Κράτος δεν στηρίζεται σε αναποτελεσματικούς θεσμούς. Η κρίση, η αλληλεγγύη, η ανάπτυξη, όλες οι σημαντικές αξίες μπορούν να πραγματωθούν μόνο μέσα από μια ευρύτατη ανατροπή του αναχρονιστικού κρατικού κατεστημένου και το μετασχηματισμό του σε εργαλείο πολιτικής . Αν το Κράτος λειτουργεί κυνικά ως εργαλείο νομής εξουσίας, δεν μπορεί να απορεί κανείς, ότι στα μάτια της κοινωνίας απονομιμοποιούνται τόσο η ιδέα του Κράτους, όσο και οι οποιεσδήποτε εκδοχές πολιτικής -αριστερές και δεξιές.
Το τρίτο σημείο αφορά τη μεγέθυνση και τη σχέση της με την κρίση. Η Τρόικα και τα Μνημόνια στην ουσία δεν ενδιαφέρονται για το παραγωγικό σύστημα, παρ’ όλον ότι η μεγέθυνση είναι ο δεύτερος κρίσιμος παράγοντας μαζί με τη δημοσιονομική προσαρμογή για την επαναϊσορρόπηση της οικονομίας. Όμως, ούτε και οι δικές μας πολιτικές, ούτε και οι θέσεις που έχουν προταθεί, ενδιαφέρονται πράγματι για το πρόβλημα. Ολο το βάρος έπεσε στα μακροοικονομικά και στην πολιτική σύγκρουση γύρω από θέματα που δημιουργούν πολιτική αδρεναλίνη, αδιαφορώντας για το ότι ένα σημαντικό τμήμα της κρίσης συνδεόταν με την ολοένα και πιο αδύναμη παραγωγική βάση της οικονομίας και τη συνεχή διάβρωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητάς μας. Γιατί; Θεωρώ ότι μια πιο ουσιαστική αναπτυξιακή και επενδυτική πολιτική για την ισχυροποίηση της παραγωγικής βάσης και της ανταγωνιστικότητας θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με τις πιο βαθιές συστημικές παθογένειες και να πλήξει ένα κατασκεύασμα που είναι το παιδί του πολιτικού αμοραλισμού. Έτσι, μια ανάκαμψη που στηρίζεται μόνο στα δημοσιονομικά έχει ένα εξαιρετικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, και, επιπλέον, όταν υπάρξει, θα είναι αναιμική.
Το τέταρτο σημείο αφορά το πολιτικό σκηνικό. Είναι κοινοτοπία να λεχθεί ξανά, ότι στην καρδιά της οικονομικής κρίσης βρίσκεται μια πολιτική κρίση και η πολιτική αποτυχία. Τα μηνύματα ότι η κοινωνία μας αναζητά κάτι διαφορετικό είναι ισχυρά. Το ερώτημα είναι τι θα εκφράζει αυτό το διαφορετικό. Θεωρώ, ότι ένας νέος πολιτικός πόλος σήμερα πρέπει να υπερβεί τα κλασικά σχήματα και να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες που θα έχουν ανοικτή και υπερβατική χροιά και θα ανταποκρίνονται στις προσδοκίες ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων που ψάχνονται, αρνούνται να αποδεχτούν ό,τι τους προσφέρεται και είναι έτοιμες να επενδύσουν σε ό,τι τις πείσει. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση διαχωριστικών ιδεολογικών και αξιακών γραμμών. Σημαίνει, όμως, αναγνώριση, ότι σε μια συγκεκριμένη φάση, όπου για τη χώρα διακυβεύονται τα πάντα, οι διαφορετικές αξίες και ιδεολογίες πρέπει να βγουν από τα χαρακώματα και να ανεχθούν να συνυπάρξουν με άλλες αξίες, ώστε να αποτραπεί κάθε μεγάλος κίνδυνος. Στην ουσία, οποιοδήποτε σοβαρό πολιτικό σχήμα έχει να απαντήσει στο δίλημμα, τι θεωρεί ως το μεγαλύτερο διακύβευμα: το πώς θα ξεφύγει η κοινωνία και η χώρα από την κρίση και πώς θα εξυπηρετηθεί καλύτερα το συλλογικό, το κοινωνικό και το εθνικό συμφέρον ή πώς θα διασωθούν προσωπικές εγωπάθειες, συμφέροντα , δογματισμοί και στερεότυπα, που έχουν στοιχειώσει;
Οι διεργασίες για την ανασυγκρότηση ενός τέτοιου πόλου πρέπει να προσφέρουν ισχυρή πολιτική έκφραση στις κοινωνικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την ανατροπή των αιτίων της χρεοκοπίας και είναι διατεθειμένες να εργαστούν για μια προοπτική επιτυχίας. Το κρίσιμο είναι η μάχη να δοθεί στο προσκήνιο και όχι στο παρασκήνιο, στο πεδίο των προτάσεων και των επιχειρημάτων, όχι της κατάταξης των προσώπων και της διαδικαστικής απεραντολογίας. Ακόμα και σήμερα, η συζήτηση αποφεύγει σταθερά να γίνει ουσιαστικά πολιτική ή να πάει στο κεντρικό ζητούμενο, δηλαδή τι πρέπει να κάνουμε εμείς για τη χώρα μας. Αντίθετα, μετατοπίζεται έντεχνα ή άτεχνα σε ένα πολιτικό κουτσομπολιό, γύρω από πρόσωπα, εγωπάθειες για πεθαμένα ζητήματα, γραφικές παρεμβάσεις, και σε ρητορείες-κλισέ για την ανάγκη μιας Δημοκρατικής Ευρώπης, την ανατροπή των φιλελεύθερων πολιτικών, την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος Βορρά και Νότου με χρηματικές ροές και άλλα χιλιοειπωμένα στερεότυπα, που ενώ είναι πολύ σημαντικά ζητήματα, με τον τρόπο που τίθενται έχουν μηδενική επίπτωση στη βελτίωση της πραγματικότητάς μας. Όταν στον εθνικό θάλαμο επιχειρήσεων έχουν ανάψει χίλιες κατακόκκινες λάμπες, οι μεγάλες πολιτικές διαμάχες στη χώρα περιπλανούνται γύρω από επικοινωνιακά ζητήματα και για το πού θα πουλιούνται οι ασπιρίνες, αν το γάλα θα έχει διάρκεια τρεις ή πέντε μέρες, αν ο ΦΠΑ στα εστιατόρια θα είναι 13% ή 23% ή πώς θα πουλιέται το ψωμί.
Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη και τα διακυβεύματα για τη Δημοκρατία, τη σταθερότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημιουργία μιας πραγματικής προοπτικής είναι πολλά. Είναι επείγουσα ανάγκη οι δυνάμεις που θέλουν να δώσουν μάχη, να δημιουργήσουν μια στρατηγική, αλλά και πραγματιστική αντίληψη για την ιεράρχηση των συλλογικών προτεραιοτήτων, να διασφαλίσουν και όχι να διαψεύσουν προσδοκίες, να συνεργαστούν με δυνάμεις εφ’ όσον η συνεργασία υπόσχεται κάτι θετικό, αλλά, προπάντων, να διατυπώσουν θέσεις για τα μεγάλα ζητήματα. Κατ’ αρχάς για το πώς θα πετύχουμε πραγματική ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας μας, καθώς, όλα τα άλλα, από μόνα τους, θα είναι αδιέξοδα. Να υπάρξουν και θέσεις για μείζονα θέματα, όπως τη μεταρρύθμιση του Κράτους, την ανεργία των νέων, τη δημιουργία ανταγωνιστικής παραγωγής στην μεταποίηση, τις υπηρεσίες, τα αγροτικά, το μεγάλο θέμα των μισθών στην ιδιωτική οικονομία, τη θεσμική ανασύνταξη, την αναδιαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, τη νέα επιχειρηματικότητα, το σύστημα υγείας, τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή και την ισότητα στην φορολογική μεταχείριση των κοινωνικών ομάδων, τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, τους πνιγμούς γυναικών και μικρών παιδιών μεταναστών στα Φαρμακονήσια, μεγάλα συνταγματικά θέματα, τους κινδύνους της Δημοκρατίας.
Με βάση ένα πολύ διακριτό πολιτικό στίγμα, ας ακολουθήσουν όποιοι είναι σε θέση να αντέξουν μια τέτοια πολιτική ατζέντα. Οι δυνάμεις αυτές αναπόφευκτα θα βρουν απέναντί τους το σύστημα νομής της παλιάς, της σημερινής ή της μελλοντικής εξουσίας, όλο το σύστημα της αδράνειας, της αμορφωσιάς και της αντίδρασης απέναντι σε όποια αλλαγή ανατρέπει παλιές ισορροπίες συμφερόντων. Δεν πειράζει. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή που ή θα εργαστούμε για μια συγκεκριμένη λύση, αν την έχουμε και αν την πιστεύουμε ή θα γενικολογούμε και θα χανόμαστε στο μεγάλο βιβλίο της αποτυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια
Δεν βρέθηκαν σχόλια γι'αυτό το άρθρο.
Γίνε ο πρώτος που θα σχολιάσει το άρθρο χρησιμοποιώντας την παρακάτω φόρμα